Ἅφες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ μὲ ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω.
Ψαλμὸς τοῦ Δαυίδ.
Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα,
ποῦ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα,
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό·
χαίρετ᾿ ὁ βοσκός, ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο, ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κι ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανοιώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη, ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα, ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κι εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κι ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
-