Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Φώτης Κόντογλου (1895-1965)

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].

Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».

Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].

Έγραψε κάποιος στην “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”: «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».

Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. «Όση διαφορά έχει ο Χριστιανισμός από την ειδωλολατρία, άλλη τόση διαφορά χωρίζει το Βυζάντιο από την αρχαία Ελλάδα. Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας. Ο Πραξιτέλης και ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικόν κανόνα. Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου , αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που και αυτός καμώθηκε ψεύτικα πώς την σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από το θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς. Η αγιότης, η όσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα. Στο Βυζάντιο ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβητε στον βυθό του εαυτού του, (έγνω εαυτόν), όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον θείο έρωτα, που του έλεγε (Υμείς ναός του πνεύματος εστέ). Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο και στη συντριβή της καρδίας, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας».

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ. « Ο Φ. Κ. είναι Κυρίως βυζαντινός αγιογράφος και έτσι πέρασε στην Ιστορία. Και η συμβολή του στην πνευματική προαγωγή των Ορθοδόξων, διά της Εικόνας, είναι ανυπολόγιστη ακόμα. Και μπορώ να ισχυρισθώ ότι όχι μονάχα επέδρασε διαμορφωτικά στην εικονιστική συνείδηση των Ορθοδόξων και συνετέλεσε στη δογματική και θεολογική θεώρηση της Εικόνας, αλλά η ακτινοβολία της αγιογραφίας του πέρασε τόσο στον ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον προτεσταντικά κόσμο και επηρέασε αρκετούς δυτικούς να ασπασθούν την Ορθοδοξία. Από την άποψη αυτή, ο Φ. Κ. θα μπορούσε να ονομασθή μεγάλος, να πάρη μια διακεκριμένη θέση μεταξύ εκείνων που άνοιξαν δρόμους ζωής, χαράς, λυτρώσεως, Ορθοδοξίας.

Ο Φ. Κ. αποκάλυψε και ξεσκέπασε την βυζαντινή αγιογραφία καλυμμένη από της λησμονιάς τη σκόνη και τη ζωντάνεψε από τη νεκρότητα των συνειδήσεων των τελευταίων αιώνων. Άπειρη ευγνωμοσύνη στον Φ. Κ. οφείλει και αυτό το Άγιον Όρος, που είχε χάσει από την αίσθησή του την εικονογραφική παράδοσή του και είχε αλωθεί από τις χαλκομανίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις Γενοβέφες - όπως έλεγε - που είχαν κυριαρχήσει στους αγιορείτες αγιογράφους μέσω των ρωσικών παραγγελιών.

Χάρις λοιπόν στον θαυμάσιο Φ. Κ. δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας αγιορείτης ·αγιογράφος, που να μην ακολουθεί βυζαντινή παράδοση, υστέρα από τις διδασκαλίες του με την μετάφραση του δοκιμίου του Λεωνίδα Ουσπένσκυ και αργότερα με το μνημειώδες έργο του «Έκφραση της Βυζαντινής Αγιογραφίας (με 1100 σελίδες, 500 σχέδια και 250 ολοσέλιδες πολύχρωμες και μονόχρωμες εικόνες σε μια υπέροχη έκδοση του εκδοτικού οίκου «Αστήρ»), με το οποίο διδάσκει την πάντιμη Τέχνη και την Τεχνική της αγιογραφίας».

ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, ή για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη. Ακόμα και τον καιρό του Φωκά φανερώνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμιοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η Χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. «Πνευματικόν άνθρωπο, λέγει ο κόσμος τον άνθρωπο που ξέρει γράμματα. Μα άληθινά πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη ψυχική ευαισθησία και καθαρότητα, που δεν την έχουνε οι άλλοι, και που τον κάνει να υποφέρει κρυφά για όλους και για όλα, σαν να ‘ναι εκείνος ο φταίχτης για τις αδυναμίες τους και τα στραβά που γίνονται στον κόσμο. Και αυτό δεν το κάνει σαν ένα χρέος, αλλά σαν να ‘ναι ανάγκη του, γιατί αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει».

