Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Τῆς Παναγιᾶς τὸ κλάμα

Τραγουδιέται ἀπὸ μαυροφόρες γυναῖκες, στὴν Κάλυμνο,
στὴν ἀγρυπνία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
ἡ Παναγιὰ ἐκάθητο μόνη καὶ μοναχή της,
Τὴν προσευχή της ἔκανε γιὰ τὸν μονογενῆ της.
῾κούει βρονταίς, ῾κούει στραπαὶς καὶ ὀντηραὶς μεγάλαις·
ἅγια βώδια σφάζουσιν ἢ πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει νὰ δῇ τὴν πόρτα της νὰ δῇ τὴν γειτονιά της.
Θωρεῖ πάνω, θωρεῖ κάτω, θωρεῖ, ψυχὴ δὲν βλέπει·
θωρεῖ τὸν οὐρανὸν θαμβὸν καὶ τ᾿ ἄστρα βουρκωμένα
τὸ φεγγαράκι τἄγλαμπρον στὸ αἷμα βουτηγμένον.
Καὶ πάλι κι ἀνατήρησε θωρεῖ τὸν ἅϊ-Γιάννη,
θωρεῖ τον καὶ κατέβαινε κλιαμένον καὶ δαρμένον,
κι ἐκράτει μέσ᾿ τὴν χεῖρα του μανδήλι ματωμένον
κι ἐκράτει καὶ στὴν ἄλλη του μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του
κι ἐκράτει καὶ στὰ νύχια του κρέας τοῦ μάγουλού του.
Κι ἡ Παναγιὰ τὸν ἐρωτᾷ κι ἡ Παναγιὰ τοῦ λέγει:
-Ἅϊ μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστὰ τοῦ Γυιοῦ μου,
δὲν εἶδες τὸ παιδάκι μου καὶ τὸν μονογενῆ μου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, χείλη νὰ σοῦ μιλήσω
καὶ σιδερένια σωτικὰ νὰ σοῦ τὸ ῾μολογήσω.
Θωρεῖς τὸ κεῖνο τὸ βουνό, τὸ ὑψηλό, τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆ κορφή, τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουν οἱ ῾βριοὶ ἐξόγκωνον δεμένον
σὰν κλέπτη τὸν ἐπιάσανε, σὰν πόρνο τὸν κρατοῦσι
σὰν νὰ χωρίζῃ ἀντρόγυνο ἐκεῖ τὸν τυραννοῦσι.
Βγάζουν τὸν χρυσοσκούφιον καὶ βάζουν του ἀγκαθένιο.
Βγάζουν τὸ χρυσοζώναρον καὶ βάζουν του τὸν βάτον.
Βγάζουν τὰ χρυσοπάπουτσα καὶ βάζουν του τσαρούχια.
Ἡ Παναγιὰ σὰν ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε.
Σταμνιὰ νερὸ τὴν ῾πηρετοῦν τρία κανιὰ τὸν μόσχον
καὶ ἕξη τὸ ροδόσταμον ὥστε ποὺ νὰ συμφέρῃ.
Κι ἡ Παναγιὰ συνέφερε κι αὐτὸν τὸν λόγον εἶπεν:
-Ἂς ἔλθ᾿ ἡ Μάρθα, ἡ Μαρία καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Προδρόμου* ἡ ἀδελφὴ καὶ ἡ ἄλλη Ἁλισάβη,
καὶ πᾶμε νὰ τὸν πάρωμεν προτοῦ μας τὸν σταυρώσουν
καὶ πρὶν τοῦ βάλουν τὰ καρφιὰ καὶ μᾶς τὸν θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, τὸ πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι,
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μικρὸ βρυσάκι,
κι ἐδίψασεν ἡ Παναγιά ῾σκυψεν νὰ πιῇ λιγάκι·
῾κούει χαλκιὰ κι ἠχάλκευε χαλκιὰ μὲ τὰ παιδιά του,
χαλκιὰ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ μὲ τὴ φαμιλιά του
-μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε, ἤντανε αὐτὰ ποὺ κάνης,
-῾βριοί μου παραγγείλασι περόνια νὰ τοὺς κάμω.
Ἐκεῖνοι μοὖπαν τέσσερα καὶ ἐγὼ τοὺς κάνω πέντε
τὰ δυὸ στὰ δυό του γόνατα, τὰ δυὸ στὰ δυό του χέρια
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ φαρμακερὸ νὰ μπήξουν στὴν καρδιά του
νὰ τρέξη αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθῇ ἡ ψυχή του.
-Μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε ψωμὶ νὰ μὴν χορτάσης
οὐδὲ τὴν τραχηλίτσα σου ποτὲ νὰ μὴν ἀλλάξῃς:
μωρὴ μωρὲ ἀτσίγγανε δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
Γιὰ δεῖξε μου τὸν γιόκα μου καὶ τὸν μονογενῆ μου.
Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸ τὸ ὑψηλὸ τὸ μέγα
ποὔχει τὴν μαύρη γῆν κορφὴ τὸν οὐρανὸν παντέρα;
Ἐκεῖ τὸν ἔχουνε οἱ ῾βριοί ἐξόγκωνον δεμένον.
Ὧραις ἡ Παναγιά ῾κλαιεν, ὧραις καὶ μοιρολόγα
στρατί, στρατὶ τὸν πιάσανε, στρατὶ τὸ μονοπάτι·
τὸ μονοπάτ᾿ τοὺς ἔβγαλεν εἰς τοῦ ληστοῦ τὴν πόρταν
βρίσκει τὴν πόρτα σφαλιστὴ καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα,
τὰ ἔρημα παράθυρα σφιχτὰ μανταλωμένα,
κι ἔδεσε τὰ χεράκια της τὴν πόρτα παρεκάλει:
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ῾βριοῦ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου!
Κι ἡ πόρτα ἀπ᾿ τὸν φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω ἡ Παναγιὰ καθίζει στὸ κρεββάτι.
-Παρακαλῶ σε Μωϋσῆ, δεῖξε μου τὸν υἱόν μου.
-Θωρεῖς τον κεῖνον τὸν χλωμόν, κεῖνον τὸν κιτρινιάρην;
Ἐκεῖνος εἶν᾿ ὁ γιόκας σου καὶ ὁ μονογενής σου,
Ἡ Παναγιὰ σὰν τ᾿ ἄκουσε λιγοθυμιὰ τῆς ἦλθε:
-Φέρτε μαχαίρι νὰ σφαγῶ κρημνὸν γιὰ νὰ κρημνίσω
κι ἕνα ποτάμι θάλασσα γιὰ νὰ ψυχομαχήσω.
Χριστὸς ἀπολογήθηκεν ὁποῦ ῾ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σὰν πνιγῇς ἐσύ, πνίγονται κι ἄλλαις μάναις
ἄμε, μάνα στὸ σπίτι μας καὶ στὸ ἀρχοντικό μας
καὶ πίνε ἄδολο κρασὶ κι ἀφράτο παξιμάδι,
νὰ φᾶν᾿ μανάδες μὲ παιδιά, παιδιὰ δίχως μανάδες
καὶ τὰ καλὰ τ᾿ ἀντρόγυνα μὲ τοὺς καλούς των ἄνδρες,
μάνα τὸ μέγα Σάββατο ποὺ παίζουν οἱ καμπάναις
τότε καὶ σὺ μανούλα μου θὰ ῾δῇς χαραὶς μεγάλαις.

* Ἡ παράδοσις συγχέει ἐδῶ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην
τὸν Θεολόγον μὲ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν & Πρόδρομον.

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