Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Ὅσιος & Ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης - Ἡ Ἀνάστασις

Τί εἶναι αὐτό, ἀδελφοὶ ἀγαπητοὶ καὶ φιλέορτοι καὶ φιλόχριστοι; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ μεγάλη λαμπροφορία; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ τόση φωταγωγία καὶ χαρά; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὴν Ἐκκλησία ν᾿ ἀστράφτει τόσο πολύ; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λάμπρυνε τὴν οἰκουμένη; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε νὰ δημιουργηθεῖ τόσο μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση;

Χθὲς ἤμασταν σὲ λύπη καὶ σήμερα σὲ χαρά. Χθὲς σὲ κατήφεια καὶ σήμερα σὲ εὐθυμία. Χθὲς σὲ θρήνους καὶ σήμερα σὲ ἀλαλαγμούς. Ρωτᾶς ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία αὐτῶν καὶ τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ προκάλεσε αὐτὴ τὴν τόσο μεγάλη χαρὰ καὶ λαμπρότητα;

Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ὅλος ὁ κόσμος γέμισε ἀπὸ ἀγαλλίαση. Κατάργησε μὲ τὸ ζωοποιό του θάνατο τὸ θάνατο καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν στὸν ᾍδη ἐλευθερώθηκαν ἀπ᾿ τὰ δεσμά του. Ἄνοιξε τὸν Παράδεισο καὶ τὸν ἔκανε προσιτὸ σὲ ὅλους.

Πόσο, ἀλήθεια, μεγάλο βάθος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ! Πόσο μεγάλο ὕψος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ! Πόσο φρικτὸ μυστήριο, ποὺ ὑπερβαίνει τὴ δύναμη τοῦ νοῦ!

Ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι, ἐπειδὴ εὐφραίνονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Χαίρονται οἱ προφῆτες βλέποντας νὰ ἐκπληρώνονται οἱ προφητεῖες τους. Ὅλη ἡ κτίση ἑορτάζει μαζί μας γιατὶ ξημέρωσε γι᾿ αὐτὴν ἡμέρα σωτήρια, ἔλαμψε πάλι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης.

(Ε.Π.Ε. Φιλοκαλία, τόμος 18ος, σελ. 50-51)

Ἠλίας Μηνιάτης - Εἰς τὸ Σωτήριον Πάθος

Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1714): κληρικός, συγγραφεὺς καὶ ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ ἐκ Κεφαλληνίας. Διετέλεσεν Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων


Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.

Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.

Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.

Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.
Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·
Δεύτερον, τί ἔπαθε.
Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.

Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.

Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!


--------------------------------------------------------------------------------

ΜΕΡΟΣ Α´
Ὅλον τὸ θεμέλιον τῆς ὀρθοδόξου μας πίστεως εἶναι, πὼς ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, ἐστάθη ἀληθῶς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς φαίνεται μωρία εἰς τοὺς ἐθνικούς, ἂς εἶναι σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰουδαίους· «ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον», καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἐσταυρωμένος οὗτος, ἦτον ἕνας σεσαρκωμένος Θεός· καὶ ἀγκαλὰ ἔπαθεν εἰς τὴν σάρκα μόνον, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα μόνον, διατὶ ὡς Θεὸς ἦτον ἀπαθής, πλήν, ἐπειδὴ καὶ ὑποστατικῶς ἦτον ἡνωμένη καὶ ἡ σάρκα μὲ τὸν Θεῖον Λόγον καὶ ἡ ἀνθρωπότης μὲ τὴν θεότητα, ἡ σάρκα ἐκείνη ἦτον κυρίως τεθεωμένη, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦτον ἰδίως Θεός. Ἐκεῖνος ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου ἦτον ἀληθῶς καὶ υἱὸς Θεοῦ· εἷς Ἰησοῦς Θεάνθρωπος· ὥστε ὅπου, καθὼς εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, ἔτσι ὁμοίως εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ ἔπαθεν, ἦτον Θεός, Θεὸς ὕψιστος, βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο κατεδέχθη νὰ πάρῃ δούλου μορφήν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». Θεὸς ἀναμάρτητος, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἠθέλησε νὰ βαστάξη τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ φανῇ ὡσὰν ἕνας ἁμαρτωλός· Θεὸς πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης ἀθανασίας, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἄδειασεν, ἐκένωσε (καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος) τὸν ἑαυτὸν Του ἀπὸ ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ θεότητος, μένοντας εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ πτωχείαν μόνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕως νὰ ἀποθάνῃ· τὴν ὁποίαν κένωσιν «καὶ ὕφεσιν τινα καὶ ἐλάττωσιν» ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος.

Μὰ τάχα τί χρεία ἦτο νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῇ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεὸς; δὲν ἦτον ἄλλο μέσον, διὰ νὰ γένῃ τὸ μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἐδῶ θαυμάσατε τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Ζάλευκος, ὁ βασιλεὺς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνὸς μοιχοῦ νὰ ἐβγάνωσι καὶ τοὺς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νὰ χάνη τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τὴν τιμήν, ὅπου εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Πρῶτος, ὅπου παρέβη τὸν νόμον τοῦτον καὶ ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱὸς καὶ ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεὺς νὰ τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαὸς τὸν βασιλέα νὰ γένῃ ἵλεως πρὸς τὸν υἱόν του, τὸν διάδοχον καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεὸς εἰς τὴν γνώμην του καὶ θέλει καλλίτερα νὰ φυλάξη τὸν νόμον του, παρὰ τὸν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αἱ μεσιτεῖαι καὶ αἱ παρακλήσεις τὸν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νὰ μαλακώνεται καὶ νὰ ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη - ἔλεγε συλλογιζόμενος μὲ τὸν ἑαυτόν του – ζητεῖ νὰ τυφλώσω τὸν υἱόν μου, διατὶ εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρικὴ ζητεῖ νὰ συμπαθήσω τὸν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἂν ἐγὼ παραβλέψω τὴν δικαιοσύνην μου καὶ δὲν τὸν παιδεύσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἂν παραβλέψω πάλιν τὴν ἀγάπην τὴν πατρικὴν καὶ τὸν τιμωρήσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ. Ἂχ τύχη! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι πατήρ, διὰ τί νὰ μὲ κάμῃς κριτὴν; ἂχ φύσις! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι κριτής, διατὶ νὰ μὲ καμῃς πατέρα; μὰ πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγὼ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τὸ πρόσωπον…, μὰ πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγὼ εἶμαι φιλότεκνος πατὴρ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καὶ δὲν βλέπει τοῦ πταίστου τὸ πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ παιδεύσω, μὰ καὶ ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ συγχωρήσω· καὶ νὰ μὴ φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγὼ ἐγέννησα; τί νὰ κάμω ὁ δυστυχής, καὶ κριτὴς καὶ πατὴρ; εἶναι τάχα μέσον νὰ φυλάξω καὶ τὸν νόμον μου, νὰ φυλάξω καὶ τὸν υἱόν μου; Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἂς ἔβγῃ ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου, ἂς ἔβγῃ καὶ ἄλλο τοῦ υἱόν μου· ἂς δώσῃ ἐκεῖνος τὸ ἕνα, διατὶ εἶναι πταίστης, ἂς δώσω καὶ ἐγὼ τὸ ἄλλο, διατὶ εἶμαι πατήρ· μὲ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν ἀγάπην μου· μὲ τοῦτο θέλω φυλάξει τὸν νόμον ου καὶ τὸν υἱόν μου· μὲ τοῦτο θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πατὴρ φιλότεκνος.

Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ νόμος καὶ νὰ παιδευθῇ τὸ πταίσιμον, ἀπὸ τὸ ἄλλο διὰ νὰ φυλάξη ὁ κριτὴς πατὴρ τὴν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱὸς τὸ φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα ὁ πατὴρ καὶ τὸ ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τὰς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καὶ βασιλικῆς δικαιοσύνης καὶ συγκαταβάσεως πατρκῆς· πλὴν εἶναι παράδειγμα ἀνθρώπινον, ὅπου δὲν φθάνει νὰ συγκριθῇ μὲ ἐκεῖνο, ὅπου ἔκαμεν ἕνας δίκαιος ὁμοῦ καὶ εὔσπλαγχος Θεός.
Ἀπόφασις θεϊκὴ ἦτον ἄνωθεν καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς, γεγραμένη εἰς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι ὅποιος ἤθελε φάγει ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ ἤθελε παρέβη τὴν Θείαν ἐντολήν, νὰ εἶναι εὐθὺς παραδομένος εἰς τὸν θάνατον, «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· ἡμεῖς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ παρέβημεν· «ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἥμαρτον»· ἡμάρτομεν μὲ τὴν προπατορικὴν καὶ ἀκόμη μὲ τὴν προαιρετικὴν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου ὅλοι εἴμασθεν ὑποκείμενοι εἰς τὴν θείαν κατάραν· ὅλοι ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔπρεπε λοιπὸν ἡμεῖς ἢ νὰ λάβωμεν τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, νὰ χάσωμεν, ὡσὰν τὰ δύο μάτια, τὰς δύο ζωὰς ὅπου εἴχαμεν, τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν, μὲ τὴν κόλασιν ἢ νὰ εὑρεθῇ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας. Μὰ ποῖος τρόπος, ὅπου τὸ χρέος μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἄπειρον; ἂν ἤθελον ἔλθῃ, ὡσὰν ὁ Μωϋσῆς ἢ ἄλλος τις τῶν προφητῶν, χίλιοι ἄνθρωποι· ἂν ἤθελον σαρκωθῇ χίλιοι ἄγγελοι νὰ ἀποθάνωσι, διὰ νὰ πληρώσωσι δι᾽ ἡμᾶς τὴν θείαν δικαιοσύνην, τὸ αἷμα, ὅπου ἤθελον χύσῃ ὅλοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, δὲν ἤθελε φθάσει· ὡς αἷμα κτισμάτων, ἤθελ᾽ ἦτον πεπερασμένης, ἐλλειποῦς καὶ ὀλίγης τιμῆς, ἐνῷ τὸ χρέος μας πρὸς τὸν Θεὸν ἦτον ἄπειρον «ἔδει τοίνυν δυοῖν θάτερον – θεολογεῖ ὁ ἅγιος Πρόκλος - ἢ πᾶσιν ἐπαχθῆναι τὸν ἐκ καταδίκης θάνατον, ἐπειδὴ πάντες ἥμαρτον· ἢ τοιοῦτον δοθῆναι πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ᾧ τῷ χρέει ἱκανὸν ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παράτασιν. Ἄνθρωπος μὲν σῶσαι οὐκ ἠδύνατο· ὑπέκειτο γὰρ τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσασθαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυεν, ἠμπόρει γὰρ τοῦ τοιούτου λύτρου. Ἄνθρωπος ψιλὸς σῶσαι οὐκ ἴσχυεν, (ἀκολουθεῖ ὁ αὐτὸς Διδάσκαλος), Θεὸς γυμνὸς παθεῖν οὐκ ἠδύνατο». Ἐδῶ ἐχρειάζοντο δύο φύσεις, ἀνθρωπίνη καὶ θεία· οὐχὶ ἀνθρωπίνη μοναχή, διατὶ μὲ τὸ νὰ πάθη καὶ ἀποθάνῃ δὲν ἐδύνατο νὰ σώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνη καὶ θεία ὁμοῦ, ἡνωμέναι εἰς ἕνα πρόσωπον. Τοῦτο τὸ πρόσωπον ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπου εἶναι παθητὴ καὶ θνητή· ἀλλὰ διὰ τὴν θείαν φύσιν, ὅπου εἶναι ἀπείρου ἀξίας, ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ἔπρεπε νὰ γένῃ καὶ ἔτσι ἔγεινεν. Ἤκουσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν δικαιοσύνην του, ὅπου ἐζήτει ἐκδίκησιν ἐναντίον μας, διατὶ εἴμασθεν παραβάται τῆς ἐντολῆς του· «ἐξαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα»· μὰ ἤκουσε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν εὐσπλαγχνίαν του, ὅπου ἐζήτει συγχώρησιν δι᾽ ἡμᾶς, διότι εἴμασθε πλάσματα τῶν χειρῶν του. «Ζῶ ἐγώ, οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὁ Θεός, κριτὴς δίκαιος ὅπου θέλει νὰ φυλάξῃ τὸ πλάσμα του· τί νὰ κάμῃ; Κριτὴς καὶ Πατήρ, καὶ Θεὸς καὶ πλάστης, ηὗρεν ἡ ἄπειρός του σοφία ἕνα μέσον νὰ φυλάξῃ τὸν νόμον του καὶ νὰ φυλάξῃ καὶ νὰ πλάσμα του.

Ἐδῶ - εἶπε – χρειάζονται δύο φύσεις· Θεία καὶ ἀνθρωπίνη· ἂς δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὴν μίαν μὲ τὴν θνητὴν σάρκα, ἐγὼ δίδω τὴν ἄλλην μὲ τὸν Θεῖον Λόγον· ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς δύο φύσεις, καὶ ἀνθρωπίνην καὶ Θείαν, ἂς γενηθῇ ἕνα πρόσωπον Θεανδρικόν· τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός. Τοῦτο ἂς πάθη, τοῦτο ἂς ἀποθάνῃ· ἀποθνήσκοντας ὡς ἄνθρωπος, τὸ αἷμα Του, ὅπου χύνεται, εἶναι ὡς τόσον πληρωμή, μά, ἐπειδὴ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμοῦ καὶ Θεός, τὸ αἷμὰ Του, ὅπου χύνεται, εἶναι μία πληρωμὴ ἄπειρος. Τέτοιας λογῆς εὐχαριστεῖται καὶ ἡ εὐσπλαγχνία μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου μόνου τοῦ ἀνθρώπου, λυτρώνονται οἱ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι· εὐχαριστεῖται καὶ ἡ δικαιοσύνη μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου τοῦ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, πληρώνεται τὸ ἄπειρον χρέος· καὶ ἐγὼ θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πλάστης φιλάνθρωπος.

Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀφορμή, κατὰ τὴν ὁποίαν χρείαν ἦτον νὰ πάθη καὶ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, διὰ νὰ ἠμπορῇ ὡς ἄνθρωπος νὰ πληρώσῃ καὶ ὡς Θεὸς νὰ πληρωθῇ σωστά. Ἐδῶ, λέγω πάλιν, χριστιανοί μου, ἐχρειάζοντο ὡσὰν δύο μάτια, δύο φύσεις· ἡμεῖς οἱ πταῖσται, οἱ παραβάται τῆς Θείας ἐντολῆς, ἐδώκαμεν, ὡσὰν τὸ ἕνα ὀμμάτι, τὴν ἀνθρωπότητα· ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἔδωκεν, ὡσὰν τὸ ἄλλο, τὴν θεότητα· μᾶς ἔγγιζεν ἡ τιμωρία τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰς τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἡ τιμωρία θανάτου ἐξηφανίσθη. Ἐπληρώσαμεν μὲ τὴν θείαν σάρκα, ἡνωμένην τῷ θείῳ Λόγω, καὶ ἐλυτρώθημεν μὲ τὸν θεῖον Λόγον, ἡνωμένον τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί· εἶναι ὑψηλότατον νόημα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου· «συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως, ὅτι ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος διὰ τὸν συνόντα Λόγον, ἐξηφανίζετο»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβα- σις! Ἀλλ᾽ ὦ Θεέ, πολυέλεε καὶ πολυεύσπλαγχνε, καὶ διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἄνθρωπον, δὲν εἶχεν ἡ παντοδυναμία σου ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ παραδώσῃς εἰς θάνατον τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν τοῦ θείου σου προσώπου; Χωρὶς ἀμφιβολίαν ἐδύνατο ὁ Θεός, ἐνεργῶν ὡς παντοδύναμος, καθὼς μὲ ἕνα λόγον εἶπε καὶ πάντα ἐγένετο, ἔτσι ὁμοίως μὲ ἕνα λόγον νὰ εἰπῇ καὶ νὰ γένῃ ἡ τοῦ ἀνθρώπου σωτηρία. Ἐδύνατο καὶ χωρὶς καμμίαν πληρωμὴν νὰ μᾶς ἀφήση τὸ ἄπειρον χρέος, ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸν θάνατον τοῦ ἰδίου του Υἱοῦ νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἀνθρώπου· ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ σβέσῃ τὴν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως· ἐδύνατο, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τέτοιας λογῆς δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον δύναμιν, δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ ὡς κριτὴς καὶ ὡς πατήρ· νὰ δείξῃ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τὴν φιλανθρωπίαν του πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἦτον ὁ παραβάτης τοῦ νόμου του, καὶ νὰ κάμῃ ὡσὰν κριτής, νὰ δείξῃ τὴν δικαιοσύνην του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστόν, ὅπου ἦτον ὁ Υἱός του. Ἐλυπήθη περισσότερον τὸν ἄνθρωπον, παρὰ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονογενῆ του υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὰ ἰδέτε τὴν διαφορετικὴν τοῦ πράγματος ἔκβασιν. Ἔφθασεν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν διατεταγ- μένον τόπον, ἑτοίμασε τὸ θυσιαστήριον ἔβαλεν ἐπάνω τὰ ξύλα, ἄναψε ὑποκάτω τὴν φωτίαν καί, συμποδίζοντας τὸν υἱόν του τὸν Ἰσαάκ, τὸν ἔρριψε ἐκεῖ· ἔπιασε τὴν μάχαιραν, ἐσήκωσε τὴν δεξιάν, ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἤθελε νὰ κατεβάσῃ τὴν θανατηφόρον πληγήν, εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ εὐσπλαγχνίσθη· καὶ «Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ – εἶπε –στάσου μὴ ἐπιβάλῃς τὴν μάχαιράν σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποιήσης αὐτῷ μηδὲν»· φθάνει με ἡ καλή σου προαίρεσις, ἂς ζῇ ὁ υἱός σου Ἰσαάκ, διὰ νὰ εἶναι πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν, ὅπου θέλω εὐλογήσει καὶ θέλω πληθύνει ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.

Καὶ τί παράδοξον, ἦτον, Θεέ μου, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε θυσιάσει τὸν υἱὸν του διὰ τὴν ἀγάπην σου; ἐσὺ εἶσαι Θεὸς ὅ,τι κάμῃ διὰ σὲ ἕνας ἄνθρωπος, τὸ κάνει χρεωστικῶς καὶ ἀξίως· μὰ τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος; ἕνας μικρὸς σκώληξ τῆς γῆς, παραβάτης τῶν ἐντολῶν σου· καὶ τόσον τὸν ἀγαπᾷς, ὁποῦ θυσιάζεις τὸν υἱόν σου διὰ τὴν ἀγάπην του; «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτὸν»; Δὲν εἶναι ἄλλο· τόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ συγκατάβασις· ἐλυπήθη τὸν υἱὸν ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ θυσιασθῇ, καὶ δὲν ἐλυπήθη τὸν ἴδιὸν του υἱόν, ἀλλὰ ἄφησε νὰ ἀποθάνῃ· «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο· ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτὸν»· παρέδωκε νὰ τὸν πωλήσωσιν οἱ μαθηταί του, νὰ τὸν ἀρνηθῶσιν οἱ φίλοι του, νὰ τὸν κρίνωσιν οἱ ἐχθροί του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, εἰς τὴν κρίσιν τῶν ἐθνικῶν, εἰς τὰς κατηγορίας τῶν ἱερέων, εἰς τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν στρατιωτῶν, εἰς τὸ μῖσος καὶ εἰς τὴν μανίαν ἑνὸς ἀχαρίστου λαοῦ, ὅπου ἐδίψα τὸ αἷμα του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐμπτυσμούς, εἰς τὰ ραπίσματα, εἰς τὰς μάστιγας, εἰς τὰς ἀκάνθας, εἰς τὸν σταυρόν, μὲ ἕνα τρόπον, ὅπου δὲν τὸν ἐλογίασεν ὡσὰν υἱόν, ἀλλ᾽ ὡσὰν ἕνα ἁμαρτωλόν, μάλιστα ὡσὰν αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ κρίνῃ ὡσὰν πταίστην τὸν υἱὸν καὶ νὰ ἀθωώσῃ τὸν πταίστην ἄνθρωπον· διὰ νὰ παιδεύσῃ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἁμαρτωλόν· διὰ νὰ πληρώσῃ εἰς ἐκεῖνον ὅλην του τὴν θείαν δικαιοσύνην, διὰ νὰ χύσῃ εἰς τοῦτον ὅλον του τὸ ἄπειρον ἔλεος· εἶναι νόημα τοῦ Παύλου «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασις!

Τοιαύτη ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν υἱόν· ποία δὲ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα; Μία ἄκρα ὑπακοή· «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καὶ τῆς μὲν ἄκρας ταπεινοφροσύνης δίδει τὸ πρῶτον σημάδι εἰς τὸ ἐστρωμένον ἀνώγεον· ἐδῶ τὴν πρώτην φορὰν φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, πλύνει μὲ τὰ ἴδια του χέρια τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ δίδει τὸν ἑαυτόν του τροφὴν τοῖς μαθηταῖς εἰς τὸ Μυστήριον. Τῆς δὲ ἄκρας ὑπακοῆς, εἰς τὸν κῆπον Γεθσημανῇ· ἐδῶ, ἀγκαλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος δείχνων ὅλη τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως, λυπεῖται, μὲ μίαν λύπην τόσον βαθεῖαν, ὅπου τοῦ ἤφερεν ἕως θανάτου τὴν ψυχήν· ἀγωνίζεται μὲ ἕναν ἀγώνα τόσον πολύν, ὅπου τὸν ἔκαμεν νὰ ἐβγάλῃ ἱδρῶτα ὡσὰν αἷμα περισσόν, εἰς τόσον ὅπου ἔτρεχεν ἕως εἰς τὴν γῆν· πίπτει μὲ τὸ πρόσωπον κάτω καὶ μὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὰ χείλη παρακαλεῖ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ δοκιμάση τὸ πικρὸν ἐκεῖνο τοῦ θανάτου ποτήριον· μ᾽ ὅλον τοῦτο, ὑπήκοος μέχρι θανάτου εἰς τὸ θέλημα τοῦ πατρός. «Πάτερ – λέγει – οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ, γενηθήτω τὸ θέλημὰ σου». Στρεφόμενος πρὸς τοὺς τρεῖς μαθητάς, ὅπου ηὗρε καθεύδοντες, τοὺς ἐξυπνεῖ καὶ «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» εἶπεν, ἐκεῖ, ὅπου μᾶς κράζει τοῦ πατρὸς τὸ θέλημα καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ σωτηρία.

Τώρα τί περισσότερον νὰ θαυμάσωμεν, χριστιανοὶ; τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πατρός, ὅπου ἀπεφάσισε τὸν Υἱόν του εἰς θάνατον; ἢ τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ὅπου τρέχει εἰς τὸν θάνατον μὲ τόσην προθυμίαν; οὐχί, καὶ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ πατρὸς καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ἡμεῖς πρέπει νὰ θαυμάσωμεν τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασιν;

Ὁ Θεός, διὰ νὰ λυτρώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν τυραννίδα τῆς Αἰγύπτου, ἔστειλεν ἕναν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν. Διὰ νὰ σγχωρῇ τὰς ἁμαρτίας τῶν Ἑβραίων, ἔκαμε καὶ ἐχύνετο εἰς τὸ ὁλοκαύτωμα τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, ὅπου ἦτον αἷμα τράγων καὶ μόσχων· μά, διὰ νὰ λυτρώση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ ᾅδου, ἦλθεν αὐτὸς ὁ Ἴδιος προσωπικῶς· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»·διὰ νὰ ἐξαλείψη τὰς ἁμαρτίας μας, ἔχυσεν αὐτὸς τὸ Ἴδιον αἷμα· «οὐ δι᾽ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος ἔσωσεν ἡμᾶς». Τόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία μας ὅπου ἀξίζει τὸ αἷμα ἑνὸς Θεοῦ. Μία μοναχὴ σταλαγματία τοῦ θείου αἵματος, εἶναι ὁ ἀκριβώτερος μαργαρίτης τοῦ παραδείσου· καὶ μία μοναχὴ σταλαγματία ἔφθανε, διὰ νὰ σβύσῃ ὅλας τὰς φλόγας τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, τόσον πλουσιοπάροχα, ἐχύθη διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅπου ἐχύθη ὅλον καὶ δὲν ἔμεινε μία σταλαγματία εἰς τὴν φλέβα τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στοχασθῆτε καλὰ τοῦτο τὸ μέγα πρᾶγμα, χριστιανοί· Τοῦτος, ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοῦτος ἔχυσε, διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσῃ τὰς ψυχὰς ὅλον τὸ αἷμα· καὶ ἡμεῖς, ἀλλοίμονον! κρατοῦμεν ἀκόμη αἰχμαλώτους τὰς ψυχάς· ἡμεῖς ἀκόμη δουλεύομεν τῇ ἁμαρτία· ἡμεῖς ἀκόμη δὲν ἤλθομεν εἰς ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν· καὶ λοιπόν, τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματὶ μου; ἠμπορεῖ νὰ μᾶς εἰπῇ ὁ Σωτήρ. Τόσον αἷμα, ὅπου ἔχυσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη μου· ἡ ἀγωνία, ὅπου ἔκαμα εἰς τὸν κῆπον· τόσον, ὅπου ἔτρεξεν ἀπὸ ὅλον μου τὸ σῶμα εἰς τὰς μάστιγας, ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου διὰ τὰς ἀκάνθας, ἀπὸ τὴν πλευράν μου διὰ τὴν λόγχην· τόσον αἷμα ἀπὸ τὰς πληγὰς τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν ἔπεσε ματαίως εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ τὸ καταπατοῦσιν οἱ ἄνθρωποι; τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!

