Διηγείται ο π. Παϊσιος:
«Όταν ήμουν στη Μονή Στομίου γνώρισα έναν πολύτεκνο οικογενειάρχη, πατέρα εννέα παιδιών, αγροφύλακα.Όταν επέστρεφε από την υπηρεσία του, περνούσε από το Μοναστήρι, με παρακαλούσε να ανάψει ο μας τα καντήλια κι όταν έφευγε τριακόσια μέτρα πιο πέρα, έριχνε πάντα μια ντουφεκιά. Μια μέρα τον παρακολούθησα: Άναβε την καντήλα μας Παναγίας, βουτούσε το δάκτυλό του στην κανδήλα, γονάτιζε, άπλωνε τα χέρια του μας την εικόνα και έλεγε: «Παναγία μου, εννιά παιδιά έχω. Οικονόμησέ τα λίγο κρέας». Άλειφε με το λαδάκι το στόχαστρο στην κάνη του ντουφεκιού και έφευγε. Τριακόσια μέτρα έξω από τη Μονή τον περίμενε ένα αγριοκάτσικο! Θαύμασα την βεβαία ελπίδα του αγροφύλακα, αλλά και την πρόνοια μας Παναγίας».
* * *
Περνάμε τα χειρότερα χρόνια. Πολλοί «Άγιοι θα ήθελαν να ζούσαν στην εποχή μας, γιατί θα μας δίνονταν ή ευκαιρία να αγωνιστούν πολύ. Και πολλοί ευλαβείς χριστιανοί θα ήθελαν να ζούσαν στην εποχή μας για να αγωνιστούν κι αυτοί. Εμείς δυστυχώς μένουμε έτσι». (π.Παίσιος.)
Εκβάλει δαιμόνια.
Στις 13 του Σεπτέμβρη, το 1987, δαιμόνιο ενόχλησε το Γιώργο Λ., ένα παληκάρι 22 ετών. Κάθε μέρα και η κατάστασή του χειροτέρευε. Τον Οκτώβρη η μητέρα του και ο αδερφός του φέρανε το Γιώργο στη Μονή. Παρακάλεσαν τον π. Ιάκωβο να προσευχηθεί και να διαβάσει εξορκισμούς. Μπροστά στο Ι. Ναό το δαιμόνιο αντέδρασε φοβερά. Έβριζε κι αισχρολογούσε, χειρονομούσε και απειλούσε. Μέσα στο Ι.Ναό συνέχισε πιο έντονα την αντίδραση. Άνοιξε τη λειψανοθήκη ο π. Ιάκωβος, κατέβασε την κάρα του οσίου Δαβίδ και άρχισε να διαβάζει εξορκισμούς. όσο διάβαζε τους εξορκισμούς, ήταν υψωμένος περίπου μισό μέτρο πάνω από τη γη και πατούσε σ’ ένα μαύρο νάνο με κέρατα και ουρά (στο δαιμόνιο).Πολλοί παρακολουθούσανε τους εξορκισμούς αυτούς και κάποιοι καταγράψανε διαλόγους μεταξύ του π. Ιακώβου και των δαιμόνων. Οι δαίμονες μιλούσανε με το στόμα των δαιμονισμένων, που βρίζανε άσχημα
–Μου σπας τα κέρατα… Σε πολεμάω εξήντα πέντε χρόνια. Δεν μπορώ να σε ρίξω σε κάποια αμαρτία, να σε πάω στην κόλαση. Να εύχεσθε σ’αυτόν το Γέρο (=τον όσιο Δαβίδ), αλλιώς θα σας είχα λιώσει…Έπειτα το δαιμόνιο άλλαξε τακτική και φώναζε στο γέροντα:–Είσαι άγιος… Έχετε άγιο εδώ και δεν το καταλάβατε
.Ο γέροντας αποστόμωνε αμέσως:–Τα λες να με παρασύρεις, αμ’ δε σ’ακούω… γη και σποδός είμαι… εγώ είμαι ταπεινός…
Το δαιμόνιο ήξερε καλά, ομολογούσε και αντιδρούσε:–Αυτή η ταπείνωση , με καίει ρε… φύγε ρε…–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε) Είμαι κοσμοκράτωρ Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου… Εκείνο που ήθελα το’κανα,.Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι, σας φυλάει όμως ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε.