Η ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ . Έγραφε και ζωγράφιζε ως την τελευταία στιγμή, όπου κατάλαβε πώς π ρέπει να ετοιμάζεται. Κάλεσε τότε τον άγιο γέροντα π. Φιλόθεο Ζερβάκο, και του εξομολογήθηκε - όπως μάς το διασώζει ο ίδιος ο π. Φιλόθεος: «Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα και δι’ αυτό σας εκάλεσα, να εξομολογηθώ, να μού κάνετε Ευχέλαιον, να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων, να λάβω όλα τα αναγκαία εφόδια διά το μακρυνόν ταξίδιον. Ελπίζω όχι εις τας αρετάς μου, διότι ουδέν αγαθόν εποίησα, αλλά εις το άπειρον έλεος του Θεού και την πολλήν ευσπλαγχνίαν του να με σώση…». «Οπλισμένος με όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι ανοίγει πανιά για την αιωνιότητα ο Φ. Κ. ο Κυδωνιεύς, λογοτέχνης και αγιογράφος, στις 13 Ιουλίου το 1965. Τις ίδιες στιγμές κατά την αγρυπνίαν των Αγίων Αποστόλων (παλαιό ημερολόγιον) στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Brooklyn της Νέας ‘Υόρκης, όπως διασώζει ο ηγούμενος, και κατά την Λιτήν, μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας μας ακτινοβόλησε. Η εικόνα αυτή της Οδηγήτριας ήταν οικογενειακή εικόνα του κυρ-Φώτη και είχε επιγραφή (Δέησις Φωτίου και Μαρίας)»

…Όποιος από το άρωμα των λουλουδιών του αναζήτησε και βρήκε τον μυστικό κήπο, τον Φώτη Κόντογλου, θα γευθεί τη χαρά της γαλήνης, της απλότητας και της ταπείνωσης. Οι πόνοι του θα ανακουφισθούν. Σαν αγράμματος θα διαβάσει τις βυζαντινές αγιογραφίες του. Θα γνωρίσει τους άσαρκους ασκητάδες της Συρίας και Μεσοποταμίας και θα μάθει απ’ αυτές τις αγνές ψυχές την αληθινή θεολογία, τη στάση του νου και της καρδιάς απέναντι στον Κύριο. Και θα πλημμυρίσει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν «τούτων και πάντων ένεκεν».

Για τη σύνδεση των κειμένων

Αριστείδου


1. Α. Καλόμοιρου: «Ο άνθρωπος του Θεού» στο Μνημονάριο του Φώτη Κόντογλου. Περιοδικό Ευθύνη. Τετράφια 23, 1985.

2. Φ. Κόντογλου: Σημειώσεις της νύχτας της 1/1/1950, Καθημερινή 1/1/84.

3. Φ. Κόντογλου: «Ο Μυστικός Κήπος», μετάφραση Λόγων ιερών Ισαάκ του Σύρου.

4. Α. Καλομοίρου: Ό.π.

5. Φ. Κόντογλου: Έργα Γ «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» σελ. 279, Εκδ. «Αστήρ».

6. Δ. Κόρσου: «Η Ορθόδοξη φωνή του Φώτη Κόντογλου», περ. «Ευθύνη».

7. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εξηγημένο το κατά δύναμιν, υπό Φ. Κόντογλου, σελ. 3, Εκδ. «Αστήρ», 1952.

www.xfd.gr

Η Πόλις εάλω…

Είναι αλήθεια πως τα ταξίδια στης θύμησης τα «γραφικά» μονοπάτια προκαλούν της σκέψης το ερέθισμα και συναρπάζουν του νου τη διάθεση. Συχνά όμως ανακυκλώνουν και μνήμες που έχουν αφήσει θλιβερά αποτυπώματα στο σώμα της ιστορικής μας παρουσίας και έχουν θρυμματίσει το κρυστάλλινο της εικόνας της. Πρόκειται για γεγονότα μπροστά στα οποία η σκέψη στέκεται με σεβασμό και η ανάμνησή τους προκαλεί το δικαιολογημένο αναστεναγμό.

Τούτο το μήνα ας αφήσουμε τη σκέψη μας να ταξιδέψει μέχρι του Βοσπόρου τα αγιονέρια. Εκεί θα συναντήσει τη Βασιλεύουσα ταλαιπωρημένη από την πολύκαιρη πολιορκία, μα και αγέρωχη. Έτοιμη να λυγίσει μπρος στη σφοδρότητα του τουρκικού σφυροκοπήματος. Απρόθυμη όμως να σκύψει ταπεινωμένη το κεφάλι και να υψώσει λευκή σημαία ως μία κίνηση παραίτησης από το ένδοξο παρελθόν της και έκπτωσης από το απαιτητικό παρόν της!