Πατὴρ ἄναρχε, ἐγὼ ἔκαμα τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἔπαθα, ἐσταυρώθηκα, παρέδωκα τὸ πνεῦμα, ἔχυσα ὅλον τὸ αἷμα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν χριστιανῶν, μὰ οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουσι τὸν σωτῆρα τους, δὲν θέλουσι τὴν σωτηρίαν τους, ἀγαποῦσι τὴν κόλασίν τους· λοιπὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπου μὲ ἐσταύρωσαν, ὅπου μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω, ζητῶ συγχώρησιν: «ἀφες αὐτοῖς»· διὰ τοὺς χριστιανούς, ὁποῦ μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω δίχως ὄφελος τῶν πολλῶν, ζητῶ κρίσιν: «κρῖνον αὐτοὺς ὁ Θεὸς»· ἡ δικαιοσύνη σου μὲ ἔκαμε νὰ χύσω τὸ αἷμα μου, ἡ δικαιοσύνη σου ἂς ἐκδικήσῃ τὸ αἷμα μου.

Καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἀπολογίαν ἕνας χριστιανὸς ἀμετανόητος. «Ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας, καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος» λέγει ὁ Παῦλος· ὅσῳ τιμιωτέρα ἐστάθη ἡ ἐξαγορά του, τόσῳ βαρυτέρα θέλει εἶναι ἡ τιμωρία του.

Ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂς δοξάσωμεν τὸν Σωτῆρα· ἂς κάμωμεν μετάνοιαν· καὶ ἂς λάβωμεν τὴν ὠφέλειαν τοῦ πολυτίμου ἐκείνου αἵματος, ὁποῦ ἐχύθη δι᾽ ἡμᾶς. Ἴδαμεν τὶς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθε, καὶ ἐθαυμάσαμεν μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· ἂς ἰδῶμεν τί ἔπαθε, διὰ νὰ συμπονέσωμεν εἰς μίαν ἄκραν ὑπομονήν.


--------------------------------------------------------------------------------

ΜΕΡΟΣ Β´
Ἴδετε ποτέ, χριστιανοί, ἕνα μικρὸν πλοιάριον μέσα εἰς πλατεῖαν θάλασσαν, μακρὰν ἀπὸ τὴν γῆν, ἐγκαταλελειμμένον ἀπὸ πᾶσαν τέχνην καὶ βοήθειαν, πολεμούμενον ἀπὸ ἐναντίους καὶ σφοδροτάτους ἀνέμους, συχνοδαρμένον ἀπὸ ἄγρια κύματα, ὅπου τέλος πάντων καταποντίζεται εἰς τὸν βυθὸν; τέτοιας λογῆς στοχασθῆτε νὰ βλέπετε εἰς τὴν αἱματώδη θάλασσαν τῶν πικροτάτων παθῶν, τὸν μονογενῆ υἱὸν τῆς Παρθένου, μακρὰν ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῆς ἠγαπημένης του μητρός· ἐγκαταλελειμ -μένον ἀπὸ τὸν ἄναρχον Πατέρα του, ὅπου μίαν φορὰν παρέδωκεν αὐτόν· μοναχόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν καὶ συντρο -φίαν τῶν μαθητῶν, ὅπου τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον.

Μά, ὄχι· ἐγὼ βλέπω ἕναν του μαθητήν, ὅπου ἔρχεται μὲ πλῆθος πολὺ στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, μὲ ἅρματα, μὲ φανούς, μὲ λαμπάδας, πλησιάζει, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλεῖ· εἰς καλὴν ὥραν ἦλθες, φίλε καὶ πιστὲ μαθητά, νὰ παρηγορήσης τὸν λυπημένον, νὰ συντροφεύσης τὸν ἐγκαταλελειμμένον Διδάσκαλον· μὰ – εἶπε μου – τί καλὸν μήνυμα φέρεις ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν ἀρχιερέων; «Φίλε ἐφ᾽ ᾧ πάρει»; τοὺς ἐκατάπεισες τάχα νὰ ἀφήσωσιν εἰς εἰρήνην ἕνα θειότατον ἄνθρωπον, ὅπου δὲν ἔδωκε κανένα σκάνδαλον, μάλιστα ἔκαμε χιλίας εὐεργεσίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ; ἢ τάχα ἐξάνοιξες πὼς τοῦ μελετοῦσι κανένα μεγάλον κακὸν καὶ ἦλθες μὲ τόσην παράταξιν νὰ τοῦ δώσῃς βοήθειαν; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Νὰ σὲ ἰδῶ καλύτερα ποῖος εἶσαι; Ἄχ! ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ὁ ἀποστάτης ἀπόστολος, ὁ δόλιος μαθητής· ἐσὺ εἶσαι, ὁποῦ τὸν ἐφίλησες τώρα, καὶ ἔρχεσαι νὰ τὸν παραδώσῃς; ὢ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα! ὢ μεγάλη συμφορὰ τοῦ Χριστοῦ.

Χριστιανοί, λέγουσι πώς, ὅταν Ἰούλιος ὁ Καῖσαρ εἶδε τοὺς φονεῖς, ὅπου ἦλθον νὰ τὸν φονεύσουν μέσα εἰς τὴν Γερουσίαν, καὶ ἐξάνοιξεν ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους τὸν Βροῦτον, ὅπου ἠγάπα ὡς υἱόν· «καὶ σὺ τέκνον»; τοῦ εἶπε· καὶ μὲ τοῦτο ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν χλαμμύδα του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ τόσην ἀχαριστίαν, τὴν ὁποίαν ἐτρόμαξε περισσότερον ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ πόσην λύπην θὰ ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰούδα; καὶ σὺ τέκνον; θὰ ἔλεγε· καὶ σὺ μαθητά μου; καὶ σύ, ἀπόστολέ μου, εἰς τὴν συντροφίαν τῶν ἐχθρῶν μου; μάλιστα καταφυγὴ τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὲ προδίδεις εἰς θάνατον; «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως»; Ἀλλὰ εἰς τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τοῦ προδότου μαθητοῦ, εἶναι καὶ μεγάλη καταφρόνησις τοῦ προδομένου διδασκάλου. Ἐπροδόθησαν καὶ ἄλλοι, ἐπωλήθησαν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ καθὼς ἐπροδόθη καὶ ἐπωλήθη ὁ Χριστός, ἄλλος οὐδείς. Ἐπρόδωσεν ὁ Βροῦτος τὸν Καίσαρα, μὰ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος· ἐπρόδωσεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ τριάκοντα ἀργύρια· τόσον ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ πληρώνεται ὁ φόνος ἑνὸς δούλου. Κακὸν παράδειγμα, ὅπου ἄφησες, ὦ Ίούδα, νὰ πωλῆται διὰ φιλαργυρίαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ πραγματεύωνται τὰ μυστήρια. Ἐπώλησαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν Ἰωσήφ, μὰ διὰ νὰ μὴ λάβῃ θάνατον· ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ νὰ λάβῃ θάνατον· «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι»· ἂν δὲν λογίζεται ὡς υἱὸς Θεοῦ, ὑπομονή, δὲν εἶναι ἀκόμη φανερὰ γνωρισμένος· μά, κἂν νὰ ἐλογίζεται ὡς υἱὸς ἑνὸς ἀνθρώπου! οὐδὲ τοῦτο· λογίζεται ὡσὰν ἕνα ἄλογον ζῶον, διωρισμένον εἰς τὴν σφαγήν.

Διψοῦσι τὸ αἷμά του οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ Συνέδριον ὅλον, συνηγμένοι εἰς τὰ παλάτια Ἄννα καὶ Καϊάφα, ὅπου, συρμένος ἀπὸ ὅλην τὴν σπεῖραν, παραστέκεται διὰ νὰ κριθῇ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ κριταὶ ἐχθροί, οἱ μάρτυρες ψευδεῖς, ποίαν ἀπόφασιν ἀναμένομεν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστὶν»· ἔνοχος θανάτου ἐστὶ; καὶ λοιπὸν ἂς πεθάνῃ μὰ τὶς χρεία εἶναι νὰ τὸν πτύουσι εἰς τὸ πρόσωπον; νὰ τὸν κολαφίζουν, νὰ τὸν ραπίζωσι; καί, διὰ περισσότερον περιγέλοιον, νὰ τοῦ σφαλίζωσι τὰ μάτια; καί, προσθέτοντες τὰς ὕβρεις τῆς βλασφήμου γλώσσης εἰς τὰς βαρυματίας τῆς ἱεροσύλου δεξιᾶς, ἐρωτοῦσιν εἰς κάθε ράπισμα: «προφήτευσον ἡμῖν (λέγοντες), Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; Σταθῆτε, ὦ ὑπηρέται τοληροί, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ τὸν ἐρωτήσω: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, ὅπου ἐκαταστήθης καὶ ἔγεινες παίγνιον τῶν ἀνθρώπων, διατὶ τώρα ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὡσὰν σκεπασμένον μὲ τὸ κάλυμμα τῆς πίστεως, «προφήτευσον ἡμῖν· τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; προφήτευσον ἡμῖν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου συχνότερα σὲ κολαφίζει, Ἰουδαῖος ἢ αἱρετικὸς ἢ ὀρθόδοξος; προφήτευσον ἡμῖν· τίνος εἶναι ἐκεῖνο τὸ χέρι, ὅπου σοῦ δίδει τὸ βαρύτερον ράπισμα; εἶναι χέρι σκανδαλοποιοῦ ἱερέως ἢ ἀνευλαβοῦς λαϊκοῦ; εἶναι χέρι πόρνης ἀσελγοῦς ἢ νέου ἀκολάστου; εἶναι χέρι ἀδίκου κριτοῦ ἢ πλουσίου πλεονέκτου; εἶναι χέρι φονέως αἱμοβόρου ἢ κλέπτου ἅρπαγος; προφήτευσον ἡμῖν· τί σοῦ πονεῖ περισσότερον; τὰ ραπίσματα τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱ ἁμαρτίαι τῶν χριστιανῶν; Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς μου τώρα δὲν ὁμιλεῖ, σιωπᾷ, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄφωνος ἀμνός, ὁποῦ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας.

Ἀλλὰ θέλετε νὰ προφητεύσω ἐγὼ; Περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναρίθητα ραπίσματα, ὅπου τοῦ δίδουσιν οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων, τοῦ κακοφαίνονται τρία, ὅπου τοῦ δίδει ἕνας του μαθητής, ὁ Πέτρος, ὅπου τρεῖς φοραῖς τὸν ἀρνεῖται· «οὐκ οἷδα τὸν ἄνθρωπον». Ὁ Πέτρος ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἔγεινε πέτρα σκανδάλου· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναχὴ πέτρα, ὅπου ἐρράγη, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνῃ ὁ Χριστός, ὅτε τρὶς ἠρνήθη τὸν διδασκαλον· μὰ πάλιν ἐρράγη εἰς τὴν συντριβὴν καὶ ἐγνώρισε τὸν διδάσκαλον. Καθὼς ἐκείνη ἡ πέτρα εἰς τὴν ἔρημον κτυπημένη μὲ τὴν ράβδον τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι ἐτούτη συντετριμένη μὲ ἕνα βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ· μὲ ταύτην τὴν διαφοράν, πὼς ἀπὸ ἐκείνην ἔτρεξε νερὸν γλυκὺ ὡσὰν μέλι, ἀπὸ ἐτούτην δὲ ἔτρεξαν πικρότατα δάκρυα· «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δίκαιον ἔχεις, ὦ Πέτρε, νὰ κλαίῃς ἀπαρηγόρητα, πάλιν μακάριος ἐσύ, ὁποῦ καθὼς ἐστάθης γλήγορος εἰς τὸ νὰ ἀρνηθῇς, ἔτσι ἐστάθης καὶ γλήγορος εἰς τὸ νὰ μετανοήσῃς, μίαν ὥραν ἐστάθης εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔκλαυσες ὅλην σου τὴν ζωήν. Ἄθλιοι ἡμεῖς, ὁποῦ εἴμασθεν τόσον γλήγοροι εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τόσον ἀργοὶ εἰς τὴν μετάνοιαν· ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν ὅλην μας τὴν ζωὴν καὶ δὲν κλαίομεν μίαν ὥραν.

Μὰ ἐγὼ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου καταλαμβάνω πὼς ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε τρίς, ὅπου ἦτον τὸ σημάδι τῆς μετανοίας του· καὶ λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἤνοιξε τὸ Πραιτώριον τοῦ Πιλάτου. Ἐδῶ ἀπὸ τὸ σπῆτι τοῦ Καϊάφα φέρεται δεμένος ὡσὰν κατάδικος ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν ἱερωμένων, μέσα εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀρχιερέων κακά, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν λαϊκῶν, μέσα εἰς τὰ παλάτια τῶν ἀρχόντων χειρότερα. Ὤ ἀσύγκριτος δυστυχία τοῦ Ἰησοῦ! ποὺ ποτε δὲν εὑρίσκει καταφυγὴν καὶ βοήθειαν, ὁλοῦθεν καταφρόνησιν καὶ τιμωρίαν. Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, Ἰουδαῖοι καὶ ἄρχοντες καὶ δοῦλοι, κριταὶ καὶ στρατιῶται, νέοι καὶ γέροντες, κάθε τάξις, ὅλος ὁ λαὸς τὸν κατακρίνουσι ὡς πταίστην, ὅλοι τὸν θέλουσι ἀποθαμένον, ὅλοι φωνάζουσι: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτὸν»· ἕνας Βαραββᾶς λῃστὴς ἐπίσημος, προτιμᾶται ἀπὸ τὸν ἄπταιστον Ἰησοῦν, διὰ τὸν ὁποῖον μία εἶναι ὁλονῶν ἡ γνώμη καὶ ἡ φωνή: «σταυρωθήτω»· ἐξίσταται εἰς τόσην ὁργὴν ὁ ἡγεμὼν καὶ θέλει νὰ μάθῃ ποῖον εἶναι τὸ πταίσιμόν του, ὅθεν: «τὸ ἔθνος τὸ σὸν – λέγει – καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί, τί ἐποίησας»; Οὐχί, Πιλάτε ἐσὺ μόνος εἶσαι ξένος ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἠξεύρεις τί ἔκαμεν ὁ Ναζωραῖος ἐτοῦτος; «Τί ἐποίησας»; ἐγὼ νὰ σοῦ εἰπῶ· τυφλοὺς ἐφώτισε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε, νεκροὺς ἀνέστησε, λαοὺς πεινασμένους ἐχόρτασε, ψυχὰς πλανεμένας ἐδίδαξεν· αὐτὸ εἶναι τὸ πταίσιμόν του. «Τί ἐποίησας»; ἐρώτησαι τοὺς λαούς, ὁποῦ ἐκστατικοὶ ἤκουον τὸ θεῖον του κήρυγμα· ἐρώτησαι μίαν Σαμαρῖτιν, ὁποῦ μὲ ἕνα του λόγον, ἀπὸ πόρνη ἔγεινε παρθένος· μίαν Μαγδαληνήν, ὁποῦ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγεινεν ἀπόστολος· ἕνα Ζακχαῖον, ὅπου ἀπὸ πλεονέκτης ἔγεινεν ἐλεήμων· ἕνα Ματθαῖον, ὅπου ἀπὸ τελώνης ἔγεινεν εὐαγγελιστής· ἐρώτησε ἕνα Λάζαρον, ὁποῦ ἀκόμη ζῇ, τὸν ὁποῖον ἓξ ἡμέρας εἶναι, ὁποῦ ἀνέστησε τεταρταῖον· ἐρώτησε τοὺς παῖδας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν ἐπροϋπάντησαν μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ψάλλοντες τὸ Ὡσαννά. «Τί ἐποίησας»· ἂν ἦτον δυνατὸν νὰ ὁμιλήσωσι καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ἄνεμοι, ὁποῦ τὸν ὑπήκουσαν, καὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες, οἱ ἐχθροί του, ὁποῦ τὸν ὡμολόγησαν Υἱὸν Θεοῦ. «Τί ἐποίησας»· καὶ τί δὲν ἔκαμεν, ὦ Πιλάτε; ἂν εἶχες νοῦν νὰ ἐκαταλάβανες τὴν ὑψηλήν μας θεολογίαν, ἐγὼ σοῦ ἔλεγα: πὼς τοῦτος εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρός, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»· ὅπου ἔκαμεν ὅσα βλέπεις καὶ ὅσα δὲν βλέπεις, τὴν γῆν μὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα· τὸν οὐρανὸν μὲ τὰ ἄστρα καὶ μὲ τὸν ἥλιον· ὁποῦ ἔκαμε τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ ἐσὲ τὸν ἴδιον, ὦ Πιλάτε· ἕνα μόνον πρᾶγμα δὲν ἔκαμε, τὴν ἁμαρτίαν· «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τοῦτο τὸ ἠξεύρει καὶ ὁ Πιλάτος καὶ τὸ λέγει φανερὰ εἰς ἐπήκοον παντὸς τοῦ λαοῦ: «οὐκ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο… παράνομα κριτήρια τῆς γῆς, κρίσεις ἄδικοι τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων, δὲν φθάνει νὰ εἶναι ἄπταιστος, ὅταν πέφτῃ εἰς τὰ χέρια ἑνὸς ἀδίκου κριτοῦ, ὅπου ἔχει τὰ ἴδια τέλη, ὁποῦ φοβεῖται μὴ χάσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος.

Ὁ ἄπταιστος Ἰησοῦς μαστιγώνεται καί, ἂν ἐρωτήσῃς τὴν ἀφορμήν, ὁ ἴδιος κριτὴς ἀποκρίνεται· διατὶ «οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· ὢ ἐλεεινὸν θέαμα! νὰ βλέπῃ τινὰς ἕνα Υἱὸν Θεοῦ, ὁποῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀναβάλλεται τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνὸν εἰς τὰ μάτια καὶ στρατιωτῶν, ὁποῦ ἐμπαίζουσι, καὶ Ἰουδαίων, ὁποῦ βλασφημοῦσιν! Αὐτοὶ ἁρματώνουσι τὴν ἀπάνθρωπον δεξιὰν μὲ τὰς μάστιγας· δέρνουσι, πληγώνουσι, καταξεσκλοῦσι τὰς καθαρωτάτας σάρκας τοῦ θείου Ἐμμανουήλ, ὁποῦ τρέμει, ἱδρώνει, ὀλιγοψυχεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ χυνομένου αἵματος. Καὶ τέτοια βάσανος δὲν ἐτύχαινεν ἐμὲ; τέτοιαι μάστιγες, δὲν ἔπρεπε νὰ δέρνουσι τὰς σάρκας μου, ὁποῦ ἔπταισαν μὲ χιλίων λογιῶν ἁμαρτίας; τόσον αἷμα δὲν ἔπρεπε νὰ τρέξῃ ἀπὸ τὸ κορμί μου, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἀκαθαρσίας μου; Ἄγγελοι, Σεραφίμ, δράμετε τὸ ὀγληγορώτερον σκεπάσατε τὰ ἀμώμητα ἐκεῖνα μέλη, κρύψετὲ τα ἀπὸ τῶν ἀσεβῶν τὰ ἀκάθαρτα βλέμματα.

Μὰ ἐγὼ βλέπω καὶ τὰ ἐσκέπασαν μὲ κόκκινην χλαμύδα, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τὸν ἐνδύουσι διὰ παίγνιον, ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦ βάνουσιν, ὡσὰν βασιλικὸν διάδημα, ἕνα ἀκάνθινον στέφανον, ὁποῦ τοῦ κεντᾶ καὶ πληγώνει βαθεῖα τὴν κεφαλή. Τοῦ δίδουσι βασιλικὸν σκῆπτρον ἕνα κάλαμον, τὸν ὁποῖον συχνοπαίρνουσιν ἀπὸ τὰ χέρια του, διὰ νὰ δέρνουσι τὴν κεφαλήν του. Γονατίζουσιν ἐμπρός του, ἐμπαίζοντές τον ὡς ἕνα μωρόν, καὶ τὸν χαιρετοῦσι μὲ ἐμπτυσμοὺς καὶ ραπίσματα· «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Δὲν ἐσφάλετε, ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς· θέλοντες νὰ κάμετε ἕνα πλαστὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων, ἐκάματε τὸν ἀληθινὸν βασιλέα τῶν χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ, δὲν εἶναι, ὄχι, βασιλεία ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· τέτοιον βασιλέα καταφρονεμένον καὶ βασανισμένον προσκυνοῦμεν ἡμεῖς, διατὶ καυχώμεθα εἰς τὰς καταφρονήσεις καὶ εἰς τὰ βάσανα. Μὲ τέτοιαν ὀνειδιστικὴν χλαμμύδα τὸν θέλομεν, διατὶ τὸ ὄνειδός μας εἶναι δόξα καὶ τιμή· μᾶς ἀρέσει ὁ ἀκάνθινός του στέφανος διατὶ μᾶς ἀρέσει ἡ θλῖψις καὶ στενοχώρια. Δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἔχῃ ἄλλο σκῆπτρον, παρὰ ἕνα ἐλαφρὸν κάλαμον, διότι δὲν ὀρεγόμεθα βάρος περιουσίας βιοτικῆς. Δὲν ἐσφάλετε ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς, καὶ μὴ θέλοντες ἐχειροτονήσατε τὸν βασιλέα τῶν μαρτύρων μας καὶ ἀσκητῶν μας, ποὺ θέλουσι πολιτεύσειν τὸν οὐρανόν. Ἄχ! καὶ νὰ ἠξεύρετε πὼς τέτοιον βασιλέα, ὅπου τώρα ἐμπαίζετε, θέλουσι προσκυνήσει ὅλοι οἱ βασλεῖς τῆς γῆς. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ὑποκάτω ἐκείνης τῆς ξεσχισμένης χλαμμύδος, ὁποῦ τοῦ ἐβάλετε, θέλουσιν ὑποταχθῇ εἰς προσκύνησιν πάντα τὰ ἔθνη. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ἐκεῖνα τὰ ἀκάνθια, μὲ τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπλέξατε στέφανον, θέλουσι γίνει βέλη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἁγίας μας πίστεως. Νὰ ἠξεύρετε, πὼς μὲ ἐκεῖνον τὸν ἐλαφρὸν κάλαμον, ὅπου τοῦ ἐδώκατε, θέλει καταβάλει καὶ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.

Χριστιανοί, ὅπου μὲ ἀκούετε, δὲν εἶναι ἔτσι; τοιοῦτος σωστὰ εἶναι ὁ βασιλεύς, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι. Βασιλεὺς τῶν πόνων καὶ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ἰδέτε τον, ὅπου προβαίνει φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, συντροφιασμένος ἀπὸ τὸν Πιλάτον, ὁποῦ τὸν δείχνει εἰς τὰ μάτια ὅλης τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ λέγει: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Κρατήσετε τὰ δάκρυά σας, δὲν θέλω νὰ κλαύσετε· θέλω νὰ προσκυνήσετε τὸν βασιλέα ἡμῶν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάτερ οὐράνιε, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ δὲν ἔχει οὔτε εἶδος, οὔτε κάλλος, εἶναι ὁ μονογενῆς σου Υἱός, ὁποῦ «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησας»; Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πολυπαθής, εἶναι ἐκεῖνος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, τοῦ ὁποίου ψάλλετε ἀκατάπαυστα τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἐν οὐρανοῖς; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ποῦ εἶσθε, προφῆται, νὰ ἰδῆτε τὴν προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐπιθυμημένον Μεσσίαν; ποῦ εἶσθε, Ἀπόστολοι, νὰ ἰδῆτε τὸν Θεὸν καὶ διδάσκαλον; ποῦ εἶσαι, μήτηρ γλυκυτάτη Μαρία, νὰ ἰδῇς τὸν μονάκριβόν σου υἱὸν; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδετε, ἱερεῖς, τὸν ἄκρον ἀρχιερέα σας· ἴδετε, παρθένοι, τὸν νυμφίον σας· ἴδετε, ὀρφανοί, τὸν πατέρα σας· ἴδετε, πλανεμένοι τὸν ὁδηγόν· ἴδετε, ἀσθενησμένοι, τὸν ἰατρόν· ἴδετε, ἁμαρτωλοί, τὸν σωτῆρα· ἴδετε χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ γνωρίσατε τὸν βασιλέα ἡμῶν· Χαῖρε ὁ βασιλεύς, ὄχι τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ θεῖος σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ὁ αἰώνιος νυμφίος τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐσὺ δὲν ἔχεις εἶδος καὶ μορφὴν ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τοῦτο τὸ πρόσωπον λατρεύομεν· φιλοῦμεν τὰ σχοινία τῶν χειρῶν σου, ὁποῦ μᾶς ἰάτρευσαν· καταφρονεμένος, πληγωμένος, αἱματωμένος, ἂς εἷσαι ὁ βασιλεὺς ἡμῶν· ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· μὰ ὄχι, ἴδε ὁ Θεός· σὲ γνωρίζομεν διὰ ἄνθρωπον, ὅταν βλέπωμεν τὰ πάθη σου· σὲ γνωρίζομεν διὰ Θεόν, ὅταν βλέπωμεν τὴν εὐεργεσίαν σου· ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός, διατὶ πάσχεις καὶ σώζεις.

