ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΟ μεσημέρι έξω από την καλύβη του Γέροντα Παϊσίου καί κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης ελιάς μια ομάδα προσκυνητών του εξέθετε παρόμοιες ανησυχίες. Τους άκουγε προσεκτικά κι όταν τελείωσαν καί περίμεναν ν' ακούσουν την γνώμη του, τους είπε:
Θα σας διηγηθώ μία ιστορία που θα’ναι και η απάντηση στις ανησυχίες σας:
«Ήταν τρεις Ευρωπαίοι: ό ένας γιατρός, ό άλλος μετεωρο-
λόγος κι ό τρίτος ωρολογοποιός. Σκέφτηκαν, λοιπόν, καί οί τρεις δτι, έτσι όπως ήταν σπουδασμένοι καί με πολλές γνώσεις, θα τους συνέφερε να πάνε στην Ελλάδα. Έκεΐ θα έπιαναν «μεγάλα πόστα» καί θα κέρδιζαν πολλά χρήματα. Ξεκίνησαν, λοιπόν, να έρθουν στην πατρίδα μας. Πέρασαν τα σύνορα, μπήκανε στην Ελλάδα καί νυχτωθήκανε σ' ένα μύλο.
Ό μυλωνάς, μόλις τους είδε, γεμάτος χαρά τους υποδέχτηκε καί τους προσκάλεσε να περάσουν μέσα, στο φτωχικό του, για να τους φιλοξενήσει. "Αρχισε να μαγειρεύει μπόλικο καί νόστιμο φαγητό κι όταν ετοιμάστηκε, έστρωσε το τραπέζι καί τους προσκάλεσε να καθίσουν όλοι μαζί να φάνε. Οί Ευρωπαίοι έφαγαν με μέτρο, πολύ συντηρητικά, άφοϋ άλλωστε χαρακτηρίζονται ως λιτοδίαιτοι. Ό μυλωνάς συνέχεια τους παρότρυνε να φάνε, εκείνοι όμως τον ευχαριστούσαν καί του δήλωναν πώς έφαγαν πολύ καλά. Ό μυλωνάς όμως είχε άλλο «τυπικό»; "Εφαγε, δπως λέμε εμείς εδώ, «του σκασμού» καί δεν άφησε καθόλου περισσεύματα στο τραπέζι. "Ηπιε καί πάρα πολύ νερό καί σαν να μην έφτανε αυτό, πήγε κι έφερε μια λεκάνη βερίκοκα. Οί Ευρωπαίοι αρκέστηκαν να πάρουν από ένα, ενώ ό μυλωνάς έφαγε δλα τα υπόλοιπα βερίκοκα της λεκάνης. Καί τότε έκανε κάτι, πού γέμισε έκπληξη τους Ευρωπαίους: Πήγε κι έφερε δυο πέτρες κι έσπασε καί τα κουκούτσια από τα βερίκοκα καί τα έτρωγε!
"Εσκυψε, λοιπόν, διακριτικά ό γιατρός προς τους άλλους δυο καί τους είπε:
-"Αν μας πει να κοιμηθούμε μέσα στο μύλο, να μην δεχτείτε. Αυτός, από το πολύ φαγητό καί το νερό, σίγουρα θα σκάσειαπόψε καί μπορεί να μας κατηγορήσουν ότι συντελέσαμε κι εμείς σ' αυτό.
Ενώ, λοιπόν, οί Ευρωπαίοι συζητούσαν μεταξύ τους, λάλησε άπ' έξω ό πρώτος κόκορας κι ό μυλωνάς τους λέει:
-"Αντε αδέλφια, ή ώρα είναι δώδεκα, τα μεσάνυχτα! "Αντε να κοιμηθούμε, γιατί κι εγώ έχω το πρωί δουλειά κι εσείς έχετε ταξίδι!
Του δήλωσαν την πρόθεση τους να βολευτούν έξω σε κάποια μεριά, όπου καί θα κοιμόντουσαν.
'Αλλά ό μυλωνάς είχε τίς αντιρρήσεις του:
-Βρε ευλογημένοι, γιατί να κοιμηθείτε έξω; Χώρια πού ύ- πολύ, «θα ρίξει καρεκλοπόδαρα».
Όχι, επέμεναν έκεΐνοι' καί τελικά κοιμήθηκαν έξω. Την νύχτα έβρεξε καταρρακτωδώς κι έγιναν μούσκεμα. Όταν χάραξε, βγήκε έξω ό μυλωνάς καί τους είπε:
-Δεν σας το 'λεγα εγώ, ότι θα βρέξει καί θα γίνετε μούσκεμα; Τέλος πάντων, περαστέ μέσα, γιατί είναι έξι ή ώρα, να στεγνώσετε καί να πάρετε ένα πρωινό.
