Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ-Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΑΣΙΩΤΙΣΑΣ-Ή μάνα καί οί κατάρες της

ΕΝΑΣ Ερημίτης ρώτησε τον διάβολο:
-Ποια είναι τα πιο φοβερά πράγματα στη ζωή σας;
Απάντησε ό διάβολος:
-Να, ποια είναι:
Το μυστήριο του Βαπτίσμα¬τος, με το όποιο χάνουμε εντελώς την εξουσία και το δικαίωμα επάνω σας, ό Σταυρός, ό όποιος μας βασανίζει, μας διώχνει και μας αφανίζει, και ίδίως ή Κοινωνία. Ή Κοινωνία, συνέχισε ό διά¬βολος, είναι πιο φοβερή για μας και από την γέεννα του πυρός. Όχι μόνο δεν μπορούμε να πλη¬σιάσουμε εκείνον πού άξια έχει κοινωνήσει, άλ¬λα φοβόμαστε και να τον αντικρίσουμε ακόμη. Άλλ' όμως, όσο κι αν αυτά είναι θανάσιμα για μας, εμείς ευγνωμονούμε τους ανθρώπους πού, με τις απροσεξίες τους και τις αμαρτωλές συνήθειες τους, από μόνοι τους απομακρύνουν την ενέργεια των Μυστηρίων από τον εαυτό τους. Κι έτσι, μό¬νοι τους μας δίνουν το δικαίωμα να κυριεύσουμε τις καρδιές τους». (Ο ΓΕΡΩΝ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΗΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ.π.Παϊσίου- Εκδ. Ι.Ησυχ. Ευαγγ. Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)

* * *
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ μας ή μεγαλύτερη αρρώστια είναι οι μάταιοι λογισμοί των κοσμικών ανθρώπων. Οι άνθρω¬ποι όλα μπορεί να τα έχουν εκτός από καλούς λογι¬σμούς. Ταλαιπωρούνται, γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα πράγματα πνευματικά. Π.χ. ξεκινάει κανείς να πάη κά¬που, παθαίνει μια μικρή βλάβη ή μηχανή του αυτοκι¬νήτου του, και καθυστερεί λίγο να φθάση στον προο¬ρισμό του.
"Αν έχη καλό λογισμό, θα πή: «Φαίνεται, ό Καλός Θεός έφερε αυτό το εμπόδιο, γιατί ίσως θα πά¬θαινα κάποιο ατύχημα, αν δεν είχα αυτήν την καθυ¬στέρηση. Πώς να Σέ ευχαριστήσω, Θεέ μου, γι' αυτό;», και δοξάζει τον Θεό. Ενώ, αν δεν έχη καλό λογισμό, δεν θα αντιμετωπίσει πνευματικά την κατάσταση, θα τα βάλη με τον Θεό και θα βρίζη: «Να, θα πήγαινα νωρί¬τερα, άργησα, τί αναποδιά! Και Αυτός ό Θεός...»,
Ό άνθρωπος, όταν δέχεται ό,τι του συμβαίνει με καλό λογισμό, βοηθιέται. Ενώ, όταν σκέφτεται με ανάποδο τρόπο, βασανίζεται, λειώνει, παλαβώνει.