Μὰ φθάνει, σὲ παρακαλοῦμεν, ἕως ἐδῶ· ἵλεώς σοι, Κύριε, μὴ πάθῃς ἄλλο περισσότερον· φθάνει καὶ περισσεύει διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅσον αἷμα ἔχυσες ἕως τώρα. Ἰησοῦ μου, ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀφήσω νὰ μισεύῃς, ἂν ἦτον δυνατὸν ἤθελα νὰ σὲ κρύψω μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου. Μά, ἀλλοίμονο εἰς ἐμέ· αὐτὴ εἶναι ὅλη μολυσμένη ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ φοβοῦμαι πὼς ἐσύ, ὁ καθαρώτατος, παρὰ νὰ στέκῃς εἰς τὴν ἀκάθαρτόν μου καρδίαν, κάλιον θέλεις νὰ στέκῃς εἰς τὸν σταυρόν· καὶ πήγαινε εἰς τὸν Σταυρόν, ὁποῦ ἐγὼ σὲ ἀκολουθῶ μὲ τὰ δάκρυά μου καὶ μὲ τὸν λόγον μου.

Καὶ ὄντως Σταυρὸς εἶναι ὁ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἀπεφάσισεν ὁ Πιλάτος· «παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Καὶ λοιπὸν μὲ φοβεροὺς ἀλαλαγμούς, μὲ μεγάλας χαράς, μὲ ἄπειρον πλῆθος λαοῦ, τὸν παίρνουσιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον τοῦ Πιλάτου οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ οἱ στρατιῶται τοῦ φορτώνουσιν εἰς τοὺς ὤμους του τὸ τιμωρητικὸν ξύλον τοῦ σταυροῦ· τὸν περνοῦσιν ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φορτωμένον τὸ βάρος, ἀγωνισμένον ἀπὸ τὸν κόπον, στάζοντα ἱδρῶτα ἀπὸ ὅλον τὸ κορμί, τὸν ἀνεβάζουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Γοργοθᾶ. Ποτίζουσι τὰ μαραμένα του χείλη μὲ ὄξος καὶ χολήν· καί, ἐπειδὴ πολλὰ ὀλίγη ζωὴ ἔμεινεν ἀκόμη εἰς ἐκεῖνα τὰ πολυπαθῆ μέλη, σπουδάζουσι τὸ γρηγορώτερον νὰ τελειώσωσιν τὸ παράνομον ἔργον. Τὸν ἐκδύουσι μὲ βίαν· τὸν ρίπτουσι εἰς τὴν γῆν, τὸν ἁπλώνουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, καρφώνουσι πρῶτον τὴν δεξιάν, τὴν ἀριστερὰν ὕστερα, καὶ τοὺς δύο πόδας, καὶ τέλος πάντων, μὲ χίλιαις φοβεραῖς φωναῖς, συμπλεγμέναις μὲ ἄλλας τόσας βλασφημίας, τὸν σηκώνουσι ὑψηλὰ καὶ σταίνουσι τὸν Σταυρὸν ἐπὶ τὸν καλούμενον Κρανίου τόπον. Δὲν φθάνει, ἀλλ᾽ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν σταυρώνουσι καὶ δύο ληστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων διὰ νὰ μὴ λείψῃ εἰς τὴν ἄκραν βάσανον καὶ ἄκρα ἀτιμία· διὰ νὰ εἶναι διπλοῦν πάθος, καὶ σώματος καὶ ψυχῆς. Τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ταύτης σταυρώσεως ἐκεῖνος μόνο ἔχει δύναμιν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅπου μόνος ἔλαβεν ὑπομονὴν νὰ τοὺς δοκιμάσῃ. Λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, στοχαζόμενοι τὸ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πὼς ἦτον ὄχι ἔργον φύσεως, διατὶ δὲν ἦτον τῆς θείας δυνάμεως ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς · διατὶ ἦτον ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, θεότευκτον κατοικητήριον μιᾶς ὁλοφώτου ψυχῆς· ὅπου ἔχει δηλαδὴ καὶ τὰς ἔξω αἰσθήσεις, καὶ τὰς ἔσω δυνάμεις εἰς μίαν ἄκραν τελειότητα. Λέγουσι· πὼς ὅλοι οἱ πόνοι ὁμοῦ, ὁποῦ ἐδοκίμασαν εἰς τὰς βασάνους οἱ μάρτυρες, δὲν εἶναι νὰ συγκριθῶσι ἕναν μόνον πόνον ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως ἀκόμη καὶ τοῦτο, πὼς εἰς ἐκείνους τοὺς πόνους τῶν μαρτύρων ἔστεκεν ἀοράτως ὁ Θεός, ὅπου τοὺς ἐδυνάμωσε μὲ τὴν θείαν του χάριν· ὅθεν ἐκεῖνοι πολλάκις ἐχόρευον μέσα εἰς τὰς φλόγας, ἔχαιρον εἰς τὴν σφάγὴν καὶ ἢ ἐκεῖνοι ἦτον ὁλότελα ἀναίσθητοι εἰς τοὺς πόνους ἢ οἱ πόνοι ἦσαν πολλὰ ἐλαφροὶ εἰς ἐκείνην τὴν αἴσθησιν· ἀλλ᾽ εἰς τοὺς πόνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός, παρέδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ τρόπον τινὰ ὁλότελα τὸν ἐγκατέλειπε· τὸ λέγει ὡσὰν παραπονεμένος ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»; Ὄχι πὼς ἡ θεότης ἐγκατέλειψε κἂν μίαν στιγμὴν τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτον ἀχώριστα ἡνωμένη ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ὑποστάσεως, ἀλλ᾽ ὅσον εἰς τὰ πάθη, ἡ θεότης τέτοιας λογῆς ἄφησε μοναχὴν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ πονῇ, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτον μετ᾽ αὐτὴν ἡνωμένη ὁλότελα, διὰ νὰ μὴν ἔχῃ εἰς τὰ πάθη καμμίαν βοήθειαν, εἰς τοὺς πόνους καμίαν παρηγορίαν· «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»;

Μὰ ἂν ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἐγκατέλιπε τὸν Χριστόν, δὲν τὸν ἐγκατέλιπε ἡ ἀγαπημένη του Μήτηρ. Ἄχ, χριστιανοί! ἂν ἕνας σταυρὸς κρατῆ τὸν Χριστὸν ὄπισθεν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, ἡ παρουσία τῆς γλυκυτάτης μητρὸς εἶναι ἄλλος ἕνας σταυρός, ὅπου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του. «Εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ». Αὐτὴ στέκει, βλέπει, δὲν κλαίει, δὲν παραπονεῖται, καὶ βαστᾶ εἰς τὴν καρδίαν μὲ σιωπὴν ἐκείνην τὴν ρομφαίαν, ὁποῦ τῆς ἐπροεῖπεν ὁ Συμεών· στέκει ἐσταυρωμένη εἰς τὴν σταύρωσιν, μὰ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν γίνεται δεύτερος σταυρὸς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, ποῖος βασανίζεται περισσότερον, ὁ υἱὸς ἢ ἡ μητέρα; καὶ ποῖος υἱὸς ἐγνώρισε τέτοιαν μητέρα; ἐθλίβετο ἡ μητέρα, συνεθλίβετο καὶ ὁ υἱός. Ἐδοκίμαζεν ὁ υἱὸς εἰς τὸ πάθος του τὴν θλῖψιν τῆς μητρός, ἐδοκίμαζεν ἡ μητέρα σιμὰ εἰς θλῖψιν της τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ, καὶ ἐγίνετο εἰς τὸν υἱὸν καὶ εἰς τὴν μητέρα διπλῆ ἡ βάσανος, ὁποῦ ἔκανεν ἀπὸ τὸν πόνον τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπὸ πόνον τῆς μητρὸς ἕνα μοναχὸν πόνον. Πόνον, ὅπου ἤρχετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ υἱοῦ εἰς ἐκείνην τῆς μητρὸς καὶ ἐστρέφετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τῆς μητρὸς εἰς ἐκείνην τοῦ υἱοῦ· καὶ τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος καὶ στρεφόμενος, ἐγένετο πάντα πλέον σφοδρὸς καὶ ἐξανάσπα καὶ τὰς δύο καρδίας, διὰ νὰ τὰς φέρῃ εἰς μίαν. Καὶ πέλος πάντων ἢ ἤθελε σύρει υἱὸν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρὸς ἢ ἤθελε σύρει τὴν μητέρα εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ υἱόν, ἂν ὁ Ἰησοῦς μου, ὅπου ἤθελε νὰ ἀποθάνη μοναχός, χωρὶς συντροφίαν εἰς τὸν σταυρὸν δὲν ἤθελεν ἐμποδίσει· μὰ πῶς; Μὲ ἕνα δεύτερον πόνον, ἀκόμη ἀπὸ τὸν πρῶτον μεγαλύτερον, ἀναγκαζόμενος νὰ μὴν τὴν γνωρίσῃ, ἀλλ᾽ ὡσὰν μίαν ξένην γυναῖκα, καὶ νὰ τῆς δώσῃ τὸν Ἰωάννην ὡσὰν ἄλλον υἱόν: «Γύναι, ἴδε, ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» Ἀλλ᾽ ὦ σταυρωμένε Βασιλεῦ, τί ὑπομένεις; ἐχόρτασες ἕως τώρα, πίνοντας τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον; ὄχι· διψῶ. Ἀπὸ ὅλα τὰ βασανισμένα μέλη, ἡ γλῶσσα ἔμεινεν ἀκόμη, καὶ ζητεῖ πάθος ξεχωριστόν· ὅθεν γεύεται ὅξος μεμιγμένον μὲ ὕσσωπον, ὕστερην σταλαγματίαν τοῦ πικροῦ ποτηρίου. «Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· τετέλεσται». Καὶ ἐδῶ, ὡσὰν φρόνιμος οἰκονόμος, γνωρίζοντας πὼς ἐγγίζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, κάνει εἰς τὴν καινὴν διαθήκην πλήρωμα καὶ τέλος εἰς τὴν παλαιάν. Καὶ ἀφίνει πρῶτον μὲν τῶν ἐχθρῶν του, τῶν Ἰουδαίων, τὴν συγχώρησι· «Πατὲρ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ἀφίνει τῶν στρατιωτῶν, ὅπου ἐσταύρωσαν, τὰ ἱμάτια, τὰ ὁποῖα «διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, βάλλοντες κλῆρον». Ἀφίνει τοῦ καλοῦ ληστοῦ, ὅπου τὸν ἐπαρακάλεσε καὶ εἶπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τὸν παράδεισον· «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἀφίνει τοῦ Κεντυρίωνος, ὅπου τὸν ἐγνώρισεν: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος», τὴν θεογνωσίαν. Ἀφίνει τοῦ ἑνὸς μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου, ὅπου τὸν ἠρνήθη καὶ ἐμετανοήσε, τὴν προτέραν χάριν τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Ἀφίνει τοῦ ἄλλου, τοῦ Ἰωάννου, τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἰδίας μητρός: «ἴδε ἡ μήτηρ σου». Ἀφίνει τῆς λυπημένης μητρὸς τὴν συντροφίαν τοῦ μαθητοῦ, «ἴδε ὁ υἱός σου». Ἀφίνει τῆς νύμφης του Ἐκκλησίας τὰ ἑπτὰ μυστήρια. Ἀφίνει τῶν τέκνων του, τῶν χριστιανῶν, τὸν Σταυρόν του, νὰ βαστῶσιν εἰς ὅλην τους τὴν ζωήν· ἀφίνει τοῦ οὐρανίου Πατρὸς τὸ πνεῦμά του: «Πάτερ εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου»· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μὲ τὴν συνηθισμένην ὑπακοήν· διατὶ «κλίνας τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἐσὺ ἔμεινες νεκρὸς ἄφωνος, Θεῖε Λόγε, καὶ ἐγὼ κρατῶ πρὸς ὀλίγον τὸν λόγον μου, νὰ στοχασθῶσι τί ἔπαθες καὶ νὰ συμπονέσωσιν εἰς τὴν ἄκραν σου ὑπομονήν.


--------------------------------------------------------------------------------

ΜΕΡΟΣ Γ´
Νὰ ἀποθάνῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἐδύνατο νὰ τὴν ἐνεργήσῃ μὲ κάθε τρόπον ὡς παντοδύναμος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα συγκατάβασις. Νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον, συντροφιασμένον ἀπὸ τόσον ὄνειδος καὶ ἀπὸ τόσον πάθος, ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον ἁπλοῦν, χωρὶς τόσον ὄνειδος καὶ χωρὶς τόσον πάθος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα ὑπομονή. Μὰ τάχα διὰ ποῖον ἔδειξε τὴν ἄκραν συγκατάβασιν; τάχα διὰ ποῖον ἔλαβε ταύτην τὴν ἄκραν ὑπομονὴν; Διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἦτον ἐχθρός· καὶ αὐτὴ εἶναι μία ἄκρα ἀγάπη.

Χριστιανοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἡμῶν ἔπαθεν, ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανε δι᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δὲν τὸν ἐγνωρίζαμεν διὰ Θεόν· ἡμεῖς ἐβλασφημούσαμεν τὸ ὄνομά του, ἡμεῖς ἐκαταπατούσαμεν τὸν νόμον του, ἡμεῖς ἐλατρεύαμεν ἄλλους θεούς, καὶ περιπλέον ἡμεῖς δὲν ἐκάναμεν καμμίαν ἀρετήν· μάλιστα ἡμεῖς ἤμασθεν βυθισμένοι εἰς πᾶσαν κακίαν· καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἤμασθεν ἄξιοι τῆς ὀργῆς του, ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὡς ἁμαρτωλοὶ «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Νὰ ἀποθάνῃ ὁ πατὴρ διὰ τὸν υἱὸν ἢ ὁ υἱὸς διὰ τὸν πατέρα ἢ ὁ συγγενὴς διὰ τὸν συγγενῆ, αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φύσις καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγεινε καμμίαν φοράν. Νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν φίλον αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φιλία, καὶ σημάδι μιᾶς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὁμοία δὲν εὑρίσκεται, λέγει ὁ ἴδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὑτοῦ»· καὶ τοιαύτης φιλίας εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους κάποια παραδείγματα. Μὰ νὰ ἀποθάνῃ τινὰς διὰ τὸν ἐχθρόν του, τοῦτο δὲν ἐπιζητεῖ οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ φιλία· τοῦτο ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη δὲν ἔγεινε· τοῦτο τὸ παράδειγμα δὲν ἠκούσθη ποτέ· μὰ τοῦτο γίνεται τοῦτο ἀκούεται μέσα εἰς τὴν πίστιν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, διατὶ ὁ Θεὸς ἀπέθανε διὰ ἡμᾶς τοὺς ἐχθρούς του· εἶναι μία ἀγάπη ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν· ἀγάπη ἰδία τοῦ Θεοῦ· «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς (μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος), ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Αὐτὴ εἶναι μία εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς δὲν ἠθέλαμεν δυνηθῇ νὰ εὐχαριστήσωμεν ἀξίως, ἀνίσως καὶ ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς εἶχεν ἑκατὸν ζωὰς καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ παρέδιδε καὶ τὰς ἑκατὸν ζωὰς εἰς θάνατον. Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς ἐζούσαμεν χιλίους χρόνους καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ ἐβαστάζαμεν εἰς ὅλους τοὺς χιλίους χρόνους τὸν Σταυρόν. Τέλος πάντων, ὅσα ἠθέλαμεν πάθη, τὰ ἐπάσχαμεν διὰ τὸν εὐεργέτην μας, ἐνῷ ὅσα ἔπαθεν ὁ Χριστός, τὰ ἔπαθε δι᾽ ἡμᾶς, τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, εἰς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν ζωήν, ὅπου ἔχασε, δὲν ζητεῖ τὴν ζωήν μας· διὰ τὸ αἶμα ὅπου ἔχυσε, δὲν ζητεῖ τὸ αἶμά μας· ζητεῖ, διὰ τὴν ἀγάπην ὅπου ἔδειξε, τὴν ἀγάπην μας.

Καὶ μήτε τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕνας τόσον εὐεργέτης Θεὸς; καὶ λοιπὸν πῶς ἔχω νὰ σᾶς ὀνομάσω, ὦ ἄνθρωποι; Τυφλούς, ὅπου δὲν βλέπετε τόσον καλὸν; ἀχαρίστους, ὅπου δὲν γνωρίζετε τόσην εὐεργεσίαν; σκληροκαρδίους, ὅπου δὲν μαλακώνεσθε εἰς τὴν ἀγάπην ἑνὸς Θεοῦ;

Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ δαίμονες μοναχὰ εἶναι τόσον στερεοὶ εἰς τὸ κακόν, ἀμετάτρεπτοι ἀπὸ τὴν γνώμην τους, ὅπου εἶναι αἰώνιοι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ποτὲ δὲν γίνονται φίλοι. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε δαίμονες, μὰ πάλιν ἐσεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωποι· πρέπει νὰ εἶσθε τέρατα, συνθεμένα ἀπὸ φύσιν ἀνθρωπίνην καὶ ἀπὸ γνώμην δαιμονικήν· ὅπου διὰ νὰ γενῆτε φίλοι τοῦ Θεοῦ πάντα ἠμπορεῖτε καὶ ποτὲ δὲν θέλετε. Ἐκεῖνος ἂς ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἂς ἔπαθεν, ἂς ἐσταυρώθη, ἂς ἀπέθανεν, ἂς ἔχυσεν ὅλον του τὸ αἷμα διὰ ἡμᾶς, ἐσεῖς δὲν τὸν θέλετε· ἄλλα τόσα νὰ πάθῃ, ἂν ἦτο δυνατὸν χίλιαις φοραῖς, πάλι νὰ ἀποθάνῃ, δὲν σᾶς μέλει, δὲν τὸν θέλετε. Αὐταὶ δὲν εἶναι αἱ ἡμέραι, εἰς τὰς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸ πάθος, τὸν σταυρόν, τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ; ἀλλὰ ποῖος εἶναι ἀπὸ ἐσᾶς, ὅπου νὰ μετανοῇ ἀληθινὰ καὶ νὰ κλαίῃ πικρά, ὡσὰν ὁ Πέτρος; ποῖος εἶναι, ὅπου νὰ λέγῃ ἐκ καρδίας ὡς ὁ λῃστής: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»; καὶ ποῖος μάλιστα δὲν εἶναι ὅπου τώρα διὰ φιλαργυρίαν νὰ μὴ πωλῇ τὸν Χριστόν, ὡσὰν ὁ Ἰούδας; ὁποῦ, μὲ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, νὰ μὴ τὸν προσηλώνῃ, ὡσὰν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν Σταυρὸν; Ποῖος δὲν εἶναι, ὁποῦ νὰ μὴν ἔχῃ σκοπόν, εὐθὺς ὁποῦ ἀναστηθῇ, πάλιν νὰ τὸν σταυρώσῃ πρᾶγμα, ὁποῦ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐτόλμησαν. Ὁ Χριστὸς κρεμᾶται ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἐκεῖνος ὁ χριστιανὸς κρεμᾶται ἀπὸ τὰς ἀγκάλας μιᾶς πόρνης. Ἄλλος τὴν ἄφησε, μὰ διὰ νὰ τὴν ξαναπάρῃ τὸ γρηγορώτερον. Ἐκεῖνος οὔτε ἐγνοιάζεται νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ ξένον πρᾶγμα· ἐτοῦτος δὲν ἐσυμπάθησε τὸν ἐχθρόν. Ποῖος δὲν ἐμετανόησε ὁλότελα· καὶ ποῖος ἐμετανόησε, μὲ σκοπὸν νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν προτέραν ἁμαρτίαν· καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; αὐτὸ δὲν ὠφελεῖ· καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ καταπατεῖται. Μά, ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε, διὰ νὰ κάμῃ τοὺς ἐχθρούς του φίλους, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς; αὐτοὶ δὲν θέλουσι, δὲν θέλουσι. Ἀμετανοήτοι, σκληροκάρδιοι ἁμαρτωλοί, καὶ ἂν δὲν τὸν θέλετε διὰ φίλον, ἔχετέ τον διὰ ἐχθρὸν καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς τὸν δείξω τοῦτον τὸν ἐχθρόν σας, διὰ νὰ πληρώσετε τὴν ἐπιθυμίαν σας: Ἰδέτε τον καὶ χαρῆτε, παρηγορηθῆτε, χορτάσετε· ἰδέτε τον ἄνδρες, ἰδέτε τον γυναῖκες, ἰδέτε τον ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πένητες· ἰδέτε τον ὅλοι σας τοῦτον σας τὸν ἐχθρόν· τὸν θέλετε πλέον καταφρονημένον, πλέον βασανισμένον ἀπὸ ὅ,τι τὸν βλέπετε; Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ πάθετε τέτοιας λογῆς καὶ ἀκόμη νὰ μὴ πληρώσετε τὴν Θείαν δικαιοσύνην, ἀκόμη νὰ εἶσθε ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ αὐτός, ἔπαθεν ὅλα, διὰ νὰ μὴ πάθετε ἐσεῖς τίποτε· αὐτὸς ἐπῆρε τὸ χρέος σας καὶ ἐπλήρωσε μὲ τὸ ἴδιον αἷμα· ἐπῆρε τοὺς ὑπερηφάνους σας λογισμοὺς εἰς τὸν ἀκάνθινον στέφανον· ἐπῆρε τὰς βλασφημίας σας εἰς τὴν γεῦσιν τοῦ ὄξους καὶ τῆς χολῆς, ἐπῆρε τὰς ἔχθρας σας εἰς τὸ κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐπῆρε ταῖς ἁρπαγαῖς σας εἰς τὴν προσήλωσιν τῶν χειρῶν· ἐπῆρε τὰς σαρκικὰς ἀκαθαρσίας εἰς τὰς πληγὰς τῶν μαστίγων, ἐπῆρεν ὅλον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας σας, εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἐπῆρε τὰς ἁμαρτίας, μὰ δὲν ἐκέρδισεν ἀκόμη τοὺς ἁμαρτωλούς. Τόση ἀγάπη, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τοὺς ἐχθρούς του; Τόση ἀχαριστία, καὶ οἱ ἔχθροί του δὲν γίνονται φίλοι του;

Ἀμέτανόητοι, σκληρόκαρδοι ἁμαρτωλοί! μὲ διαβολικὴν μηχανὴν οἱ λαοὶ τῆς Ἰαπωνίας, εἰδωλολάτραι ἕως τὴν σήμερον, ἐχθροὶ θανάσιμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πύλης, ὅπου φέρει μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἔσκαψαν ἐπάνω εἰς μάρμαρον τὸν τίμιον Σταυρόν, δίδοντες μὲ τοῦτο εἴδησιν πρὸς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ὁποίους δὲν θέλουσιν οὔτε νὰ ἀκούουσιν, οὔτε νὰ ἰδοῦσι πώς, ἂν θέλουν νὰ εἰσέβουν εἰς τὴν πόλιν τους, πρέπει πρῶτα νὰ πατήσωσι τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τολμᾷ τινὰς νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν τόσον ἀσεβῆ. Μὰ ἐγὼ μὲ ἔνθεον ζῆλον θέλω νὰ ὑπάγω, νὰ θέσω κάτω εἰς τὴν θύραν ἐκείνης τῆς πόρνης, ἐκείνης τῆς μοιχαλίδος, τοῦτον τὸν Ἐσταυρωμένον, διὰ νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ εἰσέβητε ἐκεῖ μέσα, χωρὶς πρῶτα νὰ τὸν πατήσετε· καὶ πατήσατέ τον, πλὴν λέγω ὑμῖν; «ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς Δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε τοῦτον τὸν νεκρόν, κριτὴν φοβερὸν ζώντων καὶ νεκρῶν, μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς εἰς τὴν δευτέραν του παρουσίαν. Αὐτὰ τὰ μάτια δὲν θέλουσιν εἶσθαι πάντοτε σφαλιστά, οὔτε αὐτὰ τὰ χέρια πάντοτε καρφωμένα· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε ἐκεῖνα ἀναμμένα μὲ ὅλας τὰς φλόγας τῆς θείας ὀργῆς· τοῦτα ἁρματωμένα μὲ ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας δικαιοσύνης· τοῦτο τὸ μαραμένον στόμα, ὅπου τώρα σιωπᾷ θέλει ἐβγάλει ὡσὰν βροντὴν τὴν φωνὴν καί, ἀφ᾽ οὗ ἐλέγξῃ τὴν ἀχαριστίαν σας, θέλει εἶπεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».

