Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ-ΒΑΠΤΙΣΗ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΟ μεσημέρι έξω από την καλύβη του Γέ­ροντα Παϊσίου καί κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης ελιάς μια ομάδα προσκυνητών του εξέθετε παρόμοιες ανησυχίες. Τους άκουγε προσεκτικά κι όταν τελείωσαν καί περίμεναν ν' ακούσουν την γνώμη του, τους είπε:
Θα σας διηγηθώ μία ιστορία που θα’ναι και η απάντηση στις ανησυχίες σας:
«Ήταν τρεις Ευρωπαίοι: ό ένας γιατρός, ό άλλος μετεωρο-
λόγος κι ό τρίτος ωρολογοποιός. Σκέφτηκαν, λοιπόν, καί οί τρεις δτι, έτσι όπως ήταν σπουδασμένοι καί με πολλές γνώσεις, θα τους συνέφερε να πάνε στην Ελλάδα. Έκεΐ θα έπιαναν «με­γάλα πόστα» καί θα κέρδιζαν πολλά χρήματα. Ξεκίνησαν, λοι­πόν, να έρθουν στην πατρίδα μας. Πέρασαν τα σύνορα, μπήκα­νε στην Ελλάδα καί νυχτωθήκανε σ' ένα μύλο.
Ό μυλωνάς, μόλις τους είδε, γεμάτος χαρά τους υποδέχτηκε καί τους προσκάλεσε να περάσουν μέσα, στο φτωχικό του, για να τους φιλοξενήσει. "Αρχισε να μαγειρεύει μπόλικο καί νόστι­μο φαγητό κι όταν ετοιμάστηκε, έστρωσε το τραπέζι καί τους προσκάλεσε να καθίσουν όλοι μαζί να φάνε. Οί Ευρωπαίοι έφα­γαν με μέτρο, πολύ συντηρητικά, άφοϋ άλλωστε χαρακτηρίζο­νται ως λιτοδίαιτοι. Ό μυλωνάς συνέχεια τους παρότρυνε να φάνε, εκείνοι όμως τον ευχαριστούσαν καί του δήλωναν πώς έ­φαγαν πολύ καλά. Ό μυλωνάς όμως είχε άλλο «τυπικό»; "Εφα­γε, δπως λέμε εμείς εδώ, «του σκασμού» καί δεν άφησε καθόλου περισσεύματα στο τραπέζι. "Ηπιε καί πάρα πολύ νερό καί σαν να μην έφτανε αυτό, πήγε κι έφερε μια λεκάνη βερίκοκα. Οί Ευ­ρωπαίοι αρκέστηκαν να πάρουν από ένα, ενώ ό μυλωνάς έφαγε δλα τα υπόλοιπα βερίκοκα της λεκάνης. Καί τότε έκανε κάτι, πού γέμισε έκπληξη τους Ευρωπαίους: Πήγε κι έφερε δυο πέ­τρες κι έσπασε καί τα κουκούτσια από τα βερίκοκα καί τα έτρω­γε!
"Εσκυψε, λοιπόν, διακριτικά ό γιατρός προς τους άλλους δυο καί τους είπε:
-"Αν μας πει να κοιμηθούμε μέσα στο μύλο, να μην δεχτεί­τε. Αυτός, από το πολύ φαγητό καί το νερό, σίγουρα θα σκάσειαπόψε καί μπορεί να μας κατηγορήσουν ότι συντελέσαμε κι ε­μείς σ' αυτό.
Ενώ, λοιπόν, οί Ευρωπαίοι συζητούσαν μεταξύ τους, λάλη­σε άπ' έξω ό πρώτος κόκορας κι ό μυλωνάς τους λέει:
-"Αντε αδέλφια, ή ώρα είναι δώδεκα, τα μεσάνυχτα! "Αντε να κοιμηθούμε, γιατί κι εγώ έχω το πρωί δουλειά κι εσείς έχετε ταξίδι!
Του δήλωσαν την πρόθεση τους να βολευτούν έξω σε κά­ποια μεριά, όπου καί θα κοιμόντουσαν.
'Αλλά ό μυλωνάς είχε τίς αντιρρήσεις του:
-Βρε ευλογημένοι, γιατί να κοιμηθείτε έξω; Χώρια πού ύ- πολύ, «θα ρίξει καρεκλοπόδαρα».
Όχι, επέμεναν έκεΐνοι' καί τελικά κοιμήθηκαν έξω. Την νύ­χτα έβρεξε καταρρακτωδώς κι έγιναν μούσκεμα. Όταν χάραξε, βγήκε έξω ό μυλωνάς καί τους είπε:
-Δεν σας το 'λεγα εγώ, ότι θα βρέξει καί θα γίνετε μούσκε­μα; Τέλος πάντων, περαστέ μέσα, γιατί είναι έξι ή ώρα, να στε­γνώσετε καί να πάρετε ένα πρωινό.