-Δεν έσκασε! Είπε με θαυμασμό, μόλις τον είδε, ό γιατρός.Καί γυρνώντας προς το μυλωνά:
-Πώς τα κατάφερες με τόσο φαγητό καί δεν έπαθες τίποτα;
-Ευλογημένε, δεν με είδες πού έπινα συνεχώς νερό; Το νερόεδώ είναι πολύ χωνευτικό καί μετά, όλα εκείνα τα πικρά κουκούτσια από τα βερίκοκα πού έφαγα, βοήθησαν καί χώνεψα καίμάλιστα σε λίγες ώρες πεινούσα κιόλας!
Τότε, πήρε το λόγο ό μετεωρολόγος:
-Καλά με το φαγητό! Θέλω όμως κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι: "Εχω φάει τα χρόνια μου στο πανεπιστήμιο, σπούδασα μετεωρολόγος καί χτες δεν κατάλαβα ότι θα βρέξει. Εσύ πώς το κατάλαβες καί μάλιστα ήσουν τόσο σίγουρος γι' αυτό;
-'Έ, ευλογημένε, χαρά στο πράγμα! Χτες όλη την ήμερα τα γουρούνια κυλιόντουσαν μέσα στην λάσπη!
Τέλος μίλησε κι ό ωρολογοποιός. Τον ρώτησε πώς, χωρίς να 'χει ρολόι, ήξερε το προηγούμενο βράδυ ότι ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα - καί τους είπε να πάνε για ύπνο - καί τώρα, το πρωί,ότι ήταν έξι τα χαράματα.
"Ε, ευλογημένε, κάνεις καί συ κάτι ερωτήσεις! Το βράδυ, πού τρώγαμε λάλησε ό πρώτος πετεινός τότε ή ώρα ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα. Όταν λαλήσει ό δεύτερος, είναι τρεις κι όταν λαλήσει ό τρίτος, είναι έξι τα χαράματα.
Οι Ευρωπαίοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μ' ένα βλέμμα πού δήλωνε πλήρη απογοήτευση καί είπαν:
- Πάμε να φύγουμε από την Ελλάδα! Εδώ δεν πρόκειται να στεριώσουμε! "Αν ένας αγράμματος μυλωνάς τα ξέρει όλα, τότεοι άλλοι τί θα 'ναι;
Κι επέστρεψαν στην Ευρώπη.»
Εδώ ό Γέροντας τελείωσε αυτή την χαριτωμένη ίστοριούλα καί βέβαια, ενώ το κλίμα της παρέας, όταν ήρθε, ήταν βαρύ, τώ-
ρα είχε αλλάξει Όλη ή παρέα «σπαρταρούσε» από το γέλιο κι έλαμπαν τα πρόσωπα τους από χαρά. Ό Γέροντας δεν έκανε ποτέ το δάσκαλο, δεν ήθελε να συμβουλεύει καταφεύγοντας σε διάφορες διδασκαλίες καί δεν έδινε ανθρώπινες εντολές. Ήξερε να μιλάει απλά καί εν παραβολαίς, όπως ό Κύριος μας καί να αλλάζει προς το καλύτερο την διάθεση των ανθρώπων.