Μὰ πάλιν ἐγὼ ἠξεύρω, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πὼς ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον, ὅπου δὲν ἔχει ὅριον. μεγάλη ἀληθινὰ εἶναι ἡ ἀχαριστία μας, πλὴν βάσταξε ἀκόμη ὀλίγον μὲ ἐκείνην τὴν συνηθιμένην ὑπομονήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβάσταξες τὸν Σταυρόν. Μακροθύμησον καὶ δός μοι θέλημα νὰ εἰπῶ διὰ τούτους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα λόγον τοῦ συμπαθεστάτου σου στόματος: «ἄφες αὐτοῖς». Δὸς συγχώρησιν εἰς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, συγχώρησιν εἰς ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἂν ἕως τώρα σοῦ σταθήκαμεν ἐχθροί, πάλιν μὲ τὴν χάριν σου γινόμεθα φίλοι· καὶ μὲ ταύτην τὴν ἐλπίδα ἀσπαζόμενοι τοὺς ἀχράντους σου πόδας, Σὲ παρακαλοῦμεν, ὅταν κατέβῃς ἀπὸ τὸν Σταυρόν, νὰ ἔλθῃς νὰ προσηλωθῇς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, διὰ νὰ εἶσαι ἀχώριστος ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἀμήν.

--------------------------------------------------------------------------------

Ἀνδρέας Δρόσος - Τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ στὴ λαϊκὴ ποίηση

Ἡ λαϊκὴ ποίηση, καθὼς ξέρουμε συμπεριέλαβε στὸ μεγάλο κύκλο της καθετί, ποὺ τῆς κινοῦσε ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον, δηλαδὴ τὴ χαρά, τὴ λύπη, τὸν ξενητεμό, τὴν πατρίδα, τὴ Μάνα κλπ. Μ᾿ ἕνα λόγο, αὐτή, ἀπασχολήθηκε ἀνοιχτὰ μὲ κάθε ἀξιοπρόσεχτη ἐκδήλωση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ θάταν ὄχι μόνο ἄδικο κι᾿ ἀνίερο, ἀλλὰ καὶ σοβαρὸ μειονέχτημά της, ἂν δὲν πρόσεχε καὶ δὲν τραγούδαγε τόσο λυπητερὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἀπ᾿ τὰ δημοτικὰ τραγούδια ἢ μᾶλλον τὰ μοιρολόγια γύρω ἀπ᾿ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, τὸ πιὸ μεγάλο κι᾿ ἀξιόλογο εἶν᾿ αὐτό, ποὺ θὰ δοῦμε παρακάτω καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι διαδωμένο σ᾿ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος μὲ μεγάλες ἢ μικρὲς παραλλαγές.

Μὰ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ποιητής του ἣ ἂν ἦταν πολλοὶ καὶ πάνω-κάτω σὲ ποιὰ ἐποχὴ ποιήθηκε, ὅλ᾿ αὐτά, παραμένουν βουτηγμένα στὸ σκοτάδι τῆς ἀβεβαιότητας. Πάντως, νομίζουμε, πὼς εἶναι προϊὸν εὐαίσθητης γυναικείας, μᾶλλον, ψυχῆς τοῦ παλιότερου καιροῦ. Καὶ τοῦτο εἶναι φυσικό. Ἡ γυναίκα, μὲ τὴ θρησκοληψία καὶ τὴν εὐπάθεια, ποὺ τὴ διακρίνουν, θἄνοιωσε ἀληθινὰ μὲς τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς τῆς μεγάλο πόνο καὶ φρίκη γιὰ τὴν ἀχαριστία τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴ Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι μπόρεσε κι᾿ ἔδωσε μία τέτοια λυρικότητα, δραματικότητα καὶ πάθος σ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ δημιούργημά της.

Σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς Ἠλείας κάθε Μεγάλη Παρασκευὴ τὰ γυναικόπαιδα κάθονται σταυροχεριασμένα ὁλόγυρα στὸν «Ἐσταυρωμένον» καὶ μὲ πληγωμένη τὴν καρδιά τους ἀπ᾿ τὴ θλίψη λένε τὸ παρακάτω μοιρολόγι, σκορπώντας ὁλόγυρά τους μιὰ καταιγίδα πίκρας κι᾿ ἐσωτερικῆς συντριβῆς. Κι᾿ ὁ σπαραχτικὸς ἀντίλαλός του κάνει καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιὰ νὰ ραγίσει καί, γιομάτη δέος, νὰ μπεῖ βαθειὰ στὸ μεγάλο νόημα τῶν Παθῶν τοῦ Θεανθρώπου!

Καθὼς εἶναι γραμμένο πιὸ κάτω, ἔτσι εἶναι γνωστό, στὴν Ἤλιδα κι᾿ ἔχει, ἴσως, τοὺς περισσότερους στίχους ἀπὸ κάθε ἄλλη περιφέρεια:

Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται,
σήμερα ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι᾿ οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν Ἀφέντη Βασιλέα.
Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβει δεῖπνον μυστικὸν γιὰ νὰ τὸν λάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τοὺς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιᾶ τὸν πάνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλὴ ἐκεῖ τὸν τὸν τυραγνᾶνε.
-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτιάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τά ῾φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δυὸ στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δυὸ στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθει ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσει,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατί-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μὲς τοῦ ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅϊγιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστῆ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχεις χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἅγια Σοφία μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστεῖ Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο μὲς ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

Τῆς Παναγιᾶς τὸ κλάμα

Τραγουδιέται ἀπὸ μαυροφόρες γυναῖκες, στὴν Κάλυμνο,
στὴν ἀγρυπνία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
ἡ Παναγιὰ ἐκάθητο μόνη καὶ μοναχή της,
Τὴν προσευχή της ἔκανε γιὰ τὸν μονογενῆ της.
῾κούει βρονταίς, ῾κούει στραπαὶς καὶ ὀντηραὶς μεγάλαις·
ἅγια βώδια σφάζουσιν ἢ πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει νὰ δῇ τὴν πόρτα της νὰ δῇ τὴν γειτονιά της.
Θωρεῖ πάνω, θωρεῖ κάτω, θωρεῖ, ψυχὴ δὲν βλέπει·
θωρεῖ τὸν οὐρανὸν θαμβὸν καὶ τ᾿ ἄστρα βουρκωμένα
τὸ φεγγαράκι τἄγλαμπρον στὸ αἷμα βουτηγμένον.
Καὶ πάλι κι ἀνατήρησε θωρεῖ τὸν ἅϊ-Γιάννη,
θωρεῖ τον καὶ κατέβαινε κλιαμένον καὶ δαρμένον,
κι ἐκράτει μέσ᾿ τὴν χεῖρα του μανδήλι ματωμένον
κι ἐκράτει καὶ στὴν ἄλλη του μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του
κι ἐκράτει καὶ στὰ νύχια του κρέας τοῦ μάγουλού του.
Κι ἡ Παναγιὰ τὸν ἐρωτᾷ κι ἡ Παναγιὰ τοῦ λέγει:
-Ἅϊ μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστὰ τοῦ Γυιοῦ μου,
δὲν εἶδες τὸ παιδάκι μου καὶ τὸν μονογενῆ μου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, χείλη νὰ σοῦ μιλήσω
καὶ σιδερένια σωτικὰ νὰ σοῦ τὸ ῾μολογήσω.
Θωρεῖς τὸ κεῖνο τὸ βουνό, τὸ ὑψηλό, τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆ κορφή, τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουν οἱ ῾βριοὶ ἐξόγκωνον δεμένον
σὰν κλέπτη τὸν ἐπιάσανε, σὰν πόρνο τὸν κρατοῦσι
σὰν νὰ χωρίζῃ ἀντρόγυνο ἐκεῖ τὸν τυραννοῦσι.
Βγάζουν τὸν χρυσοσκούφιον καὶ βάζουν του ἀγκαθένιο.
Βγάζουν τὸ χρυσοζώναρον καὶ βάζουν του τὸν βάτον.
Βγάζουν τὰ χρυσοπάπουτσα καὶ βάζουν του τσαρούχια.
Ἡ Παναγιὰ σὰν ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε.
Σταμνιὰ νερὸ τὴν ῾πηρετοῦν τρία κανιὰ τὸν μόσχον
καὶ ἕξη τὸ ροδόσταμον ὥστε ποὺ νὰ συμφέρῃ.
Κι ἡ Παναγιὰ συνέφερε κι αὐτὸν τὸν λόγον εἶπεν:
-Ἂς ἔλθ᾿ ἡ Μάρθα, ἡ Μαρία καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Προδρόμου* ἡ ἀδελφὴ καὶ ἡ ἄλλη Ἁλισάβη,
καὶ πᾶμε νὰ τὸν πάρωμεν προτοῦ μας τὸν σταυρώσουν
καὶ πρὶν τοῦ βάλουν τὰ καρφιὰ καὶ μᾶς τὸν θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, τὸ πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι,
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μικρὸ βρυσάκι,
κι ἐδίψασεν ἡ Παναγιά ῾σκυψεν νὰ πιῇ λιγάκι·
῾κούει χαλκιὰ κι ἠχάλκευε χαλκιὰ μὲ τὰ παιδιά του,
χαλκιὰ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ μὲ τὴ φαμιλιά του
-μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε, ἤντανε αὐτὰ ποὺ κάνης,
-῾βριοί μου παραγγείλασι περόνια νὰ τοὺς κάμω.
Ἐκεῖνοι μοὖπαν τέσσερα καὶ ἐγὼ τοὺς κάνω πέντε
τὰ δυὸ στὰ δυό του γόνατα, τὰ δυὸ στὰ δυό του χέρια
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ φαρμακερὸ νὰ μπήξουν στὴν καρδιά του
νὰ τρέξη αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθῇ ἡ ψυχή του.
-Μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε ψωμὶ νὰ μὴν χορτάσης
οὐδὲ τὴν τραχηλίτσα σου ποτὲ νὰ μὴν ἀλλάξῃς:
μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
Γιὰ δεῖξε μου τὸν γιόκα μου καὶ τὸν μονογενῆ μου.
Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸ τὸ ὑψηλὸ τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆν κορφὴ τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουνε οἱ ῾βριοί ἐξόγκωνον δεμένον.
Ὧραις ἡ Παναγιά ῾κλαιεν, ὧραις καὶ μοιρολόγα
στρατί, στρατὶ τὸν πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι·
τὸ μονοπάτ᾿ τοὺς ἔβγαλεν εἰς τοῦ ληστοῦ τὴν πόρταν
βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα,
τὰ ἔρημα παράθυρα σφιχτὰ μανταλωμένα,
κι ἔδεσε τὰ χεράκια της τὴν πόρτα παρεκάλει:
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ῾βριοῦ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου!
Κι ἡ πόρτα ἀπ᾿ τὸν φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω ἡ Παναγιὰ καθίζει στὸ κρεββάτι.
-Παρακαλῶ σε Μωϋσῆ, δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
-Θωρεῖς τον κεῖνον τὸν χλωμόν, κεῖνον τὸν κιτρινιάρην;
Ἐκεῖνος εἶν᾿ ὁ γιόκας σου καὶ ὁ μονογενής σου,
Ἡ Παναγιὰ σὰν τ᾿ ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε:
-Φέρτε μαχαίρι νὰ σφαγῶ κρημνὸν γιὰ νὰ κρημνίσω
κι ἕνα ποτάμι θάλασσα γιὰ νὰ ψυχομαχήσω.
Χριστὸς ἀπολογήθηκεν ὁποῦ ῾ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σὰν πνιγῇς ἐσύ, πνίγονται κι ἄλλαις μάναις
ἄμε, μάνα στὸ σπίτι μας καὶ στὸ ἀρχοντικό μας
καὶ πίνε ἄδολο κρασὶ κι ἀφράτο παξιμάδι,
νὰ φᾶν᾿ μανάδες μὲ παιδιά, παιδιὰ δίχως μανάδες
καὶ τὰ καλὰ τ᾿ ἀντρόγυνα μὲ τοὺς καλούς των ἄνδρες,
μάνα τὸ μέγα Σάββατο ποὺ παίζουν οἱ καμπάναις
τότε καὶ σὺ μανούλα μου θὰ ῾δῇς χαραὶς μεγάλαις.

* Ἡ παράδοσις συγχέει ἐδῶ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην
τὸν Θεολόγον μὲ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν & Πρόδρομον.

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Ἀδεμαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη
ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη.

Ἄρχοντες ἀγρικήσατε ὅσ᾿ εἶστε συναγμένοι
νὰ σᾶς εἰπῶ μίαν γραφὴ τὴν ἔχουσιν θεσμένη.
Ἀκούσατε μετὰ χαρᾶς Ἁγίας ἱστορίας
τὰ πάθη τοῦ Κυρίου μας, θρῆνον τῆς Παναγίας
καὶ πρῶτον πῶς ἐστάθηκε καὶ πῶς ἐμελετήθη,
πῶς ἐπροδόθη ὁ Χριστὸς καὶ πῶς ἐκατακρίθη.

Πρῶτον ἐσυμβουλεύθηκαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ σοφοὶ αὐτοὶ οἱ Φαρισαῖοι
κατὰ Χριστοῦ ἐφρίαξαν καὶ νὰ ἐμελετῆσαν
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστὸν τὴν γνώμη τους ἐστῆσαν
ὅσοι προδώνουν τὸν Χριστὸν ἀργύρια νὰ τάξουν
κ᾿ ὅσοι γυρεύουν τὸν Χριστὸν νὰ πᾶν νὰ τὸν ἁρπάξουν.

Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του ἐδόθην ἡ αἰτία
καὶ ἐπροδόθην ὁ Χριστὸς μὲ τὴν φιλαργυρία.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν καθὼς εἶναι γραμμένον
καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν τὸ πάλαιγεγραμμενον.

Τρέχει ὁ τρισκατάρατος καὶ πάγει στοὺς Ἑβραίους
καὶ λέγει τους μιὰν ἀφορμὴ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους
τί ἔχετε νὰ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω
Ἐκεῖνον ποὺ γυρεύετε νὰ σᾶς τὸν παραδώσω.

Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασιν ἀργύρια τριάντα
καὶ νόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔχει πάντα.
Τότε εὐχαριστήθηκε καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσει
ἔκαμεν ὅρκον φοβερὸν νὰ τοὺς τὸν παραδώσει
ἐγὼ πηγαίνω ἔμπροσθεν κι ἐσεῖς λοιπὸν κοπιάστε
ὅποιον φιλήσω λέγει τοὺς αὐτὸς ἐστὶ τὸν πιάστε.

Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθύς, ὡσὰν οἱ διαβόλοι
καὶ πῆγαν κ᾿ ηὗραν τὸν Χριστὸν μέσα στὸ περιβόλι
Ἰούδας τρέχει πιὸ μπροστὰ χαῖρε Ραββί, τοῦ λέγει
τάχα πὼς ἐλυπήθηκε κι ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
τὰ βρομερὰ τὰ χείλη του τὸν Ἰησοῦ φιλῆσαν
καὶ στρατιῶτες παρευθὺς ὅλοι τους τὸν ἐστῆσαν

ὡσὰν φονιὰ τὸν πιάνουσιν κ᾿ ὡσὰν ληστὴ τὸν δίνουν
καὶ στοῦ Πιλάτου πῆραν τον κι ἐμπρός του τόνε στήνουν
ὁ δὲ Πιλᾶτος λέγει τους: ἔχετε μαρτυρία
κατ᾿ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ νὰ γράψω τὴν αἰτία.

Ὅλοι του ἀποκρίθηκαν ὅτι τὸ μαρτυροῦμε
πὼς εἶναι ἔνοχος σταυροῦ γιὰ τοῦτον τὸν διοῦμεν
ἐμπρός του τρεῖς ἐστάθησαν καθεὶς νὰ μαρτυρήσει
Γιατὶ εἶπε ὅτι τὸν Ναὸν θέλει τὸν καταλύσει
καὶ τρεῖς ἡμέρες ὕστερα θέλει τὸν ἀναστήσει.
Εἶπεν ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεὸς κ᾿ ἐποίησεν τὴν χτίσην.

Ὁ δὲ Πιλάτος λέγει τους δὲν τοῦ ῾βρηκα αἰτίαν
οὔτε κανένα φταίξιμο οὔτε κἂν ἁμαρτίαν
ἀλλ᾿ ὅμως τοῦ ἐφώναξαν ἂν δὲν τόνε σταυρώσεις
ὅτ᾿ ἔλθη ποὺ τὸν Καίσαρα νὰ μὴν τὸ μετανιώσεις

καὶ ὁ Πιλάτος φοβηθεὶς ῾στάθη καὶ συλλογίσθη
καὶ πρόσταξε καὶ φέραν του εὐθὺς νερὸ καὶ νίφθη
κι ἔδωσεν τὴν ἀπόφασιν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἀδίκως τὸν κατέκρινεν γιὰ νὰ τὸν ἠσταυρώσουν.

Πάλιν σᾶς λέγω ἄρχοντες νὰ πῶ στὴν ἀφεντιά σας
τὸ κρίμαν του, τὸ αἷμα του, ἂς τό ῾βρουν τὰ παιδιά σας
γιατὶ κακὸν δὲν ἔκαμεν πὼς νὰ τὸν κατακρίνω
ἀλλὰ σὰν μὲ βιάσατε στὴν γνώμη σας νὰ κλίνω
καὶ σεῖς ὅλοι σας ὄψεσθε ὡς λέγει ἡ γραφή σας
ἐπάρτε τον, σταυρῶστε τον, ὡς θέλετε ἀτοί σας.

Ἁρπάξαν τον οἱ ἄνομοι στὰ βρομερά τους χέρια
καὶ πίπταν του στὸ πρόσωπο μὲ βέργιες μὲ μαχαίρια
ἐδίνασιν τὰ μάτια του κι ὅλοι τὸν ἐραπίζαν
ἐφτύναν του στὸ πρόσωπο κι ὀμπρός του γονατίζαν
κι ἐλέγαν του: προφήτεψε ἡμᾶς Χριστὲ νὰ δοῦμεν
ἂν βρεῖς ποῖος σὲ ράπισε τώρα νὰ πιστευτοῦμε.

Πολλὰ κακὰ τοῦ κάμασιν καθένας ὅτ᾿ ἐμπόρεν
ὕστερα τοῦ ἐβγάλασιν τὰ ροῦχα ποὺ ἐφόρεν
ἔπιασαν καὶ φορήσαν του χλαμύδα τὴν κοκκίνη
καὶ τὸν ἐπεριπέζασιν μὲ τόση κατασχύνη
ἔπλεξαν καὶ φορήσαν του στέφανον ἀκανθένον
τὸ γένος τὸ ἀχάριστον τὸ τρὶς καταραμένον.

Ἐπιάσαν τον καὶ πῆραν τον γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν
τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα ἠγγάρευσαν νὰ ἄρει
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὸν γιὰ νὰ τοῦ πάρει
ἐπῆραν τον στὸν Γολγοθᾶ, ἐκεῖ καὶ σταύρωσάν τον
καὶ διορίσαν φύλακες ἐκεῖ καὶ ἔβλεπάν τον

πέντε καρφιὰ τοῦ βάλασιν, μεγάλα σιδερένια
στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του ἐπίτηδες κομμένα·
ἕνα καρφὶ πυρούμενο ἔμπηξαν στὴν καρδιά του
ἔκρουσαν καὶ καήκασιν μέσα στὰ σωθικά του.

Βάλλει φωνή, ζητᾶ νερό, διψᾶ νὰ τὸν ποτίσουν
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι δὲν θέ᾿ νὰ καηλίσουν.
Μὰ τῆς καρδιᾶς τὸ καρφὶ δὲν μπόρα νὰ ὑποφέρει
κι ὅταν τὸν ἐσταυρώσασιν ἤτανε μεσημέρι
ἐβάλαν ξύδι μὲ χολὴ σὲ σπόγγο στὸ καλάμι
κι ἐδῶσαν του το νὰ τὸ πιεῖ τὴν δίψα ν᾿ ἀποκάμει.

Ὅταν τοῦ τὰ ἐπότισαν τοῦτον τὸν λόγο εἶπε:
«Τώρα ἐτελειώθησαν τὰ λόγια τοὺς προφῆτες»
καὶ μὲ τὰ ταῦτα πάραυτα, ἔγειρε καὶ λιγώθη
Θεὲ Θεὸν ἐφώναξε τὸ πνεῦμα παρεδόθη
τότε ἐγίνηκε σεισμὸς ὡς τὴν ἐνάτην ὥρα
ὥστε πολλοὶ ἐλέγασιν θὲ νὰ χαλάσει ἡ χώρα
ἡ γῆ ὅλη ἐσίστηκεν τὰ μνήματα ἀνοιχτήκαν
οἱ πέτρες ἐραγίστησαν κομμάτια ἐγινήκαν
ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι γῆ χαμαὶ βρυχάτου
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι κανεὶς δὲν ἐλυπάτουν.

Οἱ ἄγγελοι ἐτρόμαξαν τὸ θαῦμα ποὺ ἐγίνη
καὶ ὁ Ναὸς ἐσχίσθηκε δυὸ μερτικὰ ἐγίνη
Ὅλον τὸ καταπέτασμα τὸ τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη
ὅλη ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς σὰν δέντρον ἐμποσείσθη.

Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμμένη
θλιμένη καὶ περίλυπη χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη
ἐτράβαν τὰ μαλάκια της τὸ στῆθος της ἐχτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.

Ἔκλαιε καὶ ἐφώναζε: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου
τί εἶναι ταῦτα ποὺ θωρῶ ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.»
«Ἂχ τέκνον μου τί ἔπαθες καὶ εἶσαι τόσον θλιμένον
θλιμένον καὶ περίλυπον καταδεδικασμένον».

Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβαναγιωμένον
Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον
ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω
κι ὅπου ποτάμι σὰν θολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω
εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου
ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου
ὅπου τρομάρα τρέμουσιν τὰ μέλη μου σπαράζουν
τὰ σωθικά μου τρέμουσιν τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.

Τί ἔκανες, τί ἔπταισες Υἱέ μου τῶν Ἑβραίων
καὶ τώρα μὲ ἐκάνασιν ἀληθινὰ νὰ κλαίω
τόσα καλὰ ποὺ ἔκανες τοῦ ἀχαρίστου γένους
τοὺς παραλύτους γιάτρεψες καὶ τοὺς ἀρρωστημένους
κουφούς, χωλοὺς ἐγιάτρεψες ὁμοῦ καὶ λεπρωμένους
τυφλοὺς τὸ φῶς ἐχάρισες, τοὺς ὄντως λαβωμένους
ἀνάστησες δὲ καὶ νεκροὺς μόνο μὲ τὴν φωνή σου
καὶ φεύγασιν οἱ δαίμονες μόνο μὲ τὴν βουλή σου.

Σαράντα χρόνια ἔτρωγαν στὴν ἔρημο τὸ μάννα
καὶ τώρα οἱ ἀχάριστοι εἰδὲ ἴντα σοῦ κάμαν.
Ἀντὶ τοῦ μάννα τὴν χολὴ καὶ ξύδι σὲ ποτίσαν
κι ἀντὶ τῆς πέτρας τὸ νερὸ μὲ ἅλυσον σ᾿ ἐδείσαν
ἀντὶ π᾿ ἀνάστησες νεκροὺς καὶ εἶδαν καὶ θαυμάσαν
τώρα οἱ σκύλοι οἱ ἄνομοι στὸ ξύλο σὲ κρεμάσαν.

Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ἔλεγεν ἡ Κυρία
Ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἡ ταπεινὴ Μαρία.

«Υἱέ μου, τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
Εἰδέ την καὶ λυπήθου την, εἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.»

Τοῦτο τὸν λόγο εἶπε τὸν κι ἔγειρε καὶ λιγώθη

ἐφύρτην κι ἔπεσε χαμαὶ πάνω στὴ γῆ φυρμένη,
φυρμένη μαύρη σκοτεινὴ ὡσὰν ἀποθαμένη
κι ὅταν τὴν ἐποφύρασιν ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
Τὸν Γιόν της τὸν Μονογενῆ καὶ πάλι νὰ τὸν λέγει:

Ἂχ τέκνον μου, γλυκύτατο καὶ φῶς τῶν ἀμαθκιῶν μου
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου, οἱ ἑβδομήντα θκυό μου,
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου ἡ πρώτη δωδεκάδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικράδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικρία
μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα τὴν ταπεινὴ Μαρία
καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ μείνω
τίνος τὸ σπίτι ἡ φτωχὴ τὴν κεφαλὴ νὰ κλίνω
ποίον νὰ ἔχω σύντροφο νὰ κάθομαι νὰ κλαίω,
τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τίνος νὰ τὰ λέω
πότε νὰ ἔρθεις τέκνον μου ὥστε νὰ σὲ κατέχω
κλαίω ἀπαρηγόρητα, παρηγοριὰ δὲν ἔχω.