Βρισκόμαστε στο 1453. Εδώ και κάποιες μέρες ο χρόνος έχει σταματήσει να κυλά. Η ζωή έχει χάσει την ταχύτητα του ρυθμού της. Η κάθε στιγμή βιώνεται ως μία διαρκής αγωνία. Ως ένας ανέκφραστος φόβος για το χειρότερο. Κι εμείς ακολουθούμε με της σκέψης την ταξιδιάρικη διάθεση τον Αυτοκράτορα της Πόλης, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να βαδίζει με παράστημα στητό πίσω από τα τείχη της και να εμψυχώνει τους ακοίμητους φρουρούς της. Κοντεύει σούρουπο όταν νοιώθουμε την κούραση της μέρας να βαραίνει ανεπανόρθωτα τα βλέφαρά μας. Κι ενώ τα πόδια μας αρνούνται να υπακούσουν στου νου την προσταγή για συνέχιση της πορείας, ο δρόμος οδηγεί το βηματισμό μας έξω από την Αγιά-Σοφιά.

Μέσα στο μέγα τούτο μοναστήρι έχουν συγκεντρωθεί αυτές τις κρίσιμες ώρες οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Βυζαντίου. «Μέσα στων απεράντων θόλων τα σκοτάδια, που μάταια αγωνίζονταν να τα διαλύσουν τα κεριά με τις τρεμάμενες φλόγες, φωτίζονται τα γονατισμένα πλήθη, που μοιάζουν σαν ένα μόνο σώμα δεόμενο στην ίδια επικοινωνία. Είναι η ίδια η ψυχή του Βυζαντίου που υψώνεται προς το Θεό ζητώντας το θαύμα, ψάχνοντας την ελπίδα»1. Εκεί μπρος στην εικόνα του Παντοκράτορος η αβεβαιότητα συναντά την πίστη, η αδυναμία την προσευχή, η πραγματικότητα το θαύμα. Κι εκεί που η ανθρώπινη αντοχή ομολογεί το πεπερασμένο των ορίων της, η τελευταία ελπίδα αφήνεται στην πρόνοια του Θεού.

Σίγουρο είναι πως η Βασιλεύουσα βιώνει τις πιο έντονες στιγμές της· ζει το μεγαλύτερο δράμα της Ιστορίας της· ανεβαίνει τον ανηφορικό Γολγοθά των πεπρωμένων της. Κι όμως, είναι διάχυτη η αίσθηση πως ταυτόχρονα ιερουργείται το μυστήριο της σωτηρίας της· κυοφορείται η ελπίδα της αναστάσεώς της! Και τούτο διότι μπορεί το δάκρυ να αυλακώνει τα πρόσωπα των κατοίκων της και η αγωνία να αντανακλάται στα απορημένα βλέμματά τους, ωστόσο οι κτύποι της καρδιάς τους είναι θαυμαστά συντονισμένοι στη συχνότητα της προσευχής και τα μάτια τους σταθερά καρφωμένα στην Υπέρμαχο του Γένους Στρατηγό.

Τελικά η Βασιλίδα των πόλεων έπεσε! «Ἦν γάρ ὁ Μάιος φέρων 29» και αβάσταχτη η ταπείνωση της φυλής μας. Κι εμείς μένουμε κρυφά σε μια γωνιά, να παρακολουθούμε τη βαρβαρότητα του εχθρού να βεβηλώνει το ιερό της Ιστορίας της, να ξεσπά πάνω σε ανυποψίαστα παιδικά κορμιά, να τσαλακώνει εγωιστικά τη γυναικεία τιμή και αξιοπρέπεια.

Το ιστορικό γεγονός της Άλωσης δεν διαμόρφωσε τη μοίρα και την προοπτική του Ελληνισμού μόνο εκείνης της περιόδου. Αντίθετα μπορεί κανείς να διαπιστώσει μία ταυτότητα συμβολισμών, που αγγίζουν και την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Η «άλωση» αποτελεί στις μέρες μας ένα κίνδυνο, που δεν απειλεί την εδαφική μας αρτιότητα. Εκείνο που κινδυνεύει είναι αυτή η ίδια η υπόστασή μας!…

Καθημερινά βιώνουμε την αίσθηση πως ζούμε πλέον σ’ ένα χώρο παγκοσμιοποιημένο. Σε μία Ευρώπη η οποία επιδιώκει πάσῃ θυσίᾳ να δώσει σάρκα και οστά στο όραμα της ενότητάς της. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γεννιούνται νέες πραγματικότητες, οι οποίες δεν καταλήγουν μόνο στο να περιχαρακώνουν την ασφάλειά μας και να ζωντανεύουν, ακόμη περισσότερο, την προοπτική επιβίωσής μας. Συχνά αλώνουν, ηθελημένα ή αθέλητα, και το θησαυροφυλάκιο των ιστορικών αποσκευών μας. Κάποιες φορές μάλιστα αρνούνται να δεχθούν την ιδιαιτερότητα της παράδοσής μας και υποτιμούν ασυλλόγιστα τη μοναδικότητα της αξίας της.

