Η νεολαία του Κόμματος άρχισε τη δραστηριότητα της, οργανώνοντας γλέντια στο κοιμητήριο.
Οί παλληκαράδες γκρεμίσανε άπ' το καμπαναριό τη μεγάλη καμπάνα.. Ό Αλέξιος Μπαχβόλωφ έκαψε το ξύλινο προσκυνητάρι, πού ήταν πάνω στο δρόμο. Ό Κούζμα έσκισε με το τσεκούρι την εικόνα της Δέσποινας μας, της Κυρίας Θεοτόκου, καί την έριξε στη φωτιά. Κάθε νύχτα ακούγονται πυροβολισμοί.
Πηγαίνω από καλύβα σε καλύβα. Παρηγορώ, νουθετώ, προσεύχομαι...
Μου έστησαν καρτέρι αργά το βράδυ καί με χτύπησαν ανελέητα. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να βγω έξω. Το κορμί μου όλο ήταν τυλιγμένο μ' επιδέσμους.
* * *
...Πείνα... Με πολλή δυσκολία βρίσκουμε μια χούφτα αλεύρι για τα πρόσφορα. Ό λειτουργικός άρτος γίνεται τώρα από σίκαλη — μαύρισε το σώμα του Χρίστου!...
Σήμερα λειτούργησα. Ή Εκκλησία ήταν γεμάτη από πεινασμένους. Οι μανάδες φέρανε τα εξαντλημένα παιδάκια τους, μα δεν μπορούσαν να τα κρατήσουνε στα χέρια από αδυναμία. Τ' άφηναν στο πάτωμα, μπροστά στίς εικόνες. "Ολοι κλαίγαμε — πιο πολύ γι’ αυτά τα παιδιά. Εκεί, μέσα στο Ναό, μπροστά στα μάτια μας, άφησε την τελευταία του πνοή το τετράχρονο αγοράκι του σίδερα Ματθαίου. Πολλοί ξάπλωναν κατάχαμα — ή πείνα τους είχε κόψει τα πόδια.
Κοινωνούσα τα παιδιά, καί με δυσκολία κρατούσα στα χέρια μου το Άγιο Ποτήριο... Εΐναι φοβερό το θέαμα ενός βρέφους, πού σβήνει από έλλειψη τροφής...
Ό ψάλτης δεν άντεξε ως το τέλος. Σωριάστηκε καταγής.
Στά παιδιά δίναμε από ένα πολύ μικρό κομμάτι πρόσφορο. Το κατάπιναν μονομιάς, καί τέντωναν τα χεράκια τους να πάρουν κι άλλο.
— Δώσε μας ψωμάκι, παπούλη! Δώσε μας,για χάρη του Χρίστου!
Στό τέλος της λειτουργίας βγήκα να κηρύξω.
Ή ματιά μου έπεσε διαδοχικά στα κοκκαλιάρικα, κιτρινισμένα πρόσωπα..., στα νήπια, πού οι μανάδες τους είχαν αποθέσει μπροστά στίς εικόνες των ουράνιων προστατών μας..., στο νεκρό αγοράκι, πού ήταν ξαπλωμένο σ' ένα σκαμνί!...
Δεν άντεξα. Ξέσπασα σε λυγμούς. "Επεσα στα γόνατα, μπροστά στους ανέκφραστους ανθρώπους — τα ζωντανά λείψανα. Δεν μπόρεσα να πω λέξη!
Πιάσαμε όλοι να κλαίμε καί να φωνάζουμε μ' όση δύναμη μας είχε απομείνει:
— Κύριε, σώσε μας! Ύπεραγία Θεοτόκε, προστάτεψε μας!
* * *
Στό κοντινό δάσος υπήρχε ένα άνετο κυνηγετικό καταφύγιο. Το μετατρέψαμε σε οίκο του Θεού. Οί ενορίτες μου ανασκουμπώθηκαν. Φέρανε Εικόνες, κρεμάσανε καντήλια... Από φρεσκοκομμένα δέντρα φτιάξανε εικονοστάσι, Αγία Τράπεζα, Αγία Πρόθεση. Μου ράψανε καί άμφια από χοντρό, γερό ύφασμα — απ’ αυτό πού κάνουν τα σακιά. Ό Έγόρουσκα, καλλιτέχνης ξυλουργός, έφτιαξε ένα ξύλινο γιο Ποτήριο, "Ερχονται οί πιστοί. "Ερχονται από πολύ μακριά, περπατώντας συχνά δεκάδες χιλιόμετρα. Έρχονται στον οίκο του Θεού για να παρηγορηθούν. Ό χώρος δεν είναι αρκετός. Στέκονται κάτω άπ' τον ανοιχτό ουρανό. Τους εξομολογώ ως αργά τη νύχτα. Τους ακούω. Τους καθησυχάζω... Σκοτεινή, παγωμένη ή νύχτα...
Οι νεολαίοι γυροφέρνουν το χωριό με τραγούδια καί βλαστήμιες. Να τους... πλησίασαν στο κατάλυμα μου. Σταμάτησαν. ΄Ενας σβώλος χιόνι έσκασε πάνω στο παράθυρο μου...
Οί χριστιανοί ανησυχούν όλο καί περισσότερο για τη ζωή μου.
— Φύγε, παπούλη, να σωθείς! Φύγε, δσο είναι καιρός! Σέ χαρακτήρισαν, λέει, εχθρό του λάου!
«Το θέλημα του Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. 21,14).
* * *
"Εμαθα πώς υπογράφθηκε στην πόλη ένταλμα συλλήψεως μου. Ή κατηγορία: υποκίνηση των λαϊκών μαζών σε στάση.