Χιλιάδες ήταν αυτοί πού κατέβαιναν το μονοπάτι, προς την καλύβη του με βαριά καρδιά καί με πόδια πού ϊσα - ϊσα τους κρατούσαν" όμως, εκ των υστέρων ομολογούσαν δτι στο γυρισμό τους, πού φυσικά ήταν καί ανήφορος, είχαν φτερά στα πόδια τους, καθώς καί στην καρδιά τους!(ΣΚΕΥΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ εκδ.Ιερομ.Χριστοδούλου Ι.Ησυχ.Παναγία η Φοβερά Προστασία
Γνώριζε και τα έγκατα της γης
Ό Γέροντας Πορφύριος ήταν ό χαριτωμένος άνθρωπος «πού γνώριζε τις φωνές των πουλιών και των ζώων, τόσο ως προς την προέλευση όσο και ως προς το νόημα. Όσφραινόταν τις ευωδιές από μεγάλες αποστάσεις, Αναγνώριζε τ' αρώματα και τή σύνδεση τους. Διέκρινε από πάρα πολύ μακριά τις ευωδιές των λουλουδιών. "Εβλεπε, όταν υστέρα από ταπεινή προσευχή ερχόταν στην κατάλληλη κατάσταση, στα βάθη της γης καί στο χάος του ουρανού ,νερά, πετρώματα, πετρέλαιο, ραδιενέργειες, θαμμένα αρχαία, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στα έγκατα της γης, υπόγιες πηγές, χαμένες εικόνες, σκηνές πού είχαν διαδραματιστεί αιώνες πρίν, προσευχές πού είχαν αναπεμφθεί, πνεύματα αγαθά καί πονηρά, την ψυχή την ίδια, το καθε τί. Δοκίμαζε το νερό άπ'τό βάθος της γης και μετρούσε τ'απρόσιτα. Ρωτούσε τα βράχια καί του διηγόντουσαν τα παλαίσματα των πρό αυτού ασκητών. Κοίταζε καί Θεράπευε."Εψαυε καί ίάτρευε. Ηύχετο καί έγένοντο. Άλλα δεν διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα αυτά του Θεού για το δικό του όφελος. Ποτέ δεν παρακάλεσε να γίνει καλά από δική του αρρώστια. Ποτέ δεν θέλησε να κερδίσει κάτι από κάποια γνώση, πού του πρόσφερε ή θεία χάρη». Ό Γέροντας Πορφύριος ήταν ό αλλοιωμένος άπ' το "Αγιο Πνεύμα ιερομόναχος. Είχαν ευαισθητοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό τα αισθητήρια του καί είχαν αναπτυχθεί στο έπακρο οί ανθρώπινες δυνατότητες του. Καί αυτή ή ιερή αλλοίωση είχε θαυμαστά αποτελέσματα.( .(ΑΡΩΜΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Πρεσβ.Διον.Τάτση.)
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ή γριά, ή γυναίκα του Κεχα, με τις νύφες είχαν αρμέξει και ή καθεμιά έκανε τη δουλειά της στο δικό της τσαντίρι. Ό Αχμέτ Κεχάς με τον πάππου μου κάθονταν στη σκιά κάτω από τα δένδρα και κουβέντιαζαν. Ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους έναν καλόγερο. Φορούσε στο κεφάλι έναν σκούφο και στον ώμο είχε περασμένο ένα ταγάρι. Τους χαιρέτησε με τα ονόματα τους: «Καλημέρα Αχμέτ Κεχά' καλημέρα 'Αντών». Εκείνοι σάστισαν. Ποιος ήταν και πώς ήξερε τα ονόματα τους; Πώς ήξερε ποιος είναι Τούρκος και ποιος Χριστιανός; Τον χαιρέτησαν κι εκείνοι: «Καλώς όρισες. Από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;». «Έρχομαι από την Ανατολή και πάω στη Ρωμυλία». «"Ελα, κάτσε να ξεκούραστης», του είπε ό πάππους μου. «Πείνας;», τον ρώτησε ό Αχμέτ Κεχάς, «Πεινάω δεν έχω φάει τίποτε». «Πήγαινε έκεί στις γυναίκες, να σου δώσουν κάτι να φας». Σηκώθηκε, πήγε στο τσαντίρι της γριάς. «Θέλω κάτι να φάω», της είπε. Ή γριά είχε μπροστά της μια λεκάνη γεμάτη βούτυρο και το τακτοποιούσε. «Κάτσε να σου βάλω να φας», του είπε. Του έδωσε βούτυρο και ψωμί. "Εφαγε, ευλόγησε, ευχαρίστησε τη γριά και βγήκε από το τσαντίρι. Πήγε στο άλλο. Ή νύφη τρουβάνιζε και έβγαζε το βούτυρο. «Δώσε μου λίγο αριάνι να πιω», της είπε. Ή νύφη γέμισε ένα κύπελλο αριάνι και του έδωσε να πιή. "Ηπιε, ευχαρίστησε και βγήκε από το τσαντίρι. Πήγε στην άλλη νύφη. Εκείνη έβραζε το γάλα πού είχαν αρμέξει σε μεγάλα μπακιρένια δίλαβα καζάνια. «Δώσε μου λίγο γάλα να πιω», της είπε. «Φύγε από εδώ, του λέει εκείνη. Πήγες στη μια, έφαγες· πήγες στην άλλη, ήπιες. Φύγε, δεν έχει τίποτε». Εκείνος έφυγε χωρίς να μιλήση καθόλου.