-Δεν έσκασε! Είπε με θαυμασμό, μόλις τον είδε, ό γιατρός.Καί γυρνώντας προς το μυλωνά:
-Πώς τα κατάφερες με τόσο φαγητό καί δεν έπαθες τίποτα;
-Ευλογημένε, δεν με είδες πού έπινα συνεχώς νερό; Το νερόεδώ είναι πολύ χωνευτικό καί μετά, όλα εκείνα τα πικρά κου­κούτσια από τα βερίκοκα πού έφαγα, βοήθησαν καί χώνεψα καίμάλιστα σε λίγες ώρες πεινούσα κιόλας!
Τότε, πήρε το λόγο ό μετεωρολόγος:
-Καλά με το φαγητό! Θέλω όμως κι εγώ να σε ρωτήσω κά­τι: "Εχω φάει τα χρόνια μου στο πανεπιστήμιο, σπούδασα μετε­ωρολόγος καί χτες δεν κατάλαβα ότι θα βρέξει. Εσύ πώς το κα­τάλαβες καί μάλιστα ήσουν τόσο σίγουρος γι' αυτό;
-'Έ, ευλογημένε, χαρά στο πράγμα! Χτες όλη την ήμερα τα γουρούνια κυλιόντουσαν μέσα στην λάσπη!
Τέλος μίλησε κι ό ωρολογοποιός. Τον ρώτησε πώς, χωρίς να 'χει ρολόι, ήξερε το προηγούμενο βράδυ ότι ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα - καί τους είπε να πάνε για ύπνο - καί τώρα, το πρωί,ότι ήταν έξι τα χαράματα.
"Ε, ευλογημένε, κάνεις καί συ κάτι ερωτήσεις! Το βράδυ, πού τρώγαμε λάλησε ό πρώτος πετεινός τότε ή ώρα ήταν δώδε­κα τα μεσάνυχτα. Όταν λαλήσει ό δεύτερος, είναι τρεις κι όταν λαλήσει ό τρίτος, είναι έξι τα χαράματα.
Οι Ευρωπαίοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μ' ένα βλέμμα πού δήλωνε πλήρη απογοήτευση καί είπαν:
- Πάμε να φύγουμε από την Ελλάδα! Εδώ δεν πρόκειται να στεριώσουμε! "Αν ένας αγράμματος μυλωνάς τα ξέρει όλα, τότεοι άλλοι τί θα 'ναι;
Κι επέστρεψαν στην Ευρώπη.»
Εδώ ό Γέροντας τελείωσε αυτή την χαριτωμένη ίστοριούλα καί βέβαια, ενώ το κλίμα της παρέας, όταν ήρθε, ήταν βαρύ, τώ-
ρα είχε αλλάξει Όλη ή παρέα «σπαρταρούσε» από το γέλιο κι έλαμπαν τα πρόσωπα τους από χαρά. Ό Γέροντας δεν έκανε πο­τέ το δάσκαλο, δεν ήθελε να συμβουλεύει καταφεύγοντας σε διάφορες διδασκαλίες καί δεν έδινε ανθρώπινες εντολές. Ήξερε να μιλάει απλά καί εν παραβολαίς, όπως ό Κύριος μας καί να αλλάζει προς το καλύτερο την διάθεση των ανθρώπων.
