Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ,ΟΠΩΣ Η ΑΥΓΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ! ( Θαλής)

ΣΤΑ ΦΑΡΑΣΑ της Καππαδοκίας ζούσε κάποιος νέος που είχε επηρεασθεί από τις άθεες αντιλήψεις του θείου του και δεν πίστευε στον Θεό. "Αρχισε και αυτός νά κάνει κακό με τις αθεϊστικές του θεωρίες. Κάποτε μάλιστα, ενώ περνούσε ό Πατήρ "Αρσένιος από το Μεσοχώρι και όλοι είχαν σηκωθεί με ευλάβεια νά πάρουν τήν ευχή του, εκείνος όχι μόνο δεν σηκώθηκε, αλλά ειρωνευόταν τους άλλους καί έλεγε ότι κάνουν σάν τις γριούλες πού τρέχουν πίσω από τους παπά¬δες κ.ά.
Ό Πατήρ Αρσένιος του έρριξε μια ματιά με πόνο καί πήγε νά κάνει προσευχή.Μετά άπό λίγο ό νέος αυτός άρχισε νά κυλιέται στο χώμα. Οι συγχωριανοί του στην αρχή δέν κατάλαβαν και νόμιζαν ότι κοροϊ¬δεύει αυτούς πού κάνουν μετάνοιες, καί του λένε: «Σήκω επάνω, τί είναι αυτές οι αταξίες πού κάνεις σάν μικρό παιδί καί λερώνεις τά ρούχα σου;». "Υστερα όμως κατάλαβαν ότι τον είχε εγκα¬ταλείψει ή θεία Χάρις γιά τήν αναιδή συμπεριφορά του καί δαιμονίστηκε. Πήγαν αμέσως στον Άγιο Αρσένιο καί το ανέφεραν, ό όποιος τους είπε:
- Νά μου φέρετε τά ρούχα του νά τά διαβάσω, γιά νά μη σας ξεσκίσει. Στο έξης, νά ξέρετε, θά είναι μισό-τρελλος, χωρίς όμως νά κάνη κακό καί αταξίες. "Αργότερα θά πάει στο χωράφι του νά οργώσει, καί θά κοιμηθεί εκεί με σκοπό να οργώσει περισσότερο. Τήν νύχτα εκείνη θά περάσουν Τσέτες καί θά τον σφάξουν καί μ ΄αυτόν τον τρόπο θά σωθεί ή ψυχή του. Πράγματι, μετά άπό λίγα χρόνια έγινε όπως ακριβώς το είπε ό Άγιος Αρσένιος

.Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ,κατά των διωγμό από τους Τούρκους, σαν τόν καλό τσομπάνη ακολουθούσε από κοντά το φυγαδευμένο του κοπάδι. Παρόλο πού ήταν και ανταλλαγή, οί Τούρκοι ήταν σάν τίς κακές σφήκες, όπως πάντοτε. Άπό τίς "Αχγιαβούδες ό Πατήρ γύρισε πάλι στα Φάρασα, εξήντα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο (τριάντα καί τριάντα),έστω και εάν ήταν τότε 83 χρονών,για να βγάλει καί το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τήν Αγία Τράπεζα του Ναού των Αγίων Βαραχησίου και Ιωνά, πού είχε λησμονήσει, χωρίς να πάρει κανέναν από τήν συνο¬δεία του, γιά νά μην τους κουράσει, καί επέστρεψε στο ποίμνιο του, πού τόν περίμενε με αγωνία. Στίς Άχγιαβούδες ή Τουρκική "Αρχή γιά τήν προστασία του έδωσε και έναν τζανταρμά (χωροφύλακα), γιά νά τόν προφυλάξει καί νά τόν παραδώσει στην Νίγδη ζωντανό. Ένώ λοιπόν βάδιζαν άπό το Ένεχιλ γιά το Ούλαγάτς, συνάντησαν έναν καβαλάρη Τούρκο πολύ αγριεμένο, ό όποιος λέγει στον χωροφύλακα:
- Τί τόν θέλεις αυτόν (εννοούσε τόν Πατέρα "Αρσέ¬νιο) καί δεν τόν ρίχνεις κάπου νά τελειώνεις;
Ένα άπό τά τρία παιδιά φοβήθηκε μήν κάνουν κακό στον Πατέρα καί του είπε νά πει στους Τούρκους πώς είναι επίσημο πρόσωπο καί νά προσέ¬ξουν. Ό Πατήρ του απάντησε: «Λέγονται τέτοια πράγματα; ""Αντε, προχωρείτε», καί συνέχισαν τόν δρόμο τους. Ό Τούρκος δεν πρόλαβε νά προχώρη¬ση ούτε είκοσι μέτρα καί έπεσε κάτω άπό το άλογο του. "Οταν το είδε αυτό ό τζανταρμάς, είπε στον Πατέρα "Αρσένιο: - Σέν σίν Άζίζ! (Έσύ είσαι "Αγιος). "Από εκείνη τήν στιγμή καί ύστερα φερόταν με μεγά¬λη ευγένεια ό χωροφύλακας. ( Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής Θεσσαλονίκη)
*** ***
Τό κοσμικό πνεύμα μπαίνει σιγά-σιγά
-Γέροντα, γιατί δεν καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει τό κοσμικό πνεύμα καί παρασυρόμαστε από αυτό;
-Γιατί τό κοσμικό πνεύμα μπαίνει σιγά-σιγά, όπως ό σκαντζόχοιρος μπήκε στη φωλιά του λαγού. Στην αρχή παρακάλεσε το λαγό νά βάλει λίγο τό κεφάλι του μέσα στη φωλιά του, γιά νά μή βρέχεται. Μετά έβαλε τό ένα πόδι, μετά τό άλλο, καί τελικά μπήκε ολόκληρος, καί μέ τά αγκάθια του έβγαλε τελείως έξω τό λαγό. Έτσι καί τό κοσμικό πνεύμα μας ξεγελάει μέ τις μικρές παραχωρήσεις καί σιγά-σιγά μας κυριεύει.
Ή δόξα καί ή... λόξα
-Σήμερα οί περισσότεροι ενδιαφέρονται πώς νά απο¬κτήσουν από παντού δόξα. Δόξα από 'δώ, δόξα από 'κει καί τελικά καταλήγουν σέ λόξα από δω, λόξα από 'κεί...
Μέ κάτι τέτοια μου έρχεται νά κάνω εμετό. Σέ τέτοια ατμόσφαιρα δέ μπορώ νά ζήσω, ούτε είκοσι τέσσερις ώρες.

