Ὁ π. Ἱερόθεος Βλάχος εἶναι Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Εἰσήγηση στὸ διήμερο Συνέδριο ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος
γιὰ τὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση καὶ 90 ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
στὴν Αἴθουσα τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς στὴν Ἀθήνα.
--------------------------------------------------------------------------------
Ἀπὸ μικρὸς μεγάλωσα σὲ ἕνα σπίτι, ὅπου ὁ πατέρας μου διάβαζε φιλοκαλικὰ βιβλία. Στὸ ράφι τοῦ μεγάλου δωματίου κοντὰ στὸ εἰκονοστάσι εἶχε τὴν Κλίμακα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ τὴν διάβαζε καθημερινά, καὶ τὰ Κυριακοδρόμια τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, ποὺ διάβαζε κάθε Κυριακή. Ταυτόχρονα μᾶς μετέφερε ἱστορίες ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ βιβλία, μᾶς ἀνέφερε τὶς συμβουλὲς ποὺ τοῦ ἔδινε κάποιος κοσμοκαλόγηρος στὸν τύπο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ φίλος του ὁ Μᾶρκος, καθὼς ἐπίσης μᾶς ἐδιηγεῖτο καὶ ἱστορίες καὶ παραδόσεις ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ τὸν Ἅγιο νεομάρτυρα Γεώργιο.
Ἦταν, λοιπόν, φυσικὸ νὰ μελετοῦμε καὶ ἐμεῖς τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ νὰ συνδεόμαστε μὲ τὴν παράδοση ποὺ ἐξέφραζαν. Στὴν συνέχεια, πολὺ νωρὶς βρῆκα τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, γιατί, ἂς μοῦ ἐπιτρέψετε τὴν ἔκφραση, «κολλοῦσαν» σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ὑποδομὴ ποὺ εἶχα ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Διάβαζα γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν μελετῶ τακτικά. Δὲν διάβαζα ἄλλους λογοτέχνες καὶ συγγραφεῖς, γιατί, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν γιὰ μένα πολυτέλεια ἡ ἀγορὰ βιβλίων. Μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση οἱ λεκτικὲς εἰκόνες καὶ οἱ φράσεις τοῦ Παπαδιαμάντη ποὺ λειτουργοῦσαν σὰν εἰκονικὲς παραστάσεις, χωρὶς νὰ προκαλοῦν τὴν φαντασία, γιατὶ ἦταν εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ποὺ ἀναφέρονταν σὲ πρόσωπα τὰ ὁποῖα συναντοῦσα καὶ στὸ δικό μου περιβάλλον, στὸ σπίτι μου, στὴν γειτονιά μου, στὰ ἠπειρωτικὰ χωριὰ κ.λπ.
Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ συγχωρέσετε αὐτὴν τὴν προσωπικὴ εἰσαγωγή, ἀλλὰ δὲν εὕρισκα κάτι ἄλλο γιὰ πρόλογο, προσπαθώντας νὰ ἐκθέσω τὴν ἀγάπη μου πρὸς τὸν Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ τὴν παράδοση ποὺ βρῆκα τότε στὸ περιβάλλον ποὺ γεννήθηκα, ποὺ σήμερα ἄρχισε νὰ χάνεται. Νομίζω ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης διαβάζεται ἑλκυστικὰ σὲ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, ποὺ τὸ διαμόρφωσε ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀτόφιες καὶ παραστατικὲς μορφὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὸ παπαδιαμαντικὸ ἐκκλησίασμα τῶν κυριακάτικων συνάξεων. Ὅταν τὸν βγάλης ἀπὸ τὸ περιβάλλον αὐτό, τότε διαβάζεται περισσότερο ρομαντικά. Ἀγνοεῖ κανεὶς τὸ παρελθὸν ποὺ χάθηκε.
Στὴν συνέχεια θὰ ἀναφερθῶ σὲ μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ τὸν παρουσιάζουν ἐκφραστὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται καθαρὰ στὰ ἔργα του, ἡ θεολογία ἦταν ἐφαρμοσμένη καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος ἦταν βιωμένο στὰ πρόσωπα τῶν ἔργων του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιγραφή, ἐξέθετε τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, τὸ καρδιακό του βίωμα. Διαβάζοντας κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, αἰσθάνομαι ὅτι λειτουργοῦν ψυχοθεραπευτικά, γαληνεύουν τὴν ψυχή, ὑγραίνουν τὰ μάτια, ἐμπνέουν γιὰ ἕναν κόσμο κεκοσμημένο.