Χιλιάδες ήταν αυτοί πού κατέβαιναν το μονοπάτι, προς την καλύβη του με βαριά καρδιά καί με πόδια πού ϊσα - ϊσα τους κρατούσαν" όμως, εκ των υστέρων ομολογούσαν δτι στο γυρι­σμό τους, πού φυσικά ήταν καί ανήφορος, είχαν φτερά στα πό­δια τους, καθώς καί στην καρδιά τους!(ΣΚΕΥΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ εκδ.Ιερομ.Χριστοδούλου Ι.Ησυχ.Παναγία η Φοβερά Προστασία

Γνώριζε και τα έγκατα της γης
Ό Γέροντας Πορφύριος ήταν ό χαριτωμέ­νος άνθρωπος «πού γνώριζε τις φωνές των που­λιών και των ζώων, τόσο ως προς την προέλευση όσο και ως προς το νόημα. Όσφραινόταν τις ευω­διές από μεγάλες αποστάσεις, Αναγνώριζε τ' αρώματα και τή σύνδεση τους. Διέκρινε από πάρα πολύ μακριά τις ευωδιές των λουλουδιών. "Εβλε­πε, όταν υστέρα από ταπεινή προσευχή ερχόταν στην κατάλληλη κατάσταση, στα βάθη της γης καί στο χάος του ουρανού ,νερά, πετρώματα, πετρέ­λαιο, ραδιενέργειες, θαμμένα αρχαία, κρυμμέ­νους τάφους, ρωγμές στα έγκατα της γης, υπόγιες πηγές, χαμένες εικόνες, σκηνές πού είχαν διαδραματιστεί αιώνες πρίν, προσευχές πού είχαν αναπεμφθεί, πνεύματα αγαθά καί πονηρά, την ψυχή την ίδια, το καθε τί. Δοκίμαζε το νερό άπ'τό βάθος της γης και μετρούσε τ'απρόσιτα. Ρωτούσε τα βράχια καί του διηγόντουσαν τα παλαίσματα των πρό αυτού ασκητών. Κοίταζε καί Θεράπευε."Εψαυε καί ίάτρευε. Ηύχετο καί έγένοντο. Άλλα δεν διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα αυτά του Θεού για το δικό του όφελος. Ποτέ δεν παρακάλεσε να γίνει καλά από δική του αρρώ­στια. Ποτέ δεν θέλησε να κερδίσει κάτι από κά­ποια γνώση, πού του πρόσφερε ή θεία χάρη». Ό Γέροντας Πορφύριος ήταν ό αλλοιωμένος άπ' το "Αγιο Πνεύμα ιερομόναχος. Είχαν ευαισθητοποι­ηθεί σε μεγάλο βαθμό τα αισθητήρια του καί είχαν αναπτυχθεί στο έπακρο οί ανθρώπινες δυ­νατότητες του. Καί αυτή ή ιερή αλλοίωση είχε θαυμαστά αποτελέσματα.( .(ΑΡΩΜΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Πρεσβ.Διον.Τάτση.)

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ή γριά, ή γυναίκα του Κεχα, με τις νύφες είχαν αρμέξει και ή καθεμιά έκανε τη δουλειά της στο δικό της τσαντίρι. Ό Αχμέτ Κεχάς με τον πάππου μου κάθονταν στη σκιά κάτω από τα δένδρα και κουβέντιαζαν. Ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους έναν καλόγερο. Φορούσε στο κεφάλι έναν σκούφο και στον ώμο είχε περασμένο ένα ταγάρι. Τους χαιρέτη­σε με τα ονόματα τους: «Καλημέρα Αχμέτ Κεχά' καλημέρα 'Αντών». Εκείνοι σάστισαν. Ποιος ήταν και πώς ήξερε τα ονόματα τους; Πώς ή­ξερε ποιος είναι Τούρκος και ποιος Χριστιανός; Τον χαιρέτησαν κι εκείνοι: «Καλώς όρισες. Από που έρ­χεσαι και που πηγαίνεις;». «Έρχομαι από την Ανα­τολή και πάω στη Ρωμυλία». «"Ελα, κάτσε να ξεκούραστης», του είπε ό πάππους μου. «Πείνας;», τον ρώτησε ό Αχμέτ Κεχάς, «Πεινάω δεν έχω φάει τίποτε». «Πήγαινε έκεί στις γυναίκες, να σου δώσουν κάτι να φας». Σηκώθηκε, πήγε στο τσαντίρι της γριάς. «Θέλω κάτι να φάω», της είπε. Ή γριά είχε μπροστά της μια λεκάνη γεμάτη βούτυρο και το τακτοποιούσε. «Κάτσε να σου βάλω να φας», του είπε. Του έδωσε βούτυρο και ψωμί. "Εφαγε, ευλόγησε, ευχαρίστησε τη γριά και βγήκε από το τσαντίρι. Πήγε στο άλλο. Ή νύφη τρουβάνιζε και έβγαζε το βούτυρο. «Δώσε μου λίγο αριάνι να πιω», της είπε. Ή νύφη γέμισε ένα κύπελλο αριάνι και του έδωσε να πιή. "Ηπιε, ευχαρί­στησε και βγήκε από το τσαντίρι. Πήγε στην άλλη νύφη. Εκείνη έβραζε το γάλα πού είχαν αρμέξει σε μεγάλα μπακιρένια δίλαβα καζάνια. «Δώσε μου λίγο γάλα να πιω», της είπε. «Φύγε από εδώ, του λέει εκείνη. Πήγες στη μια, έφαγες· πήγες στην άλλη, ήπιες. Φύγε, δεν έχει τίποτε». Εκείνος έφυγε χωρίς να μιλήση καθόλου.