Ή αλλαγή των ονομάτων
-Δυστυχώς πάνε σιγά-σιγά οί άνθρωποι νά μήν αφήσουν ούτε γιορτές, ούτε τίποτε. Βλέπεις, ακόμη καί τά ονόματα άλλαξαν, γιά νά μή θυμούνται τους αγίους τους. Το «Βασιλική» τό κάνουν «Βίκυ», τό «Ζωή», «Ζωζώ», και έτσι λέει δυό φορές... «Ζώο»! Έβαλαν τή γιορτή της μάνας, του Μάη, του Απρίλη... Σέ λίγο θά πουν: «Σήμερα είναι ή γιορτή της αγκινάρας, την άλλη του κυπαρισσιού, την άλλη αύτού πού βρήκε τήν ατομική βόμβα ή τό ποδόσφαιρο».
Ή κοσμική γνώση «καπνίζει» τό μυαλό
-Ένα παιδί μέ τή φυσική καθαρότητα του νου καί με τή λίγη γνώση πού έχει, θά σου πει σωστά πράγματα. Αντίθετα ένας με μεγάλη μόρφωση, με τό μυαλό του κα¬πνισμένο από τη δαιμονική επήρεια πού έχει λάβει, σου λέει τα πιό βλάσφημα πράγματα.
Τό κοσμικό πνεύμα είναι ό μεγαλύτερος εχθρός
-Μου λέει ό λογισμός ότι ό μεγαλύτερος εχθρός της ψυχής, ακόμη καί από τό διάβολο, είναι τό κοσμικό πνεύμα, γιατί μάς παρασύρει γλυκά καί μάς πικραίνει αιώνια.
Τά αεροπλάνα των λογισμών
-Οι λογισμοί είναι σάν τά αεροπλάνα που πετούν στον αέρα. "Αν δεν τους δώσεις σημασία, δεν υπάρχει πρόβλημα. Έμείς νά προσέξουμε νά μη δημιουργούμε μέσα μας αεροδρόμια και προσγειώνονται.
Ό κακός λογισμός καί ή μύγα.
-Νά μη' μένει πολύ χρόνο μέσα σας ό κακός λογισμός, γιατί κάνει ζημιά. Μοιάζει μέ τη μύγα πού κάθεται πάνω στό κρέας καί γεννάει αυγά. Σέ λίγο τό κρέας σκουληκιάζει. Έτσι καί ό κακός λογισμός, όταν μένει στό νου, κάνει μεγάλη ζημιά.
Καί ένας μόνο υπερήφανος λογισμός
-"Οπως μιά τρυπούλα στην κονσέρβα είναι σέ θέση να την βρωμίσει, γιατί παίρνει αέρα, έτσι καί ένας μόνο υπερήφανος
Τό δαιμόνιο ενός παιδιού
Ένας φίλος μου έλεγε το έξης για μία οικογένεια πού τό μεγαλύτερο από τά δυό κο¬ρίτσια της πού είχε, τό πείραζε τό δαιμόνιο καί τό έβαζε νά κάνει πολλές ζημιές μέσα στό σπί¬τι σπάζοντας διάφορα αντικείμενα καί έξω άπό τό σπίτι πετώντας πέτρες καί άλλα πράγματα.
Πήγε ό αδελφός μαζί μέ τόν πατήρ Ε. στό σπίτι τους, άλλα δέν μπόρεσαν ό νά φέρουν απο¬τέλεσμα.Έτσι, τό λέει ό αδελφός στο Γέροντα Πορφύριο καί του ζητάει πώς νά ένεργήσουνε γιά νά βοηθη¬θούν αυτοί οί άνθρωποι.
Τότε του λέει ό π.Πορφύριος:
«Ξέρεις, παιδί μου, τί δυνατό πού είναι αυτό τό δαιμόνιο πού έχει μέσα του αυτό τό παιδί; Μπορεί νά αναποδογυρίσει ένα φορτηγό μεγά¬λο φορτωμένο μέ πέτρες. Καί ξέρεις τί φταίει σ' αυτή τήν περίπτωση;»
Όχι, του λέει, ό αδελφός.
Φταίνε οί γονείς του γιατί δείξανε πολύ αγάπη στην μικρότερη της αδελφή καί αυτό ζήλευε. Καί σέ μιά αδύνατη στιγμή πού τή βρήκε ό σατανάς τή νίκησε καί κάνει τώρα αυτά τά πράγματα.
- Καί τώρα τί πρέπει νά κάνουμε Παππούλη; τόν ρώτησε καί πάλι ό αδελφός.
«Έ! τώρα χρειάζεται πολύ προσευχή καί νά της δείξουν πάρα πολύ αγάπη γιά νά γίνει καλά».
* * *
«ΟΤΑΝ πηγαίνεις νά κοινωνήσεις τά άχρα¬ντα μυστήρια πρόσεχε πολύ, έλεγε σε έναν πιστό. Πρέπει νά πηγαίνεις μέ πολύ προετοι¬μασία. Νά έχεις σύνεση, εγκράτεια, νηστεία καί πολύ αγάπη Χριστού. Νά μή καθυστερείς πε¬ρισσότερο άπό 15 μέρες».
Αυτό τό τελευταίο αφορούσε τή δική του περίπτωση καί φυσικά στον καθένα έλεγε αυτό πού του ταίριαζε.
* * *
«Πρόσεχε νά μή μεταλαμβάνεις άπό συνή¬θεια.
Νά είναι γιά σένα ή κάθε κοινωνία όπως τήν πρώτη φορά πού μετάλαβες καί σά νά είναι καί ή τελευταία σου, πρίν πεθάνεις».
(ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ εκδ.Σταμούλης Α.Ε)

* * *
ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΕΙ κανείς στον γλυκό Παράδεισο, πρέ¬πει νά φάει πολλά πικρά εδώ, νά έχει τό διαβατήριο των δοκιμασιών στο χέρι. Τί γίνεται στά νοσοκομεία! Τί δράματα! Τί πόνο έχει ό κόσμος! Πόσες μητέρες, οι καημένες, κάνουν επεμβάσεις, σκέφτονται τά παιδάκια τους και έχουν την αγωνία όλης της οικογένειας! Πό¬σοι οικογενειάρχες έχουν καρκίνο, κάνουν ακτινοβο¬λίες και τί βάσανο έχουν! Νά μην μπορούν νά δουλέ¬ψουν, νά πρέπει νά πληρώσουν νοίκια, νά έχουν ένα σωρό έξοδα! Έδω άλλοι έχουν την υγεία τους και πάλι δέν μπορούν νά τά βγάλουν πέρα, πόσο μάλλον νά μην έχει κανείς την υγεία του και νά ζορίζεται νά δουλέψει, γιά νά ανταποκριθεί λίγο στις υποχρεώσεις του! Πολύ με έχουν καταβάλει τά προβλήματα των ανθρώ¬πων. Πόσα ακούω κάθε μέρα! Συνέχεια βάσανα, δυ¬σκολίες!... Πίκρα όλη μέρα τό στόμα και τό βράδυ να πέφτω νηστικός λίγο νά ξεκουραστώ. Νιώθω πολλή σωματική κούραση, άλλα καί εσωτερική ξεκούραση.
- Γέροντα, πάντα ωφελεί ή αρρώστια;
- Ναί, πάντα πολύ ωφελεί. Οι αρρώστιες βοηθούν τους ανθρώπους νά «εξιλεωθούν» όταν δέν έχουν αρετές. Μεγάλο πράγμα ή υγεία, άλλα και το καλό πού προ¬σφέρει ή αρρώστια, ή υγεία δέν μπορεί νά το δώσει! Πνευματικό καλό! Είναι πολύ μεγάλη ευεργεσία, πολύ μεγάλη! Καθαρίζει τον άνθρωπο από τήν αμαρτία, καί μερικές φορές του εξασφαλίζει και μισθό. Ή ψυχή του ανθρώπου είναι σαν το χρυσάφι καί ή αρρώστια είναι σάν τήν φωτιά πού τήν καθαρίζει. Βλέπεις, καί ο Χρι¬στός είπε στον "Απόστολο Παύλο: «Ή δύναμίς μου εν άσθενεία τελειούται» . "Οσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί μέ κάποια αρρώστια ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εξα¬γνίζεται καί αγιάζεται, αρκεί νά κάνει υπομονή καί νά τήν δέχεται μέ χαρά.
Μερικές αρρώστιες θέλουν μόνο λίγη υπομονή, καί τις επιτρέπει ό θεός, για νά πάρει ό άνθρωπος λίγο μι¬σθό καί νά του αφαιρέσει ό θεός μερικά κουσούρια. Γιατί ή σωματική αρρώστια βοηθάει στην θεραπεία της πνευματικής αρρώστιας. Τήν εξουδετερώνει μέ την τα¬πείνωση πού φέρνει. Ό θεός όλα τά αξιοποιεί για το καλό! "Ο,τι επιτρέπει είναι γιά το πνευματικό μας συμ¬φέρον. Ξέρει τί χρειάζεται ό καθένας μας καί μας δί¬νει κάποια αρρώστια, είτε γιά νά ανταμειφθούμε, είτε γιά νά εξοφλήσουμε αμαρτίες.

Ό ουράνιος μισθός από την αρρώστια
- Τί κάνει ή μητέρα σου;
-Δέν είναι καλά, Γέροντα. Ανεβάζει κατά διαστήμα¬τα -ψηλό πυρετό καί τότε χάνεται. Το δέρμα της γεμίζει πληγές καί τις νύχτες πονάει.
-Ξέρεις; Αυτοί είναι μάρτυρες• αν δέν είναι ολόκλη¬ροι μάρτυρες, είναι μισοί.
- Καί όλη ή ζωή της, Γέροντα, ήταν μια ταλαιπωρία.
- Επομένως ό μισθός της θα είναι διπλός. Πόσα έχει νά λάβει! Τον Παράδεισο τον έχει εξασφαλισμένο. "Οταν ό Χριστός βλέπει ότι κάποιος αντέχει μιά βαριά αρρώ¬στια, του τήν δίνει, ώστε μέ τήν λίγη ταλαιπωρία στην επίγεια ζωή νά ανταμειφθεί πολύ στην ουράνια, τήν αιώνια, ζωή. Υποφέρει εδώ, άλλα θά ανταμειφθεί εκεί, στην άλλη ζωή, γιατί υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει καί ανταμοιβή.
Σήμερα μου είπε μιά νεφροπαθής πού χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση: «Παππούλη, σταυρώστε, σας πα¬ρακαλώ, το χέρι μου. Οι φλέβες είναι όλο πληγές καί δέν μπορώ νά κάνω αιμοκάθαρση». «Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θά είναι διαμάντια μεγαλύτε¬ρης αξίας από τά διαμάντια αυτού του κόσμου. Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;». «Δώδεκα», μου λέει. «Δη¬λαδή δικαιούσαι ένα "εφάπαξ" καί μία σύνταξη μειω¬μένη», της είπα. Μετά μου δείχνει μιά πληγή στο άλλο χέρι καί μου λέει: «Παππούλη, αυτή ή πληγή δέν κλεί¬νει• φαίνεται το κόκκαλο». «Ναί, άλλα άπό εκεί μέσα φαίνεται ό Ουρανός, της λέω. "Άντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ό Χριστός νά σου αυξάνει τήν αγάπη Του, γιά νά ξεχνιέται ό πόνος σου. Φυσικά υπάρχει καί ή άλλη ευχή, νά εξαλειφθούν οι πόνοι, άλλα τότε εξαλείφεται καί ό πολύς μισθός. Επομένως, ή προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε ή καημένη.



"Οταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε ή ψυχή αγιάζεται. Με τήν αρρώστια πονάει το σώμα μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας, αλλά έτσι θά αγάλλεται αιώνια ό νοικοκύρης του, ή ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι πού μας ετοιμάζει ό Χριστός. Με αυτήν τήν πνευμα¬τική λογική, πού είναι παράλογη γιά τους κοσμικούς, χαίρομαι καί εγώ και καμαρώνω γιά τις σωματικές βλά¬βες πού έχω.
Ό άνθρωπος, όταν είναι τελείως καλά στην υγεία του, δέν είναι καλά. Καλύτερα νά έχει κάτι. Έγώ, όσο ωφελήθηκα από τήν αρρώστια, δέν ωφελήθηκα άπό όλη τήν άσκηση πού είχα κάνει μέχρι τότε. Γι’ αυτό λέω, αν δέν έχει κανείς υποχρεώσεις, νά προτιμά αρρώστιες παρά υγεία. Από τήν υγεία του είναι χρεώστης, ενώ άπό τήν αρρώστια, όταν τήν άντιμετωπίζει μέ υπομο¬νή, έχει νά λάβει ωφέλεια. "Οταν ήμουν στο Μοναστήρι, είχε έρθει μιά φορά ένας άγιος Επίσκοπος, πολύ γέρος, ονόμα¬τι Ιερόθεος, πού ασκήτευε στην Σκήτη της Αγίας "Αννης. Τήν ώρα πού έφευγε, όπως πήγε νά ανεβεί στο ζώο, τρα¬βήχτηκε το παντελόνι του καί φάνηκαν τά πρησμένα
του πόδια. Οι Πατέρες πού πήγαν νά τον βοηθήσουν τα είδαν και τρόμαξαν.
Εκείνος το κατάλαβε και τους είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός.Τον παρακαλώ να μην μου τα πάρει.(ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ –π.Παϊσίου Ι..Μ.Σουρωτής)
*
Πρέπει νά απλοποιήσουμε τή ζωή μας. Ή πο¬λυτέλεια κουράζει. Είναι μερικοί πού συνέχεια θέλουν νά αλλάζουν έπιπλα κ.λ.π. Τρέχουν μετά νά βγάλουν περισσότερα χρήματα καί έτσι γεμίζουν άγχος.
* * *
— Γέροντα, γιατί τα παιδιά σήμερα είναι πολύ νευρικά ;
Κοίταξε, δε φταίνε τά παιδιά. Σήμερα τά έχουν κλεισμένα μέσα στα διαμερίσματα και δεν έχουν χώρο νά τρέξουν, νά παίξουν. Ζορίζονται τά παιδιά. Δέν μπορούν νά κινηθούν, νά εκτονώσουν τή ζωηρά¬δα τους. Τρελαίνονται, μετά χτυπάν τό κεφάλι τους στον τοίχο! Τά παιδιά, γιά νά μεγαλώσουν φυσιολο¬γικά, θέλουν αυλή!
-Δηλαδή γέροντα, τά παιδιά στά διαμερίσματα αποκτούν ψυχολογικά προβλήματα;
-Έμ, εάν ζορίζεται, πιέζεται. Πολύ καλύτερα νά υπάρχει μιά αυλή! Αυτό είναι τό φυσιολογικό.Βλέπεις, αν πάς σε κάποιο σπίτι πού έχει παιδιά καί τά βρεις όλα τακτοποιημένα, στην εντέλεια, αυτό δέν είναι καλό. Σημαίνει στρατιωτική πειθαρχία, υπάρχει φόβος μέσα στην ψυχή των παιδιών. Καλύ¬τερα είναι νά ασχολείται ή μάννα μέ τήν ανατροφή. .(Ο ΠΑΤΗΡ ΠΑΪΣΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ –Αθ.Ρακοβαλή εκδ.Ορθόδοξη Κυψέλη)

ΕΝΑΣ παραστρατημένος γιος είχε αποφασί¬σει να δολοφονήσει τον πατέρα του, για να γίνει το συντομώτερο κάτοχος της περιουσίας του. Ό καλός πατέρας, όταν το πληροφορήθηκε, πήρε τον γιό του μία ημέρα μαζί του και βγήκαν περίπατο μακριά μέσα εις το δάσος. Και όταν έφθασαν στο το πλέον απομακρυσμένο και πυκνότατο μέρος του δάσους, του λέγει:
—Παιδί μου, πληροφορήθηκα ασφαλώς, ότι απεφάσισες νά με δολοφονήσεις. Παρ’ όλα τα παράπονα που έχω εναντίον σου, είσαι παιδί μου και ή καρδιά μου σε αγαπά. Γι’ αυτό σε οδήγησα στο δάσος, όπου δεν υπάρχει κανείς μάρτυρας και όπου δεν θα μάθει κανείς το έγκλημα σου.
"Εβγαλε τότε ένα μαχαίρι που είχε κρύψει κά¬τω από τα ρούχα του και του είπε:
—Πάρε το μαχαίρι και εκτέλεσε εδώ το σχέδιο σου. Σκότωσε με, αφού το έχεις αποφασίσει. Του¬λάχιστον θα σε σώσω από τά χέρια της δικαιο¬σύνης. Θά είναι αυτό ή τελευταία απόδειξη της στοργής μου προς εσένα. Στην μεγάλη λύπη την οποίαν τώρα δοκιμάζω διότι δολο¬φονούμαι από τό παιδί μου, θά έχω την παρηγοριά, ότι εγώ έσωσα την ζωή σου, την στιγμή που εσύ μού την αφαιρείς.
Ό νέος δεν μπόρεσε νά συγκρατηθεί. Πέφτει με λυγμούς στά πόδια τού πατέρα του και χύ¬νει θερμά δάκρυα. Ζητά συγγνώμη και μετανοεί ριζικά.(Ανέκδοτα-εκδ.Ζωή)



ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ που αυτοκτονούν, ακούν τον διάβολο πού τους λέει πώς, αν τερματίσουν τήν ζωή τους, θά γλιτώσουν από το εσωτε¬ρικό βάσανο πού περνούν, καί από εγωισμό αυτοκτο¬νούν. 'Αν λ.χ. κάνει κάποιος μιά κλεψιά καί αποδειχθή ότι έκλεψε, «πάει, λέει, τώρα έγινα ρεζίλι» καί, αντί να μετανοήσει, νά ταπεινωθεί καί να εξομολογηθεί, για να λυτρωθεί, αυτοκτονεί. "Αλλος αυτοκτονεί, γιατί τό παιδί του είναι παράλυτο. «Πώς νά έχω παράλυτο παιδί εγώ;», λέει και απελπίζεται. Άν είναι υπεύθυνος γι' αυτό καί το αναγνωρίζει, ας μετανοήσει. Πώς βάζει τέρμα στην ζωή του καί αφήνει τό παιδί του στον δρόμο; Δέν είναι πιο υπεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνά ακούμε για κάποιον πού αυτο¬κτόνησε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα.
- Οι ψυχοπαθείς, όταν αυτοκτονούν, έχουν ελαφρυ¬ντικά, γιατί είναι σαλεμένο τό μυαλό τους. Καί συννε¬φιά να δουν, νιώθουν ένα πλάκωμα. "Αν έχουν καί μιά στενοχώρια, έχουν διπλή συννεφιά. Γι' αυτούς όμως πού αυτοκτονούν χωρίς νά είναι ψυχοπαθείς - καθώς καί για τους αιρετικούς -, δέν εύχεται ή Εκκλησία, άλλα τους αφήνει στην κρίση καί στο έλεος του Θεού. Ό Ιερέ¬ας δέν μνημονεύει τά ονόματα τους στην Προσκομιδή ούτε τους βγάζει μερίδα, γιατί μέ τήν αυτοκτονία αρνούνται, περιφρονούν τήν ζωή πού είναι δώρο τού Θεού. Είναι σαν νά τά πετούν όλα στο πρόσωπο τού Θεού. Άλλα έμείς πρέπει νά κάνουμε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για νά κάνει κάτι ό Καλός Θεός καί γι' αυτούς, γιατί δέν ξέρουμε πώς έγινε καί αυτο¬κτόνησαν, ούτε σέ τί κατάσταση βρέθηκαν τήν τελευ¬ταία στιγμή. Μπορεί, τήν ώρα πού ξεψυχούσαν, νά μετάνοιωσαν, νά ζήτησαν συγχώρηση από τον Θεό καί νά έγινε δεκτή ή μετάνοια τους, οπότε τήν ψυχή τους νά τήν παρέλαβε "Αγγελος Κυρίου.
Είχα ακούσει ότι ένα κοριτσάκι σέ ένα χωριό πήγε νά βοσκήσει τήν κατσίκα τους. Τήν έδεσε στο λιβάδι καί πήγε πιο πέρα νά παίξει. Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι καί ή κατσίκα λύθηκε καί έφυγε. "Εψαξε, άλλα δέν τήν βρήκε καί γύρισε στο σπίτι χωρίς τήν κατσίκα. Ό πατέ¬ρας του θύμωσε πολύ, το έδειρε καί το έδιωξε από τό σπί¬τι. «Νά πάς νά βρεις τήν κατσίκα, του είπε. "Αν δεν τήν βρεις, νά πάς νά κρεμασθείς». Ξεκίνησε τό ταλαίπωρο να πάει να ψάξει. Βράδιασε καί αυτό ακόμη δεν είχε γυ¬ρίσει στο σπίτι. Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι νά βρουν τό παιδί. Έψαξαν και τό βρήκαν κρεμασμένο σε ένα δένδρο. Είχε δέσει στον λαι¬μό του τό σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δέν¬δρο. Τό κακόμοιρο είχε φιλότιμο καί πήρε κατά γράμ¬μα αυτό πού του είπε ό πατέρας του. Τό έθαψαν μετά έξω από τό κοιμητήρι.Ή Εκκλησία φυσικά καλά έκανε και τό έθαψε άπ' έξω, γιά νά φρενάρει όσους αυτοκτονούν γιά τό παρα¬μικρό, αλλά καί ό Χριστός καλά θά κάνει, αν τό βάλει μέσα στον Παράδεισο.(ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ π.Παϊσιοςεκδ.Ι.Μ.Σουρωτής)
* * *
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ , πού μ' έφεραν στον κόσμο, ήταν εντελώς ασύμφωνοι στον χαρακτήρα και μέ αντίθετες κατευ¬θύνσεις στή ζωή.
Ό πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός άνθρωπος, πράος, ταπεινός, επιεικής, αφάνταστα ελεήμων, σώ¬φρων κι εγκρατής. Πολύ ευαίσθητος στην υγεία του. Άφ' ότου είμαι σέ θέση νά θυμάμαι, τόν έβλεπα τόν περισσότερο καιρό άρρωστο στό κρεββάτι, ωχρό καί α¬δύνατο. Υπέφερε όμως με θαυμαστή υπομονή. Ποτέ δέν τόν άκουσε κανείς νά παραπονιέται γιά τή βασανι¬στική αρρώστια του.
Στά μικρά διαστήματα πού ανάρρωνε, επιστατούσε στά κτήματα του. Τό μεγαλύτερο μέρος από τά κέρδη του τό μοίραζε στους φτωχούς. Μέ τό υπόλοιπο συντη¬ρούσε τή μικρή του οικογένεια, δηλαδή τόν εαυτό του, τή μητέρα μου κι εμένα. Κοντά στις άλλες του αρετές, ό καλός μου πατέρας είχε αποκτήσει καί τή σιωπή. Σπά¬νια μιλούσε - πολλοί τον νόμιζαν άλαλο - κι αυτό γιατί προσευχόταν διαρκώς στον Θεό μέ τόν νου καί τήν καρδιά του.
Ή μητέρα, αντιθέτως, ήταν τύπος γυναίκας του κό¬σμου. Αγαπούσε μέ πάθος τήν καλοπέραση, τίς δια¬σκεδάσεις, τά πολλά στολίδια καί φορέματα. Έκανε τόσο πολυδάπανη ζωή, πού είχαμε πάντα οικονομικές στενοχώριες. Θύμωνε καί φιλονεικούσε διαρκώς μέσα κι έξω άπό τό σπίτι. Τόσο δέ φλύαρη καί περίεργη ήταν ή καϋμένη, πού ήξερε καλά όχι μόνο τά νέα της μικρής μας πόλεως, άλλα κι ό,τι γινόταν έξω άπ' αυτή! Φίλαυτη καθώς ήταν, φρόντιζε πρώτα γιά τόν εαυτό της κι ύστε¬ρα γιά τήν οικογένεια της. Γιά τόν άνδρα της δέν έδει¬χνε κανένα ενδιαφέρον καί μέ τή φανερή της αντιπάθεια μεγάλωνε τά βάσανα του. Παρ' όλα της τά ελατ¬τώματα καί τήν άκρατη ζωή πού έκανε, είχε υγεία καί γεροδεμένο σώμα. Ποτέ δέ θυμάμαι ν' αρρώστησε.
Ένώ ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι, ό πατέρας πέ¬θανε. Συνέβη κι αυτό ακόμη στον θάνατο του, πού μου έκανε τρομακπκή εντύπωσι: Έγινε τέτοια πρωτοφανής κακοκαιρία, αέρας, βροχή, κεραυνοί, πού ήταν αδύνα¬το νά βγούμε νά τόν θάψουμε! Κρατήσαμε έτσι τό λεί¬ψανο τρεις ημέρες άταφο στό σπίτι. Τέλος, δύο άνδρες άπό τους συγγενείς μας αναγκάσθηκαν, μέ πολλή δυ¬σκολία, νά τό μεταφέρουν στό κοιμητήρι καί νά τό θά¬ψουν πρόχειρα, γιατί δέν αντέχαμε άλλο νά βλέπουμε τόν νεκρό στό σπίτι. Περιφρονημένος καί στον θάνατο του ό καλός πατέρας, αφού ούτε κηδεία του έγινε! Με¬ρικοί κακοί γείτονες μάλιστα, βλέποντας τίς τόσες κα¬κομοιριές, τόν κακολογούσαν:
-Ποιος ξέρει τί αμαρτίες έχει κάνει, έλεγαν, αφού δέν αφήνει ό Θεός ούτε νά ταφεί.
Ή μητέρα μου, υστέρα από τόν θάνατο του πατέρα, ανεμπόδιστα πιά, πήρε τόν ηθικό κατήφορο καί μετέ¬βαλε τό σπίτι μας σέ τόπο ακολασίας. 'Αλλά δέν έζησε πολύ. Πέθανε ξαφνικά, ενώ είχε σπαταλήσει στό μετα¬ξύ ό,τι είχε απομείνει από τήν περιουσία του πατέρα μου. Οι φίλοι της όμως, της έκαναν μεγαλοπρεπή κη¬δεία! Κι ήταν ένας καιρός θαυμάσιος! Αυτό τό πρόσεξα ιδιαιτέρως.
Έγώ, πού είχα περάσει πιά τήν παιδική μου ηλικία κι είχαν αρχίσει νά μέ κυριεύουν οί νεανικές ανησυχίες, βρέθηκα ολομόναχη στον κόσμο καί σέ μεγάλη αμηχα¬νία η δρόμο ν' ακολουθήσω. Οί σκέψεις μέ βασάνιζαν.
-Πρέπει, χωρίς άλλο, νά φτιάξω μόνη μου τή ζωή μου, άφού δέν έχω πιά προστάτες, έλεγα στον εαυτό μου. 'Αλλά ποιόν δρόμο νά διαλέξω; Έχω μπροστά μου δύο διαφορετικά παραδείγματα: της μητέρας και του πατέρα. Εκείνος, καλός, μά δυστυχής. Κατατρεγ¬μένος στή ζωή καί στον θάνατο - αδύνατο νά φύγει άπό τόν νου μου τό άταφο σώμα του. "Αν άρεσε στον Θεό, γιατί τόν βασάνισε τόσο; Ή μητέρα δεν είχε ζήσει με σωφροσύνη — τό είχα καλά αντιληφθεί. Είχε όμως όσα αγαθά μπορεί κανείς νά επιθυμήσει, υγεία, καλοπέραση, πολλές γνωριμίες κι έφυγε ευχαριστημένη από τόν κόσμο, μπορεί νά πει κανείς.
Όσο πιό πολύ συλλογιζόμουν τό πράγμα κι έκανα μέ τό μικρό μυαλό μου σύγκρισι, τόσο περισσότερο έ¬κλινα ή ταλαίπωρη ν' ακολουθήσω τή ζωή της μητέρας. Ό φιλάνθρωπος Θεός όμως, μέ σπλαχνίστηκε καί μ' οδήγησε στον ίσιο δρόμο, μέ τρόπο παράδοξο.
Μιά νύχτα, πού έπεσα νά κοιμηθώ, κάνοντας πάλι τίς ίδιες σκέψεις, είδα ένα αποκαλυπτικό όνειρο. Ένιωσα ξαφνικά, ν' άνοίγει ή πόρτα του δωματίου μου καί νά μπαίνει μέσα ένας νέος μέ φωτεινό πρόσωπο κι αφάν¬ταστα μεγαλοπρεπής! Ήρθε κοντά μου. Μου έρριξε βλέμμα διαπεραστικό, σάν νά ήθελε νά έρευνήσει τά πιό απόκρυφα της καρδίας μου.
-Τί σκέπτεσαι; μέ ρώτησε μέ φωνή ασυνήθιστα αυστηρή, αλλά μελωδική.
Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα καί κόπηκε ή μιλιά μου. Ε¬κείνος επέμενε:
-Φανέρωσε αμέσως τίς σκέψεις σου.
Όσο πιό αυστηρός γινόταν ό άγνωστος εξεταστής, τόσο εγώ παρέλυα από φόβο. Άφού δέν έπαιρνε απάντηση, φανέρωσε μόνος του τίς σκέψεις πού τόσο μέ βασάνιζαν. Μου έλεγε μέ ακρίβεια τό κάθε τί πού είχε περάσει άπό τόν νου μου καί πού μόνο εγώ γνώριζα, ώστε δέν μπορούσα ν' αρνηθώ, ούτε νά δικαιολογήσω τόν εαυτό μου. Έπεσα τότε σάν κατάδικη απ’τά πόδια του καί τόν παρακαλούσα μέ λυγμούς νά μέ συγχωρήσει. Έδειξε πώς μέ λυπήθηκε, γιατί άλλαξε αμέσως ύφος.
-Ακολούθησε με, πρόσταξε.
Μέ πήρε άπό τό χέρι καί, σάν αστραπή, μ' έφερε σε μιά απέραντη πεδιάδα γεμάτη φώς καί ομορφιά. Δέν θά επιχειρήσω νά τήν περιγράψω, γιατί δέν περιγρά¬φονται τ' απερίγραπτα. Ευτυχισμένες υπάρξεις γεύονταν μέ γαλήνη τά υπερκόσμια εκείνα κάλλη. Α¬νάμεσα τους αναγνώρισα τόν πατέρα μου! Μέ είδε κι εκείνος. Ήρθε κοντά μου. Μέ πήρε στην αγκαλιά του. Πόση ασφάλεια καί ευτυχία ένιωσα εκεί μέσα! Δέν ή¬θελα ποτέ πιά νά τόν αποχωριστώ. Σφίχτηκα πάνω του καί τόν παρακαλούσα νά μή μ' άφήση νά φύγω.
-Κράτησε με γιά πάντα κοντά σου, καλέ μου πατέ¬ρα.
-Τώρα δέν γίνεται αυτό πού ζητάς, μου αποκρίθη¬κε. "Αν όμως ακολουθήσεις τά ίχνη μου, θά κατοικήσεις κι έσύ εδώ. Άπό τή θέληση σου εξαρτάται.
Μέ κοίταξε μέ τρυφερότητα καί φίλησε τά μάπα μου γιά νά σκουπίση τά δάκρυα μου. Ό συνοδός μου έκα¬νε νόημα νά τόν ακολουθήσω πάλι. Έγώ όμως δέν εν¬νοούσα νά φύγω άπό τήν αγκαλιά του πατέρα μου. Τότε εκείνος ήρθε καί μέ τράβηξε άπό τό χέρι.
-Είναι ανάγκη, είπε, νά δεις καί τή μητέρα σου.Τόν ακολούθησα, λυπημένη πού μέ χώρισε άπό την ευτυχία μου.
Τώρα κατεβαίναμε. Κατεβαίναμε όλο καί πιό βαθιά σ' ένα τόπο ακάθαρτο, σκοτεινό, πληκτικό. Κόπηκε ή αναπνοή μου από τή βρωμιά καί τόν φόβο. Τερατώδεις μορφές περιφέρονταν παντού. Δυστυχισμένες ψυχές
βασανίζονταν, χωρίς οίκτο, από φλόγα άσβεστη. Α¬νάμεσα τους είδα τή μητέρα μου, βυθισμένη ώς τό λαι¬μό σ' εκείνο πού μου φάνηκε σάν βρωμερή λάβα. Οί κραυγές της έβγαιναν σπαρακτικές, οί στεναγμοί της αδιάκοποι, τό τρομερό τρίξιμο των δοντιών ξέσκιζε τήν καρδιά μου. Θά μ' αναγνώρισε, γιατί ξέσπασε σε ασυγ¬κράτητο θρήνο.
-'Αλλοίμονο, σέ μένα τήν άθλια! Νά τί κέρδισα για τόσο λίγη ηδονή. Απελπισία καί βάσανα χωρίς τέλος.
Λόγια απεγνωσμένα. Κόντευα νά πεθάνω από τή θλίψι μου. Ή δυστυχισμένη μητέρα μου γύρισε καί μέ είδε.
—Λυπήσου, παιδί μου, εκείνη πού σε γέννησε και σέ μεγάλωσε, άρχισε νά φωνάζει απελπισμένα. "Απλω¬σε τό χέρι σου νά μέ βγάλεις άπ' αυτή τήν οδύνη.
Τί νά έκανα; Σπάραζε ή ψυχή μου άπό τή λύπη. "Α¬πλωσα τό χέρι, νομίζοντας πώς μπορούσα νά βοηθήσω εκείνη πού μέ είχε φέρει στον κόσμο. Μά ένιωσα τέ¬τοιο πόνο αγγίζοντας τή λάβα, πού ξέσπασα σέ δυνα¬τές κραυγές. Αναστάτωσα τή γειτονιά. Σέ λίγο τό σπίτι γέμισε κόσμο. Μέ βρήκαν σέ κακά χάλια. Πολλοί νόμι¬σαν πώς είχα χάσει τά λογικά μου. Ήταν αδύνατον νά ε¬ξηγήσω τί μου συνέβαινε. Έδειχνα τή φοβερή πληγή πού μου άφησε στό χέρι εκείνο τό κάψιμο, γιά νά τους δώσω νά καταλάβουν πώς έξ αίτιας της βασανιζόμουν. Έμεινα πολύ καιρό στό κρεββάτι, βαριά άρρωστη. "Οταν μέ τή χάρη Του Θεού έγινα καλά, ακολούθησα χωρίς δι¬σταγμό τόν δρόμο του πατέρα μου κι ελπίζω στην αγάπη του Κυρίου μου πώς θά μέ σώσει καί θά μέ άξιώσει νά συμμεριστώ τήν ευτυχία Του.(ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ)