Τὶς βοῦκες της κατέσχισε, τὰ αἵματα ἐτρέχαν
τὰ δάκρυά τῆς ἔτρεχαν, χαμαὶ τὴ γῆ ἐβρέχαν
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐκτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἐγρίκαν
δυὸ βρύσες ἐγινήκασιν τὰ δύο της ἀμάτια
τὸ στῆθος της τὲς βοῦκες της ἐκάμεν τες κομμάτια.

Υἱέ μου ὅταν σὲ γέννησα δὲν εἶχα τέτοιους πόνους
καὶ τώρα πόνοι τετραπλοὶ τὰ σωθικά μου σπρώχνουν
ὅταν σὲ γαλακτότρεφα εἶχες Θεοῦ τὴν χάρη
ἐθώρουν σε καὶ χαιρόμουν καὶ βαστοῦν σὲ καμάρι
ὅταν σὲ ῾ποσαράντονα τότε στὸν Ἱερέα
τὸν Συμεὼν τὸν θαυμαστὸ τότ᾿ ἔτσι τὸν ἐλέγαν
αὐτὸς μοῦ ἐπροφήτευσεν αὐτὴ τὴν προφητεία
πῶς μέλλει διελεύθουσα ῥομφαία στὴν καρδιά.

Αὐτὰ μοῦ ἐπροφήτευσεν ὁ Συμεὼν Θεόπτης.
Ἰδοὺ ῥομφαίαν καὶ σπαθὶν τὰ σωθικά μου κόπτει
ἰδοὺ θωρῶ τὸ τέκνο μου στὸ ξύλο σταυρωμένο
καὶ μέσα στὴν καρδίαν του ἔχουν το καρφωμένο,
ξύλο ὅπου σταυρώθηκε ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου
Ὁ ποιητὴς τοῦ Οὐρανοῦ τῆς γῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου
ἐποίησε τὸν Οὐρανὸ ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι
τὴ γῆν ὁμοῦ τὴν θάλασσα μὲ κάθε λογῆς ψάρι.

Σταυρέ μου, ξύλο Ἅγιο ξύλο εὐλογημένο
ξύλο πανυπερθαύμαστο κι ὑπερδεδοξασμένο
ξύλο ὅπου ἐβλάστησες τὸ εἶδος τριῶν ξύλων
πεῦκος, κέδρος, κυπάρισσος τοῦ παραδείσου φύλλο.

Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
ἰδέ την καὶ λυπήθου την ἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.
Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδὲ καὶ μίλησέ της
συντῆχε της δυὸ λόγια καὶ παρηγόρησέ την.
Εἰς ποίον μὲ παρέδωσες κ᾿ εἰς ποίον θὰ μ᾿ ἀφήσεις
καὶ ἀπεκρίθη ὁ Χριστὸς τῆς Δέσποινας καὶ λέγει:

Μητέρα μου, μητέρα μου, σιώπησε μὴν κλαίεις
τὸν Ἰωάννη φίλο μου ἐγὼ σοῦ παραδίδω
νὰ σ᾿ ἔχει σὰν μητέρα του καὶ σὺ υἱὸν ἐκεῖνον.

Ὢ Ἰωάννη φίλε μου, ἔφθασε ἡ τιμή σου
ἔπαρε τὴν μητέρα μου καὶ ἔχε την μαζί σου.

Τότε τὴν ἐπαράλαβε, στὸ σπίτι του τὴν παίρνει
καὶ δὲν εἶχε παρηγοριὰν ἡ πολλοπικραμένη.

Πάλιν δευτεροφίρτηκεν φιρμένη δυὸ ὧρες
ῥαντίζαν την ῥοδόσταμμαν οἱ τότε μυροφόρες
Μάρθα, Μαρία ἤτανε ὁμοῦ καὶ ἡ Σωσσάνα
κι ἄλλη Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ὁμοῦ καὶ Ἰωάννα.
Τοῦτες οἱ πέντε ἤτανε ποὺ τὴν παραμυθοῦσαν
καὶ βλέπαν την μὴν σκοτωθεῖ καὶ τὴν παρηγοροῦσαν.

Ἔτρεξαν εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθίας

καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν νὰ πάει στοῦ Πιλάτου
γιατὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰωσὴφ ἐπαίρναν ἡ ῥιτζιά του.

Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθὺς στοῦ ἡγεμόν᾿ νὰ φτάσουν
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν.
Ἐπήγαινε κι ἡ Δέσποινα μετὰ τοῦ Νικοδήμου
Τοῦ Μαθητοῦ τοῦ Ἰησοῦ, κείνου τοῦ περιφήμου.

Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ πηγαίνουν στοῦ Πιλάτου
κι ἡ Δέσποινα γονατιστὴ ἔκλαιε μπροστά του.

Νὰ σὲ παρακαλέσουμε ἀφέντη μου Πιλᾶτε
γιατί τὴν ἐξουσία σου ὁ κόσμος τὴν φοβᾶται
γιὰ νὰ μᾶς δώσεις τὸν Χριστό, κεῖνον τὸν σταυρωμένο
κεῖνο ποὺ πάνω στὸν σταυρό, Χριστὸ τὸν πεθαμένο
ἐκεῖνον ποὺ σταυρώσατε ἐχτὲς πάνω στὸ ξύλο
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς οὔτε κανένα φίλο
δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε, καθὼς εἶναι ἡ τάξη
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς τώρα νὰ τὸν κοιτάξει.

Πιλᾶτε, τί σὲ ὠφελεῖ κι ἂν εἶναι σταυρωμένος
κι ἂν εἶναι πάνω στὸ σταυρὸ τόσ᾿ ὧρες κρεμασμένος
νεκρὸς χλωμὸς κατάντησε νεκρὸς καὶ πεθαμένος.
Δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε κι εἶναι φτωχὸς καὶ ξένος
ἐχόρτασε ἡ δίψα τους τοὺς ἄνομους Ἑβραίους
τέλειωσε τὸ ἔργο τους αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους.

Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ὁ Ἰωσὴφ ἐλάλεν
εἰς τὸν Πιλᾶτον τὸν κριτὴν καὶ τὸν ἐπαρακάλεν
καὶ ὁ Πιλᾶτος λέγει του: ποίον ἔχεις νὰ πέψεις
νὰ στείλει ἑκατόνταρχον γιὰ νὰ τὸν κονταρέψει,
ἂν ἴσως καὶ ἀπέθανε χαπάριν νὰ τοῦ πέψει.

Εὐθὺς ἐπῆγαν στὸν Χριστὸν καὶ ἐκονταρέψαν τον
ποὺ τὴν δεξιά του τὴν πλευρὰ αὐτοὶ ἐλόγχεψάν τον
ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐλόγχεψεν βγῆκε νερὸ καὶ αἷμα·
ἰδὼν ὁ ἑκατοντάρχος καὶ ὅλοι τους ἐτρέμαν,
ἐπιστεῦσαν πὼς εἶν᾿ Θεὸς κι ἤθελε ἑκουσίως
νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ σὰν θέλει αὐτεξουσίως.

Αὐτὸν τὸν ἑκατόνταρχον ἐλέγαν τον Λογγῖνο,
ἐπίστεψε στὰ χέρια του καὶ πίστεψε σ᾿ ἐκεῖνον
καὶ στὸν Πιλᾶτο ἔτρεξε διὰ νὰ τὸν προλάβει
πὼς εἶν᾿ νεκρὸς καὶ πέθανε νὰ μὴν ἀμφιβάλλει.

Καὶ ὁ Πιλᾶτος παρευθὺς τοῦ Ἰωσὴφ δανείζει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστό, χάρη μας τὸν χαρίζει
τότε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ ἔτρεξε νὰ προφθάσει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσει.

Πάνω στὸν Τίμιο Σταυρὸ ἔτρεξαν καθὼς ἦσαν
καὶ κατεβάσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐπροσκυνῆσαν
ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἦταν τοῦ πανωθκιόν του
καὶ ἔσκιπτεν καὶ φίλαν το συχνὰ τὸ πρόσωπόν του
ἔκλαιεν καὶ ἐφώναζεν σὰν κλαῖσιν κι ἄλλες μάνες
καὶ τρεχασιν τὰ μάτια της σὰν τρέχουν οἱ φουντάνες.

Ὦ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ποῦ τοὖν᾿ ὁ Λογισμός σου
κι εἶπες μου: Χαῖρε Δέσποινα ἐπιάσαν τὸν Υἱό σου
καλύτερα εἶχες μου πεῖ: δέχθου τὸν θάνατόν σου
ἔχει τρία μερόνυχτα ὅπου τὸν τυρρανίζουν
ὁλόγυμνο τὸν γιούλην μου τὲς στράτες τὸν γυρίζουν
φορεῖ στεφάνι ἀγκαθὸ πάνω στὴν κεφαλή του
καὶ δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄνομοι πὼς -ε- μὲ τὴν βουλή του

Ἔβαλαν λίτρες ἑκατὸν σμύρναν μὲ τὸ λοβάρι
κι ἄλλα μυρωδικὰ πολλὰ στὸν τάφο γιὰ νὰ πάρει
ἐπῆραν τον καὶ θάψαν τον τὸν δίκαιο ἐκεῖνον
κι ἡ Παναγία ταπισὸν κάμνει μεγάλο θρῆνο.

Ἀλίμονο, ἀλίμονο Υἱέ μου καὶ Θεέ μου
τί εἶναι τοῦτα ποὺ θωρῶ, ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.
Ἀλίμονο, ἀλίμονο Θεέ μου καὶ Πατέρα
καὶ πῶς μὲ παλλησμόνισες ἐτούτην τὴν ἡμέρα
ὅποιος διαβάζει τὴν γραφὴ ἐτούτη τοῦ Υἱοῦ μου
ἐρώτησιν νὰ μὴν ἔχει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ μου
κι ἡ Δέσποινα ποὺ τὸ ἔβγαλεν πρέπει νὰ τὴν ὑμνᾶτε
πρέπει νὰ τὴν δοξάζετε καὶ νὰ τὴν προσκυνᾶτε
αὐτῆς πρέπει ἡ δόξαση κι ἐμένα τὸ σπολλᾶτε.

Τέλος καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δόξα.

Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου - Ἀνάληψις

Κανεὶς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνον Ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε ἀπ᾿ τὸν οὐρανό, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πάντοτε στὸν οὐρανό. Ὁ καλὸς ποιμένας, ποὺ ἄφησε τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα - τοὺς ἀγγέλους - στὰ οὐράνια ὄρη καὶ ἀφοῦ τὸ σήκωσε στοὺς φιλάνθρωπους ὤμους του τὸ ἔφερε στὸ οὐράνιο λιμάνι καὶ προσφέροντάς το σὰν δῶρο στὸν οὐράνιο Πατέρα τοῦ λέγει: «Βρῆκα, Πάτερ, τὸ πλανεμένο πρόβατο, ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἀπατεώνας ὄφις μὲ δόλιους τρόπους καὶ τεχνάσματα ἐξαπάτησε καὶ στοὺς δρόμους τῆς κακίας τὸ παρέσυρε καὶ μὲ τὴ λάσπη τῆς πολυθεΐας μόλυνε τὴν καθαρότητα τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Βλέποντάς το, λοιπόν, νὰ πνίγεται μέσα στὸ βοῦρκο τῆς μαλθακῆς ζωῆς μὲ τὸ θεϊκό μου χέρι τὸ ἅρπαξα γρήγορα καὶ εὐσπλαχνικὰ τὸ ἔπλυνα στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀφοῦ τὸ ἄλειψα μὲ τὸ μύρο τῆς εὐωδίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος - μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως - τώρα ἔρχομαι φέρνοντας ὡς δῶρο ἀντάξιο τῆς θεότητός σου τὸ λογικὸ πρόβατο».

Σήμερα ὁ Διάβολος θρηνεῖ γιὰ τὴν ἥττα του βλέποντας τὸ δικό μας -ἀνθρώπινο- σῶμα νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς. Σήμερα ἡ ἁμαρτία σὰν καπνὸς διαλύεται μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

(ἐκ τοῦ λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου)

Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου - Βαϊφόρος

Τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου
ἐπισκόπου Κύπρου εἰς τὰ Βαΐα.
...τὰς λαμπάδας φαιδροὶ φαιδρῶς ἐφαψώμεθα·
τοὺς χιτῶνας τῶν ψυχῶν θεοπρεπῶς ἐξαλλάξωμεν,
τὰς τοῦ βίου ὁδοὺς καλῶς ἑτοιμάσωμεν,
τὰς εἰσόδους τῶν ψυχῶν τῷ Βασιλεῖ διανοίξωμεν,
τὰ βαΐα τῆς νίκης ὡς νικητῇ τοῦ θανάτου βαστάσωμεν,
τοὺς κλάδους τῶν ἐλαιῶν τῷ ἐκ Μαρίας κλάδῳ θεοπρεπῶς ἐπισείοντες·
τὰ ἀγγέλων τῷ Θεῷ τῶν ἀγγέλων ὑμνήσωμεν·
μετὰ τῶν παίδων θεοπρεπῶς ἀνακράξωμεν,
μετὰ τοῦ ὄχλου τὰ τοῦ ὄχλου καὶ οἱ ὄχλοι βοήσωμεν·
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου·

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν,
ἐπέφανε τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ἡμῖν.

Ἐπέφανεν ἡ τῶν πεπτωκότων ἀνάστασις, ἐπέφανεν ἡ τῶν αἰχμαλώτων ἀνάῤῥυσις,
ἐπέφανεν τῶν τυφλῶν ἡ ἀνάβλεψις, ἐπέφανεν ἡ τῶν πενθούντων παράκλησις,
ἐπέφανεν ἡ τῶν κοπιώντων ἀνάπαυσις, ἐπέφανεν ἡ τῶν διψώντων ἀνάψυξις,
ἐπέφανεν ἡ τῶν καταπονουμένων ἐκδίκησις, ἐπέφανεν ἡ τῶν ἀπεγνωσμένων παράκλησις,
ἐπέφανεν ἡ τῶν χωριζομένων ἕνωσις, ἐπεφάνη ἡ τῶν νοσούντων ἴασις,
ἐπεφάνη ἡ τῶν χειμαζομένων γαλήνη.

Διὸ καὶ ἡμεῖς, οἱ δῆμοι, μετὰ τοῦ ὄχλου βοήσωμεν,
λέγοντες σήμερον Χριστῷ·
Ὡσαννὰ, τουτέστι, Σῶσον δὴ, ὁ ἐν ὑψίστοις Θεός.


Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου
Κύπρου τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων
Μὲ χαρὰ στὶς καρδιὲς λαμπάδες γιορτινὲς ἂς ἀνάψουμε.
Μὲ χιτῶνες τῶν ψυχῶν ἀντάξιους γιὰ συνάντηση μὲ τὸ Θεὸ τοὺς παλιοὺς ἂς ἀνταλλάξουμε.
Τῆς ζωῆς μας τοὺς δρόμους, ὅσο μποροῦμε πιὸ καλά, ἂς ἑτοιμάσουμε.
Τὶς εἰσόδους τῶν ψυχῶν μας διάπλατα στὸ Βασιλιὰ ἂς ἀνοίξουμε.
Τὰ κλωνάρια τῆς νίκης κρατώντας τὸ νικητὴ τοῦ θανάτου ἂς δοξάσουμε.
Μὲ κλαδιὰ ἀπὸ ἐλιὲς τῆς Μαρίας τὸ βλαστάρι, ὅπως ἁρμόζει σὲ Θεὸ ἂς ὑποδεχθοῦμε.
Μὲ ὕμνους ἀγγελικοὺς τὸ Θεὸ τῶν ἀγγέλων ἂς ὑμνήσουμε.
Μὲ τοὺς παῖδες μαζὶ στὸ Θεὸ κι ἐμεῖς ἂς κραυγάσουμε.
Μὲ τὸ πλῆθος μαζί, μέγα πλῆθος κι ἐμεῖς, δυνατὰ ἂς φωνάξουμε:
«Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Εἶναι Θεός, Κύριος κι ἔρχεται ὁλόφωτος σὲ μᾶς,
ἔρχεται σὲ μᾶς ποὺ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου.

Ἔρχεται τῶν ξεπεσμένων ἡ ἀνόρθωση, τῶν αἰχμαλώτων ἡ ἀπελευθέρωση,
τῶν τυφλῶν ἡ θεραπεία, τῶν πενθούντων ἡ παρηγοριά,
τῶν κουρασμένων ἡ ἀνάπαυση, τῶν διψασμένων ἡ ἀναψυχή,
τῶν ἀδικημένων ἡ δικαίωση, τῶν ἀπελπισμένων ἡ ἐνθάρρυνση,
τῶν χωρισμένων ἡ ἕνωση, τῶν νοσούντων ἡ ἴαση,
ἔρχεται τῶν χειμαζομένων ἡ γαλήνη.

Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς φωνάξουμε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος
λέγοντας σήμερα πρὸς τὸ Χριστό:
«Ὡσαννά - δηλαδή, ναὶ σῶσε μας - σύ, ὁ ἐν ὑψίστοις Θεός».


--------------------------------------------------------------------------------

Πορεία πρὸς τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση

Κυριακὴ τῶν Βαΐων - Τὰ νήπια

«Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον». Αὐτὴ ἡ ὄμορφη φράση, παρμένη μέσα ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, ἀποτυπώνει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν εἰκόνα τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ εἴσοδος θριαμβευτική, ὅπως ταιριάζει σ᾿ ἕναν Βασιλιά. Ἡ εἴσοδος αὐτὴ ἴσως ἡ μοναδικὴ ἐπίγεια τιμὴ ποὺ ἀπόλαυσε ὁ Κύριος, στὴν περιπέτεια τῆς ζωῆς Του. Ἡ ἔξοδός Του λίγες ἡμέρες μετά, ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἦταν φέροντας τὸ Σταυρὸ στὸν ὦμο καὶ κατευθυνόμενος στὸ Γολγοθά. Ἀπὸ τὸν θρίαμβο στὴν ἀτίμωση, θὰ μποροῦσε μελαγχολικὰ νὰ σημειώσει κάποιος!

Ὅταν ἕνας βασιλιὰς ἔκανε τὴν πορεία θριάμβου μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη νίκη, τὸν ὑποδέχονταν οἱ πάντες, τοπικοὶ ἡγεμόνες, στρατιωτικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες, ὅλος ὁ λαὸς μὲ ἰαχὲς καὶ θόρυβο, ἐνῷ ὁ βασιλιὰς φρόντιζε νὰ μοιράζει στοὺς ἀνθρώπους χρήματα, φαγητό, προνόμια, δείχνοντας τὴν μεγαλοκαρδία του καὶ τὴν ἀνωτερότητα ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὸ θρίαμβό του. Τὸν συνόδευαν ἡ κουστωδία του, οἱ ξεχωριστοί, οἱ ἐκλεκτοί, καὶ ταπεινωμένοι ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἡττηθεῖ στὴ μάχη, γιὰ νὰ παραδοθοῦν στὴ χλεύη τοῦ λαοῦ!

Ὁ Χριστὸς μπαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα χωρὶς τὴν βασιλικὴ πολυτέλεια, καθισμένος ἐπὶ πώλου ὄνου, ἀντὶ γιὰ ροδοπέταλα καὶ τελετές, τὰ μικρὰ παιδιὰ κουνοῦν τὰ βάγια τῶν φοινίκων, ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν οἱ πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἡγέτες τοῦ τόπου, αὐτοὶ εἶναι ποὺ συνωμοτοῦν ἐναντίον, ἀντὶ νὰ μοιράσει ὑλικὰ ἀγαθά, δίνει μόνο τὰ λόγια της ἀγάπης, τῆς θυσίας, τῆς αἰωνιότητας. Σ᾿ ἕναν λαὸ ποὺ ζητᾶ νὰ χορτάσει τὴν μόνιμη ὑλική του πείνα, ὁ Χριστὸς προσφέρει τὴν πνευματικὴ τροφὴ καὶ τὸ ζῶν ὕδωρ, ποὺ θεραπεύει τὶς ὑπαρξιακὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς ὑπέρβασης τοῦ θανάτου!

Τὸν συνοδεύουν οἱ Ἀπόστολοι, ταπεινοὶ ψαράδες, φοβισμένοι ἄνθρωποι, ποὺ θὰ σκορπίσουν στὴν ἀνηφόρα τῶν Παθῶν, δὲν ἔχει κοντά Του ταπεινωμένους καὶ ἕτοιμους νὰ παραδοθοῦν στὴ χλεύη, μαζί Του ὅμως θὰ φέρει πάντοτε συντετριμμένους τὸ θάνατο καὶ τὸν διάβολο, ποὺ πλέον δὲν θὰ ἔχουν καμία δύναμη οὐσιαστικὴ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅσο κι ἂν τὸ προσπαθοῦν!

Ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὰ παιδιά, στὰ νήπια. Ἡ ἁγνότητά τους, ἡ χαρά τους, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἀφοβία τους νὰ δοξολογοῦν τὸν «ἐρχόμενο ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀποτελοῦν τὴν ἀφορμὴ ἑνὸς οὐσιαστικοῦ προβληματισμοῦ. Στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὰ πάθη, τὶς βιοτικὲς φροντίδες, τὴν ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον ψυχῆ καὶ καρδιά μας, τὰ νήπια καταρτίζουν αἶνο πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ ἀφήσουμε αὐτὴ τὴν παιδικότητα καὶ τὴν ἀθῳότητα ποὺ ὁ καθένας μας κρύβει, νὰ βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια!

Νὰ ξεπεράσουμε τὴν κακία, νὰ μιλήσουν στὴν ψυχή μας τὰ ὅσα φέρνει ὁ Χριστός, ἡ ἀνάγκη ἀγάπης, ἐλευθερίας καὶ χαρᾶς, ποὺ νιώθουν τὰ νήπια, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι νηπιάζουν ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, καὶ κυρίως νὰ μάθουμε ὅτι ἡ ζωή μας βρίσκει τὸ ἀληθινό της νόημα ὅταν νιώθουμε τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ὅταν Τὸν δοξάζουμε γιὰ ὅ,τι μας δίνει, ὅταν νιώθουμε αὐτὴ τὴ βαθιὰ χαρὰ τῆς παρουσίας Του, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ δίνει στόχο καὶ ζωὴ στὴν ὕπαρξή μας! Καὶ ἂς ἀφήσουμε τοὺς κάθε λογὴς ἰσχυροὺς νὰ συνωμοτοῦν. Μᾶς ἀρκεῖ ἡ ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τῶν νηπίων! Ἄλλωστε, στὸ χαμόγελό τους, ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα! Ἄλλωστε, στὴ φωνή τους, ξεκινᾶ ἡ χαρά! Ἄλλωστε, ἡ παρουσία τους, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς αἰώνιας δοξολογίας, χαρᾶς καὶ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, κοντὰ στὸν Βασιλιὰ ποὺ μπαίνει στὴ ζωή μας θριαμβευτικά, τὸν Κύριό μας!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Δευτέρα - Ὁ Γάμος

«Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ». Αὐτὴ ἡ ὄμορφη φράση, ποὺ ἀκούγεται στὸ ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ἀποτυπώνει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας περιγράφει τὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σχέση αὐτὴ ὁρίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ γάμου, ὅπου ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς, ἡ ὁποία καλεῖται νὰ μπεῖ στὸ νυμφώνα, τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ γευθεῖ τὴ χαρὰ τῆς ἀλλαγῆς, τῆς σωτηρίας, τῆς ἀγάπης ποὺ προσφέρει ἀφειδώλευτα ὁ Κύριός μας!

Ἔχουμε τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι περίπου μία μαγικὴ βεβαιότητα, ἡ ὁποία ἀνταποκρίνεται στὴν ἀνάγκη μας νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἀνασφάλειά μας γιὰ μετὰ τὸ θάνατο, νὰ ὑπάρχει Κάποιος ὁ ὁποῖος νὰ μᾶς βοηθᾶ στὶς δύσκολες στιγμές μας, ἰδίως ὅταν κλονίζεται ἡ ὑγεία μας ἀλλὰ καὶ σὲ περιόδους κρίσεων. Ἄλλοι, ἔχουμε τὴν αἴσθηση πὼς ἡ πίστη συνεπάγεται τὴν ἐξωτερικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θρησκεία βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνεται καλύτερος, νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ κοινωνικὰ καὶ ἐκπαιδευτικὰ ἰδεώδη. Ἄλλοι, ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη ἀπὸ παράδοση, ἔτσι μάθαμε, ἐνῷ οἱ νεώτεροι νιώθουν κάπως τὴν πίεση τῶν μεγαλυτέρων γιὰ μία, ἔστω τυπικὴ παρουσία στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτές!

Ἐδῶ εἶναι ποὺ ἔρχεται νὰ παίξει ἀποφασιστικὸ ρόλο ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεσμοῦ τοῦ κράτους. Δεσμευμένοι ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἑλλαδικὰ δεδομένα, ἔχουμε συνηθίσει τοὺς ἄρχοντες νὰ παρουσιάζονται στὶς δοξολογίες καὶ τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ νὰ παίρνουν περίοπτη θέση στοὺς Ναούς, ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα νὰ ξεκινοῦν μὲ ἁγιασμό, τὸ ἴδιο καὶ οἱ πολιτικές, κοινωνικές, ἐκπαιδευτικὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις! Ἔτσι, δυσκολευόμαστε νὰ ἀποτινάξουμε αὐτὴ τὴν θεσμοποιημένη εἰκόνα γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ θρησκεία καὶ μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ δοῦμε τὴν οὐσία της!