Γύρισε κοντά στους άνδρες. «"Εφαγες;», τον ρώτησαν. «"Εφαγα, σας ευχαριστώ. Ό Θεός να σας τα πληθύνη», απάντησε. Κάτω από τον πλάτανο στεκόταν ό τράγος, ό μπροστάρης του κοπαδιού, με μια τεράστια κουδούνα κρεμασμένη στον λαιμό. «Αχμέτ Κεχά, εκείνο το ζώο δικό σου είναι;», ρώτησε. «Ναι, δικό μου», είπε ό Τούρκος. «Μου το δίνεις;», «Πάρ' το», του είπε και αμέσως φώναξε τον γιο του: «Άλή, έλα εδώ! Πάρε ένα σχοινί, δέσε τον τράγο και δώσ' τον στον ξένο». Ό Άλή τον έδεσε και του τον έδωσε. Εκείνος ευχαρίστησε, τους χαιρέτησε και έφυγε. Ό Αχμέτ Κεχάς είπε στον γιο του να άκολουθήση από μακριά τον άνθρωπο, για να δη ποιόν δρόμο θα πάρη. «'Άν πάη από τον επάνω δρόμο, σκέφθηκε, θα πάη στο Βερέκν αν πάη από το μονοπάτι, θα πάη στα Φάρασα». Ό Άλή ακολούθησε από μακριά. Είδε ποιο μονοπάτι πήρε κι έτρεξε γρήγορα και κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο, επάνω από το εξωκλήσι του Αγίου Χρυσοστόμου. Από 'κει φαίνονταν όλα γύρω και το στόμιο της σπηλιάς. Ακριβώς εκείνη την ώρα το άγιασμα έπεφτε σαν καταρράχτης αφρίζοντας κάτω στο ποτάμι. Είδε τον άνθρωπο να πλησιάζη στο σημείο πού έβγαινε το νερό και ξαφνικά να βουτάη μαζί με τον τράγο στο άγιασμα και να χάνονται!
Ό Άλή τρομαγμένος γύρισε πίσω τρέχοντας. «Τί έγινε;», τον ρώτησε ό Αχμέτ Κεχας, «Πατέρα, είπε, είδα τον καλόγερο να πηδάη μαζί με τον τράγο μέσα στο νερό και να χάνωνται!». «Ψέματα λες, να 'τος ό τράγος· του ξέφυγε και γύρισε πίσω». Ό Άλή έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν λέω ψέματα· τον είδα να χάνεται μαζί με το ζώο μέσα στο νερό!». «Άντε, φέρε το ζώο εδώ», του λέει ό Αχμέτ. Πήγε ό Άλή και το έφερε. ΤΗταν μούσκεμα και το σχοινί έσταζε, Ό πάππους μου και ό Τούρκος κοιτάχθηκαν όλο απορία.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ή γριά ανήσυχη. «Έφέντη μ' Αχμέτ, γέμισαν όλα τα δοχεία. Το βούτυρο περίσσεψε και χύνεται από την λεκάνη! Τι να κάνω;». «Άσ' το να χυθή», είπε ό Αχμέτ. "Ήρθε μετά ή νύφη πού έδωσε στον ξένο και ήπιε το άριάνι. «'Εφέντη μ', ξεχείλισε το βούτυρο και το άριάνι και χύνονται από το ντρουβάνι! Τί να κάνω;». «Άσ' τα να χυθούν», της λέει. Σέ λίγα λεπτά ήρθε κλαίγοντας και ή νύφη πού είχε διώξει τον ξένο: «Έφέντη μ', αναποδογύρισαν τα καζάνια και χύθηκαν τα γάλατα!». «Κάτι κακό έκανες, της είπε, και τιμωρήθηκες».
Τότε ό Τούρκος πίστεψε πως ο εμφανιζόμενος καλόγερος ήταν ο "Αγιος Χρυσόστομος και είπε στον πάππου μου: «Άντών, να πας στα φάρασα, στου Χατζεφεντή, και να του πής αύριο μαζί με κάμποσους Βαρασιώτες να πάη στον "Αγιο Χρυσόστομο να κάνη Λειτουργία. Θα φέρουμε και το ζώο. Θα σφάξουμε, θα το ψήσουμε και θα το φάμε». "Ετσι κι έγινε.
Άπο τότε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ό Τούρκος έφερνε έναν τράγο στον Άγιο Χρυσόστομο.