Ήρθαν μιαν άγρια νύχτα, καθώς ή χιονοθύελλα λυσσομανούσε.
—Ντύσου γρήγορα, παπά! Φεύγουμε!
—Δεν πάω πουθενά, φίλοι μου!
—Ή ποιμαντική μου συνείδηση με κρατάει εδώ!
Με υποχρέωσαν βίαια να ντυθώ. Πέταξαν μέσα σ' ένα σάκο τα ρούχα, τα βιβλία καί μερικά αλλά πράγματα μου. Οι ικεσίες μου ήταν ανώφελες. Δεν άκουγαν. Μόνο μου φώναζαν να βιαστώ.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πήρα το Αντιμήνσιο, το Αρτοφόριο καί το Ευαγγέλιο. Μ' έβαλαν σ' ένα αμάξι. Καί φύγαμε...
* * *
Μ' έφεραν στη μικρή παραποτάμια πόλη, στο σπίτι ενός τσαγκάρη, του Σάββα Γρηγόριεβιτς Κοβίλιν. "Αρχισα να μαθαίνω την τέχνη του παπουτσή.
Ό Σάββας Γρηγόριεβιτς ήταν πιστός άνθρωπος. Καθόμασταν τα βράδια κάτω από μια φλαμουριά καί μελετούσαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν... ΄Ηταν ένας λεβεντόκορμος γέροντας με φωτεινή, καθαρή ψυχή. Κρατούσε από σόι παραδοσιακό, ορθόδοξο. Με τη ζωή του λες καί ζωγράφιζε την εικόνα του Χρίστου!
Τα Σάββατα καί τις Κυριακές έρχονται οι συγγενείς του καί άλλοι ευσεβείς άνθρωποι. Τελούμε τη θεία Λειτουργία στο πίσω δωμάτιο...
Οι χριστιανοί έμαθαν για μένα. Μου φέρνουν κρυφά τα νήπια για να τα βαφτίσω. Μου ζητάνε να τους εξομολογήσω, να τους κοινωνήσω, να τους παντρέψω εκκλησιαστικά... Ή πόλη δεν είχε Ιερείς. Πριν έρθω, τους είχαν εξαφανίσει όλους. ΄Αλλους είχαν εξορίσει στο Σολόφκ, καί άλλους τους θανάτωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια.
"Ακουσα πώς όρμησαν σ' έναν Ιερέα την ώρα πού κρατούσε το άγιο Ποτήριο. "Εχυσαν στο πάτωμα το Αίμα του Χρίστου. Καί τον λειτουργό, άφού τον έβγαλαν με τ' άμφια έξω από την Εκκλησία, τον κρέμασαν στην πλατεία, σ' έναν ηλεκτρικό στύλο.
Στό χωριό Ντούμπναχ, τον π. Δημήτριο, συμμαθητή μου στην Ιερατική Σχολή, τον τύφλωσαν με τις λόγχες.
* * *
Τέλεσα σήμερα μία ασυνήθιστη νεκρώσιμο ακολουθία
Έρχεται καί με βρίσκει μια γερόντισσα. Τα μάτια της είναι γεμάτα δάκρυα.
—Παπούλη μου, διάβασε, σε παρακαλώ,τον αντίχριστο το γιο μου! Τον σκότωσαν!...
—Που τον έχουν τώρα;
—Εκεί, πάτερ μου, σε δαύτους... Στό —πώς το λένε; — «Σπίτι του Λάου»!... Εκεί βρίσκεται το λείψανο του. Εσένα, βέβαια, δεν θα σ' αφήσουνε να μπεις εκεί. Κοσμικά τον κηδεύουνε, με μουσικές καί τραγούδια... Ή αν κομισάριος...
—Πώς θα τον ψάλω τότε;
—Από μακριά, καλέ μου!... Δώσε στην άρνησίθεη ψυχή του τουλάχιστον αυτή την τελευταία ευλογία...
Κλαίει ή γριά μάνα. Παρακαλεί στο όνομα του Χρίστου... "Αρχισα να ψάλλω τη νεκρώσιμη ακολουθία.
..."Εξω άπ' το παράθυρο μεταφέρουν το νεκρό κομισάριο στον τάφο, με μουσική... Καί •μέσ' άπ' το παράθυρο εγώ διαβάζω για χάρη του ο,τι μισούσε ν' ακούει ζωντανός: «Άνάπαυσον, δ θεός, τον δονλόν σου, και χατάταξον αυτόν εν Παραδείσω..., παρορών αυτόν πάντα τα εγκλήματα».
* * *
Μ' έκλεισαν στη φυλακή, μαζί με κοινούς εγκληματίες. Με υποδέχθηκαν βίαια: Ξέσκισαν τα Ιερατικά μου άμφια. Με βρίζανε. Με φτύνανε...
Βαρέθηκαν και σταμάτησαν.
Μου έδωσαν λίγο χώρο στο πέτρινο, βρώμικο δάπεδο— στο πιο σκοτεινό σημείο, δίπλα στο αποχωρητήριο.
Σβήσανε το φως καί πέσανε για ύπνο. Τοτε εγώ άρχισα να προσεύχομαι.
Είχα μόλις σταματήσει την προσευχή μου, όταν, μέσα στο σκοτάδι, με πλησίασε κάποιος άγνωστος καί μου ψιθύρισε:
— Ξάπλωσε στο στρατιωτικό κρεβάτι μου... Είναι πιο ζεστά εκεί... Εγώ θα μείνω στη θέση σου
Ανακουφίστηκα: Κι εδώ ό Χριστός!...
(ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ ,Από το ημερολόγιο του Βασιλείου Ιωακείμοβιτς Νικηφόρωβ- εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου,Ωρωπός)
-