Γιατὶ ἡ οὐσία τῆς πίστης μας βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν πρόταση τοῦ γάμου. Πιστεύω στὸ Θεὸ σημαίνει θέλω νὰ ἔχω προσωπικὴ σχέση μαζί Του, θέλω νὰ ἀνταποκριθῶ στὴν ἀγάπη Του, θέλω νὰ μιμηθῶ τὸ παράδειγμα τῆς θυσία καὶ τῆς προσφορᾶς στὸν ἄνθρωπο ποὺ Αὐτὸς ἔδειξε, ἀκολουθῶ στὴ ζωή μου τὴν ἐλευθερία ποὺ οἱ ἐντολὲς Τοῦ ἐπαγγέλονται, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μου, ποὺ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴ χαρά, δὲν ζῶ μόνο γιὰ τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη γι᾿ Αὐτὸν καὶ τὸν συνάνθρωπο, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται, δὲ μένω στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μου ποὺ μὲ καλοῦν νὰ εἶμαι σκληρός, ἀτομοκεντρικός, ὀρθολογιστής, χρηματιστής...

«Καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ». Μπροστὰ στὴν τέλεια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ μένα συναισθάνομαι ὅτι τὰ ροῦχα τῆς ψυχῆς μου εἶναι πολὺ λεκιασμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπιστία μου πρὸς Αὐτόν. Μένω στὴν εἰκόνα τῆς πίστης σ᾿ ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ ἀνθρώπινα καὶ ποὺ τὸν θέλω στὴ ζωή μου ὅποτε «νιώθω τὴν ἀνάγκη». Ὅμως ἡ ἀγάπη, ἡ γνήσια καὶ θυσιαστική, εἶναι ὁλοκληρωτική, δὲ γνωρίζει σύνορα, μὰ βάζει τὸν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτὴ τὴν πορεία τοῦ γάμου, τῆς χαρᾶς, τοῦ ἀγώνα, τῆς κοινῆς πορείας μὲ τὸν Ἀγαπημένο Ἰησοῦ!

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι δρόμος ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ καρδιακῆς προσέγγισης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό! Αὐτὴ ἡ πορεία μετάνοιας καὶ σωτηρίας ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ θεώρηση τῆς πίστης ὡς θεσμοῦ ἢ ὡς μαγικῆς προσκόλλησης σὲ μία παράδοση ποὺ δὲν ξέρουμε! Ἂν ζήσουμε τὴν ἀγάπη, ὄχι ὡς ἁπλὴ ἀνθρωπιστικὴ ἀρχή, ἀλλὰ ὡς σχέση καὶ στάση ζωῆς, τότε ὁ Φωτοδότης θὰ μᾶς λαμπρύνει καὶ θὰ μᾶς σώσει!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Τρίτη - Ἡ Μυροφόρος

«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,..., μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς δεσπόζει στὴν ἀκολουθία τῆς Μ. Τρίτης. Μία γυναίκα ἁμαρτωλή, πόρνη σώματι, καταλαβαίνοντας τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται, ἀναλαμβάνει τὸ ρόλο τῆς Μυροφόρου, καὶ φέρνει στὸ Χριστὸ μύρα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό Του. Μὲ μία συγκλονιστικὴ χειρονομία ἀγάπης, σιωπηλή, ἀλείφει μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὰ μαλλιά της, δείχνοντας μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά της, τὴν ὁποία ὁ Κύριος κάνει ἀποδεκτή!

Μυροφόρος ἡ πόρνη γυναίκα, στὴν ψυχὴ τῆς ὁποίας παρέμεινε ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας. Δάκρυα, μύρα, ταπείνωση, ἀνακατεύονται μὲ τὰ αἰσθήματα ἀγάπης πρὸς Αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὴν λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν μιλᾶ, μονάχα πράττει. Δὲ φωνάζει ὅτι ἀγαπᾶ, μονάχα προσφέρει, δὲν δηλώνει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, μονάχα μετανοεῖ, δὲν φοβᾶται τὴν κατακραυγή, προέχει ἡ σωτηρία, δὲν μένει νὰ χαρεῖ γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μόνο εἰσέρχεται στὸ ταμιεῖον της, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἐφ᾿ ὄρου ζωῆς ἔχει ἕνα ἀβάσταχτο χρέος ἀγάπης, συναίσθησης τῆς εὐεργεσίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριο!

Μυροφόρος εἶναι καὶ ἡ στάση κάθε ψυχῆς ποὺ νιώθει ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτήν. Κάθε ἄνθρωπος ἄλλωστε ζεῖ μὲ ἄλλες ἀγάπες, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Τὶς περισσότερες φορὲς μάλιστα θεωρεῖ πὼς αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι φυλακή, καταναγκασμός, περιορισμός! Ἐπαναστατεῖ ἐναντίον Του καὶ ζητᾶ τὴν ἐλευθερία Του, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ στρέφεται ἐναντίον τοῦ γονιοῦ του. Βρίσκει ἄλλες ἀγάπες, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ τὴ γνήσια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!

Ὅταν λοιπὸν νιώθει ὅτι αὐτὴ τοῦ λείπει, ξεκινᾶ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Σιωπηλά, διότι τὰ θαύματα γίνονται στὴ σιωπή, μυστικά, διότι ἡ ἐλπίδα μυστικὰ κυοφορεῖται, μὲ τόλμη, ἐνώπιον ὅλων, διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ χαίρεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὁ ἄνθρωπος ποὺ νιώθει αὐτὴ τὴν ἀκρότατη ἐπιθυμία νὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἀναλαμβάνει μυροφόρου τάξιν καὶ φέρνει τὰ δικά του μύρα στὸ Χριστό!

Ἀρνεῖται τὴν κακία καὶ προσφέρει τὴ θυσία, ἀρνεῖται τὴ σκληρότητα καὶ προσφέρει τὸ δάκρυ, ἀρνεῖται τὸν ἐγωισμὸ καὶ προσφέρει τὴν ταπείνωση, ἀρνεῖται τὰ πάθη καὶ προσφέρει τὴν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς γιὰ κοινωνία μὲ τὸ Χριστό, ἀρνεῖται ὅ,τι ψεύτικο ἀγαποῦσε καὶ σιωπηλὰ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Λυτρωτὴς εἶναι Αὐτὸς πού, χωρὶς νὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ ζωή του, θὰ τοῦ δώσει νέο νόημα σ᾿ αὐτήν!

Ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ στὴν πράξη τῆς μυροφόρου εἶναι ἡ ἴδια ὅπως καὶ σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Εἶναι ἡ σιωπηλὴ ἀποδοχὴ τοῦ μύρου, τῆς πράξης, τοῦ ἀδειάσματος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εὐωδίας τῆς ἀγάπης! Ὁ Χριστὸς μάλιστα δὲν δέχεται τὴν ἀντίδραση τῶν ἄλλων -ἀνάμεσά τους καὶ τῶν μαθητῶν του-, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονται ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ μύρου ποὺ σπατάλησε ἡ μυροφόρος. Ἔτσι ἄλλωστε διαμαρτύρονται ὅσοι θεωροῦν ὅτι μόνο ἡ ἐξωτερικὴ καθαρότητα ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξη τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, ὅμως ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν ὁλοπρόθυμη καρδιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὴν ἐπίπλαστη ἀποδοχὴ τῶν λόγων Του!

Οἱ καιροί μας μιλοῦν μὲ λόγια, μὲ ψέματα, μὲ ἐπιφάνειες. Ὁ Χριστὸς προσφέρει ἀγάπη, οὐσία, σωτηρία. Ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀναλάβουμε μυροφόροι στὸ πρόσωπό Του. Τότε τὰ δάκρυα τῆς λύπης θὰ μεταμορφωθοῦν στὴν πιὸ γλυκιὰ χαρά, αὐτὴ τῆς ἀποδοχῆς μας ὅπως εἴμαστε, αὐτὴ τῆς εὕρεσης τῆς γνήσιας κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ σῴζει ἄνθρωπο καὶ κοινωνία!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Τετάρτη - Ὁ Νιπτῆρας

«Ταπεινούμενος δι᾿ εὐσπλαχνίαν, πόδας ἔνιψας τῶν μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας». Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ἀποτυπώνεται μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες σκηνὲς ταπείνωσης στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, μία ἀφάνταστα παράξενη εἰκόνα γιὰ ἕναν διδάσκαλο, ἕναν ἡγέτη, κάποιον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξουσιάζει γῆ καὶ οὐρανό! Ὁ Χριστὸς σκύβει καὶ πλένει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του καὶ μάλιστα ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε συζήτηση σχετικὰ μὲ τὴ σκοπιμότητα τῆς πράξης. Ὁ Πέτρος, ἂν δὲν δεχτεῖ τὴν νίψη, δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸν Κύριο, ἀποκόβεται, γιατὶ στὸ ὄνομα τῆς ἀρνήσεως τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς προσφορᾶς, βιώνει τὴν κυριαρχία τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ ἀπορρίπτει τὴν προσφορά!

Εἶναι παράξενο γιὰ τοὺς ἡγέτες τῆς κάθε ἐποχῆς νὰ συμπεριφέρονται ἐν ἁπλότητι. Συνοδευόμενοι ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακες, τοὺς ἰσχυρούς, αὐτοὺς ποὺ τοὺς στηρίζουν, ἠχοῦν στ᾿ αὐτιὰ τοὺς ἀπελπιστικὰ χωρὶς ἀντίκρισμα φράσεις ὅπως «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι», «ὁ μείζων ἐν ὑμὶν γενέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν». Ἔχοντας μάθει νὰ ἐξουσιάζουν, νὰ παραδίδουν μὲ πολλὴ δυσκολία τὴν ἐξουσία ἢ νὰ γαντζώνονται σ᾿ αὐτὴν χωρὶς διέξοδο, δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν ὅτι πρώτιστο χρέος τοῦ ἡγέτη εἶναι νὰ ἀγαπᾶ, νὰ προσφέρει καὶ νὰ διακονεῖ!

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἦθος καὶ ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο μας! Διακονεῖς ὅταν συγχωρεῖς, διακονεῖς ὅταν ἀναλώνεσαι ἀκούγοντας τοὺς καημοὺς τοῦ ἄλλου, ὅταν τὸ ἀξίωμά σου, τὸ χάρισμά σου, τὸ ρόλο σου δὲν τὸν χρησιμοποιεῖς γιὰ νὰ προβάλεις τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσφέρεις στὸν ἄλλο, διακονεῖς ὅταν τὸ μέλημά σου δὲν εἶναι νὰ ἐξαπατήσεις τὸν ἄλλο, ἀλλὰ νὰ τοῦ προσφέρεις τὴν ἀλήθεια τῆς πραγματικότητας καὶ τὴν προσπάθεια μὲ σένα μπροστὰ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ ἐπὶ τὰ βελτίω, διακονεῖς ὅταν τὸ ἐγώ σου, τὴ νίκη σου, τὸν θρίαμβό σου, τὸν μεταμορφώνεις σὲ θρίαμβο τῶν πολλῶν, σὲ παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀτομική σου αὐτάρκεια, τὴν ἀτομική σου εὐτυχία, τὴν ἀτομική σου δόξα!

Ἂν τὸ ἦθος αὐτὸ ἔβρισκε ἀνταπόκριση σὲ ὅλη τὴν κοινωνία, στὸ ἐπάγγελμα, τὴν πολιτική, στὴν οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ ἐνίοτε στὴν Ἐκκλησία, τότε θὰ εἴχαμε μία μυστικὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου καὶ τῆς κοινωνίας σὲ σῶμα Χριστοῦ, ὅπου τὰ μέλη θὰ ἔπασχαν τὸ ἕνα γιὰ τὸ ἄλλο, ὅπου κανεὶς Δὲ θὰ ζητοῦσε τὰ ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἕκαστος τὰ τοῦ ἑτέρου, ὅπου ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση θὰ δημιουργοῦσαν τὴν συναίσθηση πῶς τὰ πάντα στὴ ζωὴ ἔχουν ὡς σκοπὸ τὸ χαμόγελο τοῦ διπλανοῦ σου, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ συνεπάγεται λιγότερο κέρδος, χαμηλότερη παραγωγικότητα, λιγότερη ἀνάπτυξη! Γιατὶ τί νὰ τὴν κάνεις τὴν ἀνάπτυξη, ὅταν αὐτὴ κοστίζει σὲ χαμόγελο, ἀγάπη, καθαρὴ καρδιά, ἁπλότητα, χρόνο γνήσιας ζωῆς;

Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, εἶναι καρπὸς τῆς εὐσπλαχνίας του, τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀγαπᾶ χωρὶς ὅρια τὸν ἄνθρωπο. Ὁδηγεῖ στὸ θεῖο δρόμο, αὐτὸ τῆς προσφορᾶς καὶ ὄχι τῆς ἀνταμοιβῆς! Εἶναι ἕνα ἦθος σπάνιο καὶ δυσεύρετο, γιατὶ ἡ εὐτυχία σήμερα μετριέται μὲ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωισμοῦ! Ὅλη ἡ πορεία τοῦ Ναζωραίου δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ ταπείνωση. Κι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν, αὐτὸ τὸ δρόμο ἀκολουθοῦν!

Ἂν ἡ θρησκευτικότητα σήμερα ἀποτυγχάνει νὰ ὁδηγήσει τὴν πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων στὴ γνήσια πίστη, αὐτὸ ὀφείλεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲ φαίνεται κανεὶς νὰ νίπτει τὰ πόδια τοῦ κόσμου, νὰ τοῦ προσφέρεται ὁλόψυχα, χωρὶς νὰ διατάζει, νὰ διακονεῖ χωρὶς νὰ ἐξουσιάζει! Ἴσως, γιατὶ ἡ ταπείνωση δὲν φωνάζει, ὅπου κι ἂν ὑπάρχει! Καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι ὑπάρχει! Ἄλλωστε, χάρις σ᾿ αὐτὴ τὴν κρυμμένη διακονία ζεῖ αὐτὸ τὸ μικρὸ λείμμα ποὺ θὰ παλεύει γιὰ τὴν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου! Καὶ θὰ σκουπίζει μὲ τὸ λέντιο τῶν δακρύων καὶ τῆς προσευχῆς τὰ κουρασμένα πόδια ὅσων πορεύονται στὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς! Γιὰ νὰ ἀφήσει νὰ σταλάζει στὶς κουρασμένες καρδιὲς τὸ κρυμμένο ἐκεῖνο χαμόγελο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας! Ὅπως ἀκριβῶς τὸ δικό Του!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Πέμπτη - Τὸ φιλί

«Μισῶν ἐφίλει, φιλῶν ἐπώλει». Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας περιγράφει τὴ στάση τοῦ Ἰούδα ἀπέναντι στὸ Χριστό. Μία φράση κοφτή, σύντομη, ἁπλή, ποὺ κρύβει πόνο. Τὸ μίσος, τὸ φιλί, ἡ ἀγοραπωλησία! Τρεῖς στάσεις ποὺ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰούδα συναρμόζονται, σὲ μία ἀκολουθία τραγῳδίας γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ μαθητῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται στὴ θέση του καὶ σήμερα!

Τὸ μίσος ποὺ ἐκφράζεται μὲ φίλημα, μία τελείως παράδοξη καὶ ἀντιφατικὴ συμπεριφορά. Τὸ φιλί, ἡ κορυφαία ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης, ὁ τρόπος ποὺ κανεὶς δείχνει ὅ,τι τὸν συνδέει μὲ κάποιον! Τὸ μίσος, ἡ κορυφαία ἀπόδειξη τῆς διαστροφῆς τῆς ἀγάπης, τοῦ πληγωμένου ἐγωισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καρπὸς τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀγαπήσει ἀληθινὰ καὶ ἐνίοτε νὰ τὸν ἀγαπήσουν! Ἡ ἀγοραπωλησία, ὁ ὑποβιβασμὸς τῶν αἰσθημάτων σὲ ἐπίπεδο συναλλαγῆς, ὁ ἄνθρωπος ποὺ πουλιέται γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ τὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, τὰ τριάκοντα ἀργύρια ποὺ δείχνουν τὴν δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἐγώ, στὸν κακὸ ἑαυτό του, στὸ ψεύτικο! Ἡ σχέση τοῦ μαθητῆ μὲ τὸ διδάσκαλο, ὄχι σχέση διαφωνίας, ἀντίθεσης, ἄλλης ἄποψης, ἀλλὰ ἰσοπέδωσης καὶ καταστροφῆς!

Ἂν ὁ Ἰούδας ἔμενε στὸ μίσος γιὰ τὸ Χριστό, θὰ ἦταν μία στάση! Ὁ καθένας θὰ μποροῦσε νὰ τὴν καταλάβει ὡς προερχόμενη ἀπὸ μία ἄλλη ματιὰ τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν προσφορά, τὴ θυσία, τὴ μετάνοια! Ὁ Ἰούδας ζεῖ αὐτὸ τὸ κήρυγμα ὡς ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἀπληστίας καὶ τῆς φιλαργυρίας του, καθὼς ἐξασφάλιζε τὸ γλωσσόκομον, τὰ χρήματα ποὺ τοῦ χρειάζονταν γιὰ τὸν κορεσμὸ τοῦ πάθους του. Ὅμως, δὲν μένει ἐκεῖ. Τὸ μίσος τοῦ γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ἤξερε τὸ πάθος του δὲν περιορίστηκε στὸ αἴσθημα. Πούλησε καὶ τὸ τελευταῖο ἴχνος ἀξιοπρέπειας καὶ ἀντὶ νὰ φύγει ἀπὸ Ἐκεῖνον, μὲ Τὸν ὁποῖο δὲν συμφωνοῦσε, προτίμησε νὰ Τὸν καταστρέψει, νὰ Τὸν πουλήσει, νὰ Τὸν ἀνταλλάξει μὲ ἕνα ἀσήμαντο ποσό!

Κι ἔρχεται τὸ φίλημα! Ὁ ἀν-αίσθητος ἐκφράζεται μὲ τὸν πιὸ ὡραῖο τρόπο ἀπεικόνισης τοῦ αἰσθήματος! «Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει», ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὴ ἡ σιωπηλὴ πίκρα γιὰ τὸ κατάντημα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀγαπητούς Του εἶναι ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες στιγμὲς τοῦ Πάθους! Αὐτὴ ἡ πονεμένη φράση, ἡ ἀποδοχὴ τοῦ φιλήματος ὡς τελευταίας, ἔστω καὶ ψεύτικης, ἀπόδειξης ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ποὺ ἡ καρδιὰ τοῦ εἶναι κλειστὴ καὶ τυφλωμένη, δὲν παύει νὰ εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε! Αὐτὸ τὸ σιωπηλὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔκλεισε ὁριστικὰ τὴν πόρτα τῆς σωτηρίας γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν μεγαλύτερη ψευδαίσθηση εὐτυχίας!

Μοιάζουμε καμιὰ φορὰ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σήμερα μὲ τὸν Ἰούδα! Ἐνῷ μας ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴν πουλᾶμε γιὰ τὰ ἀργύρια τῆς καταξίωσης, τῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ νὰ σβήσει ἀπὸ μέσα μας ἡ φωνὴ τῆς συνείδησης γιὰ τὴν πορεία χωρὶς Θεό! Καὶ ἐνῷ ζοῦμε χωρὶς αἰσθήματα, θεωροῦμε πολλὲς φορὲς ὅτι ἀγαποῦμε ἢ ἐκφραζόμαστε μ᾿ ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα φιλιὰ τῆς ἡδονῆς, τῆς ὑποκρισίας, τοῦ δόλου!

Ὁ Ἰησοῦς μας ἀτενίζει σιωπηλά! Ἐκείνη ἡ ματιά του, καθὼς περικυκλωμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν τελική Του πορεία, δείχνει ὅτι ἀκόμη καὶ τὴν ὕστατη στιγμή, περιμένει ἀπὸ μᾶς κάτι. Ὄχι τὴν μεταμέλεια, ἀλλὰ τὴν μετάνοια! Ὄχι τὸ μίσος, ἀλλὰ τὴν προσφορά! Ὄχι τὴν ἡδονή, ἀλλὰ τὴν ἀγάπη! Ὄχι τὸ ψεύτικο φίλημα, ἀλλὰ τὸ δάκρυ τῆς πόρνης, τὸ μύρο τῆς ἔμπρακτης ἐπιστροφῆς, τὸ φιλὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του! Ὄχι στὸ πρόσωπο, μὲ τὴν θρασεία παρρησία τοῦ ψεύτη, ἀλλὰ στὰ πόδια, μὲ τὴν ταπείνωση αὐτοῦ ποὺ ἀγαπᾶ! Καὶ ἡ σιωπηλή Του πορεία πρὸς τὸ Γολγοθά, θὰ ἔχει τὴν παρηγοριά, ὅτι δὲν πέθανε ἡ ἐλπίδα γιά μας, ὅτι ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμὴ τὸ συμφέρον θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ στάλες ἀγάπης καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς Αὐτὸν ποὺ μᾶς σῴζει! Μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός Του, ὅπως κοινώνησε ἀκόμη κι αὐτὸς ποὺ κίβδηλα τὸν φίλησε! Μόνο ποὺ γιὰ μᾶς ἡ συμμετοχὴ στὸν κύκλο Του θὰ εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ὄχι γιὰ τὴν αὐτοκαταστροφή!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Παρασκευή - Ὁ Εὐσχήμων

«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελῶν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασι, ἐν μνήματι ἀπέθετο». Στὴν τραγῳδία τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, μία μορφὴ περνᾶ ξώφαλτσα ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμὴ τῆς ἐπικαιρότητας. Κυριαρχοῦν οἱ δυὸ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ὁ ἕνας σκληρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ὀρθώνεται τραγικὰ λίγη ἡ μορφὴ τοῦ Πιλάτου, ἑνὸς ἡγεμόνα ἀνίκανου νὰ ἀρθεῖ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ νὰ πάρει ἀποφάσεις δικαιοσύνης. Σὰν ἀστραπὴ περνᾶ ἡ εἰκόνα τοῦ Πέτρου ποὺ κλαίει πικρά, μὴ μπορώντας νὰ νικήσει οὔτε κὰν ἕνα ἀθῷο κορίτσι! Ἀκόμα κι ἡ εἰκόνα τοῦ Βαραββᾶ, ποὺ γλιτώνει τὴ ζωή του γιὰ χάρη ἑνὸς Ἀθῴου, θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ ἀχνὴ μπροστά μας. Στὸ Σταυρὸ κυριαρχεῖ ὁ λῃστής, ὁ Ἰωάννης, ἡ Παναγία, μορφὲς ποὺ πονοῦν! Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἕνα ἀτέλειωτο οὐρλιαχτὸ κοροϊδίας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ φανέρωναν στὸν κόσμο ὅτι καμιὰ ζωὴ δὲν ἔχει ἀξία, ὅταν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ δικά μας πιστεύω!

Κι ὅμως, ὑπάρχει μία μορφὴ ποὺ ἀνήκει στοὺς δευτεραγωνιστὲς τοῦ Πάθους, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐκφράζει πολλὰ περισσότερα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Εἶναι ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, βουλευτὴς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, κρυφὸς μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Τὸ ζήτησε, τὸ πῆρε, τὸ ἔθαψε! Μὲ μία ἁπλότητα στ᾿ ἀλήθεια συγκινητική, ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸν νεκρὸ Διδάσκαλο, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς στὸ προσκήνιο γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιὰ τοῦ νιώθει.

«Εὐσχήμων» χαρακτηρίζεται ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστή, ποὺ σημαίνει ξεχωριστός, διαλεχτός, ἀρχοντικός. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ δείξει μία τέτοια τόλμη, ὡστόσο τὰ θαύματα γίνονται ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸ περιμένει κανείς! Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἀγαπημένοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου κρύφτηκαν ἀπὸ φόβο μὴν ὁδηγηθοῦν στὰ ἴδια μονοπάτια μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὁ προσδεχόμενος τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ Ἰωσὴφ δὲν διστάζει νὰ προσφέρει τὶς τελευταῖες φροντίδες σ᾿ Αὐτὸν ποὺ πιστεύει, καταπλήσσοντας καὶ τὸν Πιλάτο καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ἴσως καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό!

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἴσως εἴμαστε στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὸν Ἰωσήφ, εὐσχήμονες. Ἡ κοινωνία ἔχει γιὰ μᾶς καλὴ γνώμη, δὲν προκαλοῦμε μὲ τὴ ζωή μας, εἴμαστε ὅπως ὅλοι, παρακολουθοῦμε τὰ τεκταινόμενα στὴ ζωὴ χωρὶς νὰ προκαλοῦμε, ἴσως στὴν προσωπική μας ζωὴ νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ Ἰωσήφ, αὐτὸ τὸ διαλεχτό, ἀλλὰ τὸ μοιραζόμαστε μόνο μὲ τοὺς δικούς μας ἢ τὸ στενό μας περιβάλλον! Ἴσως νὰ μᾶς συγκινεῖ καὶ ὁ τρόπος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νὰ προσπαθοῦμε ἀθόρυβα νὰ τὴ βιώσουμε στὴ ζωή μας, ἴσως καὶ πάλι κάτι νὰ περιμένουμε, νὰ ἀναζητοῦμε αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλεσμα τοῦ οὐρανοῦ!