-Από τα Θαύματα του Αγ. Αρσενίου – Χατζεφεντή.-
Πες μου, πατέρα, για τα θαύματα πού έκανε ό Χατζεφεντής.- Τι να σου πρωτοπώ, γιε μου; Αμέτρητα τα θαύματα του. Είχε μεγάλη παρρησία, και ό Θεός άκουγε αμέσως τις ικεσίες και τις παρακλήσεις του και έκανε ό,τι του ζητούσε ό πιστός δούλος Του. Γιάτρευε άρρωστους, έδιωχνε τα δαιμόνια... "Εφερναν τους δαιμονισμένους αλυσοδεμένους, άγριους σαν θηρία. "Εδινε εντολή να τους λύσουν. Φοβισμένοι και τρομαγμένοι τους έλυναν και το θαύμα γινόταν. Αντί να επιτεθούν, να δαγκώσουν και να χτυπήσουν, γονάτιζαν στα πόδια του Χατζεφεντή. Τους κρατούσε λίγες μέρες κοντά του και μετά τους έστελνε στα σπίτια τους. Πολλές φορές έρχονταν ξένοι από μακριά άρρωστοι Πολλοί πονεμένοι. πήγαιναν στο σπίτι του Χατζεφεντή(Αγ.Αρσενίου). "Οταν δεν τον έβρισκαν - γιατί καμμιά φορά έλειπε από τα Φάρασα -έπαιρναν χώμα από το κατώφλι του σπιτιού του, το έβαζαν στο σημείο πού πονούσαν και γίνονταν καλά.
Ό Χατζεφεντής όμως μάλωνε αυτούς πού με το παραμικρό έτρεχαν να τους διάβαση: «Γιατί, πού θα πονέσετε τρέχετε σ' εμένα; τους έλεγε. Εάν ήταν τη μια στιγμή ό Θεός να σας δίνη τον πόνο και την άλλη μ' εμένα να τον παίρνη πίσω, τότε γιατί να σας τον δώση; Γιατί δεν κάνετε λίγη υπομονή; Γιατί δεν προσεύχεσθε στον Θεό να σας δώση κουράγιο και δύναμη να τον υπομείνετε;». Ποτέ όμως δεν τους έδιωχνε. Τον ήξεραν όλοι στην περιοχή, μικροί και μεγάλοι, ακόμα και οΐ Τούρκοι. Δεν έπαιρνε δεκάρα από κανέναν και ποτέ δεν έκανε εξαίρεση σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Κάποια φορά μαρμάρωσε τους κλέφτες πού πήγαν να τον ληστέψουν στο κελλί του την ώρα πού προσευχόταν. Μόνο με μια ματιά πού τους έριξε, κοκάλωσαν. Δεν μπορούσαν να σαλέψουν ούτε το δαχτυλάκι τους, παρά μόνον τα χείλη τους. "Εμειναν ακίνητοι, όσο εκείνος προσευχόταν. Τον παρακάλεσαν κλαψουρίζοντας να τους ελευθέρωση και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα πατήσουν ποτέ πια στα Φάρασα. Με μια ματιά τους ελευθέρωσε.
Κάποιο θαυμαστό γεγονός συνέβη και στον θειο μου τον Χαράλαμπο΄Οταν ό Χαράλαμπος ήταν μωρό, ξαφνικά χανόταν από την κούνια του. Ενώ ακουγόταν το κλάμα του, το μωρό έλειπε. Αναστατωμένοι οί γονείς του πήγαιναν και το έλεγαν στον Χατζεφεντή. Ό Χατζεφεντής έπαιρνε το Ευχολόγιο και πήγαινε στο σπίτι τους. Πράγματι άκουγε το κλάμα του μωρού, αλλά μωρό στην κούνια δεν υπήρχε. "Ανοιγε το Ευχολόγιο, διάβαζε και προσευχόταν. Το θαύμα γινόταν! Το μωρό εμφανιζόταν στην κούνια του. Αυτό έγινε έπι αρκετές ημέρες, ώσπου οί δαίμονες κατανικημένοι από τη δύναμη της ευχής του Χατζεφεντή δεν ξαναενόχλησαν το παιδί. (ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ-Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)
-Ή κατάλυση του φιδιού-
ΣΤΟ νησάκι των Ψαρών, την πατρίδα του πυρπολητή Κανάρη, δεν υπάρχουν φίδια. Παλαιότερα εκεί, στην περιοχή Φιδόλακκος, υπήρχε το μοναστήρι της αγίας Ματρώνας. Καθώς φανερώνει καί ή ονομασία, στον τόπο εκείνο αφθονούσαν τα φίδια.