Γύρισε κοντά στους άνδρες. «"Εφαγες;», τον ρώ­τησαν. «"Εφαγα, σας ευχαριστώ. Ό Θεός να σας τα πληθύνη», απάντησε. Κάτω από τον πλάτανο στεκό­ταν ό τράγος, ό μπροστάρης του κοπαδιού, με μια τεράστια κουδούνα κρεμασμένη στον λαιμό. «Αχμέτ Κεχά, εκείνο το ζώο δικό σου είναι;», ρώτησε. «Ναι, δικό μου», είπε ό Τούρκος. «Μου το δίνεις;», «Πάρ' το», του είπε και αμέσως φώναξε τον γιο του: «Άλή, έλα εδώ! Πάρε ένα σχοινί, δέσε τον τράγο και δώσ' τον στον ξένο». Ό Άλή τον έδεσε και του τον έδωσε. Εκείνος ευχαρίστησε, τους χαιρέτησε και έφυγε. Ό Αχμέτ Κεχάς είπε στον γιο του να άκολουθήση από μακριά τον άνθρωπο, για να δη ποιόν δρόμο θα πάρη. «'Άν πάη από τον επάνω δρόμο, σκέφθηκε, θα πάη στο Βερέκν αν πάη από το μονοπάτι, θα πάη στα Φάρασα». Ό Άλή ακολούθησε από μακριά. Είδε ποιο μονοπάτι πήρε κι έτρεξε γρήγορα και κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο, επάνω από το εξωκλήσι του Αγίου Χρυσοστόμου. Από 'κει φαίνονταν όλα γύρω και το στόμιο της σπηλιάς. Ακριβώς εκείνη την ώρα το άγιασμα έπεφτε σαν καταρράχτης αφρίζοντας κάτω στο ποτάμι. Είδε τον άνθρωπο να πλησιάζη στο σημείο πού έβγαινε το νερό και ξαφνικά να βουτάη μαζί με τον τράγο στο άγιασμα και να χάνονται!
Ό Άλή τρομαγμένος γύρισε πίσω τρέχοντας. «Τί έγινε;», τον ρώτησε ό Αχμέτ Κεχας, «Πατέρα, είπε, είδα τον καλόγερο να πηδάη μαζί με τον τράγο μέσα στο νερό και να χάνωνται!». «Ψέματα λες, να 'τος ό τράγος· του ξέφυγε και γύρισε πίσω». Ό Άλή έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν λέω ψέματα· τον είδα να χάνεται μαζί με το ζώο μέσα στο νερό!». «Άντε, φέρε το ζώο εδώ», του λέει ό Αχμέτ. Πήγε ό Άλή και το έφερε. ΤΗταν μούσκεμα και το σχοινί έσταζε, Ό πάπ­πους μου και ό Τούρκος κοιτάχθηκαν όλο απορία.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ή γριά ανήσυχη. «Έφέντη μ' Αχμέτ, γέμισαν όλα τα δοχεία. Το βούτυρο περίσ­σεψε και χύνεται από την λεκάνη! Τι να κάνω;». «Άσ' το να χυθή», είπε ό Αχμέτ. "Ήρθε μετά ή νύφη πού έδωσε στον ξένο και ήπιε το άριάνι. «'Εφέντη μ', ξεχείλισε το βούτυρο και το άριάνι και χύνονται από το ντρουβάνι! Τί να κάνω;». «Άσ' τα να χυθούν», της λέει. Σέ λίγα λεπτά ήρθε κλαίγοντας και ή νύφη πού είχε διώξει τον ξένο: «Έφέντη μ', αναποδογύρισαν τα καζάνια και χύθηκαν τα γάλατα!». «Κάτι κακό έκα­νες, της είπε, και τιμωρήθηκες».
Τότε ό Τούρκος πίστεψε πως ο εμφανιζόμενος καλόγερος ήταν ο "Αγιος Χρυσόστομος και είπε στον πάππου μου: «Άντών, να πας στα φάρασα, στου Χατζεφεντή, και να του πής αύριο μαζί με κάμποσους Βαρασιώτες να πάη στον "Αγιο Χρυσόστομο να κάνη Λειτουργία. Θα φέρουμε και το ζώο. Θα σφάξουμε, θα το ψήσουμε και θα το φάμε». "Ετσι κι έγινε.
Άπο τότε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ό Τούρκος έφερνε έναν τράγο στον Άγιο Χρυσόστομο.