Μια φορά, πριν από χρόνια, μπήκαμε σε ένα φορτηγό πού είχε για καθίσμα¬τα κάτι σανίδες, για να έρθουμε από την Ούρανούπολη στην θεσσαλονίκη. Μέσα ήταν άνω-κάτω• βαλίτσες, πορ¬τοκάλια, ψάρια, βρώμικα καφάσια από ψάρια πού τα επέστρεφαν, παιδιά από την Άθωνιάδα, άλλα καθιστά, άλλα όρθια, καλόγεροι, λαϊκοί... Ένας λαϊκός ήρθε και κάθησε δίπλα μου. Ήταν και χονδρός καί, επειδή κάπως στριμώχθηκε, έβαλε τις φωνές: «Τί κατάσταση είναι αυτή!...». Πιο έκεί ήταν ένας μοναχός πού, ό φουκαράς, ήταν κουκουλωμένος μέχρι επάνω από τα καφάσια και μόνον το κεφάλι του είχε έξω. Εν τφ μεταξύ, όπως κου¬νιόταν το φορτηγό - ό δρόμος ήταν ένας καρρόδρομος χαλασμένος -, έπεφταν τα στοιβαγμένα καφάσια καί ό καημένος προσπαθούσε να τα πετάη άριστερά-δεξιά με τα χέρια του, για να μην τον χτυπήσουν στο κεφάλι. Και ό άλλος φώναζε, επειδή καθόταν λίγο στριμωχτά. «Δεν βλέπεις, του λέω, εκείνος πώς είναι, κι εσύ φωνάζεις;». Ρωτάω και τον μοναχό: «Πώς τα περνάς, πάτερ;». Κι εκείνος χαμογελώντας μου λέει: «Από την κόλαση, Γέ¬ροντα, καλύτερα είναι εδώ»! Ό ένας βασανιζόταν, αν καί καθόταν, καί ό άλλος χαιρόταν, παρόλο πού τα καφά¬σια κόντευαν να τον κουκουλώσουν. Καί είχαμε δυο ώρες δρόμο• δεν ήταν καί κοντά. Ό νους του λαϊκού γύριζε στην άνεση πού θα είχε, αν ταξίδευε με λεωφορείο, καί πήγαινε να σκάση, ενώ ό μοναχός σκεφτόταν την στενο¬χώρια που θα είχε, αν βρισκόταν στην κόλαση, καί ένιω¬θε χαρά. Σκέφθηκε: «Σέ δυο ώρες θα φθάσουμε καί θα κατέβουμε, ενώ οί καημένοι στην κόλαση ταλαιπωρούνται αιώνια. 'Ύστερα εκεί δεν έχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., αλλά είναι κόλαση. Δόξα Σοι ο Θεός, εδώ είμαι καλύτερα» ΣΚΕΥΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ-Ιερομ.Χριστοδούλου.Αγιορ.
* * *


Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΑΣΙΩΤΙΣΑΣ
ΟΤΑΝ στη Μονή Φλαβιανών(της Μ.Ασίας) ήταν ηγούμενος ό Παΐ'σιος-,κατόπιν Μητροπολίτης Καισαρίας- μερικοί ρέμπελοι και κλέφτες Τούρκοι σκέ¬φτηκαν να πάρουν και κάμποσους πλιατσικαδόρους και να πάνε να πατήσουν το μοναστήρι. Κάποιος όμως κρυπτοχριστιανός ενημέρωσε τον Παΐσιο: «Φυλαχτήτε, είπε, γιατί Τούρκοι άταχτοι ετοιμάζονται να έρθουν να σας χαλάσουν». Ό Παΐσιος ζήτησε προστασία από τις αρχές, αλλά όλοι έκαναν πώς δεν καταλάβαιναν. Του έλεγαν ότι αυτά είναι διαδόσεις και να μη φοβάται, Ό Παΐσιος δεν τους πίστεψε. Κατάλαβε ότι ήθελαν απλώς να τον καθησυχάσουν. Σκέφθηκε τότε να ζήτηση βοήθεια από τους συγχω¬ριανούς του, τους Φαρασιώτες. «Μόνον αυτοί δεν Φαρασιώτες και δεν λογάριαζαν κινδύνους. Έστειλε λοιπόν μήνυμα να έρθουν τα παλληκάρια του χωρίου να προστατεύσουν το μοναστήρι, για να μην το μαγαρίσουν οί Τούρκοι.