Κάποτε, σε μια θεία λειτουργία, ένα μικρό φίδι έπεσε μέσα στη θεία Κοινωνία. Ό ιερέας το είδε κι έφριξε. Τί να έκανε; Να το πετάξει δεν μπορούσε, γιατί είχε έμποτισθεί από τη θεία Κοινωνία. Αναγκάστηκε λοιπόν καί το έφαγε.Ή χάρη του μυστηρίου τον σκέπασε καί δεν έπαθε τίποτα. Κουράστηκε όμως πολύ ψυχικά. Αγανάκτησε. Καί παρακάλεσε με δυνατή κραυγή το Χριστό να εξαφανίσει τα φίδια από το νησί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι σήμερα δεν παρουσιάστηκε στα Ψαρά οΰτ5 ένα φίδι. Πολλές φορές έφεραν δοκιμαστικά από τα γειτονικά νησιά, αλλά μόλις τα φίδια προχωρούσαν τρία-τέσσερα μέτρα ψοφούσαν.
Το χώμα μάλιστα από το Φιδόλακκο, αν μεταφερθεί σε άλλες περιοχές, σώζει από τα φίδια. Πολλοί ξένοι παίρνουν χώμα από την περιοχή αυτή, το μεταφέρουν σε άλλα μέρη, καί σ' οποίο σπίτι το σκορπίσουν, εκεί φίδια δεν παρουσιάζονται.(ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Θ.ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
* * *
Ο λόγος του ανθρώπου είναι ο καθρέπτης του.
*
Τα αποκαϊδια μην τα σκαλίζεις .Ανάβουν.
*
Αν δεν φράξεις τον κήπο απ’ ό,τι φύτεψες δεν τρώς
.(ΦΑΡΑΣΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ)
ΒΑΠΤΙΣΗ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ
(ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ)
-Οι Φαρασιώτες βάπτιζαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς, πριν ή λίγο μετά τον σαραντισμό. Το Βάπτισμα το λέγανε «Φώτισμα». Δεν λέγανε «θα βαπτίσω το παιδί», άλλα «θα το φωτίσω», «θα το αγιάσω». Σέπεριπτώσεις ανάγκης έκαναν και το αεροβάπτισμα μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού στο όνομα της Άγιας Τριάδος λέγοντας το «Πιστεύω» και άλλες προσευχές και ραντίζοντας το μωρό με Αγιασμό πού είχαν πάντοτε φυλαγμένο. "Αν γινόταν καλά το παιδί, το βάπτιζαν μετά κανονικά στην εκκλησία.
Ή επιλογή του νουνού δεν γινόταν με κριτήριο το αξίωμα ή την οικονομική κατάσταση. Τον ήθελαν να είναι καλόγνωμος και καλός Χριστιανός. Ό ίδιος νουνός μπορεί να βάπτιζε στην ίδια οικογένεια αγόρια και κορίτσια. Εάν όμως είχε κουμπαριό και με άλλη οικογένεια, βάπτιζε μόνον αγόρια ή μόνον κορίτσια, γιατί παιδιά με τον ίδιο νουνό θεωρούνταν αδέλφια και δεν έπρεπε να παντρευτούν μεταξύ τους.
-Πώς γινόταν ή Βάπτιση;
Το μωρό το πήγαινε στην εκκλησία μία από τις γιαγιάδες. Ή μητέρα έμενε στο σπίτι. Στήν εκκλησία ό νουνός τους περίμενε με τα ρούχα του μωρού, τα λαδόπανα και τον χρυσό σταυρό.
Το όνομα δεν το διάλεγε ούτε ή μάνα ούτε ό πατέρας. Ήταν εκλογή του νουνού και το κρατούσε κρυφό. "Οταν ό παπάς καλούσε τον νουνό να πή το όνομα και ό νουνός το φώναζε, έτρεχαν τα παιδιά να το αναγγείλουν στους γονείς ζητώντας μπαχτσίσι.
Ό Άγ.Αρσένιος(Χατζεφεντής) πολλές φορές, για να κόψη τα γλέντια πού γίνονταν στις ονομαστικές εορτές και που έβρισκαν τότε ευκαιρία οι Τούρκοι να επιτεθούν , έδινε μόνος του ονόματα πού δεν γιόρταζαν. Δεν άκουγε τον νουνό και έδινε ονόματα καλογερικά ή από την Παλαιά Διαθήκη, όπως Αδάμ, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιωσήφ, Ιορδάνη ., όπως και Αθήνα - όχι Αθηνά -, για να θυμούνται την ελληνική καταγωγή τους. κ.λπ.. Μάλιστα όταν βάπτισε, νεογέννητο τότε, π.Παϊσιο τον Αγιορείτη, του έδωσε το δικό του όνομα : Αρσένιος- προφητεύοντας ότι πρέπει να αφήσω και εγώ έναν καλόγερο στο πόδι μου. Οταν ό παπάς τελείωνε τη Βάπτιση, κοινωνούσε το νεοφώτιστο και έτσι επισφράγιζε το Μυστήριο. Στή συνέχεια ό νουνός με το μωρό στην αγκαλιά πήγαινε στο σπίτι, οπού τους περίμενε ή μητέρα του μωρού στο κατώφλι. Ή μητέρα έκανε τρεις μετάνοιες στον κουμπάρο χωρίς σταυρό, του φιλούσε το χέρι καί έπαιρνε το μωρό από την αγκαλιά του. Το έφερνε μέσα στο σπίτι και το έβαζε μαζί με τον σύζυγο στην κούνια ή στην αιώρα, πού ήταν κρεμαστή κούνια.