Ἔρχεται ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ καλούμαστε νὰ δείξουμε τὴν τόλμη τοῦ Ἰωσήφ! Καὶ τότε, ὅπου καὶ νὰ βρισκόμαστε, στὸ ἐργασιακό, τὸ κοινωνικό, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, ὅπου κι ἂν ἀγωνίζεται ὁ καθένας μας, ξυπνᾶ μέσα μας αὐτὴ ἡ τόλμη, ξαναβρίσκουμε ἕνα νεανικὸ θάρρος ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὸ γνήσιο, τὴν πίστη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ βλέπουμε νὰ παθαίνει, νὰ πεθαίνει, νὰ θυσιάζεται γιά μας, καὶ ξυπνᾶ μέσα μας ὁ εὐσχήμων ποὺ κρύβουμε!

Καὶ τότε νιώθουμε νὰ μᾶς πλημμυρίζει ἡ ἀνάγκη τῆς μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ, μία μαρτυρία ποὺ δὲ δίνεται μὲ κραυγές, βία, φωνές, ἀλλὰ λειτουργεῖ σιωπηλά, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ δὲ γνωρίζει σύνορα, μὲ τὴν παρηγοριά, μὲ τὴν προσφορὰ χρημάτων ἀλλὰ καὶ ἑνὸς καλοῦ λόγου, μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ χαρίσματος ποὺ ἔχει ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ὅπλο μοναδικό, δῶρο Θεοῦ, γνήσια ἀνταπόκριση στὸν Σταυρωμένο Ἀγαπημένο, ποὺ βλέπουμε νὰ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο!

Δὲν λείπουνε οἱ εὐσχήμονες σήμερα, οὔτε θὰ λείψουνε ποτέ! Ἡ παρουσία τοῦ Ναζωραίου δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ λειτουργεῖ μυστικὰ καὶ ἁπλὰ στὶς ψυχὲς τῶν πολλῶν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται, μὲ ὅ,τι κι ἂν ἀσχολοῦνται! Ἄλλωστε, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Ἰησοῦ, ἡ βασιλεία ποὺ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες, χωρὶς ἐξαίρεση, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦν, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ προσπερνοῦν ἀδιάφοροι στὴ θυσία Του, αὐτοὺς ποὺ τὸ Πάσχα θὰ τοὺς βρεῖ στὰ ἔθιμα κι ὄχι στὴν Ἀνάσταση!


--------------------------------------------------------------------------------

Μέγα Σάββατον - Σαρκὶ Σαββατίσας

«Τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον, αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τῇ σαρκὶ σαββατίσας». Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση περιγράφεται στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ θανάτου στὸν καιρὸ τῆς ζωῆς, τὸ ξεκίνημα τῆς νέας ἡμέρας τῆς Δημιουργίας, ποὺ ἔφερε ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Καὶ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου μεγάλη γιὰ τὴ ζωή μας, ὄχι μόνο διότι διαπνέεται ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ τῆς Ἀνάστασης, ὅπως ὅλα μυστικὰ γύρω φωνάζουν, ἀλλὰ καὶ γιατὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα συντελεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν συντριβὴ τοῦ θανάτου!

Ἡ Δημιουργία τοῦ κόσμου συντελέστηκε μὲ τὸ δημιουργικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ ἕξι ἡμέρες καὶ μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς τοῦ κατεξοχὴν ἀγαπημένου ἀπὸ τὸ Θεὸ ὄντος. Ὁ Θεὸς τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύθηκε, βλέποντας ὅτι ὁ κόσμος ἦταν καλὸς λίαν. Ὁ Χριστός, στὸν ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο τοῦ Θεοῦ, δημιουργεῖ ξανὰ μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, τὸ κήρυγμά Του, τὴν ἀγάπη, τὴν προσφορά Του καὶ τελικὰ τὴ Θυσία Τοῦ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μία μεταμορφωμένη ζωή. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας θὰ σαββατίσει ὡς πρὸς τὴ σάρκα Του, θὰ ξεκουραστεῖ τὸ σῶμα Τοῦ παραδομένο στὸ θάνατο μὰ ὄχι στὴ φθορά! Ἡ ψυχή Του, θεανθρώπινη, θὰ κατέλθει στὸν Ἅδη καὶ θὰ κηρύξει τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κόσμου, ζώντων καὶ νεκρῶν, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν στροφὴ στὸ «καλὰ λίαν» τῆς Δημιουργίας. Καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση λίαν πρωὶ τῆς μίας Σαββάτων, ὁ Κύριος θὰ σηματοδοτήσει τὸ ξεκίνημα τῆς Νέας Δημιουργίας, τοῦ μεταμορφωμένου ἀπὸ τὴ φθορὰ κόσμου, τῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ παγγέλαστου Ἅδη!

Ἂν ἡ Ἐκκλησία κομίζει μήνυμα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, αὐτὸ τὸ μήνυμα ἔγκειται στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔσχατος ἐχθρός μας, ἡ ἁλυσίδα ποῦ συντρίβει τὴ ζωή μας, τὸ πλέον ἀκατανόητο γεγονός! Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ τὴ λογικὴ τοῦ στὸ ἐρώτημα «γιατί πεθαίνουμε;». Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὴ τὴν μοναδικὰ σίγουρη προοπτικὴ γιὰ ὅλους! Ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ συστήματα ποὺ προσπαθοῦν νὰ δώσουν τὴν δικαίωση στοὺς πιστούς τους, δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν πειστικὰ τὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου. Καὶ εἶναι θάνατος ὄχι μόνο τὸ βιολογικὸ τέρμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ κάθε τί ποὺ φθείρει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, τὸ κακό, ἡ ἀκόρεστη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν, τὸ ἄγχος, ἡ ἀρρώστια! Μὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα μας! Θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας. Θάνατος εἶναι ὅταν κανεὶς δὲν ἀγαπᾶ! Θάνατος εἶναι ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἰδιορρυθμία! Θάνατος εἶναι κάθε ἀπώλεια νοήματος καὶ δίψας γιὰ τὴ ζωή!

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σαββατίσας τῇ σαρκί, ἀλλὰ κηρύξας τὴν Ἀνάσταση καὶ «εἰς ὁ ἢν πάλιν ἐπανελθών, διὰ τῆς ἀναστάσεως, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Αὐτὸν προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας ὡς τὸν Θεάνθρωπο διδάσκαλο τοῦ τρόπου νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου! Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή. Γιατὶ ἡ ζωὴ ποὺ προτείνει αὐτὸς δὲν περιλαμβάνει τίποτα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ἡ πνευματικὴ πάλη, ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἄσκηση, εἶναι τὸ ξεπέρασμα τοῦ ἐγώ, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς κοινωνίας μ᾿ Αὐτόν! Βιώνονται ὅλα αὐτὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἴμαστε ὅλοι μέλη της καὶ τὴν ἀποτελοῦμε, μὲ σκοπό μας νὰ ζήσουμε τὴν Ἀνάσταση ψυχῇ τε καὶ σώματι!

Ἂν στὶς μέρες μας τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μετατραπεῖ σὲ κήρυγμα, ἠθικολογία, ἰδεολογία, γι᾿ αὐτὸ φταῖμε ὅλοι μας ὅσοι δὲν ζοῦμε τὴν Ἀνάσταση! Ὅμως, τὸ τελικὸ νόημα τῆς Μ. Ἑβδομάδος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό. Εἶναι ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Γολγοθὰ τοῦ Πάθους καὶ τῶν παθῶν στὴν Ἀνάσταση τῆς χαρᾶς καὶ τῆς νίκης ἐνάντια στὸ Θάνατο! Ἂς διαλέξουμε φέτος τὴν ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ἐλπίδα κι ἂς εἴμαστε σίγουροι ὅτι τὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ ὅλους, καὶ νὰ γευτοῦμε ὁλόψυχα αὐτὴ τὴ χαρὰ τῆς ἄλλης βιοτῆς! Ἄλλωστε, αὐτὴ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας μας!


--------------------------------------------------------------------------------

Κυριακὴ τῶν Βαΐων - Οἱ ζητωκραυγές

Εἰκόνα ἐντυπωσιακή. Καθαρὸ πρωινό. Στὴν μεγάλη πόλη ὅλοι ἔχουν βγεῖ νὰ ἀπολαύσουν τὴ λιακάδα τῆς ἄνοιξης. Ἄλλοι ἀμέριμνοι περπατοῦν, ἄλλοι συζητοῦν γιὰ τὰ τρέχοντα καὶ τὰ αἰώνια, μητέρες χαίρονται τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, παιδιὰ παίζουν εὐχαριστημένα. Τίποτε δὲν φαίνεται ἱκανὸ νὰ διαταράξει τὴν ἀμεριμνησία τοῦ κόσμου. Ὅμως, σὰν ἀπὸ κάπου μακριά, μὰ καὶ ταυτόχρονα τόσο κοντά, ἀρχίζει νὰ ἀκούγεται μία ὑπόκωφη βοή. Στὴν ἀρχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τί λέγεται, ὅμως ὅταν οἱ ἦχοι πλησιάζουν, μαζὶ καὶ οἱ πρῶτοι δρομεῖς, τότε τὰ λόγια ἀκούγονται πιὰ ξεκάθαρα.

Εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιὰς τοῦ κόσμου, ποὺ ἔρχεται στὴν πόλη του θριαμβευτής, καθισμένος ἐπὶ πώλου ὄνου. Τὸν συντροφεύουν οἱ ἐπιτελεῖς του, ἐκεῖνοι οἱ φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι., ὅλοι ὅσοι ἄκουσαν τὸ «μακάριοι» στὸ Ὅρος, ὅλοι ὅσοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν πορεία τῶν θαυμάτων, ὅλοι ὅσοι μαγεύτηκαν ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν λόγων Του, ὅλοι ὅσοι τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνει τὸ Λάζαρο. Ἦταν σίγουροι, ὅτι εἶχαν βρεῖ Αὐτὸν ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, Αὐτὸν ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε τὴν ἐλευθερία, Αὐτὸν ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ξαναφέρουν τὴ δύναμη τῆς Ζωῆς στὸν Κόσμο.

Καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλης, ποὺ ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ἀπολάμβαναν τὶς ἀκτίνες τῆς ἄνοιξης, δὲν ἔμεινε ἀσυγκίνητος μπροστὰ στοὺς ἤχους τοῦ «Ὡσαννά», μπροστὰ στὸ θέαμα ἕνας βασιλιὰς νὰ συντροφεύεται ὄχι ἀπὸ πάνοπλους ὑπηρέτες, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ μόνο τοὺς ὅπλο ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, ἀπὸ κόσμο ἀδικίας, ἐπιβολῆς τῶν συμφερόντων τῶν ἰσχυρῶν, ἐκμετάλλευσης, σὲ κόσμο ἀληθινῆς κοινωνίας, ἐλευθερίας ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος συμφιλιωμένοι, ξανὰ θὰ πορεύονταν μαζὶ μέχρις ἐσχάτων της γῆς!

Αὐθόρμητη ἡ ζητωκραυγή, αὐθόρμητο τὸ κόψιμο τῶν κλαδιῶν τῶν φοινίκων, ὄπλα πιὰ γίνονταν τὰ βάγια, ὄπλα εἰρήνης, ὄπλα καινούριας ζωῆς, ὄπλα πιὸ ἰσχυρὰ καὶ ἀπὸ τὴ δυνατότερη πολεμικὴ μηχανή, γιατὶ ἦταν ὄπλα τοῦ μέσα ἀνθρώπου, τὰ ὄπλα τῆς δίψας τῆς ἀνθρώπινης φύσης γιὰ τὴν ἀφθαρσία, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ νέο κόσμο, ὅλοι στρώνουν τὰ ἱμάτιά τους, μοιράζονται μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχουν, τοῦ προσφέρουν τὴν καρδιά τους!

Δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολὺ αὐτὸ τὸ ἀνοιξιάτικο ὄνειρο. Γρήγορα οἱ ζητωκραυγὲς θὰ γίνουν ἀρές. Γρήγορα οἱ ἄρχοντες τοῦ ἄλλου κόσμου, ἐκείνου ποὺ ἡ προπαγάνδα βαφτίζεται «ἀλήθεια», ἐκείνου ποὺ ἡ δύναμη τοῦ ἰσχυροῦ βαφτίζεται «δικαιοσύνη», ἐκείνου ποὺ ἡ τυραννία βαφτίζεται «φιλελευθερισμός», ἐκείνου ποὺ τὸ χρῆμα βαφτίζεται «ἀνθρώπινο δικαίωμα», ἐκείνου ποὺ τὰ ὄπλα τοῦ πολέμου βαφτίζονται «ἀνθρωπιστικὴ παρέμβαση», θὰ κρίνουν πὼς «συμφέρει ἕναν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἀπολέσαι». Καὶ θὰ τὸ πετύχουν, θὰ ἐπιβάλουν τὴ δική τους τάξη. Καὶ ὅπως θὰ πεῖ ὁ ποιητῆς «Ὅπου ἀκούω γιὰ τάξη, ἀνθρώπινο κρέας μου μυρίζει».

2000 χρόνια τώρα οἱ ἑκάστοτε ἐκφραστὲς τῆς παγκόσμιας τάξης πνίγουν τέτοια ἀνοιξιάτικα πρωινὰ στὴ δική τους δύναμη. Ὅμως, ὅπως τίποτα τελικὰ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει στὸν τάφο τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς, ἔτσι καὶ ἡ κάθε νέα τάξη πραγμάτων, πιστὸ ἀντίγραφο κάθε παλαιᾶς, θὰ βρίσκει τὴν ἀνατροπὴ τῆς σ᾿ ἐκείνη τὴν μυριόστομη ζητωκραυγὴ «Ὡσαννά». Γιατὶ ἡ ἀντίσταση καὶ ἡ ἐλπίδα εἶναι ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Ὅσων ἐπιμένουν νὰ ἀντιστέκονται. Κι εἶναι πολλοὶ αὐτοί! Καὶ θὰ κρατοῦν πάντοτε. Γιατὶ τὰ βάγια καὶ ἡ ἄνοιξη, ὅσο κι ἂν ἀργοῦν, πάντοτε θὰ ἔρχονται. Ἀρκεῖ ἡ κάθε τάξη, νὰ μὴν μπορέσει νὰ διαλύσει τὸ μέσα μας. Ἡ ἐπιλογὴ δική μας!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Δευτέρα - Ὁ Νυμφίος

Ὁ ἔρωτας εἶναι τὸ σῆμα κατατεθὲν τῆς ἐποχῆς μας. Ὅπου κι ἂν σταθεῖ κανείς, ὅπου κι ἂν βρεθεῖ, γι᾿ αὐτὸν θ᾿ ἀκούσει νὰ μιλᾶνε. Τραγούδια, ταινίες, θέατρο, λογοτεχνία, διαφημίσεις, μικροί, μεγάλοι, ζωγραφικὴ καὶ μαγειρική, τὸν ἔρωτα ὑμνοῦν, τὰ πάθη τοῦ ἔρωτα περιγράφουν, τὴν μυστηριώδη δύναμη ποὺ ἕλκει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάνει νὰ μὴν μποροῦν νὰ ζήσουν ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλο. Τόσο ποὺ νὰ ἀναρωτιέται κανείς, ἂν ὄντως ἡ ὕπαρξή μας δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ σταθεῖ, νὰ ζήσει. Γιατὶ ὁ ἔρωτας προβάλλεται ὡς ὁ μοναδικὸς τρόπος ζωῆς.

Ὁ ἄλλος εἶναι ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο στοιχεῖο ποὺ λείπει, τὸ συμπλήρωμα, τὸ μισό. Καὶ χωρὶς τὸ μισὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει ὁλόκληρος καὶ πληρωμένος βιωματικά. Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ μία διαρκῆ ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου, προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὸ κενὸ ποὺ αἰσθάνονται μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἡ δίψα γιὰ κοινωνία εἶναι τελικὰ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὑποδηλώνει τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἑτερότητα, μία ἑτερότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ, παρὰ μόνο σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου.

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὲς τὶς μέρες, πέρα ἀπὸ ὁ,τιδήποτε. Ὁ Νυμφίος Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀλλιώτικος Ἄλλος, ὁ ὁποῖος πλησιάζει ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, κτυπᾶ καὶ περιμένει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε. Περιμένει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ μπεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ τὴν πληρώσει καὶ νὰ μᾶς δώσει ἐκείνη τὴ γνησιότητα καρδιᾶς, αἰσθημάτων καὶ αἰωνιότητας, νὰ μᾶς δώσει τὸ ἔπαθλο τοῦ ἔρωτά του, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴ σωτηρία!

Μακάριος ὅποιος τοῦ ἀνοίξει. Γιατὶ θὰ μάθει ὅτι κοινωνεῖ τὴ ζωή. Καὶ ἡ ζωὴ δὲν κοινωνεῖται μὲ τὰ πάθη, ἀλλὰ μὲ τὸ πάθος, δηλαδὴ μὲ τὴ θυσία γιὰ τὸν ἄλλο. Κι εἶναι ἐκεῖνος ὁ πρῶτος Ἄλλος, ὁ ὁποῖος ὑπέστη τὸ πάθος γιὰ τὴν ξεχωριστὴ ὕπαρξη τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Καὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο. Ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ κοινωνήσεις γνήσια μὲ τὸν ἄλλο, δὲν μπορεῖ ὁ ἄλλος νὰ γίνει τὸ συμπλήρωμά σου, οὔτε ἐσὺ τὸ δικό του, ἂν δὲν ὑποστεῖς τὸ πάθος.

Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴ θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς κακίας. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ συμφέρον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ὑπερβαίνει τὸ συμφέρον. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν γαστριμαργία τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ νηστεία. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δουλεία στοὺς διαμορφωτὲς τοῦ νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλευθερία νοῦ καὶ ψυχῆς. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ λεκιασμένη συνείδηση, ἀλλὰ μὲ μετανοημένη πορεία.

Αὐτὸς ὁ Ἄλλος ἔρχεται ξανὰ καὶ ξανὰ στὴ ζωή μας. Δὲν εἶναι μόνο τὸ Πάσχα. Ξέρει ὅτι ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει καὶ πολλὰ περιθώρια ἀνοίγματος, ἀλλὰ ἐπιμένει. Ἐπιμένει μὲ τὴ φλόγα τοῦ ἐρωτευμένου, ὁ ὁποῖος ὑπερνικᾶ κάθε ἐμπόδιο προκειμένου νὰ φτάσει στὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ. Καὶ ἀφιερώνει «ὄττω ἔραται» τὸ πάθος Του καὶ περιμένει τὴ δική μας δίψα γιὰ γνήσια κοινωνία. Κι ὅπως ὁ ἐρωτευμένος ξεκινᾶ ἔστω ἀπὸ μία ἁπλὴ ματιὰ ἢ ἕνα χαμόγελο τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾶ, ἔτσι κι ὁ Νυμφίος θέλει ἕνα μικρὸ τόπο στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ τὴν κάνει νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ μία γεύση διαφορετική. Τὴ γεύση τῆς Βασιλείας Του.


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Τρίτη - Ὁ Χρήσιμος

Χαρίσματα ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄλλος πολλά, ἄλλος λίγα. Ὁ κόσμος σήμερα τὰ λέει προσόντα. Εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς αὐτὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργαστεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μία ἐπιτυχημένη οἰκογένεια, νὰ εἶναι εὐυπόληπτος πολίτης στὴν κοινωνία. Καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ χαρίσματα - προσόντα ἐνδεικτικὰ μόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνδεικτικὰ χαρακτήρα καὶ συναισθηματικοῦ κόσμου, ἐνδεικτικὰ νοημοσύνης, ἐνδεικτικὰ ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης.

Ἡ πραγματικότητα σήμερα συνηγορεῖ ὑπὲρ ἑνὸς χαρίσματος, αὐτοῦ τοῦ φαίνεσθαι. Ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ὄμορφος, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὁ ἄνθρωπος δημαγωγός, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται τίμιος, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι κάτι. «Ὅ,τι δηλώσεις, εἶσαι», ἔλεγαν κάποτε. Ἡ κοινωνία τοῦ ἔχειν ὅμως σήμερα ἔχει παραφράσει τὸ ἀξίωμα καὶ τὸ ἔχει κάνει «Εἶμαι ὅ,τι φαίνομαι». Δὲν ἔχει σημασία ἂν κανεὶς εἶναι καὶ πραγματικὰ ὅ,τι φαίνεται. Ἀρκεῖ νὰ φαίνεται.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα θριαμβεύει ὁ χρήσιμος ἄνθρωπος. Ἂν κανεὶς μπορεῖ νὰ προσφέρει ὑπηρεσίες στοὺς ἰσχυρούς της κοινωνίας, ἂν κανεὶς μπορεῖ νὰ ὑποκρίνεται τόσο θαυμάσια ὥστε νὰ μὴν ἀποκαλύπτει τὰ πραγματικά του χαρίσματα, ἂν κανεὶς δημιουργεῖ ἄλλη εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅ,τι εἶναι, ἀλλὰ κυρίως ἂν κανεὶς δὲν θίγει τὰ κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας, ἂν προβάλλει τὴν συντήρηση καὶ τὴν ὑποταγὴ ὡς ἀξίωμα ζωῆς καὶ πρότυπο στάσης, τότε εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ προχωρήσει στὴν κοινωνία.

Ὁ χρήσιμος εἶναι τὸ ἰδανικὸ τοῦ σήμερα. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία τὸ χρήσιμο Χριστὸ προτιμᾶμε. Αὐτὸν ποὺ μᾶς βολεύει. Αὐτὸν ποὺ μᾶς ὑπόσχεται χαρὰ καὶ εὐτυχία, ἔστω καὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτὸν ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἀποφασίζουμε μόνοι μας, ἀλλὰ ἀποφασίζει πρὶν ἀπὸ μᾶς γιὰ μᾶς. Αὐτὸν ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνδιαφερόμαστε μονάχα γιὰ ὅ,τι μᾶς συμφέρει.

Ἀπέναντι στὸν χρήσιμο ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, ἀποστεωμένο ἀπὸ ἀγάπη καὶ προσφορὰ καὶ ἐνταγμένο μέσα σ᾿ ἕνα ἀτέλειωτο παιχνίδι δημόσιων σχέσεων, ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει προσόντα, ἀλλὰ χαρίσματα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τάλαντα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὰ προσφέρει ἀπὸ ἀγάπη στοὺς ἄλλους. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄχρηστος γιὰ τὴν νοοτροπία τῶν πολλῶν, γιατὶ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνελευθερία, μὲ τὴν μιζέρια τοῦ καταναλωτισμοῦ, ποὺ δὲν μπαίνει στὸ παιχνίδι τοῦ συμβιβασμοῦ ἀξιῶν, ἰδεῶν, τρόπου ζωῆς. Αὐτὸς ποὺ ξέρει μὲ τί τὸν ἔχει προικίσει ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὰ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε τὰ θάβει στὸ χῶμα τῆς κακίας, τῶν παθῶν, τῆς μὲ κάθε μέσο ἐπιβίωσης, ἀλλὰ τὰ καρποφορεῖ μὲ ταπείνωση, μὲ ἐπίγνωση καὶ μὲ πνεῦμα διακονίας.

Στὸν χρήσιμο Χριστὸ τοῦ κόσμου, αὐτὸν ποὺ βολεύει γιατὶ δὲν ἔχει τὴ μάχαιρα τῆς ἀγάπης, τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας, αὐτὸν ποὺ δὲν θίγει τὰ συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν, ἡ Ἐκκλησία ἀντιπαραθέτει τὸν «ἄχρηστο» Χριστό. Αὐτὸν ποὺ γονιμοποιεῖ τὰ χαρίσματα τοῦ καθενός, χαρίζει τὴν ἐλευθερία καί, κυρίως, δὲν βολεύεται μὲ τὴν ἁμαρτία, τὴν κάθε λογής. Αὐτὸν ποὺ δὲν ζητᾶ τυπικότητα, συμβιβασμό, ὑπηρεσίες, ἀλλὰ γνησιότητα, ἀγάπη καὶ θυσία. Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, ὡς πράξη ἔσχατης ταπείνωσης καὶ προσφορᾶς ὅλων Του τῶν χαρισμάτων, Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται νὰ βάλει μάχαιρα καὶ ὄχι νὰ βολευτεῖ. Τὸν δικό της, ἀληθινὸ Χριστό!


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Τετάρτη - Ἡ ἁμαρτωλός

Παίρνει καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ μέρος στὸ θεῖο δράμα. Ἐκεῖ, στὸ περιθώριο τοῦ Πάθους, παίζει κι αὐτὴ τὸ ρόλο της, τὸν τόσο διδακτικὸ παρ᾿ ὅλη τὴν ἄφρονη ζωή της, τὸν τόσο τίμιο παρ᾿ ὅλη τήν, μέχρι τότε, ἀτιμωτικὴ διαγωγή της.

