Ἄρθρο τοῦ Γεωργίου Ν. Παπαθανασοπούλου εἰς τὴν ἐφημερίδα «Ἐλεύθερος Τύπος».
Ἐδῶ παρατίθεται ἡ ἀναδημοσίευση στὴν ἐφημερίδα «Μεσόγειος», 19 Ἰανουαρίου 2001
--------------------------------------------------------------------------------
«Ὅσον δὲ παρέρχεται
ὁ καιρὸς καὶ γνωρίζομεν
περισσότερον τὸ ἔργον του,
τόσον ἡ ἐκτίμησίς μας
μεγαλώνει καὶ ὁ θαυμασμός μας
γίνεται πλέον ἔνθερμος»
Ὁ ἱερέας Γεώργιος Ρήγας στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο ἔγραψε τότε γιὰ τὰ χριστιανικὰ τέλη τοῦ κυρ-Ἀλεξάνδρου. Ζήτησε νὰ προσέλθει ὁ ἱερεὺς τῆς Σκιάθου παπα-Ἀνδρέας Μπούρας καὶ οἱ ἀδελφές του ζήτησαν νὰ πάει μαζὶ στὸ σπίτι καὶ ὁ γιατρός. Καὶ διηγεῖται ὁ π. Γεώργιος Ρήγας:
«Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν: «Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;» «Ἦρθα νὰ σὲ δῶ» τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. «Νὰ ἡσυχάσης» τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, «ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ ῾ρθῆς ἐσύ»... Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση. «Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!» ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε «φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον». Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην...» (σ.σ. πρόκειται γιὰ τροπάριο ἀπὸ τὶς Ὦρες τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων ποὺ ἐπέκειτο).
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ψάλσιμο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκεν τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκιάθος ὅλη ἔκλαυσε καὶ κλαίει διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».
Ὅπως διηγήθηκε μετὰ ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου μετέλαβε γιὰ τελευταία φορά. Ὅταν βράδιασε καλὰ τὴν ἴδια μέρα, ἀνασηκώθηκε λίγο σὰν ἐνθουσιασμένος ἀπὸ κάποια ἀνάμνηση.
Ἄκουγε σιωπηλὸς τὸ τραγούδι τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (σ.σ.: μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὰ κάλαντα) τὸ ὁποῖο τραγουδοῦσαν τὰ παιδιὰ στὸ ἀγαπημένο του καφενεῖο, στὴν παραλία.
«Τί ὡραῖα ποὺ τό ῾πανε στοῦ Λάμπρου» ψιθύρισε καὶ πρόσθεσε: «νά ῾μουν κι ἐγὼ κεῖ δά!».
Γιὰ τὸ πένθος τότε στὴ Σκιάθο σχολιάζει ὁ καθηγητὴς καὶ γνωστὸς συγγραφέας κ. Π. Β. Πάσχος σὲ ἄρθρο του: «Σήμερον ἠμποροῦμε νὰ εἴπωμεν ὅτι ὄχι μόνον ἡ Σκιάθος, ἀλλ᾿ ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλλὰς ὁλόκληρος ἐθρήνησε τὴν κοίμησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅσον δὲ παρέρχεται ὁ καιρὸς καὶ γνωρίζομεν περισσότερον τὸ ἔργο του, τόσον ἡ ἐκτίμησίς μας μεγαλώνει πρὸς τὴν ὑψηλὴν τέχνη του καὶ ὁ θαυμασμός μας πρὸς τὸ πρόσωπό του γίνεται πλέον ἔνθερμος» (σ.σ.: ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς «Εὐθύνης» «Μνημόσυνο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη» γιὰ τὰ 70χρονα ἀπὸ τὴν κοίμησή του).