-ΓΕΡΟΝΤΑ γιατί ό Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τό¬σοι νέοι άνθρωποι;
- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θά πεθάνη. Ό Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, μέ έναν ειδικό τρόπο, γιά νά σώση τήν ψυχή του. Έάν δει ότι κάποιος θά γίνη καλύτερος, τον αφήνει νά ζήση. Έάν δει όμως ότι θά γίνη χειρότερος, τον παίρνει, γιά νά τον σώση. Μερι¬κούς πάλι πού έχουν αμαρτωλή ζωή, άλλα έχουν τήν διάθεση νά κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν νά το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θά έκα¬ναν το καλό, μόλις τους δινόταν ή ευκαιρία. Είναι δη¬λαδή σάν νά τους λέη: «Μήν κουράζεσθε• αρκεί ή καλή διάθεση πού έχετε». "Αλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ό Πα¬ράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύ¬σκολο νά το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ό Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε νά χαίρονται, γιατί που ξέρουν τί θά γινόταν, αν μεγάλωνε; Θά μπορούσε άραγε νά σωθή; "Οταν το 1924 φεύγαμε από τήν Μικρά Ασία μέ το καράβι, γιά νά έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες καί, δπως μέ είχε ή μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύ¬της πάτησε επάνω μου. Ή μάνα μου νόμισε ότι πέθα¬να καί άρχισε νά κλαίη. Μιά συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές καί διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε. "Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θά πήγαινα στον Παράδει¬σο. Τώρα πού είμαι τόσων χρονών καί έχω κάνει τόση άσκηση, δέν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.
'Αλλά καί τους γονείς βοηθάει ό θάνατος τών παι¬διών. Πρέπει νά ξέρουν ότι από εκείνη τήν στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. "Όταν πεθάνουν, θά 'ρθουν τά παιδιά τους μέ εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου νά υποδεχθούν τήν ψυχή τους. Δέν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στά παιδάκια πάλι πού ταλαιπω¬ρήθηκαν εδώ άπό αρρώστιες ή άπό κάποια αναπηρία ό Χριστός θά πει: «Ελάτε στον Παράδεισο καί διαλέξ¬τε το καλύτερο μέρος». Καί τότε εκείνα θά Του πουν: «Ώραία είναι εδώ, Χριστέ μας, άλλα θέλουμε καί τήν μανούλα μας κοντά μας». Καί ό Χριστός θά τά ακούσει καί θά σώση μέ κάποιον τρόπο καί τήν μητέρα.
Βέβαια δέν πρέπει νά φθάνουν οι μητέρες καί στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους πού πέθανε άγιασε καί πέφτουν σε πλάνη. Μιά μη¬τέρα ήθελε νά μου δώση κάτι από τον γιό της πού είχε πεθάνει, γιά ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγιασε. «Έχει ευλογία, μέ ρώτησε, νά δίνω άπό τά πράγματα του;». «"Οχι, της είπα, καλύτερα νά μή δίνης». Μιά άλλη είχε κολλήσει τήν Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυ¬ρωμένο τήν φωτογραφία του παιδιού της πού το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί καί έλεγε: «Καί το παιδί μου σάν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες πού κάθονταν καί ξε¬νυχτούσαν στον Εσταυρωμένο τήν άφησαν, γιά νά μήν τήν πληγώσουν. Τί νά έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.
-Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρω¬ποι, γιά να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο! - "Αμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν τήν δύναμη νά αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Μέ τά μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκο¬τώνονται μέ τις μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυ-κλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώσει την μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρα¬τούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα». Ό διάβολος, βλέπεις, τί τους βάζει να κά¬νουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί νά χτυπούσαν άλλου και νά μη σακατεύονταν. Γιά νά επιτρέψη όμως ό Θεός την κακία του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, ση¬μαίνει ότι θά βγή κάτι καλό.
-Τότε, Γέροντα, γιατί ή Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο;
-Εκείνο είνα ι άλλο. Ζητά άπό τον Θεό νά μη μας βρει ό θάνατος ανέτοιμους.
-Γέροντα, μιά μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.
-Πες της: «Άπό κακότητα χτύπησε ό οδηγός το παιδί σου; Όχι. Έσύ, γιά νά σκοτωθεί το έστειλες στην δου¬λειά; "Οχι. Νά πεις λοιπόν "δόξα Σοι ό Θεός", γιατί μπο¬ρεί νά γινόταν ένα αλητάκι και ό Θεός το πήρε στην κα¬τάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαις; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί μέ το κλάμα; Θέ¬λεις νά βασανίζεται τό παιδί σου ή νά χαίρεται; Φρόντι¬σε νά βοηθήσης τά άλλα παιδιά πού έχεις και είναι μα¬κριά άπό τον Θεό. Γι' αυτά νά κλαις». Νά, και χθες ήρθε μιά μητέρα μέ κλάματα και μου είπε: «Μου πήρε ό Θεός τό μονάκριβο παιδί μου», και τά έβαζε μέ τον Θεό. «"Αν τό καλοσκεφθής, τής είπα, σέ τίμησε ό Θεός. Τό πήρε κοντά Του αγγελούδι, βαπτισμένο όπως ήταν. Αυτό είναι αγγελούδι και εσύ τά βάζεις μέ τον Θεό; Αυτό θά βρεις μεθαύριο νά πρεσβεύη στον Θεό». Μετά πού μου μίλησε γιά τήν ζωή της, είπε πώς μπορούσε νά έχη πολλά παι¬διά, άλλα, όταν ήταν νέα, δεν ήθελε νά έχη παιδιά.
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν νά είναι τά παιδιά τους κοντά στον Θεό! «Δεν ξέρω, λένε, τί θά κάνης, Θεέ μου, θέλω νά σωθή τό παιδί μου• νά είναι κοντά Σου». "Αν τυχόν όμως ο Θεός δει ότι τό παιδί θά παραστρατήσρι, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος νά σωθει, τό παίρνει μέ αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο νά τό χτυπήση μέ τό αυτοκίνητο και νά τό σκοτώση, και έτσι τό παίρνει κοντά Του. Ά ν υπήρχε περίπτωση νά γίνη καλύτερο, θά έφερνε ένα εμπόδιο νά αποφύγει τό ατύ¬χημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός πού χτύπησε τό παι¬δί, έρχεται σέ συναίσθηση και σέ όλη του τήν ζωή τον πειράζει ή συνείδηση του. «Εγκλημάτησα», λέει, και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό νά τον συγχωρέσει. Σώ¬ζεται και αυτός. Ή μάνα πάλι μέ τον πόνο της συμ¬μαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται γιά τήν άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή. Βλέπετε πώς οικονομάει ό Θεός από τήν προσευχή τής μάνας νά σώζωνται ψυχές; Ά ν όμως οι μητέρες δέν τό κατα¬λαβαίνουν αυτό, τά βάζουν μέ τον Θεό! Τί τραβάει και ό Θεός μέ εμάς!