Στόν Βαρασό χτύπησε συναγερμός. Μαζεύτηκαν όλοι στο μισεχώρι και έμαθαν το αίτημα του ηγουμέ¬νου. Διαλεχτά παλληκάρια και ανάμεσα τους και μια γυναίκα, πού άξιζε για τρεις άνδρες, μαζεύτηκαν και ξεκίνησαν αμέσως για το Ζιντζί-Ντερέ. Την καθορι¬σμένη μέρα ήταν στον αυλόγυρο του Μοναστηρίου. Ό Παΐσιος τους καλωσόρισε και τους ευλόγησε. "Επια¬σαν τα πόστα και έβαλαν καραούλια. "Επαιζαν τον κεμανί και χόρευαν. Γυμνάζονταν, έρριχναν την πέ¬τρα και πάλευαν, έπαιζαν με τους δημήτρηδες.(Μεγάλα σπαθιά)
Σέ μια στιγμή ακούστηκαν κραυγές και ουρλια¬χτά ανθρώπων πού πλησίαζαν σείοντας ρόπαλα και μαχαίρια. Αδιάφοροι οί Φαρασιώτες συνέχιζαν τα παιχνίδια, τον χορό και το τραγούδι. "Οταν πλησία¬σαν οί Τούρκοι στον αυλόγυρο και αντίκρυσαν τους Φαρασιώτες ξαφνιάστηκαν και σταμάτησαν τα ξε¬φωνητά. Τότε βγήκε και στάθηκε μπροστά τους ένας Φαρασιώτης με τον δημήτρη στο χέρι. «Τί θέλετε εδώ στο σπίτι του Θεού;», ρώτησε. Ξεχώρισε αμέσως ένας ρέμπελος και είπε: «Μας είπαν ότι το μοναστήρι εί¬ναι πλούσιο και εμείς είμαστε φτωχοί άνθρωποι. "Ηρ¬θαμε να ζητήσουμε να μας βοηθήσουν». «"Ηρθατε με ρόπαλα, με μαχαίρια και με δρεπάνια, για να ζητή¬σετε βοήθεια ή για να σκοτώσετε και να λεηλατήσε¬τε;». Τότε παρουσιάστηκε ένας Τούρκος και είπε: «"Ακουσε, γκιαούρη, έμείς εδώ ήρθαμε να πάρουμε ό,τι μπορούμε και όπως μπορούμε. Βλέπω όμως ότι είστε καλά προετοιμασμένοι, Γι' αυτό προτείνω, για να μη χυθή πολύ αίμα, ένας από εσάς, οποίον εσείς ορίσετε, να έρθη να παλέψη μαζί μου, "Αν με νικήση, θα φύγουμε• αν τον νικήσω, θα μας δώσετε ό,τι θέ¬λουμε από το μοναστήρι. Έκτος κι αν φοβάστε, όπως όλοι οί γκιαούρηδες...».
Πετάχτηκε τότε ή Φαρασιώτισσα, σήκωσε τα μα¬νίκια, έδεσε τα μαλλιά της και φώναξε: «Εγώ θα παλέψω μαζί σου, για να δής πώς οι Έλληνες εί¬ναι παλληκάρια και δεν φοβούνται κλέφτες και φο- νιάδες σαν κι εσάς». Ό Τούρκος παλληκαράς γέλα¬σε, μπήκε στην αυλή και στάθηκε μπροστά στην αγέ¬ρωχη Φαρασιώτισσα. «Έλα, της είπε, να σε σχίσω στα δύο». «Αυτό θα το δούμε», φώναξε ή Φαρασιώ¬τισσα. «Τραβηχθήτε στην άκρη, ανοίξτε τον χώρο», είπε στους Φαρασιώτες, πού την κοίταζαν με θαυμα¬σμό. Κι άρχισε ή πάλη. Ή Γυναίκα ήταν έξυ¬πνη, γρήγορη και δυνατή. Ό Τούρκος δεν προλάβαι¬νε να σηκωθή και βρισκόταν καί πάλι κάτω με τη μούρη στο χώμα. Σέ μια στιγμή ό Τούρκος κατάφερε να της κόψη το ένα στήθος. Το χώμα θάφτηκε κόκκι¬νο από το αίμα της. Ή Φαρασιώτισσα στάθηκε όρ¬θια. «Γι' αυτό ή τιμωρία σου θα είναι ό θάνατος σου», είπε, του έδωσε μία και του άνοιξε το στήθος. Ό πεχλιβάνος έπεσε κάτω νεκρός. Το τσούρμο πάγω¬σε. «Πάρτε τον και φύγετε και μην ξανατολμήσετε να πειράξετε το μοναστήρι», φώναξε ή Φαρασιώτισσα κυρά. Από τότε οί Τούρκοι δεν τόλμησαν να ξαναπειράξουν το Μοναστήρι. (ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ- Λ.Κελεκίδη -Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή θεσσαλονίκης)





«Είχε τη γνώση τον Θεού»
Ό Γέροντας Πορφύριος έλεγε: «Το Πνεύμα το "Ανι¬όν εισχωρεί παντού. Γι' αυτό εκείνος πού εμφο¬ρείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει καί αυτός τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν καί το μέλλον. Του τα φανερώνει το "Αγιον Πνεύμα» (ΑΡΩΜΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ-πρεσβ.Δ.Τάτση)



ΜΙΑ ΦΟΡΑ ό Οσιος Ανδρέας πλησίασε κάποιον καί τον παρακολουθούσε με αυστηρό βλέμμα. Εκεί¬νος το κατάλαβε καί του είπε βλοσυρά:
-Τί με κοιτάζεις, τρελέ; Φύγε γρήγορα από δω !
