Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Το σπίτι είναι μια μορφή του ουρανού.(Χόλλαντ)

Ο Μωυσής Κογλανίδης διηγήθηκε ότι ένας Τούρ­κος από το χωριό Άχγιαβουδες είχε ληστέψει την Εκκλησία καί, έκτος από τα άλλα Ιερά Σκεύη πού πήρε, είχε ξεγυμνώσει ακόμη και τα ασήμια από τα εξώφυλλα, των Ευαγγελίων και μετά τα πέταξε κάτω. Τα Φάρασα της Μ.Ασίας είχαν άναστατωθή. "Οταν είδαν και τα Ευαγγέλια πεταγμένα, μου έλεγε ό Πρό­εδρος, όλοι προσπαθούσαν να βρουν τον άσεβη αυτόν Τούρκο. Ό Πατήρ Αρσένιος όμως δεν αγωνιούσε καθόλου καί είπε στους άλλους να μην ανησυχούν, διότι θα έρθη μόνος του ό ληστής καί θα σβαρνίζη τα πόδια του. Μετά από λίγες ημέρες φέρνουν τον ληστή στον Χατζεφεντη να τον διά­βαση να θεραπευθή, διότι, εκτός πού είχε δαιμονισθή, έπαθε καί παράλυση από την μέση καί κάτω καί τα πόδια του τα σβάρνιζε. Είχαν επιστρέψει δε καί τα Ιερά Σκεύη πού είχε κλέψει καί στο εξής ούτε μπορούσε πια να κλέψη.
Ό Πατήρ Αρσένιος όμως τότε δεν τον θερά­πευσε, αλλά τον άφησε ένα διάστημα, όπως ήταν, για να παραδειγματισθούν οι Τούρκοι καί να σέβωνται τις Εκκλησίες μας. Πράγματι, είχαν τρομοκρατηθή γύρω όλοι οί Τούρκοι. Φεύγοντας δε με την Ανταλλαγή, θυμάται ό Βασίλειος Καρόπουλος ότι, όταν ό Πατήρ Αρσένιος περνούσε από τις Άχγιαβουόες, τότε τον διάβασε τον ληστή αυτόν και τον θεράπευσε από το δαιμόνιο καί την παράλυση.

* * *
Ο Πρόδρομος Έζνεπίδης(πατέρας του π.Παϊσιου.) διηγήθηκε πώς μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασα) καί έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεββάτι καί να σπαρταράη σαν το ψάρι από δυνατό ρίγος. "Οταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε την ευθύ­νη του χωρίου, καί είπε σ' αυτούς πού ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, καί να τον πάνε στον Χατζεφεντη(Αγ.Αρσένιο.). "Οπως καί έκαναν. Ό Χατζεφεντής, όταν τον είδε σ' αυτή την κατάσταση καί έμαθε πού είχαν έρθει Τσέτες, ούτε καί την φυλλάδα του πήρε να τον διάβαση, αλλά, χωρίς να χασομερήση καθό­λου, πήρε ένα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), το ευλόγη­σε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι καί του είπε: «Πήγαι­νε, παλληκάρι, στην ευχή του Χρίστου καί δίωξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας». Αμέ­σως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωρίου καί τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία.
* * *
Θεοπτία
Ο Γέροντας Παϊσιος
«Από ένδεκα χρονών διάβαζα βίους Αγίων κα'ι έκα­να νηστείες καί αγρυπνίες. Ό αδελφός μου ό με­γαλύτερος έπαιρνε καί έκρυβε τους βίους. Δεν κα­τάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος καί συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ό Κώστας, του είπε: "θα σου τον κάνω να τα παρατήση όλα".
»τΗρθε καί μου ανέπτυξε την θεωρία του Δαρ­βίνου. Κλονίστηκα τότε καί είπα: "Θα πάω να προ­σευχηθώ, κα'ι, αν ό Χριστός είναι Θεός, θα μου πα­ρουσιαστή να πιστέψω. Μια σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου δείξει". Τόσο μου κοβε. Πήγα κα'ι άρχισα μετά­νοιες καί προσευχή για ώρες, αλλά τίποτε. Στό τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μου ήρθε τότε στην σκέψη κάτι πού μου 'χε πει ό Κώστας: "Παραδέχο­μια ότι ό Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του καί τον καταδίκασαν οι συμπα­τριώτες του". Τότε είπα: "Άφού είναι τέτοιος, καί άνθρωπος να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω καί να θυσιασθώ γι’ Αυτόν. Δεν θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητα του καί την καλωσύνη του αξίζει κάθε θυσία". (Καλός λογισμός καί φιλότιμο).
»Ό Θεός περίμενε την αντιμετώπιση μου. "Υ­στερα από αυτό παρουσιάσθηκε ό Ίδιος ό Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από την μέση και πάνω. Με κοίταξε με πολλή αγάπη καί μου είπε; "Εγώ ειμί ή άνάστασις καί ή ζωή. Ό πιστεύων εις εμέ, καν άποθάνη, ζήσεται . Τα λόγια αυτά ήταν γραμμένα καί στο Ευαγγέλιο πού κρατούσε ανοικτό ατό αριστερό χέρι Του».
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο(π.Παϊσιο.) τους λογισμούς αμφιβολίας, πού τάραζαν την παιδική του ψυχή, καί γνώρισε με την χάρι του Θεοΰ τον Χριστό ως Θεό αληθινό καί Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύ­ριο, πού του αποκαλύφθηκε καί μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογού­σε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
* * *

Επειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Έλληνοϊταλικοΰ πολέμου,της κατοχής καί του ανταρτοπόλεμου.
Τότε ο Αρσένιος ( π.Παϊσιος) και η οικογένειά του πέρασαν
πολλές δυσκολίες καί κινδύνους.
Τά χρόνια της κατοχής πολλοί φτωχοί πή­γαιναν στην μητέρα του για να ανταλλάξουν πο­λύτιμα πράγματα με δυο χούφτες αλεύρι. Εκείνη τους έδινε αλεύρι καί ψωμί, αλλά δεν έπαιρνε ούτε
χρήματα, ούτε τα οικογενειακά τους κειμήλια. Ζύ­μωνε συχνά. Το ψωμί τελείωνε γρήγορα γιατί μοί­ραζε πολλά ψωμιά στους
πεινασμένους. Ό αδελφός του Ραφαήλ έδινε καλαμπόκι, χωρίς να παίρνη χρή­ματα, ή το αντάλλασσε με λάδι που το έδινε στην Εκκλησία. Ό Γέροντας λυπόταν αργότερα γιατί λόγω της ηλικίας του δεν μπορούσε να βοηθήση πε­ρισσότερο, όπως θα ήθελε, τους ανθρώπους στα δύ­σκολα χρόνια της κατοχικής πείνας.
Στόν ανταρτοπόλεμο τον συνέλαβαν οι κομ­μουνιστές αιχμάλωτο καί τον φυλάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστημα έμεινε στην φυλακή καί υπέφερε από τις ψείρες καί το πολύ στρίμωγμα. Σέ ένα μι­κρό δωμάτιο έβαλαν πολλούς. "Οταν ξάπλωναν ό τελευταίος έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσα τους.
Δοκιμάστηκε ο Γέροντας καί ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μόνο του καί υστέρα έβαλαν δυο α­ντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε έντονα επι­καλούμενος την Παναγία καί αμέσως ένιωσε «δύναμιν εξ ύψους», πού τον ενίσχυσε καί τίς έβλεπε με α­πάθεια σαν αδελφές του, όπως ό Αδάμ την Εύα στον Παράδεισο. Τίς μίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν καί έφυγαν κλαίγοντας.
Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλά­μπους, έλεγε ο Πρόδρομος ο Ψάλτης, πήγαμε στην Παναγία (σο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. "Οταν φθάσα­με στους Αίνους, βγήκε και ό Χατζεφεντής(Αγ.Αρσένιος.) από το Ιερό, για να ψάλουμε μαζί. Ενώ ψάλλαμε στο ίδιο αναλόγι, βλέπω ξαφνικά έναν Ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγι, ό όποιος ήταν σκυφτός και ακου­μπούσε στην πατερίτσα του, και άρχισα να τρέμω από ευλάβεια. Ό Χατζεφεντής, όταν με είδε να τρέμω, με ρώτησε: "Μήπως κρυώνεις;". Καί εγώ του είπα "όχι," και του έδειξα τον Ασπρομάλλη Γέρο πού ήταν απέ­ναντι μας. Ό Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου καί του μίλησε Τουρκικά: "Ελατέ να ψάλουμε μαζί". Ό Ασπρομάλλης όμως δεν απάντησε, παρά μας έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας. Επειδή εγώ δεν πρόσεχα πια στο βιβλίο, αλλά κρυφοκοιτούσα τον Γέρο εκείνον καί ό νους μου ήταν σ" αυτόν, αυτό είχε δημιουργήσει χασμωδία καί ό Ασπρομάλλης αναγκάσθηκε να φυγή. Φεύγοντας δε, τον είδαμε να εξαφανίζεται στην μικρή λίμνη του "Αγιασμού καί τα νερά του Αγιασμού να πετιούνται μέσα στον Ναό. Ό Χατζεφεντής είπε δτι ό Ασπρομάλλης εκείνος Γέρος ήταν ό "Αγιος Χαράλαμπος. Τελειώσαμε καί την θεία Λειτουργία και μετά πήγαμε στο χωριό καί εκεί διη­γήθηκα το γεγονός. Τότε πολλοί Φαρασιώτες έτρεξαν στο Εξωκλήσι της Παναγίας καί πήραν με ευλάβεια από το Άγιασμα πού είχε πεταχθή μέσα στον Ναό από το θαύμα του "Αγίου».
* * *