1. Ἀναγκαία διευκρίνιση
Κατ᾿ ἀρχὰς εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινισθῆ ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων, μὲ τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα καὶ τὰ συναξάρια. Γιατὶ τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα ἀποβλέπουν στὴν ἀδρανοποίηση τοῦ φανταστικοῦ τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ καθοδηγοῦν σὲ μία ἀφάνταστη καὶ ἀνίδεη προσευχή, στὸ ἀνίδεο καὶ ἀφάνταστο τοῦ νοῦ. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση ὅτι «νοῦς φανταζόμενος εἶναι ἀνίκανος διὰ τὴν θεολογίαν». Βεβαίως βρίσκει κανεὶς μέσα σὲ πατερικὰ κείμενα στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα παρουσιάζεται ἡ ὀμορφιὰ τῆς κτίσεως, ἰδίως ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὴν Καινὴ Κυριακή, τὸ Πάσχα, στὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος παρουσιάζει τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσεως κατὰ τὴν ἄνοιξη. Ὅμως τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα ἔχουν ἄλλη ἀποστολή.
Ἐπίσης, πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ δεόντως ὅτι οἱ Πατέρες γράφουν ἀνάλογα μὲ τὴν διακονία ποὺ ἔχουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἕνας ἀσκητής, ποὺ ἔχει τὴν ἐπίβλεψη καὶ τὴν ποιμαντικὴ διακονία νὰ προετοιμάζῃ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ὄρος Σινᾶ, κινεῖται σὲ ἄλλα ἐπίπεδα καὶ γράφει ἀνάλογα μὲ τὴν ποιμαντικὴ διακονία ποὺ ἐξασκεῖ. Ἕνας ἄλλος Πατήρ, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ καθοδηγεῖ ἕναν λαὸ ποὺ βρίσκεται σὲ μία κατάσταση πορείας ἀποφυγῆς ἀπὸ τὰ πάθη, χρησιμοποιεῖ ἕναν διαφορετικὸ λόγο, χωρὶς νὰ ἀφίσταται τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, δὲν ἦταν Πνευματικὸς πατέρας καὶ καθοδηγητής, οὔτε ἐξασκοῦσε ποιμαντικὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπρεπε νὰ καθαρίσουν τὸ παθητικὸ καὶ τὸ λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, οὔτε ἦταν δάσκαλος καὶ Ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως ἐκφραζόταν στὶς κοινότητες τῆς Σκιάθου, τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε θεραπευτικές. Στὰ κείμενά του, λοιπόν, περιέγραφε μία κοινωνία ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ τοὺς δερματίνους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας, μιὰ κοινωνία ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξασκοῦσε τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία, διακατεχόταν ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ζοῦσε μέσα στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν «ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν», κατὰ τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ. Πρόκειται γιὰ ἕνα κλίμα καὶ μία ἀτμόσφαιρα ποὺ καθαρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑπάρχουν στοιχεῖα νοερᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ προσευχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕναν βαθὺ πόνο. Καὶ προτιμῶ αὐτὴν τὴν κοινωνία ἀπὸ μερικὲς ἄλλες κοινωνίες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ πουριτανικὲς ἰδέες μὲ φαντασιώσεις ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη πιθανὸν νὰ μὴ ὠφελοῦν τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ κάτι ἄλλο. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ καθοδηγῇ μοναχοὺς μὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Ἄλλος ἦταν ὁ προορισμός του. Ζωντας μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐπιδιώκοντας «νὰ βγάλη τὸ ψωμί του», ἔγραψε τὶς ἀναμνήσεις του καὶ τὸν πόνο του, χωρὶς νὰ κάνῃ θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ μᾶλλον ἔγραφε ἐξομολογητικὰ καὶ ἀνθρώπινα, συγκρίνοντας ἐν πολλοῖς τὸν κόσμο τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐξορίας.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στὴν ζωή του μὲ πόνο, ποὺ θεραπεύει τὴν καρδιά, μὲ βαθυτάτη αὐτομεμψία καὶ μάλιστα εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὴν γράφη, ἔζησε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα δικαιοσύνης, μὲ ἔντονη ξενιτεία, ποὺ αὐξανόταν μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς του ἡλικίας μέσα σὲ μιὰ ἱερατικὴ οἰκογένεια καὶ μία λατρευτικὴ καὶ θεραπευτικὴ κοινότητα. Ὁ ἀείμνηστος Φιλόθεος Ζερβάκος θὰ γράψη γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη: «Ἐγύρισα ὅλας τὰς Μονᾶς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Παλαιστίνης, τοῦ Σινᾶ. Εὑρήκα καλογήρους, ἱερομονάχους, μοναχούς, ἀλλὰ πτωχοὺς καὶ ἀκτήμονας ὡσὰν τὸν Παπαδιαμάντην πάνυ ὀλίγους...». Ἂν συγκρίνῃ κανεὶς τὴν ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὴν πλειονότητα τῶν μοναχῶν τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μὲ συνεχεῖς ἐπαιτεῖες καὶ κατασκευάζουν πολυτελῆ Μοναστήρια, ὅπου διαβιώνουν μὲ κοσμικὴ ἄνεση, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔζησε, λοιπόν, μὲ πόνο, ἀλλὰ καὶ ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα νὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, πέθανε μὲ ἐξομολόγηση, μὲ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων, μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, ψάλλοντας μὲ πόνο τὸ δοξαστικὸ τῆς Παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, «τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον Κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτόν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν». Τὸ ὀρθόδοξο τέλος του ἦταν ἔνδειξη τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν σᾶς ἀποκρύπτω ὅτι νοσταλγῶ νὰ ἔχω τὸ ἴδιο τέλος ποὺ εἶχε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐλπίζω στὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ μοῦ τὸ χαρίση.
2. Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη
Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων μὲ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὰ μὲ τὴν μεγάλη φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας.
Ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἕνας θεὸς ἀπρόσιτος, σκληρός, ποὺ ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής του. Στὴν «Σούμα Θεολόγικα», ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, μετὰ τὰ ἐπιχειρήματα περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, φθάνει σὲ ἀναγκαστικὲς δεσμεύσεις: «Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν πρώτην τίνα ποιητικὴν αἰτίαν, ἣν πάντες ὀνομάζουσι Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Συνεπῶς πρέπει νὰ ὑπάρχη ὃν νοοῦν, ὑφ᾿ οὗ πάντα τὰ φυσικὰ ὄντα κυβερνῶνται καὶ κατευθύνονται πρὸς τὸν ἑαυτῶν σκοπόν· τὸ δ᾿ ὃν τοῦτο ὀνομάζομεν Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Δὲν δυνάμεθα νὰ διακριβώσωμεν πῶς ὁ Θεὸς εἶνε, ἀλλὰ μᾶλλον πῶς δὲν εἶνε».
Ὁ Θεὸς ἀκόμη τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας εἶναι θεὸς φεουδάρχης, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τρεῖς ἀρχές, ἤτοι ὅτι εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἡ ὑψίστη τιμὴ καὶ ὅτι εἶναι θεὸς τάξεως, ἀφοῦ ἔβαλε σὲ ὅλη τὴν κτίση τὴν τάξη. Ὁπότε κάθε ἁμαρτία εἶναι προσβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ παράβαση τῆς τάξεως ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλην τὴ δημιουργία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ τιμωρηθῆ, ἢ πρέπει νὰ ἐξιλεώσῃ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν τρωθεῖσα τιμή Του.
Ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυτικὴ θεολογικὴ προβληματική, εἶχε ὑπ᾿ ὄψη του ἕναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σὲ μία ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε μὲ κάποιον ἑλληνοαμερικανὸ Ἱερέα Παπαστεφάνου φαίνεται αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμός του. Γράφει κάπου:
«Ο θεός μου εἶναι ὅλο λάσπη, αἵματα, ἐπιθυμίες κι ὁράματα. Δὲν εἶναι ὁ ἁγνός, ἄσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δὲν εἶναι φῶς. Μὲ ἀγῶνα, μὲ κάματο μετουσιώνει τὴ νύχτα μέσα στὰ σωθικά του καὶ τὴν κάνει φῶς. Ἀνηφορίζει ἀγκομαχώντας τὸν ἀνήφορο τῆς ἀρετῆς. Φωνάζει βοήθεια. Δὲ μᾶς σῴζει. Ἐμεῖς τόνε σῴζομε. Salvatores Dei! Τί θὰ πεῖ τόνε σῴζομε; Σῴζομε μέσα ἀπ᾿ τὴν ἐφήμερη πήλινη ὕπαρξή μας τὴν πνοὴ τὴν αἰώνια, μετουσιώνουμε τὴ σάρκα, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὰ κάνομε πνέμα».
Καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιστολές του (25-4-54) γράφει:
«Τρία τὰ μεγάλα θεολογικὰ στάδια ποὺ πέρασα:
- Θεέ μου, ἐσὺ θὰ μὲ σώσης·
- Θεέ μου, ἐγὼ θὰ σὲ σώσω·
- Μαζὶ θὰ συνεργαστοῦμε μαζὶ θὰ σωθοῦμε, Θεέ μου».
Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ὁ Παπαδιαμάντης γνώρισε τὸν Θεὸ ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρας, ποὺ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης, ποὺ συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἀγαπᾷ, ποὺ ἀγαπᾷ πιὸ πολύ τους ἁμαρτωλοὺς ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους φτώχεια. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. Ὁ Θεός, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός, εἶναι ταπείνωση καὶ πραότητα ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς.
Γράφοντας ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ τῆς «Παπικῆς Ρώμης» σχολιάζει:
«Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι εἶναι δεινοὶ εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἠμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
Ἀκόμη σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, τὴν δασκάλα, ποὺ ζοῦσε χωρὶς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ διηγήματός του γράφει γι᾿ αὐτήν: «Ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν». Τὸν «μπάρμπα-Γιαννιὸ τὸν Ἔρωντα», ποὺ πέθανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Πολυλογοῦς ποὺ ἀγαποῦσε, καὶ σκεπάστηκε ἀπὸ τὸ χιόνι, τὸν ἀφήνει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῆ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου». Τὴν Φραγκογιαννοῦ, ποὺ καταδιωκόμενη ἀπὸ δυὸ ἄνδρες γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔκανε καὶ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀνεβῇ τὸν βράχο τοῦ ἁγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
3. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη
Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν καλβινιστικὸ πουριτανισμό, δὲν διακρίνεται ἀπὸ κάποια πουριτανικὴ ἠθική, ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐσέβεια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Προτεστάντες καὶ κυρίως οἱ Καλβινιστές, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάνουν λόγο γιὰ σεσωσμένους καὶ μή, ἀπὸ καθαρὰ ρατσιστικὰ κριτήρια καί, βέβαια, ἡ σωτηρία ἐκδηλώνεται καὶ ἐξωτερικά, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς σωτηρίας. Τὰ πέντε σημεῖα, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς Καλβινιστὰς στὴν συνάντηση τοῦ Dordt τῆς Ὁλλανδίας τὸ 1618, ἤτοι «ἡ τέλεια ἀδυναμία ἢ ἡ τέλεια διαφθορά», «ἡ ἐκλογὴ τῶν σεσωσμένων ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς ὅρους», «ἡ εἰδικὴ ἀπολύτρωση ἢ ἡ περιορισμένη ἐξιλέωση», ποὺ γίνεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, «ἡ ἀκατανίκητη χάρη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἐκλεγμένο ἀναπόφευκτα στὴν σωτηρία, «ἡ ἐμμονὴ τῶν ἁγίων», ἀφοῦ οἱ ἐκλεγμένοι εἶναι αἰώνια σεσωσμένοι καὶ δὲν ἔχουν δυνατότητα ἐπιλογῆς, δημιούργησαν ἕναν πουριτανικὸ χριστιανισμὸ ποὺ βασίζεται σὲ ρατσιστικὴ νοοτροπία. Οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ σεσωσμένους ἢ μή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐξωτερικὰ κριτήρια, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία στὸν κόσμο, τὴν κυριαρχία στὴν κοινωνία, καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ τὴν προτεστάντικη ἠθική, ποὺ χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἁγίους, σὲ ἠθικοὺς καὶ ἀνηθίκους, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, μὲ βάση ἐξωτερικὰ κριτήρια. Σὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἔπεσε καὶ ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του «Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται» χωρίζει τοὺς Κληρικοὺς στὶς δυὸ αὐτὲς κατηγορίες, ἀφοῦ ὁ παπα-Φώτης εἶναι ἅγιος, ἐνῷ ὁ παπα-Γρηγόρης εἶναι ὁ φαταούλας, ὁ ἐκμεταλλευτής, καὶ ὅσο ἐξυψώνει ὑπερβολικὰ τὸν πρῶτο, τόσο ταπεινώνει ὑπερβολικὰ τὸν δεύτερο. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ καὶ ἄλλα στοιχεῖα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιγράφει.