Πάνω στον δεξιό σου ώμο, παρετήρησε ό Άγιος, κάθεται ό δαίμονας της φιλαργυρίας. Μοιάζει με μικρό πίθηκο καί σε κρατά, άθλιε, δεμένο μ’ ένα σχοι¬νί σαν αρκούδα. Δώσε μου ένα τάλληρο.
-Δεν έχω, αποκρίθηκε θυμωμένος εκείνος.
-Παράλυτη ψυχή! του ξαναλέει ό άγιος. Από το σπίτι σου είχες πάρει επτά τάλληρα. Με το ένα αγόρασες λάχανα, με το άλλο όσπρια.Τα άλλα πέντε τα έχεις στον κόρφο σου. Αυτά είπε και έφυγε τρέχοντας.Ο φυλάργυρος έμεινε κατάπληκτος, γιατί όσα άκουσε ήταν αληθινά. (ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ Εκδ.Ι.Μ.παρακλήτου-Ωρωπός)

ΟΣΟ ΠΟΙΟ πολλά αγαθά αποκτούν σήμερα οι άνθρω¬ποι, τόσο πιο πολλά προβλήματα έχουν. Ούτε τον Θεό ευχαριστούν για τις ευεργεσίες Του, ούτε την δυστυχία των συνανθρώπων τους βλέπουν, για να κάνουν καμιά ελεημοσύνη. Σπαταλούν και δεν σκέφτονται τον άλλον πού δεν έχει να φάη. Πώς να έρθη μετά ή Χάρις του θεού; Εδώ και οικογενειάρχης να είναι κανείς, πρέπει από κάπου να κόβη και να οικονομάη κάτι, για να κάνη κάποια ελεημοσύνη.
Να πή στην γυναίκα του και στα παιδιά του ότι στο τάδε μέρος υπάρχει κάποιος άρρωστος εγκαταλελειμμένος ή κάποια φτωχή οικογέ¬νεια πού έχει μεγάλη ανάγκη. Εάν δεν έχουν χρήματα να δώσουν, ας τους πή: «"Ας δώσουμε τουλάχιστον ένα χριστιανικό βιβλίο, αφού έχουμε πολλά». Δίνοντας σ' αυτούς πού έχουν ανάγκη, κάνει καλό και στον εαυτό του αλλά και στην οικογένεια του.
Εκεί στην Ρωσία οι καημένοι οι πιστοί πόσο στε¬ρούνται! Έδωσα μια φορά σε έναν Ρώσο παπά ένα κου¬τάκι λιβάνι και του είπα: «"Ενα φτωχό δώρο». «Φτωχό είναι αυτό; μου λέει.