Η διέξοδος δεν βρίσκεται στην παθητική και άχρωμη άμυνα. Η έξυπνη επιλογή δείχνει το δρόμο προς τη δημιουργική «επίθεση», το προσεγμένο άνοιγμα στο καινούργιο, την επιλεκτική ανταπόκριση στα ερεθίσματα της πρόκλησης. Μόνο έτσι θα κρατήσουμε αυτό που έχουμε. Μόνο έτσι θα αποκτήσουμε το καλύτερο που μας αξίζει!

Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλος

1. Αρχ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, Από την ατέλεια στην Αγιότητα, έκδ. Καστανιώτη 2004, σελ. 245.

www.xfd.gr

Η καταδικαστική απόφαση του Πιλάτου κατά του Ιησού Χριστού.

Σε χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος Υψηλάντης στο περισπούδαστο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι στην Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης του ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ κατά του Ιησού. Σύμφωνα με την απόφαση, ο Χριστός, ύστερα από επίμονη απαίτηση του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, καταδικάστηκε σε σταυρικό θάνατο. Στο κείμενο της απόφασης αναγράφονται στην αρχή στοιχεία που προσδιορίζουν τον χρόνο της έκδοσής της. Αναφέρεται έπειτα σε συγκεκριμένα ονόματα των κρατούντων τον καιρό εκείνο.
Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ. Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας. Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του! Ας δούμε όμως πώς είναι διατυπωμένα όλα αυτά στην απόφαση του Ποντίου Πιλάτου:
[...] εν μηνί Μαρτίω ΚΓ' εγώ Πόντιος Πιλάτος, ο ηγεμών διά της βασιλείας των Ρωμαίων ένδοθεν του Πραιτωρίου της ηγεμονίας κρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον Ιησούν τον λεγόμενον υπό του πλήθους Χριστόν Ναζωραίον και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώδη του νόμου του Μωσαϊκού, εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Τιβερίου καίσαρος. Καθορίζω και αποφασίζω διά τούτο, ότι ο θάνατος αυτού να είναι εις τον σταυρόν, όμως μετά των ήλων κατά το σύνηθες των υποδίκων, επεί συνηθροίσθη αυτός μετά πολυανθρώπων πλουσίων και πτωχών και ούτε έπαυσε συνέχειν θορύβους εν όλη τη Ιουδαία, ποιών εαυτόν Υιόν Θεού και βασιλέα του Ισραήλ, απειλών χαλασμόν της Ιερουσαλήμ και του Ιερού Ναού απαρνούμενος τον φόβον του καίσαρος, έχων έτι, τόλμην εισελθείν μετά βαΐων και θριάμβων μετά μέρους του πλήθους ώσπερ ρηξ εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, εις τον Ιερόν Ναόν όθεν ορίζομεν τον πρώτον τον ημέτερον εκατόνταρχον Κόιντον τον Κορνήλιον συνάγειν παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον, μαστιγούμενον, ενδεδυμένον πορφύραν, εστεφανωμένον μετά ακανθίνου στεφάνου, βαστάζοντα τον ίδιον σταυρόν επί του ώμου, ίνα η παράδειγμα τοις πάσι κακοποιοίς, μεθ' ου βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς, και εξελθείν διά της πύλης Γκαπαρόλα, νυν δε Αντωνιάδα, συνάξει δε αυτόν τον Χριστόν παρρησία εις το όρος των κακούργων ονόματι Καλβάριον1, όθεν εσταυρωμένον και θανατωμένον κατά το σώμα αυτού εν τω σταυρώ εις κοινόν θέαμα πάντων των κακούργων και άνωθεν του σταυρού τεθήτω τίτλος γεγραμμένος τρισί γλώσσεσιν, Ελληνική, Ρωμαϊκή και Εβραϊστί, Ελληνιστί μεν «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», Ρωμαϊστί, «Γιέζους Ναζωραίους Ρεξ Γιουδεόρουμ» και Εβραϊστί «Γιεσονά Νογρή Μέλεγ-Γελουντίμ», ορίζομεν δε ότι ουδείς οστιούν τάξεως, ποιότητος τολμήση απερισκέπτως να εμποδίση την τοιαύτην δίκην υπ' εμού ωρισμένην και διοικημένην και επιτελουμένην μετά πάσης σεμνότητος κατά τα ψηφίσματα και νόμους των Ρωμαίων ως Εβραίος εις ποινήν αυτομολίας τής των Ρωμαίων Βασιλείας... Ακολουθούν τα ονόματα των μαρτύρων και του νομικού «της παρούσης ποινής διά των εγκλημάτων. Νομικός Μπετάν».