"Οταν κανείς παύει νά αντιμετωπίζει τά πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση. Γιατί, πώς είναι δυνατόν ό άνθρωπος νά παρηγορηθή αληθινά, άν δέν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, τήν μετά θάνατον, τήν αιώνια; Τον καιρό πού ήμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μιά χήρα γυναίκα, πού πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες. Τους ανα¬στάτωνε όλους μέ τις φωνές της. Χτυπιόταν, χτυπούσε τό κεφάλι της στην πλάκα του τάφου! "Ολο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν, τήν έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν για χρόνια. Ό άνδρας της είχε σκοτωθεί από τους Γερμανούς και ή κόρη της, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από καρδιά και είχε μείνει μόνη της ή φουκαριάρα. "Αν τό δει κανείς αυτό εξωτε¬ρικά, θά πει: «Γιατί νά τό επιτρέψη ό θεός;». Και αυτή έτσι εξωτερικά τό αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε νά παρηγορηθή. Μιά φορά πού πήγα νά δω τί συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ό θεός τό έκανε αυτό; Ό άνδρας μου σκο¬τώθηκε στον πόλεμο. Είχα μιά κόρη, μου τήν πήρε και αυτή...». Έλεγε-ελεγε, τα έβαζε με τον θεό. Άφού τήν άφησα νά ξεσπάσει λίγο, τής είπα: «Νά σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τόν ήξερα• ήταν πολύ καλός. Σκο¬τώθηκε στον πόλεμο γιά τήν Πατρίδα, πάνω στο ιερό καθήκον. Ό θεός δεν θά τόν αφήσει. Μετά σου άφησε τήν κόρη σου γιά λίγα χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μιά πα¬ρηγοριά. Έπειτα όμως, επειδή ίσως θά ξέφευγε ή κοπέ¬λα, τήν πήρε ό θεός σ' αυτήν τήν καλή κατάσταση πού βρισκόταν, γιά νά τήν σώσει». Αυτή, ενώ ό άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος, ήταν λίγο κοσμική. Δέν τής είπα φυ¬σικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», άλλα τήν ρώτησα: «Τώρα, εσύ, τί σκέφτεσαι; Αγαπάς τόν κόσμο;». «Δέν θέλω νά δώ τίποτε και κανέναν», μου λέει. «Βλέπεις, τής λέω, τώρα καί γιά σένα ό κόσμος πέθανε. Ό πόνος σέ βοηθά¬ει και δέν σέ ενδιαφέρει τίποτε τό κοσμικό. "Ετσι με¬θαύριο θά είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τέτοια τιμή ό θεός σέ ποιόν τήν έχει κάνει; Τό καταλαβαίνεις;». Μετά άπό αυτήν τήν συζήτηση σταμάτησε νά πηγαίνη στο Κοι¬μητήρι. Μόλις βοηθήθηκε νά συλλαβή τό βαθύτερο νόη¬μα τής ζωής, ησύχασε.
- Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονείται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ό δολοφόνος.
- Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί νά πει στον θεό: «Έγώ θά μετανοούσα, άλλα αυτός με σκό¬τωσε». Έτσι θά πέσει τό βάρος στον δολοφόνο. Μερι¬κοί πού δέν τους κόβει λένε: «"Αν υπήρχε θεός, δέν θά άφηνε νά γίνωνται συνέχεια εγκλήματα• θά τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δέν καταλαβαίνουν ότι ό θεός αφή¬νει τους εγκληματίες νά ζήσουν, γιά νά είναι αναπο¬λόγητοι τήν ήμερα τής Κρίσεως, πού δέν μετανόησαν, παρόλο πού τους έδωσε χρόνια, γιά νά μετανοήσουν, ενώ εκείνους πού σκοτώνονται θά τους τακτοποιήσει(π.Παίσιος εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής-Θεσσ.)
* * *
Ο ΘΩΜΑΣ ζήτησε νά ίδεί τά χέρια του Χρίστου γιά νά πιστέψει στην Ανάσταση του. Καί ή σύγχρονη κοι¬νωνία, γιά νά βεβαιωθεί γιά τά φιλόθεα αισθήματα μας, θέλει νά ιδεί τά χέρια μας. Έχει δε αποδειχθεί, πώς τά ωραιότερα χέρια είναι έκεϊνα, πού προσφέ¬ρουν αγάπη. Είναι χέρια, πού σφραγίζονται με τους τύπους των ήλων της σταυρουμένης αγάπης. Τά μόνα χέρια, πού μπορούν νά ελκύσουν ψυχές στό Χριστό.
Ό Σπάρτης Ευστάθιος