Ό θεός, για να ασκήσουμε τις αρετές, επέτρεψε να υπάρχουν οι άρρωστοι, οί φτωχοί κ.λπ. Μπορούσε και τους αρρώστους και τους φτωχούς, όλους να τους οικονομήση, αλλά τότε θα είχαμε την ψευδαίσθηση ότι είμα¬στε ενάρετοι, θα λέγαμε λ.χ. ότι είμαστε ελεήμονες, χωρίς να είμαστε, ενώ τώρα τα έργα μας φανερώνουν τις αρε¬τές μας. Δόξα τω θεώ, υπάρχουν άνθρωποι πού θυσιά¬ζονται για τον συνάνθρωπο τους. Γνώρισα κάποιον πού, μόλις απολύθηκε από τον στρατό, δέχθηκε να καταδικασθή άδικα με μεγάλη ποινή, για να σώση μια οικογένεια. Δεν σκέφθηκε ούτε το ρεζίλι, ούτε την σταδιοδρομία του.(Οικογενειακή ζωή.-Γέροντος Παϊσίου-Ι.Μ.Ευ.Ι.Θεολόγου ,Σουρωτής-Θεσσαλονίκη)
* * *
Ο ΘΕΟΣ έχει βάλει μία δύναμη μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Απ’αυτόν εξαρτάται πώς τη διοχε¬τεύει, για το καλό ή για το κακό. "Αν το καλό το παρομοιάσομε με ανθόκηπο γεμάτο λουλούδια, δέντρα καί φυτά, ενώ το κακό με αγκάθια καί τη δύναμη με νερό, τότε μπορεί να συμβεί το εξής: όταν το νερό το διοχετεύσαμε προς τον ανθόκηπο, τότε όλα τα φυτά αναπτύσσονται, πρασινίζουν, ανθίζουν, ζωογονούν¬ται. Την ίδια στιγμή τ' αγκάθια, επειδή δεν ποτίζον¬ται, μαραίνονται, χάνονται. Καί το αντίθετο.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να ασχολείσθε με τ' αγ¬κάθια. Μην καταπιάνεσθε με την εκδίωξη του κάκου. "Ετσι μας θέλει ό Χριστός, να μην ασχολούμαστε με τα πάθη καί με τον αντίθετο. Κατευθύνετε το νερό, δηλαδή όλη τη δύναμη της ψυχής σας, προς τα λου¬λούδια καί θα χαίρεσθε την ομορφιά, την ευωδιά, τη δροσιά τους.
Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω άπ' την πόρτα καί να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται α¬πό δω το κακό; Δοθείτε με τρόπο απαλό από κει. Δη¬λαδή όταν έρχεται να σας προσβάλει το κακό, εσείς δώστε την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό.(ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ-Γέροντος Πορφυρίου-εκδ.Ι.Μ.Χρυσοπηγής Χανιά)
* * *
ΚΑΠΟΤΕ ο Άγιος Παχώμιος καθόντανε σε κάποιο απόσκιο της Μονής μαζί μ' άλλους αδελφούς. Βγήκε τότε ένας αδελφός από το κελλί του, πού ήτανε στο αντικρυνό μέρος από έκεί πού έκαθότανε, κι' άπλωσε μπροστά στο κατώφλι του δυο ψάθες, πού τις είχε πλέξει την ημέρα εκείνη. Κι’ αυτό το έκανε από ματαιοδοξία, και για να τις δει ο Όσιος και να τον έπαινέσει, αφού ο κανονι¬σμός της Μονής ήτανε να πλέκη κάθε αδελφός μια μονάχα ψάθα, αυτός κοπίασε περισσότερο κι' έπλεξε δυο. Κι' ό Όσιος, το κατάλαβε αμέσως, πώς αυτό το έκανεν από κομποφάνεια και για επίδειξη, και στενάζοντας είπε στους αδελφούς πού τον περιτριγύριζαν
—Βλέπετε , τέκνα μου, τον αδελφό μας αυτόν; Έδούλεψε πραγματικά και με κόπο μεγάλο, από το σύναυγο, ως την ώραν αυτήν. Κι’ όμως ό κόπος του επήγε χαμένος, και τον έχάρισε στο Σατανά, και τίποτα δεν απόμεινε για την ψυχή του. Γιατί έδούλεψε για τη δόξα περισσότερο και για τον έπαινο των ανθρώπων, και όχι για το Θεό. Κι' έτσι και κατακουράσθηκε, μα και έβλαψε την ψυχή του.

Ή μάνα καί οί κατάρες της
ΚΑΠΟΙΑ χήρα είχε τρία παιδιά. Μοχθούσε πολύ για την ανατροφή τους, όμως γόγγυζε για τον βαρύ της κλήρο. "Οταν άκουσε για τον όσιο Σεραφείμ, απεφάσισε να τον έπισκεφθή, να ζήτηση την ευλογία του καί να του μιλήση για τη θλίψη της. Πήγε λοιπόν, καί ό Οσιος, αφού την ευλόγησε, της είπε:
-Μη παραπονήσαι για την κατάσταση σου. Ένας θα μείνη να άναθρέψης...
Μετά από μία εβδομάδα δύο από τα παιδιά της πέθα¬
ναν. Ταραγμένη από την απροσδόκητη συμφορά πήγε
στον όσιο, για να την ανακούφιση από τη λύπη πού την
κατέτρωγε.
