Του Αρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου,
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ Ευβοίας
Από το περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ»
Ο μικρός Ιάκωβος ή¬ταν επτά χρονών και είχε μά¬θει απέξω την θεία Λειτουρ¬γία χωρίς να γνωρίζει γράμ¬ματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδό¬σεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. Την ί¬δια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θε¬ράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του.
Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λί¬γο, κοιμόταν ελάχιστα, προ¬σευχόταν συνεχώς και δού¬λευε σκληρά. Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής τα¬λαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας.
Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγ¬ματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκω¬βος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο δι¬οικητής του τον εκτιμούσε ι¬διαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Με¬τά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκατα¬στήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο πο¬θεί από τα παιδικά του χρό¬νια. Να γίνει μοναχός.
Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προ¬σέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ε¬τών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλ¬κίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του α¬σκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα ο¬ποία με τον καιρό πλήθαιναν. Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπε¬δα και πολλές φορές οι δαί¬μονες τον έδειραν βάναυσα. Ο ίδιος έβλεπε και συνομι¬λούσε συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του χάρισμα ήταν σπουδαίο. Τον Αύγου¬στο του 1963 με θαυμαστό τρόπο ταΐσε με δυόμισι οκά¬δες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κα¬τσαρόλα.!
Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγ¬χείριση Βουβωνοκήλης, σκω¬ληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύνα¬μη κρατούσε τον παππού..».
Από το 1990 και μετά ο γέ¬ροντας δεν είχε πλέον δυ¬νάμεις και οι κρίσεις στην υ¬γεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Ε¬πιστρέφοντας στην μονή έ¬παθε φλεγμονή η οποία εξε¬λίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμ¬βρίου 1991 πήγε στην ακο¬λουθία, έψαλε και κοινώνη¬σε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματι¬κή του κόρη, ενώ τον υποτα¬κτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χει¬ροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος. Μό¬λις ήλθαν οι πατέρες ο γέ¬ροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγ¬μός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα. Ο γέροντας είχε πά¬ρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή.
Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν γη την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέ¬φωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλι¬βερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέ¬κλυσαν το μοναστήρι, κληρι¬κοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο α¬σπασμό. Η αυλή της μονής ή¬ταν κατάμεστη. Η νεκρώσι¬μος ακολουθία εψάλη στο ύ¬παιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εί¬πε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν οι πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύ¬γασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα 10 χρόνια ακριβώς με¬τά από εκείνη την ημέρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέ¬ροντας Ιάκωβος με τα δεκά¬δες μετά θάνατον του θαύ¬ματα, έχει καταταγεί στην χο¬ρεία των Αγίων. Μένει να το αντιληφθούν και οι εκκλη¬σιαστικοί μας ταγοί και να του δώσουν και αυτοί την θέση που του αρμόζει και επί¬σημα στην ιεραρχία της Ορ¬θόδοξης Εκκλησίας.
Εμείς αιτούμεθα από τον γέροντα Όσιο Ιάκωβο να μας προστα¬τεύει και να πρεσβεύει υπέρ ημών στον Κύριο και Θεό μας.