Ο Πόντιος Πιλάτος

Από τα κορυφαία πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην καταδίκη του Χριστού είναι και ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας Πόντιος Πιλάτος. Εκείνος, με την υπογραφή του, επικύρωσε την απόφαση του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Το έπραξε μάλιστα αυτό μολονότι, όπως προκύπτει από τις διηγήσεις των ευαγγελιστών, είχε πεισθεί για την αθωότητά Του. Ο Πιλάτος, αποκαλούμενος «Πόντιος», πιθανόν λόγω του τόπου καταγωγής του, ήταν ο πέμπτος κατά σειράν επίτροπος μετά την καθαίρεση του προκατόχου του Αρχέλαου. Πληροφορίες σχετικές με αυτόν διέσωσαν, εκτός από την Κ. Διαθήκη, και οι ιστορικοί Ιώσηπος, Φίλων και Τάκιτος. Ο Ιώσηπος τον χαρακτηρίζει σκληρό ηγεμόνα, αλλά και αδιάφορο για την ηθική και το δίκαιο. Το όνομα του Πιλάτου συνδέεται άμεσα με τη δίκη του Χριστού στο Πραιτώριο και με την άδικη απόφασή του κατά του Χριστού που έχει καταγραφεί μάλιστα και στο Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω» των Χριστιανών, που λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου...».
Ο Χριστός οδηγήθηκε στον Πιλάτο μετά τη νυχτερινή παράνομη δίκη του από τον Καϊάφα διότι το Συνέδριο των Ιουδαίων δεν είχε δικαίωμα να τον καταδικάσει σε θάνατο χωρίς την έγκρισή του. Οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει βέβαια τέτοιο δικαίωμα, «ίνα θανατώσωσι χωρίς αδείας ηγεμόνος», με βάση τον δικό τους νόμο, γεγονός που συνέβη και με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, αλλά αυτό δεν ίσχυε σε «πολιτικά» και «εγκληματικά» κακουργήματα. Το κατηγορητήριο κατά του Χριστού, όπως ιστορεί και ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, ανήκε στα πολιτικά: αιτίαν δε του Ιησού επαράστησαν, ότι είπεν εαυτόν βασιλέα, μηδεμίαν άλλην αιτίαν ευρόντες, διά τούτο είπαν τω Πιλάτω «ημίν ουκ έξεστιν ουδένα αποκτείναι» (Ιω. ιη' 31).
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των Ευαγγελίων ο Πιλάτος παρουσιάζεται σαν να θέλει και να προσπαθεί να απαλλάξει τον Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Ομολογεί, μάλιστα, μετά την ανάκρισή Του ότι δεν βρίσκει τίποτε επιλήψιμο εναντίον Του. Η επιμονή όμως των κατηγόρων του Ιησού Χριστού είναι ασφυκτική. Απορρίπτουν κάθε προσπάθειά του Πιλάτου να Τον απαλλάξει ακόμη και κατά τα καθιερωμένα με το δικαίωμα δηλαδή που είχε ως ηγεμόνας να ελευθερώνει, λόγω της γιορτής του Πάσχα, έναν κατάδικο. Γι' αυτό, όταν τους ρωτάει αν προτιμούν ν' αφήσει ελεύθερο τον Χριστό ή τον Βαραββά, εκείνοι επιλέγουν τον Βαραββά. Έπειτα, στο ερώτημά του τι να κάνει με τον Χριστό, κραυγάζουν: «Σταυρωθήτω!». Τον απειλούν μάλιστα ότι, αν δεν καταδικάσει εκείνον που παριστάνει τον βασιλέα, σημαίνει πως δεν είναι φίλος του καίσαρα!...
Ο Ματθαίος διηγείται το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, Πρόκουλας ή Πρόκλης, η οποία το ερμήνευσε ως μήνυμα για την αθωότητα του Χριστού και γι' αυτό τρέχει στο Πραιτώριο να αποτρέψει τον σύζυγό της από οποιαδήποτε ένοχη πράξη εναντίον Του. Σύμφωνα, μάλιστα, με παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας η σύζυγος του Πιλάτου έγινε χριστιανή και η μνήμη της γιορτάζεται στις 27 Οκτωβρίου. Τελικά ο Πιλάτος παίρνει νερό και πλένει επιδεικτικά τα χέρια του μπροστά στον όχλο δηλώνοντας: «αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου». Συγχρόνως, όμως, υποκύπτει στις πιέσεις των εχθρών του Χριστού και Τον παραδίδει σ' αυτούς για να Τον σταυρώσουν

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