-Από τα Θαύματα του Αγ. Αρσενίου – Χατζεφεντή.-
Πες μου, πατέρα, για τα θαύματα πού έκανε ό Χατζεφεντής.- Τι να σου πρωτοπώ, γιε μου; Αμέτρητα τα θαύ­ματα του. Είχε μεγάλη παρρησία, και ό Θεός άκουγε αμέσως τις ικεσίες και τις παρακλήσεις του και έκανε ό,τι του ζητούσε ό πιστός δούλος Του. Γιάτρευε άρρω­στους, έδιωχνε τα δαιμόνια... "Εφερναν τους δαιμονι­σμένους αλυσοδεμένους, άγριους σαν θηρία. "Εδινε εντολή να τους λύσουν. Φοβισμένοι και τρομαγμένοι τους έλυναν και το θαύμα γινόταν. Αντί να επιτε­θούν, να δαγκώσουν και να χτυπήσουν, γονάτιζαν στα πόδια του Χατζεφεντή. Τους κρατούσε λίγες μέ­ρες κοντά του και μετά τους έστελνε στα σπίτια τους. Πολλές φορές έρχονταν ξένοι από μακριά άρρωστοι Πολλοί πονεμένοι. πήγαιναν στο σπίτι του Χατζεφεντή(Αγ.Αρσενίου). "Οταν δεν τον έβρισκαν - γιατί καμμιά φορά έλειπε από τα Φάρασα -έπαιρναν χώμα από το κατώφλι του σπιτιού του, το έβαζαν στο σημείο πού πονούσαν και γίνονταν καλά.
Ό Χατζεφεντής όμως μάλωνε αυτούς πού με το παραμικρό έτρεχαν να τους διάβαση: «Γιατί, πού θα πονέσετε τρέχετε σ' εμένα; τους έλεγε. Εάν ήταν τη μια στιγμή ό Θεός να σας δίνη τον πόνο και την άλλη μ' εμένα να τον παίρνη πίσω, τότε γιατί να σας τον δώση; Γιατί δεν κάνετε λίγη υπομονή; Γιατί δεν προσεύχεσθε στον Θεό να σας δώση κουράγιο και δύνα­μη να τον υπομείνετε;». Ποτέ όμως δεν τους έδιωχνε. Τον ήξεραν όλοι στην περιοχή, μικροί και μεγά­λοι, ακόμα και οΐ Τούρκοι. Δεν έπαιρνε δεκάρα από κανέναν και ποτέ δεν έκανε εξαίρεση σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Κάποια φορά μαρμάρωσε τους κλέφτες πού πή­γαν να τον ληστέψουν στο κελλί του την ώρα πού προσευχόταν. Μόνο με μια ματιά πού τους έριξε, κοκάλωσαν. Δεν μπορούσαν να σαλέψουν ούτε το δαχτυλάκι τους, παρά μόνον τα χείλη τους. "Εμειναν ακίνητοι, όσο εκείνος προσευχόταν. Τον παρακάλε­σαν κλαψουρίζοντας να τους ελευθέρωση και του υ­ποσχέθηκαν ότι δεν θα πατήσουν ποτέ πια στα Φάρασα. Με μια ματιά τους ελευθέρωσε.
Κάποιο θαυμαστό γεγονός συνέβη και στον θειο μου τον Χαράλαμπο΄Οταν ό Χαράλαμπος ήταν μωρό, ξαφνικά χανόταν από την κούνια του. Ενώ ακουγόταν το κλάμα του, το μωρό έλειπε. Αναστα­τωμένοι οί γονείς του πήγαιναν και το έλεγαν στον Χατζεφεντή. Ό Χατζεφεντής έπαιρνε το Ευχολόγιο και πήγαινε στο σπίτι τους. Πράγματι άκουγε το κλά­μα του μωρού, αλλά μωρό στην κούνια δεν υπήρχε. "Ανοιγε το Ευχολόγιο, διάβαζε και προσευχόταν. Το θαύμα γινόταν! Το μωρό εμφανιζόταν στην κούνια του. Αυτό έγινε έπι αρκετές ημέρες, ώσπου οί δαίμο­νες κατανικημένοι από τη δύναμη της ευχής του Χατζεφεντή δεν ξαναενόχλησαν το παιδί. (ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ-Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)

-Ή κατάλυση του φιδιού-

ΣΤΟ νησάκι των Ψαρών, την πατρίδα του πυρ­πολητή Κανάρη, δεν υπάρχουν φίδια. Παλαιό­τερα εκεί, στην περιοχή Φιδόλακκος, υπήρχε το μο­ναστήρι της αγίας Ματρώνας. Καθώς φανερώνει καί ή ονομασία, στον τόπο εκείνο αφθονούσαν τα φίδια.