«...Νὰ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη. Δὲ ζητᾷ νὰ τεντώσει τὰ νεῦρα μας, νὰ σείσει πύργους καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τέρατα. Οἱ νύχτες του, ἐλαφρὲς σὰν τὸ γιασεμί, ἀκόμη κι ὅταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν ἐπάνω στὴν ψυχή μας σὰν μεγάλες πεταλοῦδες ποὺ ἀλλάζουν ὁλοένα θέση, ἀφήνοντας μία στιγμὴ νὰ δοῦμε στὰ διάκενα τὴ χρυσὴ παραλία ὅπου θὰ μπορούσαμε νά ῾χαμε περπατήσει χωρὶς βάρος, χωρὶς ἁμαρτία. Εἶναι ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ μεγάλο μυστικό, αὐτὸ τὸ «θὰ μπορούσαμε» εἶναι ὁ οἴακας ποὺ δὲ γίνεται νὰ γυρίσει, μόνο μας ἀφήνει μὲ τὸ χέρι μετέωρο ἀνάμεσα πίκρα καὶ γοητεία, προσδοκώμενο καὶ ἄφταστο...Σὰ νά ῾χανε ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια καὶ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου»... (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη «Ἡ Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη»)
Ἐκλεκτὸς ἱερέας
Πατέρας τοῦ Ἀλέξανδρου ἦταν ὁ ἱερέας παπα-Ἀδαμάντιος Ἐμμανουήλ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὸ ἐπίθετό του. Ἦταν ἐκλεκτὸς ἱερέας καὶ πολλὰ ὀφείλει σ᾿ αὐτὸν ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας. Εἶχε γεννηθεῖ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου τὸ 1817. Στὶς 11 Φεβρουαρίου 1840 παντρεύτηκε τὴν Γκιουλώ (1822-1896), κόρη τοῦ ἄρχοντα Ἀλέξανδρου Μωραΐτη, καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1842 χειροτονήθηκε ἱερέας ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σκιάθου καὶ Σκοπέλου Εὐγένιο Οἰκονόμου. Ἀπέκτησαν ὀκτὼ παιδιά, τρεῖς γιούς, τοὺς Ἐμμανουήλ, Ἀλέξανδρο καὶ Γεώργιο, καὶ πέντε θυγατέρες, τὶς Οὐρανία (ἡ μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ νυμφεύθηκε), Χαρίκλεια, Σοφούλα, Κυρατσούλα καὶ πάλι Κυρατσούλα...
Ὁ π. Ἀδαμάντιος ἀπεβίωσε στὶς 2 Ἰουνίου 1895, σὲ ἡλικία 78 ἐτῶν. Τότε ὁ γιός του, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος, ἐργαζόταν στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» (σ.σ: πιστεύουμε ὅτι ἡ ΕΣΗΕΑ θὰ τὸν θυμηθεῖ φέτος, ἀφοῦ ὑπῆρξε συνάδελφος ἐκλεκτός) καὶ ἔγραψε γιὰ τὸν πατέρα του συγκινητικὴ νεκρολογία, τὴν ὁποία ἀναδημοσιεύει ὁ ἱερέας τῆς Σκιάθου π. Γεώργιος Ἀθ. Σταματᾷς στὸ πόνημά του «Ὁ Ἱερὸς Μητροπολιτικὸς Ναὸς Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκιάθου». Ἔτσι ἀρχίζει τὸ κείμενό του:
«Σεμνοτάτη, πολλῶν ἀκολουθούντων, ἐγένετο ἡ κηδεία τοῦ ἐν Κυρίῳ μεταστᾶντος ἐν γήρατι καλῷ αἰδεσιμωτάτου οἰκονόμου τῆς ἐκκλησίας Σκιάθου Παπα-Ἀδαμαντίου, ἥτις ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ ἐστερήθη ἑνὸς ἐκ τῶν σεμνοτέρων καὶ μᾶλλον εὐπαιδεύτων ἐφημερίων.
Εἰς γένος Λευιτικὸν ἀνήκων, ἐκηδεύθη πλησίον τῶν συγγενῶν του, ἡγουμένων τῆς Κουνιστρίας...».