-Να προσεύχεσαι στην Ύπεραγία Θεοτόκο καί σ' όλους τους αγίους, της είπε ό στάρετς μόλις την είδε. Με τίς κατάρες πού έδινες στα παιδιά σου τα σκότωσες. Να μετανοήσεις για όλα, να έξομοληγηθείς, καί στο εξής να συγκρατείς την οργή σου, για να μην άμαρτάνεις τόσο βα¬ρεία . (Ο Όσιος Σεραφειμ του Σαρώφ. Αρχιμ.Τιμοθέου)
* * *

ΗΘΕΛΑ να ζω έξω, καί πιο πολύ τη νύκτα. Γι' αυτό το λόγο ανέβαινα πάνω σ' έναν πρίνο, ψηλά, πάνω από δυόμισι μέτρα. " Έκεί ήμουν όλο προσευχή. "Ημουν αγιορείτης. "Ηθε¬λα μοναξιά καί Ψαλτήρι. Άλλα καί το «Κύριε Ίησοΰ Χρι¬στέ...». Προσευχόμουν ώρες εκεί στον πρίνο, μες στα λου¬λούδια της άγράμπελης, πάνω στο σχινένιο κρεββάτι μου.
"Ενα βράδυ πού σκαρφάλωσα στο κρεββάτι αυτό, το γεμάτο λουλούδια, έκανα την προσευχή μου.. Την ώρα πού άρχισα να λέω την ευχή της Παναγίας, «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή Παρθένε θεόνυμφε Δέσποινα...». Δέος, τρόμος με κατέλαβε, όταν μία ακτίνα φωτεινή, πού ερχόταν άπ' την Παναγία μας, χτυπούσε το κεφάλι μου, πού είχα σκύψει ταπεινά ταπεινά για τη μεγάλη μου άναξιότητα.
Τη στιγμή πού τελείωσα την ευχή της Παναγίας καί σώπασα, ακούω κάτω άπ' το δέντρο καί βγαίνει ένας άν¬θρωπος. Ηταν ένας άνδρας. Μου λέει:
-"Ανθρωπε του θεού, κατέβα κάτω, σε θέλω.
Κατέβηκα κάτω, με χαιρέτησε. Μου λέει:
Πεινάω πολύ.
-Τρέχω να σου φέρω, του λέω.
-'Άκου να σου πω, μου λέει. Εγώ ήλθα άπ' την Α¬μερική και σκότωσα την γυναίκα μου. Με κυνηγήσανε κι εγώ πήρα τα βουνά, μη με συλλάβουνε, αλλά πεθαίνω της πείνας.
Πήγα καί του έφερα τρία πρόσφορα. Μου εξήγησε, βέβαια, ότι ή γυναίκα του είχε πιάσει φίλο κι αυτός, όταν τ' ακούσε, ήλθε κι έκανε το κακό. Το είχε μετανιώσει, αλ¬λά όμως το έκανε.
-Σέ παρακαλώ, άνθρωπε του Θεού, μην πεις πουθενά τίποτα για μένα, μου λέει καί χάθηκε στο σκοτάδι.
-"Οταν ξημέρωσε, ήλθε ή αστυνομία κι έψαχνε. Με ρώ¬τησαν αν είδα κάποιον έτσι κι έτσι. Μου τον περιέγραψαν.
- "Οχι, λέω, δεν είδα τίποτα.
Αυτό πού εξομολογήθηκε σ' εμένα αυτός ό άνθρωπος έγινε άπ' την χάρι της Παναγίας μας.
Αλήθεια σας λέγω, ήταν μπροστά μου ή Υπεραγία Θεοτόκος κι έστελνε τη φωτεινή ακτίνα της σ' εμένα τον ταπεινό! Καλογεράκι ήμουνα, παπάς βέβαια, κάπου εκεί είκοσι ένα χρονώ.