Ὁ Κύριος, λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ Πάθους, κάθεται προσκεκλημένος στὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου Σίμωνος. Δὲν εἶναι φάγος καὶ πότης. Μὰ ἐδῶ πρόκειται νὰ γίνη κάτι ποὺ «ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον... ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη» (Ματθ. 26, 13). Πρόκειται μία ψυχὴ ν᾿ ἀποδείξη μὲ τρόπο χειροπιαστὸ τὴ συντριβή της ποὺ συντρίβει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Μία ψυχὴ πού, γιὰ τὸν Χριστό, ἔχει ἀξία ἀνείπωτη, περισσότερη ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχουν ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαθά του Σίμωνος. Πρὸς χάριν τῆς ψυχῆς αὐτῆς ὁ Κύριος γίνεται συνδαιτημῶν στὸ δεῖπνο τοῦ Φαρισαίου.

Καὶ νὰ ὅτι μέσα στὴ λαμπρὴ ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιφάνεια, κρύβει βαθειὰ ὑποκρισία καὶ κακότητα, διασκελίζει τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μία γυναίκα. Δὲν εἶναι ἄγνωστη. Ὄχι. Εἶναι ἡ παραστρατημένη τῆς γειτονιᾶς... Γνωστὴ σὲ ὅλους πού, σὰν τὶς λευκὲς κι ἀμόλυντες περιστερές, περιτριγυρίζουν τώρα τὴν ἐνσάρκωση τῆς ἁγιότητας, τὸν Κύριο. Ἡ ὑποκριτικὴ ψυχή τους, τοὺς ἀναγκάζει νὰ τῆς ρίξουν βλέμματα περιφρονητικά. Καὶ ταυτόχρονα νὰ διερωτηθοῦν, σὰν τί ἄραγε νὰ ζητοῦσε στὸ σπίτι αὐτό, ἡ διεφθαρμένη...

Τὸ βάδισμά της εἶναι διστακτικό. Καμμιὰ προκλητικότητα στὶς βαρειές της κινήσεις. Τὰ μάτια της πού, ἄλλοτε, ἔπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, στὴν ἄγρα τῶν θυμάτων, τώρα κατεβασμένα, χαμηλωμένα, ταπεινά, βλέπουν τὴ γῆ μέσα ἀπὸ φακοὺς βρεγμένους. Τὰ μαλλιά της ποὺ χύνονται στοὺς ὤμους της, τούτη τὴ βραδιὰ φαίνεται πὼς κάποιον ἄλλο ρόλο ἑτοιμάζονται νὰ παίξουν. Τὸ φέρσιμό της, συσταλτικό, εἶναι τόσο δαφορετικό, τόσο ἐπιβλητικὸ ἀπόψε, λὲς κι ἀπότομα ἄλλαξε σκοποὺς ἡ γυναίκα, κι ἔχει κάτι τὸ βαρυσήμαντο νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει.

Καὶ νά! Μὲ βῆμα ἤρεμο, σιγαλὸ μὰ καὶ σταθερό, πλησιάζει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ τιμώμενος τῆς βραδιᾶς. Κι Ἐκεῖνος τὴν παρακολουθεῖ. Καὶ τὴν ἀφήνει.

Νοιώθοντας, μὲ τὸ ἀλάθητο αἰσθητήριό της, τὴ μεγαλοσύνη Του, πλησιάζει κοντά. Κι ἐνῷ τὰ μάτια στυλώνονται στὴ γῆ, τὰ γόνατα λυγίζουν καὶ τὰ δάκρυα χύνονται μ᾿ ἀναφιλητὰ καὶ στεναγμούς. Κι ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνα πλάσμα πεσμένο στὰ πόδια τοῦ Πλάστη καὶ Θεοῦ του, ζητᾶ τὴν ἐξιλέωση καὶ βρίσκει τὴ γαλήνη, ἡ ἀνθρώπινη κακία, ξεκινώντας ἀπὸ διαφορετικὲς σκοπιές, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Φαρισαίου, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, σπεύδει νὰ βυθιστεῖ στὴν ἄβυσσο τοῦ Θανάτου.

Ὁ Κύριος εὐσπλαχνίζεται. Δέχεται τὴ μετάνοια. Παραχωρεῖ τὴν ἄφεση. Γιατὶ ἂν ὁ Κύριος μισεῖ θανάσιμα τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποστρέφεται μὲ ὀργή, ὅμως ἀγαπᾶ στοργικά, πατρικά, ἀνέφελα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν συναναστρέφεται.

Γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν μία ἀποκάλυψη αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου. Γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπαν νὰ ἐγκαινιάζεται μία νέα τάξις πραγμάτων, τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἡ τυπικότης καὶ αὐστηρότητα τοῦ Νόμου εἶχεν ἐγκαθιδρύσει. Ἔπαιρναν σὰν προσωπική τους ἐμπειρία ὁ καθένας τὸ νόημα τῆς Χάριτος πού, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Νόμο, ἐρχόταν πλέον νὰ σφραγίση τὴ νέα Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ πράξη τῆς γυναίκας ἐκείνης ἔμεινε στὴν ἱστορία. Γιατὶ ὄχι μόνον ἦταν μία παραφωνία γιὰ τὴν ἐποχή της, ἀλλὰ ἀκόμα γιατὶ προδίκαζε τὴ στάση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας.

Δυὸ θαυμάσια διδάγματα ξεπηδοῦν ἀπ᾿ τὴν ἱστορία. Τὸ ἕνα ἀπὸ μέρους τοῦ πομποῦ -τῆς γυναίκας. Τὸ ἄλλο ἀπὸ μέρους τοῦ δέκτου -τοῦ Ἰησοῦ.

Ἡ γυναίκα στὴ μορφὴ τῆς κρύβει ὅλους μας. Ἂς μὴ παραξενευθεῖ κανεὶς ὅτι δῆθεν τὸν παρομοιάζουμε μὲ μία τέτοια βδελυρὴ προσωπικότητα. Γιατὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔμαθε νὰ κάνη διακρίσεις καὶ νὰ κατατάσσει σὲ ποιότητες τὶς ἁμαρτίες του, δὲν συμβαίνει βέβαια τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτίες μεγάλες κι ἁμαρτίες μικρές, βδελυρὲς ἢ ἐλαφρές, σοβαρὲς ἢ ἐπιπόλαιες. Ἀπέναντί Του ὅλοι μας βρισκόμαστε στὸν ἴδιο παρονομαστή. Ἀφοῦ ὁ «πταίσας ἐν ἐνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος». Ἔτσι τὴ συντριβὴ ποὺ ἡ γυναίκα ἐκείνη αἰσθάνθηκε, θὰ πρέπη ὅλοι μας νὰ αἰσθανθοῦμε στὸν ἴδιο, ἂν ὄχι σὲ μεγαλύτερο, βαθμό. Κι αὐτὸ ἀδιάφορο, ἄν, κατὰ τὴν ὑποκειμενική μας κρίσι, ἐμεῖς ἀπέχομε πολὺ ἀπ᾿ τὸ βάραθρο ὅπου ἐκείνη εἶχε καταπέσει.

Ἂς ἀφήσουμε τὶς ὑποκειμενικότητες καὶ τὶς συμβατικότητες τῆς ζωῆς. Κι ἂς διδαχθοῦμε τὸ μάθημα τῆς συντριβῆς μπρὸς στὸν ὕψιστο Θεό. Ἡ γυναίκα ποὺ τὴ βραδιὰ ἐκείνη «ἤπλωσε τὰς τρίχας» πρὸς τὸν Δεσπότη, καὶ μὲ τὸ μύρο ἄλειψε τοὺς παναχράντους Του πόδας, ἂς γίνη χειραγωγός μας -καὶ αὐτὴ ἡ παραστρατημένη- πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Μέγαν Εὐεργέτη. Κι ἂς κινήσει καὶ στὶς δικές μας ψυχές, τὶς εὐαίσθητες χορδὲς ποὺ ἡ συνείδησή μας φέρει, προκειμένου νὰ ὁδοποιήση τὴν πορεία τῆς ἐπιστροφῆς μας πρὸς τὸν Χριστό.

Καὶ κάτι ἄλλο. Στὴν ἀγαθὴ πρόκλησή της, ὁ Κύριος ἀπαντᾶ καταφατικά. Δέχεται τὴ μετάνοια, ἀκούει τοὺς στεναγμούς, ὑπολογίζει τὰ δάκρυα, αἰσθάνεται τὸ θρῆνο, δὲν ἀγνοεῖ τὴν συντριβή. Ἡ στάση Τοῦ ξαφνιάζει. Κανεὶς δὲν τὴν περιμένει. Γιατὶ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε μάθει μέχρι τότε πὼς σκέπτεται ὁ Θεός.

Τώρα γλυκοχαράζει στὸν ὁρίζοντα ἡ αὐγὴ τῆς Νέας Διαθήκης. Ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος μαζί με τὴν ἁμαρτωλό, ὅλοι ἐμεῖς οἱ κατάδικοι, οἱ ἐξόριστοί του Παραδείσου, οἱ αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν, προσμένουμε μὲ ἐλπίδα. Κι ἐκεῖ, πάνω ἀπ᾿ τὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ, ἀνατέλλει ὁ λαμπρὸς ἥλιος τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ διαλύσει τὴν παγωνιὰ καὶ θὰ θερμάνει τὶς ψυχρὲς καρδιές. Ὅπως ἀνεβαίνει στὸ στερέωμα σιγὰ-σιγά, στέλνει τὶς ἀκτίνες τοῦ πρὸς ὅλους. Ὅλοι πρέπει νὰ μάθουν τί ἀξίζει ἡ γλυκιά του θαλπωρή. Κι ὅλοι πρέπει νὰ τρέξουν ν᾿ ἀποθέσουν, στοῦ ἥλιου αὐτοῦ τὴ θέα, τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ τοὺς πιέζει.

Σήμερα, ἔπειτα ἀπὸ 20 αἰῶνες, ἡ πράξη τῆς ἁμαρτωλοῦ μᾶς συγκινεῖ. Καὶ μᾶς διδάσκει πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ κόσμος καὶ πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ Θεός. Κι εἶναι αὐτὸ τὸ πιὸ ἐλπιδοφόρο, τὸ πιὸ σημαντικὸ δίδαγμα γιὰ ὅλους μας.


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Πέμπτη - Ὁ Μυστικός

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία διαρκῆ λογοδιάρροια. Ὅπου καὶ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ κανεὶς λόγο ἀκούει, λόγο στὰ ΜΜΕ, λόγο στὴν πολιτική, λόγο στὸν ἀθλητισμό, λόγο στὴν τέχνη, λόγο καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ποιότητα τοῦ ἐκφερόμενου λόγου εἶναι συνήθως προβληματικὴ καὶ ἀμφίβολη, ἀναφέρεται στὴν καθημερινότητα καὶ τὸ τελικὸ βεληνεκὲς τοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν μιζέρια τοῦ σήμερα.

Τὸ δικαίωμα λόγου καὶ ἔκφρασης εἶναι αὐτονόητο στὴν δημοκρατικὴ καὶ πλουραλιστικὴ κοινωνία μας καὶ θεωρεῖται ἀναφαίρετο ἀνθρώπινο δικαίωμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει καὶ οὔτε θὰ ἦταν σωστό. Ἐδῶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει τὸ ἀπόφθεγμα πνευματικῆς ἀνεκτικότητας τοῦ Βολτέρου: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τίποτα ἀπὸ ὅσα λές, θὰ ὑπερασπίζω ὅμως, καὶ μὲ τὸ τίμημα τῆς ζωῆς μου ἀκόμη, τὸ δικαίωμά σου ἐλεύθερα νὰ λὲς ὅσα πρεσβεύεις».

Εἶναι αὐτονόητο πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ πὼς πρέπει νὰ ὑπάρχει περιορισμὸς στὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφέρει λόγο καὶ νὰ ἔχει σκέψη. Ἐνίοτε ὅμως ἡ Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ μία ἐκούσια παραχώρηση τοῦ δικαιώματος τοῦ λόγου, ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία συστήνει στὸν ἄνθρωπο τὴ σιωπὴ ὡς μέσο γνήσιας ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ νὰ πιαστεῖ ἀπὸ τὶς ἄκρες τῶν αἰσθημάτων του, τὰ ὁποῖα συνήθως ἡ ἄκρατη λογοδιάρροια καταπνίγει.

Ὁ Χριστὸς καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας δράσης Τοῦ κήρυττε, χρησιμοποιοῦσε τὸ λόγο ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὸ κρισιμότερο σημεῖο τῆς παρουσίας του στὸν κόσμο ὅμως ἀπέφυγε νὰ μιλήσει. Στὴ Γεθσημανὴ ἄφησε τοὺς μαθητὲς μόνους τους καὶ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ - Πατέρα Του. Στὴν ἀνάκριση τοῦ Πιλάτου ἦταν σιωπηλός, «οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν». Καὶ τὸ αὐτὸ στὸ Σταυρό, στοὺς ὀνειδισμοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ στὶς προτροπές τους νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν, ἡ σιωπὴ ἦταν ἡ ἀπάντησή Του.

Εἶναι μία προτροπὴ ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐπιδοκιμάζει καὶ ἐφαρμόζει στὴν νηπτικὴ ἄσκηση τῆς ἱστορίας της. Ὅταν μιλᾶ κανεὶς διαρκῶς, δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σταθεῖ καὶ ν᾿ ἀκούσει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ λόγος παίρνει συνήθως τὸ χαρακτήρα τῆς αὐτο-δικαίωσης, μίας διαρκοῦς ἀπολογίας ἀπόψεων, ἰδεῶν, κινήτρων πράξεων. Βέβαια ὁ λόγος εἶναι ἡ κατεξοχὴν λειτουργία τῆς ἐπικοινωνίας καὶ κοινωνίας, ὡστόσο ἡ κατάχρησή του ἀναιρεῖ αὐτὴ τὴ δυνατότητα, γιατὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸν Ἄλλο, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ συνάνθρωπος, εἴτε ἡ κοινωνία.

Χρειάζεται ἐκείνη ἡ μυστικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων, ποὺ βασίζεται στὴν λαλοῦσα σιωπή. Στὴν κακία τοῦ κόσμου, στὴν ὕβρη καὶ τὴν περιφρόνηση, στὸν ἀκατάσχετο ἀκτιβισμό, ἡ σιωπὴ τῆς προσευχῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ὑπομονῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ἀγάπης δίνει τὸ μυστικὸ ἐκεῖνο νόημα τοῦ Οὐρανοῦ. Ἰδίως στὶς μέρες μας, τὶς τόσο πολύβουες καὶ ἐλάχιστα νηπτικές.


--------------------------------------------------------------------------------

Μεγάλη Παρασκευὴ - Ὁ Ἱεροεξεταστής

Γιατί ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιατί τελικὰ σταυρώθηκε; Εἶναι Θεὸς ἢ δὲν εἶναι; Μήπως ἦταν ἁπλῶς ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, ποὺ δημιούργησε ἕνα ὡραῖο φιλοσοφικὸ καὶ ἰδεολογικὸ σύστημα, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔγιναν τελικὰ ὁ μεγαλύτερες ἀδικίες τοῦ κόσμου;

Αὐτὲς εἶναι ἀπόψεις ποὺ ἀκούγονται κατὰ καιροὺς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ στὴν πράξη, γιὰ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς κοινωνίας ὁ Χριστὸς βιώνεται ὡς μία εὐχάριστη παρένθεση στὴν καθημερινότητα, ὡς μία φολκλορικὴ ἐπιβίωση παλαιῶν ἐθίμου καὶ ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ φαινομενικὰ συγκινεῖ, στὴν οὐσία δὲν ἀγγίζει ὅμως τὶς ζωές μας. Βιώνουμε ἕναν ἀκίνδυνο Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὰ πράγματα, γιατὶ στὴν οὐσία δὲν ἔχουμε τὴν τόλμη καὶ τὸ θάρρος νὰ ἐπιχειρήσουμε μεγάλες ἀλλαγὲς στὴ ζωή μας.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στὸ βιβλίο τοῦ Ἀδελφοὶ Καραμαζόφ, βάζει στὸ στόμα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτούς, τοῦ Ἰβάν, μία θαυμάσια ἱστορία ποὺ τὴ ἐπιγράφει «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής». Ὁ Χριστὸς ξανακατεβαίνει στὴ γῆ, στὴ Σεβίλλη τῆς Ἱσπανίας, ὅταν ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση κυριαρχεῖ. Κάνει θαύματα πάλι, συγκλονίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή, ἕναν γέρο καρδινάλιο, ὁ ὁποῖος τὸν συλλαμβάνει, τὸν κλείνει σ᾿ ἕνα κελί, πιὸ σκοτεινὸ ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ Πιλάτου, καὶ τὸν ἀνακρίνει, κάνοντας ἀναφορὰ στὰ κομβικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ὁποῖα φοβοῦνται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει τὴν ἐλευθερία, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερική-πολιτικὴ ἐλευθερία, ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ἀποφασίζει κανεὶς καὶ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιλογῶν του. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς τοῦ λέει ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσει ψωμὶ στοὺς ἀνθρώπους (μία κατηγορία ποὺ διατυπώνεται συχνὰ καὶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησία, ὅτι δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, λὲς καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς παρουσίας της στὸν κόσμο), γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ὁμαδόν. Ὁ Χριστὸς ὅμως κάλεσε ἐλεύθερα τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν κι αὐτὸ προϋποθέτει μία ἀντίληψη γιὰ τὴν πίστη ποὺ εἶναι ζητούμενο στὴν ἐποχή μας.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει τὴν ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ σταυρώθηκε, ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς τοῦ λέει ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ στηρίζει τὴ διδασκαλία Του στὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριο, γιατὶ αὐτὰ ἐνδιαφέρουν τὸν ἄνθρωπο, ἡ μαγικὴ πλευρὰ τῆς πίστεως δηλαδή. Αὐτὴ τὴν μαγικὴ πίστη βιώνουμε ὅταν κοινωνοῦμε γιὰ τὸ καλό του χρόνου, ὅταν πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία μόνο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη, ὅταν σπεύδουμε ἐκεῖ ποὺ γίνονται θαύματα καὶ θεωροῦμε πὼς αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ εἴμαστε καλὰ πνευματικά.

Ἡ ἀγάπη ὅμως προϋποθέτει θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ πάψουμε νὰ προτάσσουμε τὸ ὑλικὸ συμφέρον, τὸ χρῆμα, τὸν καταναλωτισμό, τὴν ἀτομικότητα καὶ καλοπέραση καὶ νὰ δώσουμε τὴν καρδιά μας, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς λέει στὸ Χριστὸ ὅτι ἂν παραδινόταν στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου καὶ στὴ νοοτροπία αὐτῆς τῆς ζωῆς, κανεὶς δὲν θὰ ἐνοχλοῦνταν ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ ἀκόμα περισσότεροι θὰ ἀκολουθοῦσαν, ἔστω καὶ τυπικὰ τὰ βήματά Του, γιατὶ θὰ βολεύονταν στὴν πίστη ποὺ Αὐτὸς δίδαξε.

Αὐτὲς τὶς μέρες κυριαρχεῖ ἕνα ρεῦμα θρησκευτικότητας στὴν μισὴ ζωή μας. Στὴν ὑπόλοιπη συνεχίζουμε ἀμέριμνα νὰ τραγουδοῦμε τὸ σκοπὸ τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ. «Προσμένουμε νὰ γίνει κάποιο θαῦμα», ὅπως λέει ὁ ποιητῆς, χωρὶς νὰ θέλουμε τελικὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς εὐθύνης, τὴ γνησιότητα τῆς ἀγάπης καὶ τὴ θυσία τῆς πίστης. Στὴν ἄλλη πλευρά, ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς περιμένει ὁ νεκρωμένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας Χριστός. Θὰ τολμήσουμε τὸ μεγάλο βῆμα ἢ θὰ παραμείνει καὶ ἡ φετινὴ Ἀνάσταση μία ἀκόμη χαμένη εὐκαιρία; Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.


--------------------------------------------------------------------------------

Πάσχα: Ἀναζητώντας τὸ χαμένο νόημα

Ἔφτασε ξανὰ τὸ Πάσχα, ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων, ὅπως μας λέει ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Μέσα στὸν κατακλυσμὸ ὅμως μηνυμάτων, διαφημίσεων, προτιμήσεων, καταναλωτικῶν εἰδῶν, προκύπτει τὸ πρόβλημα τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῶν ἡμερῶν. Χάνουμε τὶς περισσότερες φορὲς τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἑορτῆς, τὸ ἀντικαθιστοῦμε μὲ ὑποκατάστατα, ποὺ εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ καταναλωτικὸς θρίαμβος, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα προσπερνοῦμε τὴν οὐσία καὶ μένουμε στὸ κέλυφος.

Τί δὲν εἶναι Πάσχα; Πάσχα δὲν εἶναι τὸ ἀρνί, δὲν εἶναι τὸ κόκκινο αὐγό, δὲν εἶναι τὸ τσουρέκι, δὲν εἶναι ἡ λαμπάδα, δὲν εἶναι τὰ καινούρια ροῦχα, δὲν εἶναι ἡ παρουσία μας στὴν Ἐκκλησία δέκα λεπτὰ πρὶν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἕνα λεπτὸ μετά. Πάσχα δὲν εἶναι ἡ λατρεία τοῦ φαγητοῦ, τὸ πανηγύρι, ὁ χορὸς καὶ τὸ ποτό. Πάσχα δὲν εἶναι οἱ σοῦβλες στὸ δρόμο, δὲν εἶναι ἡ ἀνταλλαγὴ εὐχῶν, δὲν εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό. Ἤ, τουλάχιστον, δὲν εἶναι μόνο αὐτά.

Πάσχα εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ ποὺ ἔρχεται μέσα μας, ὅταν μεταλαμβάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία. Τότε ἡ ψυχή μας, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μεταμορφώνεται, ἠρεμεῖ, νιώθει κάτι ἀπὸ τὴν συγγνώμη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀνατέλλει μέσα ἀπὸ τὸν Τάφο. Τότε, νιώθουμε πὼς μ᾿ ὅλο τὸν κόσμο εἴμαστε ἀδέλφια, γιατὶ μετέχουμε τοῦ κοινοῦ ποτηρίου τῆς Ζωῆς.

Πάσχα εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας, ἡ ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες ποὺ μᾶς δέρνουν. Δὲν ἀξίζει νὰ λέμε ὅτι ἦρθε τὸ Πάσχα κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο, τὸ γείτονα, τὸν ἑαυτό μας, ὅτι δὲν νιώθουμε πιὸ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κακίας καὶ τοῦ θανάτου. Πάσχα ἄλλωστε εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ της ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος: Θανάτω θάνατον πατήσας...

Πάσχα εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ ἑνότητα, ἑνότητα μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ τῶν κοινωνιῶν. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ διχόνοια κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι πιστεύουμε στὰ μηνύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε αὐτὴ τὴν ἰδιότητά μας καὶ νὰ συντρίβουμε λαούς, ὑπολήψεις, συνειδήσεις, συνανθρώπους, πλησίον, ἀδελφούς μας. Δὲν γίνεται νὰ κάνουμε Πάσχα μὲ κακία γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί, ὅ,τι κι ἂν μᾶς ἔχουν κάνει!

Πάσχα δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ νοηθεῖ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅλα ὅσα περιλαμβάνει τὸ φολκλορικὸ καὶ παραδοσιακὸ μέρος τῆς ἑορτῆς, ἀποκρυσταλλώνονται μὲ τὴ βίωση τῆς Πασχαλινῆς χαρᾶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἂν δὲν ἀκουστοῦν οἱ καμπάνες τ᾿ Οὐρανοῦ μέσα στὶς ψυχές μας, ἂν δὲν νιώσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως στὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ, μικροῦ ἢ μεγάλου δὲν ἔχει σημασία, τότε εἶναι σὰ νὰ γιορτάζουμε ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ σταύρωναν ἕναν Ἀθῷο καὶ δὲν ἔμπαιναν μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ Πιλάτου γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν!

Τὴν ὥρα τοῦ Πάσχα ἡ φύση βάζει τὴν πιὸ καλὴ καὶ πιὸ γλυκιά της ὥρα. Ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία γιορτὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας γιατὶ ἀποτυπώνει τὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς: ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς καὶ ζεῖ ἀναστημένος γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς. Μᾶς καλεῖ νὰ ξαναβροῦμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ Πάσχα, τὸ ὁποῖο φωλιάζει στὴ Λαμπριάτικη ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά. Γιατὶ ἐκεῖ βρίσκεται τὸ μόνο καὶ ἀληθινὸ νόημα, στὴν μεταμόρφωση τῆς καρδιᾶς μας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔστω καὶ γιὰ μία ἡμέρα, Χριστὸς Ἀνέστη!

* Τινὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐλήφθησαν ἐκ τοῦ Διαδικτυακοῦ τόπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος.

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