Γέροντα, που οφείλεται ή γκρίνια και πώς μπο¬ρείς να την αποφύγεις;
Στήν κακομοιριά οφείλεται και με την δο¬ξολογία την κάνει κανείς πέρα. Ή γκρίνια γεννά γκρίνια καί ή δοξολογία γεννά δοξολογία. "Όταν δεν γκρινιάζει κανείς για μια δυσκολία πού τον βρί¬σκει, αλλά δοξάζει τον Θεό, τότε σκάζει ό διάβολος καί πάει σε άλλον πού γκρινιάζει, για να του τα φέρει όλα πιο ανάποδα. Γιατί, όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει.
Μερικές φορές μας κλέβει το ταγκαλάκι-ο διάβολος καί μας κά¬νει να μη μας ευχάριστη τίποτε, ενώ μπορεί κανείς όλα να τα γλεντάει πνευματικά με δοξολογία και να έχει την ευλογία του Θεού. Να, ξέρω κάποιον έκεί στο "Ορος πού, αν βρέξη καί του πεις «πάλι βρέχει», αρχίζει: «Ναί, όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία». "Αν μετά από λίγο σταματήσει ή βροχή καί του πεις «ε, δεν έβρεξε καί πολύ», λέει: «Ναί, βροχή ήταν αυτή; θα ξεραθή ό τόπος...». Καί δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό, αλλά συνήθισε να γκρινιάζει. Να είναι λογικός καί να σκέφτεται παράλογα! Ή γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ό ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του, οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεού. Στήν "Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ό ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ενα-δυό χωραφά¬κια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν, όσο μπορούσε, χωρίς άγχος, «θα κάνω ό,τι προλάβω», έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψει, άλλα του τα σκόρπιζε ό αέρας, και όμως για όλα έλεγε «δόξα Σοι ό Θεός» και όλα του πήγαιναν καλά. Ό άλλος είχε πολ¬λά κτήματα, αγελάδες κ.λπ., δεν είχε καί παιδιά. "Αν τον ρωτούσες «πώς τα πας;», «Ασ' τα, μην τα ρωτάς», απαντούσε• ποτέ δεν 'έλεγε «δόξα Σοι δ θεός», όλο γκρί¬νια ήταν. Και να δήτε, άλλοτε του ψοφούσε ή αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο. "Ολα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε.
Γι’ αυτό λέω, ή δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται, αν γευθούμε ή Οχι τις ευλογίες πού μας δίνει ό θεός. Πώς όμως να τις γευθούμε, αφού ό Θεός μας δίνει λ.χ. μπανάνα καί εμείς σκεφτόμαστε τί καλύ¬τερο τρώει ο τάδε εφοπλιστής; Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νύχτα δοξολογούν τον θεό καί τρέφονται με ουράνια γλυκύτητα! Αυτοί οι άν¬θρωποι αποκτούν μια πνευματική ευαισθησία καί γνωρί¬ζουν τα χάδια του Θεοΰ. Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί ή καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα καί δεν ικανοποι¬ούμαστε με τίποτε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι ή ευτυχία εί¬ναι στην αιωνιότητα καί όχι στην ματαιότητα. . Οικογενειακή ζωή-π.Παϊσίου-Ι.Ησυχ.Αγ.Ι.Θεολόγου Σουρωτή θεσσαλονίκης.)
* * *
Στην εποχή της Κατοχής η 'Έφη ήταν δεκαεφτά χρονώ κι έμενε το καλοκαίρι με τους γονείς της καί τον αδελφό της στο Μπογιατι. Εί¬χαν περιβόλι με κηπευτικά καί τα πουλούσαν. Ένα βράδυ ή μητέρα της "Εφης την έστειλε σ' ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν' αγοράσει πετρέλαιο για τη λάμπα. Σημειώστε οτι δεν εί¬χαν τότε ρεύμα. Επιστρέφοντας προς το σπίτι ή Έφη συ¬ναντάει στο δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν για τα μαθήματα. Το σημείο, όμως, πού είχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τη στιγμή εκείνη πέρασε ό αδελφός της 'Έφης καί τους είδε να κουβε¬ντιάζουν. Το παρεξήγησε, γιατί πίστεψε ότι πονηρά κουβε¬ντιάζουν καί το είπε στην μητέρα τους.
— Ή Έφη μας ντροπιάζει, είπε, κουβεντιάζει στο δρό¬μο μ' ένα αγόρι.
Οταν έφθασε στο σπίτι ή "Εφη, ή μητέρα της την μά¬λωσε πολύ καί την έδειρε. Τότε οί αρχές ήταν πολύ αυστη¬ρές. Ή "Εφη πικράθηκε πολύ. Επαναστάτησε για την α¬δικία καί την καχυποψία του αδελφού της.
Την άλλη μέρα γύρισε στο σπίτι ό πατέρας, πού έλει¬πε. Εκείνος της φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή με κατανό¬ηση καί καλό τρόπο.
— Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, της λέει. Έλα, πάμε να ποτίσομε το περιβόλι. Εσύ θα κάθεσαι κι οπού βλέπεις πώς ποτίζεται μία βραγιά, θα μου λέεις να γυρίζω το νερό σ' άλλη βραγιά.