–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει. Τότε αυτή με θυμό:–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί; Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου, παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου ή σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν ή βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα. Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’εμένα!Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο, τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και ο Ι.Χριστός θα την
καταργήσει!
.( Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος , εκδόσεις «Τροχαλία»)
Δεν υπήρχε αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο. Κανείς δεν με είχε αγαπήσει αληθινά για αυτό που είμαι. Όλοι με «αγαπούσαν» για κάποιο λόγο. Οι κοπέλες μας «αγαπούσαν», αν είχαμε ωραίο πρόσωπο, σώμα, μάτια. Αν όμως πάθαινα ένα ατύχημα και έχανα το πόδι μου ή παραμορφωνόταν το πρόσωπό μου, «εγώ» πάλι δεν θα ήμουν το ίδιο πρόσωπο; Κι όμως, καμιά δεν θα έμενε δίπλα μου. Καμιά δεν με αγαπούσε αληθινά. Οι φίλοι μου γιατί με αγαπούσαν; Για το μυαλό; τις ιδέες; για τις γνώσεις; Μα αν δεν είχα πάει στο Πανεπιστήμιο, πάλι δε θα ήμουν ο ίδιος, το ίδιο πρόσωπο; Αν χτυπούσα στο κεφάλι και γινόμουν λίγο βαρύς στο νου, ο βαθύτερος πυρήνας μου, η ψυχή μου, δε θα ήταν πάλι ο ίδιος; Ποιος θα με αγαπούσε τότε; Κανείς. Ακόμα και η αγάπη των γονιών μου δεν ήταν καθαρή. Τη σκίαζαν κάποιες προσδοκίες. Κάποια επιθυμία ανταπόδοσης στο μέλλον. Εκτός από τη φυσική αγάπη με αγαπούσαν και για κάποιους λόγους. Γιατί ήμουν έξυπνος, γιατί ήμουν καλός μαθητής, γιατί θα τους φρόντιζα στα γεράματα. Μα δεν υπήρχε κανείς να με αγαπάει για αυτό που ήμουν; Άδολα, χωρίς συμφέρον, χωρίς να περιμένει κάποια ανταπόδοση; Δεν είχε σημασία αν ήμουν έξυπνος ή χαζός, όμορφος ή άσχημος, καλός ή κακός. Υπήρχα εγώ, πίσω και πέρα από όλα αυτά τα επιφανειακά πράγματα, ο αληθινός εαυτός μου. Ήθελα κάποιος να με αγαπήσει έτσι, χωρίς λόγο, μόνο γιατί υπήρχα. Να αγαπήσει το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής μου και όχι τα κοινωνικά φτιασιδώματα. Έτσι απελπισμένος πήγα κάποτε στον π. Παΐσιο και του άνοιξα τα βάθη της καρδιάς μου. Με αγωνία περίμενα απάντηση. Και εκείνος με αγάπη μου απάντησε:
«Ο άνθρωπος αξίζει να αγαπηθεί μόνο, γιατί είναι εικόνα Θεού. Δεν έχει σημασία ούτε καν αν είναι καλός ή κακός, ενάρετος ή αμαρτωλός. Ο άνθρωπος αξίζει να αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι. Ο Χριστός αγάπησε και θυσιάστηκε για ανθρώπους αμαρτωλούς, διεστραμμένους . «Ουκ ήλθα δικαίους, αλλά αμαρτωλούς καλέσαι εις μετάνοιαν ». Έτσι πρέπει να τους αγαπάμε όλους αδιάκριτα. Όπως ο ήλιος ανατέλλει για όλους, έξυπνους και χαζούς, αγαθούς και πονηρούς, όμορφους και άσχημους, έτσι και η αγάπη μας πρέπει να είναι σαν την αγάπη του Θεού, που μοιάζει με τον ήλιο και απευθύνεται αδιακρίτως σε όλα πλάσματά Του (Από το Ίντερνετ.)
*** *** ***
«Καλοί είναι οι γονείς που γεννούν πολλά παιδιά και γίνονται πολύτεκνοι, αλλά καλύτεροι είναι οι σωστοί εκπαιδευτικοί που αναγεννούν του κόσμου τα παιδιά και γίνονται υπέρ-υπέρ-πολύτεκνοι.» (π.Παίσιος.)
-