Διηγήθηκε ό Γέροντας Παϊσιος :
«Μια γνω­στή μου γριά ήταν πολύ τσιγγούνα. Ή κόρη της ήταν πολύ καλή καί ό,τι ήθελε να δώση ελεημοσύνη το έριχνε από το παράθυρο έξω, έβγαινε με άδεια χέρια, για­τί την ελέγχε μήπως πήρε τίποτε, καί υστέρα το έ­παιρνε καί το έδινε. "Ομως αν της έλεγε ότι ό καλόγηρος (εγώ δηλαδή), είπε να μου δώσης αυτό το πράγμα, το έδινε.
»Μετά τον θάνατο της βλέπω έναν νέο (θα’τανε ό φύλακας της Άγγελος) καί μου λέει: ""Ελα κα'ι σε θέλει ή...". Δεν μπόρεσα να καταλάβω τί μου συνέβη κα'ι βρεθήκαμε στην Κόνιτσα, μπροστά σ' ένα τάφο. Κάνει το χέρι του έτσι καί ανοίγει ό τάφος. Βλέπω μέσα ένα πολτό από γλίτσες καί την γνωστή μου γριά, πού είχε αρχίσει να λυώνη καί να φωνάζη: "Καλόγερε, σώσε με".
»Τήν πόνεσα, την λυπήθηκα. Χωρίς να την σι­χαθώ, κατέβηκα μέσα, την αγκάλιασα καί την ρωτούσα: "Τί έχεις;". Μου λέει: "Πες μου, ό,τι μου ζήτη­σες εγώ πρόθυμα δεν σου το’δωσα;" "Ναί, έτσι είναι", είπα.
"Εντάξει", την καθησύχασε ό νέος (φύ­λακας "Αγγελος της).
"Εκανε πάλι το χέρι του έτσι κα'ι ξανατράβηξε τον τάφο σαν κουρτίνα καί βρέθηκα πάλι στο Καλύβι.
Οί αδελφές από την Σουρωτή με ρώτησαν:
"Τί σου συνέβη του αγίου Ανδρέα;". Απαντώ:
"Να κάνετε προσευχή γι' αυτή την ψυχή".
Σέ δυο μήνες την βλέπω πάλι. Υπήρχε ένα χάος και ψηλά σ' ένα ίσιωμα ήταν παλάτια, σπίτια πολλά, άνθρωποι πολλοί. Εκεί πάνω ήταν ή γριά πολύ χαρούμενη. Το πρόσωπο της ήταν σαν μικρού παιδιού· μόνο ένα σημαδάκι είχε καί ένα Αγγελάκι το έτριβε για να καθαρίση καί αυτό.
Βαθιά στο χάος είδα κάποιους να χτυπιού­νται, να ταλαιπωρούνται καί να προσπαθούν να α­νέβουν πάνω.
Τήν αγκάλιασα από χαρά. Την πήρα πιο πέ­ρα, για να μην μας βλέπουν καί πληγώνονται. Μου είπε: ""Ελα να σου δείξω πού με έβαλε ό Κύριος"».
* * *
Κάποτε προσευχόμουν για τους δαίμονες γο­νατιστός», ανέφερε ο Γέροντας Παίσιος, «έχοντας το κεφάλι μου ακου­μπισμένο στην γη καί έλεγα; "Εσύ Θεός είσαι καί, άμα θέλης, μπορείς να βρης ένα τρόπο, για να σωθούν καί αυτοί οι ταλαίπωροι δαίμονες...".
»Ένώ έλεγα αυτά προσευχόμενος με πόνο, βλέ­πω ένα κεφάλι σκυλίσιο δίπλα μου να μου βγάζη την γλώσσα καί να με κοροϊδεύη. "Ισως ό θεός το ε­πέτρεψε για να μου δείξη ότι Εκείνος θέλει να τους σώση αλλά οι δαίμονες δεν μετανοούν».