Κάποτε, σε μια θεία λειτουργία, ένα μικρό φίδι έπεσε μέσα στη θεία Κοινωνία. Ό ιερέας το είδε κι έφριξε. Τί να έκανε; Να το πετάξει δεν μπορούσε, γιατί είχε έμποτισθεί από τη θεία Κοινωνία. Ανα­γκάστηκε λοιπόν καί το έφαγε.Ή χάρη του μυστηρίου τον σκέπασε καί δεν έπα­θε τίποτα. Κουράστηκε όμως πολύ ψυχικά. Αγανά­κτησε. Καί παρακάλεσε με δυνατή κραυγή το Χριστό να εξαφανίσει τα φίδια από το νησί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι σήμερα δεν παρουσιάστηκε στα Ψαρά οΰτ5 ένα φίδι. Πολλές φορές έφεραν δοκιμαστικά από τα γειτονικά νησιά, αλλά μόλις τα φίδια προχωρούσαν τρία-τέσσερα μέτρα ψοφούσαν.
Το χώμα μάλιστα από το Φιδόλακκο, αν μετα­φερθεί σε άλλες περιοχές, σώζει από τα φίδια. Πολ­λοί ξένοι παίρνουν χώμα από την περιοχή αυτή, το μεταφέρουν σε άλλα μέρη, καί σ' οποίο σπίτι το σκορπίσουν, εκεί φίδια δεν παρουσιάζονται.(ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Θ.ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
* * *
Ο λόγος του ανθρώπου είναι ο καθρέπτης του.
*
Τα αποκαϊδια μην τα σκαλίζεις .Ανάβουν.
*
Αν δεν φράξεις τον κήπο απ’ ό,τι φύτεψες δεν τρώς
.(ΦΑΡΑΣΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ)



ΒΑΠΤΙΣΗ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ
(ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ)

-Οι Φαρασιώτες βάπτιζαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς, πριν ή λίγο μετά τον σαραντισμό. Το Βάπτι­σμα το λέγανε «Φώτισμα». Δεν λέγανε «θα βαπτίσω το παιδί», άλλα «θα το φωτίσω», «θα το αγιάσω». Σέπεριπτώσεις ανάγκης έκαναν και το αεροβάπτισμα μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού στο όνομα της Άγιας Τριάδος λέγοντας το «Πιστεύω» και άλλες προσευχές και ραντίζοντας το μωρό με Αγιασμό πού είχαν πάντοτε φυλαγμένο. "Αν γινόταν καλά το παι­δί, το βάπτιζαν μετά κανονικά στην εκκλησία.
Ή επιλογή του νουνού δεν γινόταν με κριτήριο το αξίωμα ή την οικονομική κατάσταση. Τον ήθελαν να είναι καλόγνωμος και καλός Χριστιανός. Ό ίδιος νουνός μπορεί να βάπτιζε στην ίδια οικογένεια α­γόρια και κορίτσια. Εάν όμως είχε κουμπαριό και με άλλη οικογένεια, βάπτιζε μόνον αγόρια ή μόνον κο­ρίτσια, γιατί παιδιά με τον ίδιο νουνό θεωρούνταν αδέλφια και δεν έπρεπε να παντρευτούν μεταξύ τους.
-Πώς γινόταν ή Βάπτιση;
Το μωρό το πήγαινε στην εκκλησία μία από τις γιαγιάδες. Ή μητέρα έμενε στο σπίτι. Στήν εκκλησία ό νουνός τους περίμενε με τα ρούχα του μωρού, τα λαδόπανα και τον χρυσό σταυρό.
Το όνομα δεν το διάλεγε ούτε ή μάνα ούτε ό πατέρας. Ήταν εκλογή του νουνού και το κρατούσε κρυφό. "Οταν ό παπάς καλούσε τον νουνό να πή το όνομα και ό νουνός το φώναζε, έτρεχαν τα παιδιά να το αναγγείλουν στους γονείς ζητώντας μπαχτσίσι.
Ό Άγ.Αρσένιος(Χατζεφεντής) πολλές φορές, για να κόψη τα γλέντια πού γίνονταν στις ονομαστικές εορτές και που έβρισκαν τότε ευκαιρία οι Τούρκοι να επιτεθούν , έδινε μόνος του ονόματα πού δεν γιόρταζαν. Δεν άκουγε τον νουνό και έδινε ονόματα καλογερικά ή από την Παλαιά Διαθήκη, όπως Αδάμ, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιωσήφ, Ιορδάνη ., όπως και Αθήνα - όχι Αθηνά -, για να θυμούνται την ελ­ληνική καταγωγή τους. κ.λπ.. Μάλιστα όταν βάπτισε, νεογέννητο τότε, π.Παϊσιο τον Αγιορείτη, του έδωσε το δικό του όνομα : Αρσένιος- προφητεύοντας ότι πρέπει να αφήσω και εγώ έναν καλόγερο στο πόδι μου. Οταν ό παπάς τελείωνε τη Βάπτιση, κοινωνούσε το νεοφώτιστο και έτσι επι­σφράγιζε το Μυστήριο. Στή συνέχεια ό νουνός με το μωρό στην αγκαλιά πήγαινε στο σπίτι, οπού τους περίμενε ή μητέρα του μωρού στο κατώφλι. Ή μητέρα έκανε τρεις μετάνοιες στον κουμπάρο χωρίς σταυρό, του φιλούσε το χέρι καί έπαιρνε το μωρό από την αγκαλιά του. Το έφερνε μέσα στο σπίτι και το έβαζε μαζί με τον σύζυγο στην κούνια ή στην αιώρα, πού ήταν κρεμαστή κούνια.