ΟΤΑΝ πιστεύουμε στο Θεό κι εμπιστευόμαστε τα πάντα στην πατρική Του μέριμνα και πρόνοια, τότε εμείς δεν πρέπει καθόλου να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, αλλά να ξέρουμε καλά ότι ό Θεός γνωρίζει όλα όσα μας αφορούν, από το πιο μι¬κρό μας πρόβλημα - πού μπορεί να είναι το πέσιμο μιας τρίχας του κεφαλιού μας - ως και το μεγαλύτερο. Το μόνο πού πρέπει εμείς να θέλουμε είναι το να ενεργήσει ή αγάπη καί ή πρόνοια του Θεού, όπως καί οπότε και εάν Εκείνος θέλει. Όταν κανείς έχει μια τέτοια πίστη καί διάθεση, τότε βλέπει τα θαύματα του Θεού - καί τον ίδιο το Θεό - πού είναι συνέχεια κοντά Του, σε κάθε περίσταση. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει, απαραιτήτως, ν' απορρίψουμε κάθε κοσμική βοήθεια και ανθρώπινη ελπίδα καί να αφιερώσουμε το νου μας στο Θεό με εμπιστοσύνη, χωρίς δισταγμό και με καθαρή καρδιά. Τότε, αμέσως έρχεται ή θεία χάρη του Χρίστου μας καί επισκιάζει την ψυχή μας.». Κάποτε χρειάστηκα χίλιες δραχμές. Εγώ χρήμα¬τα δεν είχα. Καθώς λοιπόν συμμάζευα έξω στην αυλή τα ποτή¬ρια και τα πλαστικά δοχεία με τα λουκούμια, πού είχα κεράσει κάποιους επισκέπτες, πήγε το μάτι μου στίς τρύπες ενός τού¬βλου, πού το είχα βάλει κάτω από μια σανίδα, για να κάθονται οί επισκέπτες. Είδα, λοιπόν, ότι μέσα σε μια τρύπα υπήρχε ένα διπλωμένο χαρτί, το όποιο, μ' ένα ξύλο, προσπάθησα καί το έ¬βγαλα" ήταν ένα χαρτί με κάτι ονόματα καί ένα χιλιάρικο.
-Όταν ήμουν νέος ακόμη σ' ένα μοναστήρι, με έ¬στειλαν από τη μονή να πάω να πείσω ένα γεροντάκι, πού έμενε σε ένα κελί, να 'ρθει στο μοναστήρι να το γηροκομήσουμε. Πή¬γα λοιπόν καί του είπα:
-Γέροντα, μόνος σου πλέον είναι δύσκολο να αυτοεξυπηρε¬τηθείς καί θα δυσκολεύεσαι. "Ελα να σε φροντίσουμε εμείς. Τί λες, θα έρθεις;
Καί το γεροντάκι μου απάντησε:
-Λέω, π. Παΐσιε, ότι ό Θεός, πού φροντίζει καί μεριμνά για
τα μικρά σκουληκάκια καί τα τρέφει καί ζουν, για μένα, πού εί¬-
μαι ένα μεγάλο σκουλήκι, δε θα μεριμνήσει;
ΚΑΠΟΤΕ κάποιοι προσκυνητές στους οποίους ό Γέροντας έ¬δωσε τα πράγματα, πού του είχαν φέρει κάποιοι προηγούμενοι, για να τα πάνε
σε ένα γεροντάκι απέναντι στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, τον ρώτησαν:
-Γέροντα, γιατί δεν κρατάτε καί σεις λίγα πράγματα, για να έχετε;
Κι ό Γέροντας τους απάντησε:
-Δεν τα κρατάω πρώτον, γιατί, αν τα κρατώ, θα δημιουργή¬σω, χωρίς να θέλω, Σούπερ-Μάρκετ εδώ πέρα, δεύτερον, γιατί έ¬χω ύπ' όψιν μου, ότι, τότε, πού ό Θεός βοηθούσε στην έρημο τους Ισραηλίτες, τον πιστό λαό Του, καί τους έριχνε καθημερι¬νά το μάννα, όσοι ήταν ολιγόπιστοι καί κρατούσαν άπ' αυτό για την άλλη μέρα, εκείνο σάπιζε.
Έτσι " οικονομούσε ό Θεός τα πράγματα, για να έχει ό λαός Του απόλυτη εμπιστοσύνη στη δι¬κή Του πρόνοια καί φροντίδα κι όχι στη δική τους αρρωστημέ¬νη μέριμνα.
(Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ.εκδ.Ιερομ.Χριστοδούλου Αγιορ.)

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