* * *
Ηρθε στο "Αγιον "Ορος καί γύρι­ζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλι­κίας 16-17 χρόνων, ό Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή οποίον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη καί ή­ξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανα έ­κανε επιδείξεις πού προξενούσαν εντύπωση. Χτυ­πούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες καί έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. "Εσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κά­τω τα τσόφλια καί οι καρποί έμεναν κολλημένοιστο χέρι του.
Κάποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέ­ροντα για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τί δυνάμεις είχε καί τί μπορούσε να κάνη. Και ο Γέροντας απάντησε
‘Ότι ό ΐδιος δεν έχει καμιά δύναμη και ότι όλη ή δύ­ναμη είναι του θεού.
Ό Γιωργάκης θέλοντας να επίδειξη την δύναμη του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέ­τρα που ήταν σε απόσταση καί ή πέτρα έγινε θρύ­ψαλα. Τότε ό Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα καί του είπε να την σπάση καί αύτη. Αυτός συγκε­ντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη, καί οι σατανι­κές δυνάμεις, πού νόμιζε ότι ελέγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα,
στράφηκαν εναντίον του καί τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέμα­τος. Ό Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.
«Άλλη φορά», διηγήθηκε ό Γέροντας, «ενώ συζη­τούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια καί μου τα γύρισε προς τα πίσω. ""Αν μπορή, ας ερθη να σ' ελευθέρωση ό Χατζεφεντής(Αγ.Αρσένιος)", μου είπε. Το αισθάν­θηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου καί τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπο μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ό Θεός.
Τή νύχτα τον κράτησα καί κοιμήθηκε στο Κελλί μου. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο καί τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια κα! χώματα, ομολογοϋσε: "Με έδειρε ό Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω"».
Έπεισα τον Γιωργάκη να μου φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε.
* * *



Γέροντα, κάποια κυρία σαράντα χρόνων, που έχει μεγάλα παιδιά, είναι έγκυος τριών μηνών. Ό άνδρας της την απειλεί πώς, αν δεν κάνη έκτρωση, θα την χωρίσει.
- "Αν κάνη έκτρωση, θα την πληρώσουν τα άλλα παι­διά τους με αρρώστιες και ατυχήματα. Σήμερα οι γονείς σκοτώνουν τα παιδιά με τις εκτρώσεις και δεν έχουν την ευλογία του Θεού. Παλιά, αν γεννιόταν ένα παιδάκι άρρω­στο, το βάπτιζαν, πέθαινε αγγελούδι, και ήταν πιο ασφα­λισμένο. Είχαν οι γονείς και αλλά γερά παιδιά, είχαν και την ευλογία του Θεού. Τώρα γερά παιδιά τα σκοτώνουν με τις εκτρώσεις και διατηρούν στην ζωή αλλά που είναι αρρωστημένα. Τρέχουν οι γονείς στην Αγγλία, στην Αμε­ρική να τα θεραπεύσουν. Και συνεχίζεται μετά να γεν­νιούνται πιο άρρωστα, γιατί και αυτά, αν ζήσουν και κά­νουν οικογένεια, μπορεί να γεννήσουν πάλι άρρωστα παιδιά, οπότε τί βγαίνει; Ενώ, αν γεννούσαν μερικά παι­διά, δεν θα έτρεχαν τόσο πολύ για το ένα, το άρρωστο. Θα πέθαινε και θα πήγαινε αγγελούδι.
- Γέροντα, διάβασα κάπου ότι κάθε χρόνο γίνονται σε όλο τον κόσμο πενήντα εκατομμύρια εκτρώσεις και διακόσιες χιλιάδες γυναίκες πεθαίνουν από τις αμβλώ­σεις πού κάνουν.
- Σκοτώνουν τα παιδιά, γιατί λένε ότι, αν πληθύνει ό κόσμος, δεν θα έχουν να φάνε, να συντηρηθούν οι άνθρωποι. Τόσες ακαλλιέργητες εκτάσεις υπάρχουν, τόσα δάση, πού σε λίγο χρόνο, με τα μέσα πού υπάρ­χουν σήμερα, μπορούν να τα κάνουν λ.χ. ελαιώνες και να τα δώσουν στους ακτήμονες. Δεν είναι ότι θα κοπούν τα δένδρα και δεν θα υπάρχει οξυγόνο, γιατί πάλι δέν­δρα θα μπουν. Στήν Αμερική καίνε το σιτάρι και εδώ στην Ελλάδα πετούν τα φρούτα κ.λπ. στην χωματε­ρή, και εκεί στην Αφρική οί άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Οταν στην Άβησσυνία πέθαιναν οί άνθρω­ποι από πείνα, γιατί είχε πολλή ανομβρία, είχα πει σε κάποιον γνωστό μου εφοπλιστή, πού βοηθάει σε τέ­τοιες περιπτώσεις, να πάει στην χωματερή και να πα­ρακάλεση να φόρτωση κανένα πλοίο να τα πάει εκεί δωρεάν. Με κανέναν τρόπο δεν του έδωσαν.
Πόσες χιλιάδες έμβρυα σκοτώνονται κάθε μέρα! Ή έκτρωση είναι φοβερή αμαρτία. Είναι φόνος, και μά­λιστα πολύ μεγάλος φόνος, γιατί σκοτώνονται άβάπτιστα παιδιά. Πρέπει να καταλάβουν οι γονείς ότι ή ζωή αρχίζει από την στιγμή της συλλήψεως.((Π.Παίσιος-Εκδ.Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι. ο Θεολόγος-Θεσσαλονίκη)