* *


Έστρωναν τα τραπέζια προς τιμήν του κουμπάρου και έτρωγαν μα­ζί τους οί συγγενείς και οί καλεσμένοι. Εύχονταν όλοι στον νουνό το «άξιος» και στους γονείς να είναι γερό και φωτισμένο το παιδί.
Τρεις συνεχόμενες Κυριακές ό νουνός το πήγαινε στην εκκλησία και το κοινωνούσε. Το ξελάδωμα το έκανε ή νουνά. Το έλουζε, έπλενε τις άλλαξιές, και το νερό το έρριχνε στο ποτάμι ή κάπου πού δεν πατούσε πόδι ανθρώπου.



ΟΤΑΝ έφερνε ή κόρη τα κερά­σματα, ό προξενητής άνοιγε με τρόπο την κουβέντα για τον σκοπό της επισκέψεως τους. «Έ, φίλε, δεν μας ρωτάς, εμείς εδώ γιατί ήρ­θαμε;». «Μα που να ξέρω εγώ, απαντούσε ό πατέρας της νύφης. Άλλα ας είναι ευλογημένο να σας ρωτή­σω. Γιατί ήρθατε;».
«Μό του Θεού την εύσή ήρταμε να 'υρέψουμε την κόρη σας σο γιο μας».Έτσι άρχιζε ή συζήτηση και στο τέλος όριζαν τη μέρα του αρρα­βώνα.
Ό αρραβώνας γινόταν με παπά στο σπίτι της νύ­φης. Ό παπάς διάβαζε και ευλογούσε τα σημάδια, δηλαδή τα δαχτυλίδια. Ό κουμπάρος τα περνούσε στο χέρι του γαμπρού και της νύφης. Τους ευχόταν να έχουν υγεία και αγάπη και τους έδινε το δώρο του. Εύχονταν και οί υπόλοιποι και κάθονταν στο τραπέ­ζι. Τιμώμενα πρόσωπα ήταν ό γαμπρός, ή οικογένεια του και οί φίλοι του. Σύντομα όριζαν τη μέρα του γάμου και άρχιζαν τις ετοιμασίες. Δεκαπέντε μέρες πρίν, ό γαμπρός διά­λεγε κάποιον φίλο του ως «κουρτσένο», δηλαδή παρά-γαμπρο. Αυτός έκανε τις ετοιμασίες του γάμου. "Επαιρνε το μπαϊράκι του γαμπρού, το κεντημένο λάβαρο, και το κρεμούσε στο πιο εμφανές σημείο του σπιτιού του γαμπρού. Το μπαϊράκι ήταν κατάλοιπο από τα χρόνια του Βυζαντίου. "Οσοι δεν είχαν δικό τους οίκόσημο, κρεμούσαν ένα χρωματιστό πανί.
Αυτές τις μέρες ό γαμπρός με τους φίλους του επισκεπτόταν τις πιο κοντινές συγγένισσες της νύ­φης. Αυτές τους δέχονταν με κεράσματα και τους ζητούσαν να εκπληρώσουν μία επιθυμία τους. Ή επι­θυμία ήταν συνήθως ένα φόρτωμα ξύλα από το δά­σος. Ό γαμπρός και οί φίλοι του έφερναν τα φορτώ­ματα και με συνοδεία οργάνων τα παρέδιναν στο σπίτι της καθεμιάς ξεχωριστά. Πήγαιναν κι ένα φόρ­τωμα ξύλα και δαδιά στο σπίτι της νύφης και στού γαμπρού. Τα ξύλα αυτά έπρεπε να είναι ξερά, γιατί θα τα έκαιγαν στους φούρνους και στα τζάκια, για να ψήσουν τα ψωμιά και τα φαγητά του γάμου. Τα δαδιά τα έκοβαν σε «σχίδες», δάδες, τις όποιες θα άναβαν, για να φωτίζουν τις νύχτες τις αυλές και τους δρόμους, μέχρι να τελείωση ό γάμος. Στις θείες της νύφης ό γαμπρός πρόσφερε από μια ανθοδέσμη. "Αν ό γαμπρός ήταν ορφανός από τον έναν ή από τους δύο γονείς, τον έπαιρνε ο παράγαμπρος και πή­γαιναν στους τάφους των γονιών του. Εκεί γονάτιζε, φιλούσε τον σταυρό, και ζητούσε να του δώσουν την ευχή τους για τον γάμο
Το βράδυ της παραμονής του γάμου με συνοδεία οργάνων έφερναν τον παπά, για να ευλόγηση τα ρούχα του γαμπρού και της νύφης. "Ολοι στο σπίτι κρατούσαν αναμμένα κεριά από καθαρό μελισσοκέ-ρι. Ό παπάς ευλογούσε πρώτα το νυφικό, πού ήταν χρυσοκέντητη φορεσιά με πολλά πλουμίδια, και υστέρα τη φορεσιά του γαμπρού.