* *
Έστρωναν τα τραπέζια προς τιμήν του κουμπάρου και έτρωγαν μαζί τους οί συγγενείς και οί καλεσμένοι. Εύχονταν όλοι στον νουνό το «άξιος» και στους γονείς να είναι γερό και φωτισμένο το παιδί.
Τρεις συνεχόμενες Κυριακές ό νουνός το πήγαινε στην εκκλησία και το κοινωνούσε. Το ξελάδωμα το έκανε ή νουνά. Το έλουζε, έπλενε τις άλλαξιές, και το νερό το έρριχνε στο ποτάμι ή κάπου πού δεν πατούσε πόδι ανθρώπου.
ΟΤΑΝ έφερνε ή κόρη τα κεράσματα, ό προξενητής άνοιγε με τρόπο την κουβέντα για τον σκοπό της επισκέψεως τους. «Έ, φίλε, δεν μας ρωτάς, εμείς εδώ γιατί ήρθαμε;». «Μα που να ξέρω εγώ, απαντούσε ό πατέρας της νύφης. Άλλα ας είναι ευλογημένο να σας ρωτήσω. Γιατί ήρθατε;».
«Μό του Θεού την εύσή ήρταμε να 'υρέψουμε την κόρη σας σο γιο μας».Έτσι άρχιζε ή συζήτηση και στο τέλος όριζαν τη μέρα του αρραβώνα.
Ό αρραβώνας γινόταν με παπά στο σπίτι της νύφης. Ό παπάς διάβαζε και ευλογούσε τα σημάδια, δηλαδή τα δαχτυλίδια. Ό κουμπάρος τα περνούσε στο χέρι του γαμπρού και της νύφης. Τους ευχόταν να έχουν υγεία και αγάπη και τους έδινε το δώρο του. Εύχονταν και οί υπόλοιποι και κάθονταν στο τραπέζι. Τιμώμενα πρόσωπα ήταν ό γαμπρός, ή οικογένεια του και οί φίλοι του. Σύντομα όριζαν τη μέρα του γάμου και άρχιζαν τις ετοιμασίες. Δεκαπέντε μέρες πρίν, ό γαμπρός διάλεγε κάποιον φίλο του ως «κουρτσένο», δηλαδή παρά-γαμπρο. Αυτός έκανε τις ετοιμασίες του γάμου. "Επαιρνε το μπαϊράκι του γαμπρού, το κεντημένο λάβαρο, και το κρεμούσε στο πιο εμφανές σημείο του σπιτιού του γαμπρού. Το μπαϊράκι ήταν κατάλοιπο από τα χρόνια του Βυζαντίου. "Οσοι δεν είχαν δικό τους οίκόσημο, κρεμούσαν ένα χρωματιστό πανί.
Αυτές τις μέρες ό γαμπρός με τους φίλους του επισκεπτόταν τις πιο κοντινές συγγένισσες της νύφης. Αυτές τους δέχονταν με κεράσματα και τους ζητούσαν να εκπληρώσουν μία επιθυμία τους. Ή επιθυμία ήταν συνήθως ένα φόρτωμα ξύλα από το δάσος. Ό γαμπρός και οί φίλοι του έφερναν τα φορτώματα και με συνοδεία οργάνων τα παρέδιναν στο σπίτι της καθεμιάς ξεχωριστά. Πήγαιναν κι ένα φόρτωμα ξύλα και δαδιά στο σπίτι της νύφης και στού γαμπρού. Τα ξύλα αυτά έπρεπε να είναι ξερά, γιατί θα τα έκαιγαν στους φούρνους και στα τζάκια, για να ψήσουν τα ψωμιά και τα φαγητά του γάμου. Τα δαδιά τα έκοβαν σε «σχίδες», δάδες, τις όποιες θα άναβαν, για να φωτίζουν τις νύχτες τις αυλές και τους δρόμους, μέχρι να τελείωση ό γάμος. Στις θείες της νύφης ό γαμπρός πρόσφερε από μια ανθοδέσμη. "Αν ό γαμπρός ήταν ορφανός από τον έναν ή από τους δύο γονείς, τον έπαιρνε ο παράγαμπρος και πήγαιναν στους τάφους των γονιών του. Εκεί γονάτιζε, φιλούσε τον σταυρό, και ζητούσε να του δώσουν την ευχή τους για τον γάμο
Το βράδυ της παραμονής του γάμου με συνοδεία οργάνων έφερναν τον παπά, για να ευλόγηση τα ρούχα του γαμπρού και της νύφης. "Ολοι στο σπίτι κρατούσαν αναμμένα κεριά από καθαρό μελισσοκέ-ρι. Ό παπάς ευλογούσε πρώτα το νυφικό, πού ήταν χρυσοκέντητη φορεσιά με πολλά πλουμίδια, και υστέρα τη φορεσιά του γαμπρού.