ΜΙΑ ΠΟΛΥ παλιά αραβική ιστορία, λέγει τα έξης φο¬βερά πράγματα γιά τήν μέθη:
«Μιά μέρα, ένας δαίμονας φοβερός στην μορφή, πα¬ρουσιάσθηκε σ' έναν άνθρωπο, καί του είπε:
-"Ανθρωπε, έτοιμάσου γρήγορα γιατί θά πεθάνης.
Ό άνθρωπος άρχισε νά τόν παρακαλά, νά τόν άφήση νά χαρεί τήν ζωή καί τόν ώραίο κόσμο κι όλα τά δημι¬ουργήματα.
-Θά σέ αφήσω νά ζήσης, του είπε ό δαίμονας, αλλά με τήν συμφωνία νά κάμης ένα άπό τά τρία αυτά πράγματα:
α') Νά φονεύσης τόν πατέρα σου,
ή 6') Νά ατιμάσης τήν αδελφή σου,
ή γ') Νά πίνης οινόπνευμα.
Ό άνθρωπος σκέφθηκε πολλήν ώρα, καί βρήκε τρο¬μερό πράγμα νά φονεύσει τόν πατέρα του. "Επίσης βρήκε τρομερό κι ακατονόμαστο πράγμα να ατιμάσει την αδε¬λφή του. Αποφάσισε λοιπόν, νά πίνει οινόπνευμα, διότι δέν τό εύρισκε τό πράγμα ατιμωτικό.
Ήπιε λοιπόν, αρκετό οινόπνευμα, μέθυσε, φόνευσε τόν πατέρα του, ατίμασε τήν αδελφή του, κι όταν ξεμέθυσε καί κατάλαβε τί είχε κάνει... αυτοκτόνησε!

* * *

ΚΑΠΟΤΕ στην μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου θά πήγαινε ό Άγιος Αρσένιος (Χατζεφεντής) άπό το χωριό στο Εξωκλήσι του Αγίου γιά αγρυπνία. Κατέληξε όμως με το σουρούπωμα νά ξεκινήση μαζί με πέντε προ¬σκυνητές γιατί, όπως ξέρουμε, ό ένας πονεμένος τον φώναζε άπό εδώ καί ό άλλος τον τραβούσε άπό εκεί. Μέχρι νά βγουν άπό το χωριό, είχε νυχτώσει καί δυσκολεύονταν νά βαδίσουν, γι' αυτό άρχισαν νά αδημονούν.
- Τί πάθατε; τους λέει ό Πατήρ "Αρσένιος.
Εκείνοι απάντησαν:
-Τήν ευχή σου νά έχουμε, Χατζεφεντή, δεν βλέπουμε. Καί ό Πατήρ τους είπε:
- Ευλογημένοι, δεν βλέπετε τον φωτεινό Σταυρό πού προπορεύεται μπροστά μας;
- Όχι, απάντησαν οι προσκυνητές, γιατί δεν έβλε¬παν τίποτε. Μόνον ό Χατζεφεντής έβλεπε τον φω¬τεινό Σταυρό, καί τους είπε:
- Ελάτε κοντά καί πιαστήτε άπό το χέρι μου.
Κι έτσι, ακολουθώντας τον Πατέρα "Αρσένιο, έφθασαν στον "Αγιο Κωνσταντίνο, όπου έκαναν ολο¬νυκτία καί στην συνέχεια τήν θεία Λειτουργία. "Υστερα βγήκαν χαρούμενοι έξω στην πρασινάδα καί μετά το φαγητό οι μεν ηλικιωμένοι συζητούσαν, οι δέ νέοι χόρευαν καί τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ξαφνικά όμως ή χαρά μετετράπη σέ λύπη, όταν αγνάντεψαν νά έρχεται ένας λόχος άπό λιποτά¬κτες του Τουρκικού στρατού, οι όποιοι έκαναν μεγά¬λες ληστείες καί φόνους, γιατί ήταν καί γερά οπλι¬σμένοι - αυτοί ήταν χειρότεροι από τους Τσέτες. "Αρχισαν λοιπόν τά γυναικόπαιδα νά κλαίνε καί νά όδύρωνται καί νά κυκλώνουν τον Χατζεφεντή. Οι δέ γέροι νουθετούσαν τά λίγα παλληκάρια τού χωριού νά αναμερίσουν καί νά μή ρίξουν ντουφέκια, καί γίνη μετά μακελλειό. "Ελεγαν επίσης καί στά γυναικό¬παιδα νά κρυφτούν καί νά μείνουν μόνον οι γέροι καί οί γριές. Ό Πατήρ "Αρσένιος όμως τους καθησύχαζε, γιατί είχαν αναστατωθεί μικροί-μεγάλοι, καί τους έλεγε: «Μή φοβάστε• αφήστε τους νά πλησιάσουν, αφήστε τους νά πλησιάσουν».
Οί Έλληνες ένιωθαν σιγουριά στά λόγια τού Χατζεφεντή καί καθησύχασαν. Μόλις λοιπόν πλη¬σίασαν κοντά, σήκωσε το χέρι του ό Πατήρ "Αρσένιος καί τους είπε: «από τον θεό νά είσθε δεμένοι», κι έμειναν ακίνητοι εκεί πού βρί¬σκονταν, μέ τά λόγια αυτά πού τους είπε.