Ὁ Παπαδιαμάντης αἰσθανόταν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἕναν πολὺ μεγάλο πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὴν Παναγία τὴν Κουνιστρία. Δὲν εἶναι πολὺ γνωστὸ ὅτι μὲ ἐπιστασία καὶ σημειώσεις του εἶχε ἐκδοθεῖ τὸ 1903 ἡ «Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εἰκονιστρίας τῆς ἐν τῇ νήσῳ Σκιάθῳ καὶ τῆς θαυμαστῆς εὑρέσεως τῆς ἁγίας αὐτῆς εἰκόνος», τὴν ὁποία εἶχε γράψει ὁ Σκιαθίτης Ἐπιφάνιος Δημητριάδης «εἰς δόξαν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀναγιγνωσκόντων καὶ σωτηρίαν Ἐπιφανίου τοῦ ἁμαρτωλοῦ».
Στὴ δεύτερη ἔκδοση τοῦ συγκεκριμένου μικροῦ βιβλίου, ποὺ ἔγινε τὸ 1926 ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Ἰωάννου Σιδέρη, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Παπαδιαμάντη Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης προσέθεσε Παρακλητικὸ Κανόνα ὁ ὁποῖος ψάλλεται κατὰ τὴ λιτανεία τῆς εἰκόνας καὶ Πανηγυρικὴ Ἀκολουθία γιὰ τὴν εὔρευσή της. Ἀπὸ τὸ λόγιο ἐφημέριο τοῦ Ἱ. Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Σκιάθου π. Γεώργιο Σταματᾷ πληροφορηθήκαμε ὅτι ἔχει τυπωθεῖ καὶ ἡ ἕβδομη ἔκδοση τοῦ ἐν λόγω μικροῦ βιβλίου.
Χαμένα ἀντίγραφα
Στὸν πρόλογό του καὶ ἀπευθυνόμενος στοὺς ἀναγνῶστες του, ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ὅτι τὸ βιβλιάριο γράφτηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 1800 ἀπὸ τὸν Ἐπιφάνιο Δημητριάδη καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ τετραδίου εἶχαν χαθεῖ ἐπὶ πολλὰ χρόνια, ἕως ὅτου βρέθηκε ἕνα στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ 1873, τὸ ὁποῖο εἶχε γράψει μὲ τὸ χέρι τοῦ ὁ Προηγούμενος τῆς Ι. Μονῆς Δοχειαρίου μακαρίτης παπα-Εὐλόγιος Μυρώδης, ποὺ ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ τὴ Σκιάθο. Κι ἀφοῦ ἐξιστορεῖ τὸ πῶς ἔφτασε στὰ χέρια του, ἐπιλέγει ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας: «Τὸ μικρὸν τοῦτο τεῦχος διανέμεται εἰς τοὺς φιλευσεβεῖς χριστιανοὺς ἀντὶ προαιρετικῆς τινος εἰσφορᾶς, μελλούσης νὰ χρησιμεύσῃ πρὸς ἐπισκευὴν καὶ ἀνακαίνισιν μέρους τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Κουνιστρίας, ἑτοιμορρόπου ὄντος. Ἔρρωσθε. Ἐν Σκιάθῳ 1903, κατὰ Ὀκτώβριον. Ἀ. Παπαδιαμάντης».
Ὅπως μᾶς εἶπε ὁ π. Γεώργιος Σταματᾷς, ὁ ναὸς τῆς Παναγίας τῆς Εἰκονιστρίας σήμερα ἐσωτερικὰ χρῄζει ἄμεσης συντήρησης, καὶ ἰδιαιτέρως οἱ τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο, ποὺ εἶναι ὑπὸ κατάρρευση. Στὴν ἱστορικὴ μονὴ μένει πλέον μία γυναῖκα ὡς φύλακας. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Εἰκονιστρίας μεταφέρθηκε στὸν Ἱ. Ναὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τὸ 1858, ὅπου φυλάσσεται ἕως σήμερα «ἀποτελώντας τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν εὐλαβῶν Σκιαθιτῶν, ὅπου κι ἂν βρίσκονται αὐτοί», ὅπως γράφει στὸ βιβλίο τοῦ ὁ π. Γεώργιος.
-