* * *

Κάποτε , στα Φάρασα της Μ.Ασίας, ένας λήσταρχος Τούρκος μπήκε μέσα στον Ναό, την ημέρα της "Αναστά­σεως, ενώ είχε αρχίσει ή θεία Λειτουργία. Ό Χατζε­φεντής, (Αγ.Αρσένιος) μόλις τον είδε αρματωμένο καί με τέτοια αναίδεια, τον ειδοποίησε να φυγει έξω γρήγορα. Ό λήσταρχος όμως δεν έδωσε καθόλου σημασία, όπως καί ό Πατήρ δεν του είπε τίποτε πια, παρά συνέχισε ατάραχος την Θεία Λειτουργία. ‘Οταν όμως βγήκε στα ΄Αγια, στην Μεγάλη Είσοδο, ό Τούρκος άρχισε να τρέμει επί τόπου, χωρίς να μπορεί να φυγή έξω, διότι ένιωθε τον εαυτό του δεμένο με ένα αόρατο δέσιμο. Το έπαθε αυτό, όταν είδε τον Πατέ­ρα Αρσένιο στα "Αγια, να μην πατάει στην γη, αλλά να περπατάει στον αέρα. Αφού λοιπόν μπήκε με τα "Αγια στο Ιερό, μετά έκανε ό Πατήρ στον Τούρκο νόημα να φυγή καί τότε ένιωσε τον εαυτό του λυμένο ό Τούρκος καί βγήκε έξω από τον Ναό τρέμοντας καί έπεσε σε μια άκρη σαν νεκρός στην γη.
"Οταν τελείωσε ή Θεία Λειτουργία καί ό κόσμος όλος σκόρπισε στα σπίτια τους, ένας επίτροπος τον είδε τον λήσταρχο κάτω πεσμένο σε μια άκρη και είπε στον Χατζεφεντη:
- Να έχω την ευχή σου, εκείνος ό Τούρκος είναι πεσμένος κάτω στην γη σαν πεθαμένος.
Ό Πατήρ του είπε:
- Καλά.
"Οταν τελείωσε και αυτός από το Ιερό και έφευγε, πήγε και τον σήκωσε επάνω, και έτσι μπόρεσε να στηριχθεί στα πόδια του. "Αφού του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, είπε στον επίτροπο:
- Δωσ' του πέντε γρόσια, μια πού είναι Πάσχα σήμερα.
΄Εφυγε μετά θεραπευμένος και κατατρομαγ­μένος και μάζεψε όλους τους Τούρκους (Τσέτες) πού είχαν κυκλωμένο το χωριό, και έφυγαν όλοι φοβισμένοι
.(«Ο Άγ.Αρσένιος ο Καππαδόκης» Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι. ο Θεολόγος-Θεσσαλονίκη)
* * *
Είχε καταβασανισθεί η κυρία Γ… από το χωριό … της Αργολίδος όπου κατοικεί. Μία γειτόνισσά της την ταλαιπωρούσε πολύ με την πονηριά της και την μαγική τέχνη όπου μετερχόταν. Μα και η κυρία Γ… δεν έμενε με σταυρωμένα χέρια . Από τότε που συνειδητοποίησε τι συμβαίνει άρχισε να προσεύχεται εντατικά, να σηκώνεται ακόμη και τα μεσάνυχτα και να κάνει προσευχή στον Ι.Χριστό να την λυτρώσει από αυτόν τον πειρασμό.
Κάποια μέρα δε ένοιωθε αρκετό βάρος μέσα της να την στεναχωρεί και να πηγαίνει να την πνίξει.
Αμέσως τηλεφώνησε στον π.Β… στο Άγιον Όρος που την συμβούλεψε να εντείνει ακόμη περισσότερο την προσευχή για εκείνη την ημέρα.
Όλο το βράδυ λοιπόν δεν σταμάτησε να ικετεύει τον Ι.Χριστό να την βοηθήσει .Πράγματι,όσο περνούσε η ώρα τόσο ένοιωθε την γαλήνη του Θεού να ειρηνεύει και να αναπαύει την ταλαιπωρημένη της ψυχή.
Μόλις έφτασει να πει το Δι’ευχών σκέφτηκε να ψάλει και το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…»
Δεν πρόφτασε όμως να το τελειώσει και μέσα στα μεσάνυχτα ακούει την φωνή της μάγισσας γειτόνισσας να φωνάζει σπαρακτικιά μέσα στο σκοτάδι ¨Με έκαψες..μ’έκαψες…» Πόση αποτελεσματική λοιπόν είναι η αγάπη και η δύναμη της Παναγίας μας η οποία δείχνεται ακόμη περισσότερο σε όσους την επικαλούνται με πίστη και ελπίδα.