Την άλλη μέρα, όταν πλησίαζε ή ώρα του γάμου, έντυναν τον γαμπρό. ένα-ένα τα ρούχα τα γύριζαν επάνω από το κεφάλι και του τα φορούσαν τρα­γουδώντας.
Για να παραλάβουν τη νύφη ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού όλοι μαζί. Μπροστά πήγαινε το μπαϊράκι της οικογενείας, ακολουθούσαν οι χορευτές και τα όργανα και πιο πίσω ό κουμπάρος, ό γαμπρός, ή οικογένεια του καί όλοι οί καλεσμένοι Στήν αυλόπορτα του σπιτιού της νύφης οί φίλες της με γλυκά υποδέχονταν τον γαμπρό και τη συνο­δεία του, ενώ ή νύφη ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της. Ό κουμπάρος πήγαινε στο δωμάτιο της νύφης να την πάρη. Έβρισκε όμως την πόρτα αμπαρωμένη. Φώναζε να του ανοίξουν: «Έχω εντολή από τον γα­μπρό να πάρω τη νύφη». Οι κοπέλες απαντούσαν: «Για να την πάρης, θα πλήρωσης για τους πόνους πού τη γέννησε ή μάνα της και για το γάλα με το όποιο τη θήλασε και τη μεγάλωσε». Συμφωνούσαν σε κάποιο ποσό, πού έδινε ό κουμπάρος. Ή πόρτα όμως ξανάκλεινε με τον κουμπάρο άπ' έξω. «Τώρα θα πλή­ρωσης και τον δικό μας κόπο, πού τη χτενίσαμε, τη στολίσαμε και την κάναμε όμορφη νύφη». Άφού πλή­ρωνε και για τις κοπέλες, άνοιγαν την πόρτα και παρέδιναν τη νύφη.


* *


Έπαιρνε τη νύφη ό κουμπάρος καί την οδηγούσε στην αυλή, οπού την περίμενε ό γαμπρός. Ή νύφη, μόλις έβγαινε έξω από το σπίτι, σε μικρή απόσταση από τον γαμπρό, άρχιζε να κάνη μετάνοιες. Φιλούσε το χέρι του πάππου, της γιαγιάς, του πατέρα και της μητέρας της. Φιλούσε και τα αδέλφια της και την θύρα του σπιτιού της και κινούσαν για την εκκλησία. "Οταν έφθαναν στο προαύλιο της εκκλησίας, οί χορευτές σταματούσαν τον χορό και τα όργανα πα­ραμέριζαν. Ό αδελφός της νύφης την παρέδιδε στον κουμπάρο, πού μαζί με τον γαμπρό τους οδηγούσε στον παπά πού τους περίμενε στην πόρτα. Ό παπάς τους έπιανε από το χέρι και τους έπαιρνε μέσα στον ναό, οπού γινόταν το Μυστήριο. Μετά τον γάμο πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί τους υποδεχόταν ή μητέρα του γαμπρού. Ή νύ­φη έκανε μετάνοια, φιλούσε το χέρι της πεθεράς της, έτρωγε το γλυκό πού της έβαζε με το κουταλάκι στο στόμα και περνούσε μέσα.Οι καλεσμένοι έπαιρναν τις θέσεις τους γύρω από τα στρωμένα τραπέζια. Το γλέντι κρατούσε μέ­χρι το χάραμα της άλλης μέρας. Μόλις αχνόφεγγε τότε άρχιζε ή αναχώρηση των καλεσμένων. Βιά­ζονταν όλοι να φύγουν, γιατί σ' αυτόν πού έμενε τελευταίος του φόρτωναν στην πλάτη την εξώπορτα!

(ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ- Λ.Κελεκίδη -Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