Την άλλη μέρα, όταν πλησίαζε ή ώρα του γάμου, έντυναν τον γαμπρό. ένα-ένα τα ρούχα τα γύριζαν επάνω από το κεφάλι και του τα φορούσαν τραγουδώντας.
Για να παραλάβουν τη νύφη ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού όλοι μαζί. Μπροστά πήγαινε το μπαϊράκι της οικογενείας, ακολουθούσαν οι χορευτές και τα όργανα και πιο πίσω ό κουμπάρος, ό γαμπρός, ή οικογένεια του καί όλοι οί καλεσμένοι Στήν αυλόπορτα του σπιτιού της νύφης οί φίλες της με γλυκά υποδέχονταν τον γαμπρό και τη συνοδεία του, ενώ ή νύφη ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της. Ό κουμπάρος πήγαινε στο δωμάτιο της νύφης να την πάρη. Έβρισκε όμως την πόρτα αμπαρωμένη. Φώναζε να του ανοίξουν: «Έχω εντολή από τον γαμπρό να πάρω τη νύφη». Οι κοπέλες απαντούσαν: «Για να την πάρης, θα πλήρωσης για τους πόνους πού τη γέννησε ή μάνα της και για το γάλα με το όποιο τη θήλασε και τη μεγάλωσε». Συμφωνούσαν σε κάποιο ποσό, πού έδινε ό κουμπάρος. Ή πόρτα όμως ξανάκλεινε με τον κουμπάρο άπ' έξω. «Τώρα θα πλήρωσης και τον δικό μας κόπο, πού τη χτενίσαμε, τη στολίσαμε και την κάναμε όμορφη νύφη». Άφού πλήρωνε και για τις κοπέλες, άνοιγαν την πόρτα και παρέδιναν τη νύφη.
* *
Έπαιρνε τη νύφη ό κουμπάρος καί την οδηγούσε στην αυλή, οπού την περίμενε ό γαμπρός. Ή νύφη, μόλις έβγαινε έξω από το σπίτι, σε μικρή απόσταση από τον γαμπρό, άρχιζε να κάνη μετάνοιες. Φιλούσε το χέρι του πάππου, της γιαγιάς, του πατέρα και της μητέρας της. Φιλούσε και τα αδέλφια της και την θύρα του σπιτιού της και κινούσαν για την εκκλησία. "Οταν έφθαναν στο προαύλιο της εκκλησίας, οί χορευτές σταματούσαν τον χορό και τα όργανα παραμέριζαν. Ό αδελφός της νύφης την παρέδιδε στον κουμπάρο, πού μαζί με τον γαμπρό τους οδηγούσε στον παπά πού τους περίμενε στην πόρτα. Ό παπάς τους έπιανε από το χέρι και τους έπαιρνε μέσα στον ναό, οπού γινόταν το Μυστήριο. Μετά τον γάμο πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί τους υποδεχόταν ή μητέρα του γαμπρού. Ή νύφη έκανε μετάνοια, φιλούσε το χέρι της πεθεράς της, έτρωγε το γλυκό πού της έβαζε με το κουταλάκι στο στόμα και περνούσε μέσα.Οι καλεσμένοι έπαιρναν τις θέσεις τους γύρω από τα στρωμένα τραπέζια. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το χάραμα της άλλης μέρας. Μόλις αχνόφεγγε τότε άρχιζε ή αναχώρηση των καλεσμένων. Βιάζονταν όλοι να φύγουν, γιατί σ' αυτόν πού έμενε τελευταίος του φόρτωναν στην πλάτη την εξώπορτα!
(ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ- Λ.Κελεκίδη -Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)
-