* * *

Γέροντα ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή;
Η Πνευματική Αρχοντιά, γιατί με αυτήν συγγενεύουμε περισσότερο με τον Ι.Χριστό.
Να βλέπατε ένα κοριτσάκι στην Αυστραλία τί αρ­χοντιά είχε! Είμασταν στην Κανμπέρα. Είχα δει τους τελευταίους ανθρώπους πού είχαν έρθει εκεί και σε λίγο θα φεύγαμε. Βλέπω, σταματάει ένα αυτοκίνητο και κατεβαίνει ένα ανδρόγυνο με το κοριτσάκι τους. «Γέροντα, σας προλάβαμε», μου λένε. «Ναι, τους λέω, σε λίγο φεύγουμε». «Γέροντα, λέει ό άνδρας, εγώ ας μην έρθω· δεν πειράζει· μόνον ή σύζυγος να σας δει λίγο, για να αναπαυθεί, γιατί είναι ευαίσθητη». Πή­γαμε λίγο πιο πέρα με την μάνα, για να μου πει τί ήθε­λε. Το κοριτσάκι έτρεχε από πίσω της. «Κάθησε, του λέω, θα έρθη ή μαμά». «Εσύ έχεις μαμά;», με ρωτάει. «Δεν έχω», του λέω. Βλέπω, τα ματάκια του βούρκωσαν. «θέλεις να σου δώσω την δική μου μαμά;», μου λέει. Το ρωτάω τότε κι εγώ: «Εσύ έχεις πάππου;». «"Οχι», μου λέει. «θέλεις πάππου;». «Θέλουμε, μου λέ­ει. Θέλεις να καθήσεις στο σπίτι το δικό μας ή θέλεις να καθήσουμε εμείς στο δικό σου; "Οπως θέλεις», μου λέει. Τέτοια αρχοντιά! Μικρό παιδί να θυσιάσει την μάνα του! Και να δείτε, είχε αντιγράψει τους γονείς του. Ό πατέρας είχε πολλή αρχοντιά. Τον αγκάλια­σα, τον φίλησα, τον συνεχάρηκα. Πόσες ευχές του έδωσα! Τέτοιοι άνθρωποι συγκινούν και τον πιο σκλη-ρόκαρδο άνθρωπο, πόσο μάλλον τον καλό θεό! (Π.Παίσιος-Εκδ.Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι. ο Θεολόγος-Θεσσαλονίκη)

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