Ἀντίθετα, ὁ Παπαδιαμάντης διακρίνεται ἀπὸ μιὰ εὐαισθησία, ὅση ἔχουν οἱ ἐρημῖτες μοναχοί. Ποιὸς δὲν ἔχει πλησιάσει τέτοιους ἐρημῖτες καὶ δὲν ἔχει αἰσθανθῆ τὴν ἀρχοντική τους ἀγάπη, ποὺ σὲ θερμαίνουν μὲ τὴν θαλπωρή, μὲ τὸν ἱλαρὸ λόγο; Ἀλλὰ καὶ ὅταν χρησιμοποιοῦν «σκληρό» λόγο εἶναι θεραπευτικός, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ εὐαίσθητη καρδιά. Ὁ ἀσκητὴς εἶναι «ἀνίκανος» νὰ κάνῃ κακό.
Ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός του, τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, παρὰ τὴν μεγάλη ἀρχοντιά του. Στὸ τέλος τοῦ ἔργου του «ἁμαρτίας φαντάσματα» γράφει: «Τ᾿ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου». Προφανῶς πρόκειται γιὰ σημειώσεις τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν εἶναι δείχνει τὴν ἴδια νοοτροπία ποὺ τὸν διακατεῖχε. Συνεχίζει:
«Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. Ἠισθάνθην βαθείαν συντριβὴν τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾿ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.
Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῆς, Κύριε..."».
Δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλους βλέπει τὴν ὀντολογία τους. Κάθε ἄνθρωπος, παρὰ τὴν πτώση του, διασῴζει τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα του τὸ κατ᾿ εἰκόνα ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνας τῆς πτώσεως. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχῃ εὐαισθησία καρδιακὴ γιὰ νὰ βλέπῃ τὴν θετικὴ αὐτὴ δόξα μέσα στὴν κατὰ κόσμον ἀδοξία.
Στὴν «Ἐξοχικὴ λαμπρή» σκιαγραφεῖ ἀνάγλυφα τὸ πάθος τοῦ παπα-Κυριάκου, ποὺ ἀναδύθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ παπα-Θοδωρῆ, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ παπα-Κυριάκος μετανοεῖ καὶ λέγει:
«Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπε, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῆς.
Ἐπανέλαβε δέ:
Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν ... συγχωρήσῃ .... κ᾿ ἐκεῖνον κ᾿ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου.
Ἠισθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
-Ὢ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα.
Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθη εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήση.
Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό, εἶπε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω! Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... "Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!..." Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!».
Ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα ἦταν ἀστεφάνωτη, ἀλλὰ εἶχε φθάσει σὲ βίωση μεγάλης αὐτομεμψίας ἀφοῦ ἀκόμη «καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» καὶ ὅταν πήγαινε καθόταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Μόνον στὸν Ἑσπερινό της Ἀγάπης «κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὸ "Ἀναστάσεως ἡμέρα" μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες». Ἡ θρησκευτικὴ κοινότητα τὴν ἔχει ἀπορρίψει, ἀλλὰ αὐτὴ ὅμως δὲν τὴν ἀπέρριψε. Νοσταλγοῦσε τὴν συμμετοχή της σὲ λατρευτικὲς συνάξεις καὶ συμμετεῖχε νοερὰ καὶ ἐξ ἀποστάσεως, διακριτικά.
Περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Παπαδιαμάντης ὅλη τὴν αὐτομεμψία ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν ψυχή της.
«Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾿ ἔκλαιε μέσα της, κ᾿ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιάτα της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾿ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾿ ἀσπασθῆ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγη, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.
Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ πομπὴ μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, ...... τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτὴ ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν) εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον τῆς οἰκίας της, μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου ἐκράτει τὴν λαμπαδίτσαν της, μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κ᾿ ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμώσα ἐγγύτερον νὰ προσέλθη καὶ ἀσπασθῆ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας Του.
Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητον λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾿ ἔβλεπε κ᾿ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφον τρέχουσαι φροῦ-φροῦ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾿ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾿ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθη διὰ τί θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα».
Ἐν τούτοις αὐτὴ ἡ ἴδια μεγάλωνε τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε ὁ ἄντρας της μὲ τὶς «ἐρωμένες» του. «Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε». Καὶ ὅταν τὰ παιδιὰ τρία ἢ τέσσερα πέθαναν ἕως ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα πονοῦσε πολύ. «Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾿ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια δικά της». Καὶ ὅταν ὁ ἄνδρας της δὲν ἔλεγε νὰ τὴν στεφανωθῆ, «αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ», παρὰ τὴν κατακραυγὴ τῆς κοινωνίας.
Αὐτὸ τὸ ἴδιο περιστατικὸ τὸ βλέπουμε στὸν γάμο τοῦ Καραχμέτη.
4. Ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά.
Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».
Στὴν ἐποχή του ὁ Μακρακισμὸς ἀλλοίωνε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιὰ νὰ καυτηριάσῃ τὴν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δυὸ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στὸν κόσμο ὅτι εἶναι μὲν ἐλεύθεροι νὰ ἀκούσουν τὸν Μακράκη, ἀλλὰ νὰ ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει:
«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ... Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνω, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας, ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί... καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς.... Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται ποτὲ ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὖτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἶον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἶος κρημνός!».
Καὶ ὅταν οἱ Μακρακισταὶ ἀντέδρασαν, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικὸς στὰ ἐπιχειρήματά του, ποὺ δὲν εἶναι στοχαστικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά: «Τί μὲ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν εἶσθε αἱρετικοὶ ἢ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπὶ δεδικασμένου συζήτησις δὲν δύναται νὰ γίνῃ».
5. Τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη
Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στὰ σπίτια ποὺ ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νὰ πῇ:
«– Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε κύριε.
– Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ γλυκὰ τραγουδάκια».
Καὶ αὐτὰ τὰ τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του Μπούκη τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δυὸ ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα».
Ἡ μικρὴ Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε:
«Ἂ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα ... τραγούδια;
–Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.
–Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;
– Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσης...
– Ὤχ!
Ἔστεναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:
–Μοσχοβολᾶ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά».
Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ Παπαδιαμάντης ἔψαλε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγνὴ Ἀγγελικούλα. Γράφει στὸ κείμενό του:
«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν "Ἄμωμον ὁδόν" ἕως τὸν "Τελευταῖον ἀσπασμόν". Μόνος ὁ πάπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Αϊ-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
–Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
–Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ πάπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: "Τῶν τοῦ κόσμου ἠδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον" καὶ "ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας" καὶ "τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόπος ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σὲ Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας" καὶ "οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ"».
Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς· καὶ ἐκεῖ Κύριος"».
Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:
«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ».
6. Δυὸ Ἐπαχτίτες γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη
Πολλοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ἔργο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ εἶδαν αὐτὴν τὴν μεγαλωσύνη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφραζόταν μέσα στὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁπλότητά του. Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ δυὸ Ἐπαχτίτες - Ναυπάκτιους, ποὺ ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ ὁποῖος στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Ἀλ. Παπαδιαμάντης-ὁ ἄνθρωπος» περιγράφει χαρακτηριστικὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν λογοτέχνη. Περιγράφει τὴν φτώχεια του, τὴν τιμιότητά του, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ χρωστᾷ. «Μιὰ μόνη φορὰ καὶ τελευταία μείναν ἀπλήρωτοι ... Τὰ βερεσέδια τους οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τὰ σβύσανε κι᾿ εἴπανε κι ἕνα συχώριο». Αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ κάνῃ πρωτότυπο ἔργο, ἔκανε μεταφράσεις γιὰ νὰ ζήση. «Ποιὸς δὲν θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ δάκτυλα, ποὺ εἴχανε βγάλει κάλους χοντρούς, βαστώντας τὴν πέννα καὶ γράφοντας; Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιὸ πρωτότυπος ἤτανε γραμμένο του νὰ μεταφράζῃ, νὰ μεταφράζῃ...». «Οἱ γνῶμες του, στολισμένες μὲ παρέκβασες πότε στ᾿ ἀρχαῖα γράμματα, πότε στὰ ἐκκλησιαστικά, μὲ κομμάτια ἢ στίχους ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Ὀράτιο καὶ τὴν Παλαιὰ Γραφὴ καὶ τὸν Συναξαριστή». Ἦταν σοβαρὸς καὶ μετρημένος: «τὸν πείραζε τὸ ἄκαιρο ἢ τὸ ἀπότομο, καὶ καμμιὰ φορὰ τὸν ἔκανε ν᾿ ἀφίσει τὸ φαΐ, συμπάθειο νὰ ζητήσει καὶ νὰ φύγει βιαστικός». «Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζοῦσε ἀδιαφορώντας τέλεια, ἂν ἡ κοινωνία τῶν ἀσήμαντων ἢ μοχθηρῶν συγχρόνων του τὸν ἀγνοοῦσε ἢ τὸν παρεγνώριζε». Καὶ ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης κάνει μιὰ πολὺ ἐπιτυχημένη κρίση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ποὺ δείχνει ὅτι ὅλα γύρω του τὰ παρατηροῦσε καὶ τὰ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του. «Ὁ Παπαδιαμάντης δούλευε γιὰ καιρὸ μέσ᾿ στὸ πλατύτατο πνεῦμα του τὸν κόσμο ποὺ παρατηροῦσε, τὸν περνοῦσε ἀπὸ τῆς μνήμης καὶ τῆς κρίσης του τὸ θαυμαστὸ μηχανισμὸ κι ὕστερα τὸν ὑπαγόρευε, νὰ πῶ ἔτσι, στὸν ἑαυτό του».
Ὁ ἄλλος Ναυπάκτιος ποὺ συνάντησε τὸν Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Σταμάτης Σταματίου (Στὰμ Στάμ). Πῆγε ὁ Παπαδιαμάντης στὰ γραφεῖα τῆς Ἐφημερίδος «Ἀκρόπολις» γιὰ νὰ δώσῃ ἕνα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ὁ Στὰμ Στὰμ δὲν τὸν ἀνεγνώρισε καὶ μάλιστα σχημάτισε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν πάμπτωχος ποὺ πῆγε νὰ πάρη τὶς δέκα δραχμὲς γιὰ τὰ Χριστούγεννα, ὅπως ὅλοι οἱ πτωχοί. Ὁ Παπαδιαμάντης τὶς πῆρε, ἀλλὰ ἤθελε νὰ δώσῃ καὶ τὰ γραπτά του. Καὶ ἀκολουθεῖ ὁ ἑξῆς διάλογος:
«Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;
Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.
–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.
Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.
–Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;
–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.
–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!...
–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε. Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι.
Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.
–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων... καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;
–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
–Ο ἴδιος;
–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!
Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω».
Καὶ καταλήγει ὁ Στὰμ Στάμ:
«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!... Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!... Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι...
Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ...».
Αὐτὸς ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Ἔτσι ἔζησε καὶ ἐργάστηκε. Ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἕνα κερὶ ποὺ λυώνει, σὰν ἕνα λιβάνι ἁγιορείτικο ποὺ μοσχοβολᾷ τὸν κόσμο, σὰν τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ ποὺ καίγεται καὶ ἀφήνει μιὰ εὐωδιά. Εἶχε μιὰ γλύκα στὰ μάτια: «καὶ τὰ μάτια του ἔσταζαν μιὰ γλύκα». Ἔτσι καὶ ἔκλεισε τὴν ζωή του, ψάλλοντας «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου», προσευχόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸν πρόδρομο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοσχοβολημένη ἀπὸ ἁγιορείτικο λιβάνι ὕπαρξή του, μοσχοβόλησε τὰ γραπτά του. Πέρασε σὲ αὐτά, χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια, ὅλο τὸν κόσμο τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.
Καὶ σᾶς ὁμολογῶ ὅτι κάθε φορὰ ποὺ διαβάζω Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο θυμίαμα καὶ μυρίζω τὸ ἁγιορείτικο ἁγιοκέρι καὶ χύνω δάκρυα προσευχῆς καὶ ἱκεσίας γιὰ τὸν μπάρμπα-Ἀλέξανδρο ποὺ τώρα τραγουδάει «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» μαζὶ μὲ τὴν Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του τοῦ Νικόλα Μπούκη, ποὺ ἔγινε ἀγγελοῦδι τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τὰ τραγουδάει μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς νηφαλίου μέθης, αὐτὸς ὁ μεθύων ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο κρασὶ τῆς ἀγάπης τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.
-