Τότε άρχι¬σαν νά μετανοούν οί Ληστές καί νά παρακαλούν τον Πατέρα "Αρσένιο νά τους συγχωρέσει: «Συγχωρά μας, τήν ευχή σου νά έχουμε, το αναγνωρίζουμε πώς είμαστε εγκληματίες• λύσε μας να έρθουμε να πά¬ρουμε την ευχή σου και θα γίνουμε στο εξής και εμείς καλοί άνθρωποι». Τότε τους έλυσε ο Χατζεφεντής καί τους είπε: «Πετάξτε τα όπλα σας, εμείς όπλα δεν θέλουμε, καί ελάτε εδώ». Μπήκαν όλοι στην σειρά καί απόθεσαν τά όπλα καί μετά έπεσαν στά πόδια του Πατρός "Αρσενίου με κλάματα ζητώντας συγχώρηση. Παράλληλα έκλαιγαν καί τά γυναικόπαιδα από χαρά καί συγκίνηση. Επειδή όμως δεν είχαν αφήσει τά λίγα παλληκάρια του χωρίου νά τους πολεμήσουν, ό Πρό¬δρομος ό Έζνεπίδης ήταν όλο στενοχώρια, γιατί ήθελε νά ξεσπάση στους Τούρκους. Δεν μπόρεσε λοιπόν νά συγκρατηθεί, άρπαξε έναν από τους επι¬κεφαλής, τόν πιο ζωηρό, καί τον έδερνε. Ό καλός ό Χατζεφεντής τόν έβγαλε άπό τά χέρια του λέγοντας: «Άφ'ετέριμ» (συγχωρεμένος να είναι). Έμασαν μετά τά όπλα οι χωριανοί, τά φόρτωσαν στά μουλάρια καί τά παρέδωσαν στην Τουρκική αρχή, στο Βερέκι ("Αγιο Κωνσταντίνο).
Άπό τους λιποτάκτες αυτούς, εκτός πού μετα¬νόησαν καί άλλαξαν ζωή, μερικοί μάλιστα έγιναν κρυφοί Χριστιανοί καί έφυγαν κρυφά μαζί με τους Χριστιανούς, με τήν "Ανταλλαγή, καί ήρθαν στην "Ελλάδα. Καί αυτός πού είχε φάει το ξύλο άπό τόν Πρόδρομο "Εζνεπίδη, είχε γίνει Χριστιανός, καί άπό Σουλεϊμάν ονομάστηκε "Ελευθέριος. ?Ηρθε με τήν "Ανταλλαγή καί αυτός κρυφά καί εγκατεστάθηκε στά Γιαννιτσά. Το 1982 ζούσε ακόμη. Έταν πάνω άπό ενενήντα χρόνων, καί τόν φώναζαν Τουρκολευτέρη.(Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ εκδ.ι.μ.Σουρωτής)
* * *


ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, αναφέ¬ρεται ή παρακάτω πολύ διδακτική διήγησι:
«Ένας άρχοντας πλούσιος έθησαύριζε κατά πολλά ποτέ δέν ήθελε μήτε νά έξομολογηθή μήτε ελεημοσύνη νά κάμη. Είχεν ένα υίόν έως δέκα χρονών. Ήλθε και¬ρός καί αρρώστησε ό άρχοντας εκείνος. Του έλεγον ο'ι δικοί του νά έξομολογηθή, νά κάμη διά τήν ψυχήν του τίποτε- αυτός τους έλεγεν:
- "Ας είναι καλά τό παιδί μου- εκείνο έχει νά κάμη διά τήν ψυχήν μου.
Όλος μέ τόν διάβολον ήτο, καί ή γνώμη του δεν ήλλαζεν.
Εις τόν τόπον εκείνον ήτο ένας πνευματικός ενάρε¬τος. Πηγαίνει καί ξυρίζει τά γένεια του, ενδύεται φορέ¬ματα κοσμικά καί πηγαίνει είς τό σπίτι του πλουσίου. Κτυπά εις τήν πόρταν βγαίνουν καί τόν ερωτούν τί γυ¬ρεύει. Άπεκρίθη πώς είμαι ξένος άνθρωπος καί έτυχα έδώ, λέγει, είς τήν χώραν σας- έμαθα πώς είναι ό άρ¬χοντας τής χώρας άρρωστος καί ήλθα νά τόν ιδώ καί έγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τόν έδέχθησαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του καί τόν έπαράστεκαν. Τους λέγει:
- Πώς είναι ό άρρωστος;
Άπεκρίθη ό άρρωστος καί του λέγει:
Αχαμνά(άσχημα) είμαι, αφέντη. Λέγει ό ιατρός:
-Τί σου λέγουν οι ιατροί τής χώρας σας;
-Μέ λέγουν πώς είμαι αχαμνά διά τόν θάνατον.
Τόν πιάνει από τό χέρι καί του λέγει ό πνευματικός ιατρός:
-Καί έγώ τό λέγω ότι πεθαίνεις. Μά ανίσως καί εύρίσκετο ένα Ίατρικόν όπου γνωρίζω, δέν απέθνησκες.
-Τί ίατρικόν είναι εκείνο όπου χρειάζεται νά εύρωμεν;
Καμώνεται πώς δέν ήξεύρει καί έρωτα:
-Έχει κανένα παιδί;
Του είπαν πώς μόνον ένα έχει. Του λέγει ό πνευμα¬τικός:
-Νά μή λυπάσαι,τό Ίατρικόν σου ευρέθη. Έγώ σου υπόσχομαι πώς δέν αποθνήσκεις.
Γυρεύει νά του δώσουν ένα φλετζάνι νερό καί αλεύρι. Τά ανακατώνει καί καμώνεται πώς καί κάτι άλλο Ίατρι¬κόν βάνει μέσα καί λέγει:
- Τώρα τό Ίατρικόν είναι έτοιμον, μόνον χρειάζεται νά έλθη τό παιδί σου έδώ, νά του τρυπήσω λίγο τό δάκτυλόν του τό μικρόν μέ τό βελόνι, νά στάξη τρεις σταλαγμα¬τιές αίμα, νά σου τό δώσω νά τό πίης καί ευθύς νά γίνης καλά.
Τό παιδί έπαιζε μέ τά άλλα παιδιά. Στέλλουν ευθύς καί του λέγουν:
- Έλα, παιδί μου, όπου ήλθεν ένας ιατρός νά κάμη τόν πατέρα σου καλά.


Τό παιδί ήθελε νά παίξη, όμως τό έφεραν. Καθώς το βλέπει ό Ιατρός του λέγει:
- Έλα, παιδί μου, νά σου σπάσω τό μικρόν δάκτυλόν μ' ένα βελόνι, νά στάξη τρεις σταλαγματιές αίμα έδώ μέσα οπού έχω κάτι Ίατρικόν, νά δώσω νά τό πίη ό πατέρας σου, νά γίνη ευθύς καλά.
Λέγει τό παιδί:
-Έτρελλάθηκα ή έπαλάβωσα νά χαλάσω έγώ τό δάκτυλόν μου;
Λέγει ό ιατρός:
-Είς σέ, παιδί μου, κρέμαται ή νά ζήση ή ν' άποθάνη. Δέν βλέπεις πόσα έσύναξε νά σου αφήσει;
-Ζήση δέν ζήση, έγώ δέν χαλώ τό χέρι μου. Καί έ¬φυγε.
Λέγει ό ιατρός του άρχοντος:
-Έγώ είμαι ό πνευματικός της χώρας καί τό έκαμα τούτο, διά νά σου δείξω πώς από τό παιδί σου μη έλπίζης τίποτε διά τήν ψυχήν σου νά σου κάμη.
Τότε σηκώνεται ό άρρωστος.
-Έγώ, λέγει, έκόλασα τήν ψυχή μου διά τό παιδί μου, νά του αφήσω πολλά, καί εκείνο δέν τό έβάσταξε ή καρδιά του νά δώση τρεις σταλαγματιές αίμα διά τήνζωήν μου; Καλά λέγεις, πνευματικέ μου.
Ευθύς γυρεύει τά δευτέρια του, τάς ομολογίας του καί τά ξεσχίζει. 'Εμοίρασεν όλα τά πράγματα, δέν άφησε τίποτε, καί τό παιδί του τό κατέστησε πάμπτωχον, καί έκέρδισε τόν παράδεισον νά χαίρεται πάντοτε.
Τώρα όσοι έχετε παιδιά, μή ελπίζετε καί λέγετε, πώς είναι καλό τό παιδί μου καί εκείνο έχει νά φροντίση διά τήν ψυχήν μου. Ό,τι κάμνει ό άνθρωπος μόνος του, ε¬κείνο ευρίσκει είς τήν άλλην ζωήν!».



ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ του Σολομώντος πού βρίσκονται στον Νό¬τιο Ειρηνικό Ωκεανό, κάποτε ένας Ευρωπαίος πρότεινε σ' ένα ντόπιο νά τόν μάθη νά παίζη χαρτιά. Του έδειξε την τράπουλα καί άρχισε νά την φυλλομετρά.
-Δεν έχω χέρια, τοΰ απάντησε ό ιθαγενής.
-Μά αυτά τίνος είναι; ρώτησε ό Ευρωπαίος.
-Αυτά πού βλέπεις δέν είναι δικά μου. Όταν έγινα Χριστιανός, έδωσα τά χέρια μου όπως καί ολόκληρο τό σώμα μου καί τήν ψυχή μου στό Χριστό. Καί τώρα τά χρη¬σιμοποιώ μόνο όπως θέλει Αυτός.
Καί δέν δέχτηκε νά πιάση καθόλου στά χέρια του τά σατανικά τραπουλόχαρτα!

***************

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