"Ετσι έγινε. Ή "Εφη, όμως, δεν εΐίχε κοιμηθεί καθό¬λου την προηγούμενη νύκτα. Ή στενοχώρια κι ή αδικία την πνίγανε. Απελπίσθηκε κι αποφάσισε να θέσει τέρμα στη ζωή της. Την ώρα, λοιπόν, πού ξεκινούσαν με τον πα¬τέρα της για το περιβόλι έκανε ένα σχέδιο. Να πάρει ένα γεωργικό φάρμακο καί το βραδάκι, μετά το πότισμα, κρυ¬φά να το πιεί καί να πεθάνει. Σκεπτόταν: «Να δω τότε, θα με αγαπούν;»
Πήρε λοιπόν το φάρμακο, το έβαλε στην τσέπη της καί περίμενε να βραδιάσει, για να το πάρει. Δεν άργησε να έλθει ή δύσκολη ώρα. Ό πατέρας αμέριμνος της λέει:
— Πήγαινε στην άκρη του περιβολιού να κλείσεις το νερό.
Πήγε γρήγορα, ~Ηταν αθέατη. Κανείς δεν υπήρχε γύ¬ρω της. Ό πατέρας αρκετά μέτρα μακριά κι εκείνη τρέμον¬τας έβαλε το χέρι στην τσέπη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούει βήματα. Δεν πρόλαβε να κουνηθεί κι εμφανίζεται μπροστά της κάποιος άγνωστος Ιερέας. Την χαιρετάει και της λέει:
— "Εφη μου, ξέρεις πόσο ώραίος είναι ο Παράδεισος!Φως, χαρά, αγαλλίαση. Ό Χριστός είναι όλος φως καί σκορπάει τη χαρά καί την αγαλλίαση σε όλους. Μας περι¬μένει στην άλλη ζωή, για να μας χαρίσει τον Παράδεισο. Υπάρχει όμως κι ή κόλαση,
πού είναι όλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, αγωνία, κατάθλιψη."Αν πάρεις αυτό πού έ¬χεις στην τσέπη σου, θα πάεις στην κόλαση. Πέταξε το, λοι¬πόν, αμέσως, για να μη χάσομε την ομορφιά του Παραδεί¬σου.
Ή Έφη τα έχασε στην αρχή, αλλά μετά από λίγο λέ¬ει στον Ιερέα, αφού, χωρίς να το καταλάβει, είχε πετάξει το φάρμακο:
— Περιμένετε να φωνάξω καί τον πατέρα μου να σας δει.
Τρέχει μες στο περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τίς ψηλές καλαμποκιές, για να βρει τον πατέρα της. Τον ηύρε καί του λέει: Πατέρα, έλα γρήγορα να δεις έναν Ιερέα, πού ήλθε στην άκρη του περιβολιού μας!
"Οταν, όμως, έφθάσανε στο σημείο πού έπρεπε να πε¬ριμένει ό Ιερέας, δεν υπήρχε κανείς εκεί.
Για πολύ καιρό ή "Εφη δεν μπορούσε να εξηγήσει όλα όσα της συνέβησαν εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να εξη¬γήσει την εξαφάνιση του Ιερέα. Επιθυμούσε να τον ξανα¬βρεί. Της είχε σώσει τη ζωή.
Εν τω μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στην Αθήνα όλη ή οικογένεια. Ή "Εφη επήγαινε πολλές φορές στην νο¬νά της, πού ήταν πολύ πιστή, κι έμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Ή νονά της συνήθιζε να δέχεται στο σπίτι της καί να φιλοξενεί θεολόγους, Ιερείς, Μοναχούς. Κάποια φο¬ρά, λοιπόν, πού ή "Εφη πήγε στην νονά της, στο σαλόνι εί¬χε μία επίσκεψη. Ή Εφη δεν έγνώριζε ποιος ήταν. Ή νονά σε μια στιγμή έρχεται στην κουζίνα και λέει της Εφης:
— "Εφη, ετοίμασε γλυκό καί καφέ καί φέρε τα στο σα¬λόνι για τον επισκέπτη.
Ή "Εφη τα ετοίμασε. καί πήγε στο σαλόνι. Άλλα τί να δει! Πήγε να της πέσει ό δί¬σκος άπ' τα χέρια. Βλέπει μπροστά της τον Ιερέα πού είχε εμφανισθεί εκείνο το δύσκολο γι' αυτήν βράδυ στο περιβόλι τους.
— Ήταν ό πατήρ Πορφύριος,
Κατόπιν έκανε οικογένεια με πολλά παιδιά. Την ευλόγησε ό Θεός. Τί τρόπους λοιπόν μπορεί να μεταχειρι¬σθεί ό Θεός, όταν θέλει να σώσει έναν άνθρωπο;
(Βίος και Λόγοι του π. Πορφυρίου -Ι.Μονή Ζωοδόχου Πηγής-Χανιά)
0 Θεός τιμωρεί τους συκοφάντες και προστατεύει και δοξάζει τους συκοφαντουμένους.
Ό 'Αββάς Μακάριος διηγήθηκε κάποτε την παρακάτω Ιστορία για τον εαυτό του.
— Καπότε είπε, όταν ήμουνα νεώτερος, ησύχαζα σ' ένα κελλί στην Αίγυπτο. "Ηλθανε λοιπόν και μ' ευρήκανε, και μ' έβίαζαν να γίνω κληρικός σε μια γειτονική πολιτεία. Εγώ όμως δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το δεχθώ και να πάρω επάνω μου τέτοιαν ευθύνη.
"Εφυγα λοιπόν κρυφά σ' έναν άλλο τόπο. Κι' έκεϊ κάποιος θεοφοβούμενος άνθρωπος μ' έξυπηρετούσε, όπως μπορούσε, κι' αγόραζε και τα εργόχειρα μου.
Συνέβηκε λοιπόν, από πείραξη του Σατανά, να πέση κάποια κόρη σε αμαρτία σ' ένα γειτονικό χωριό, κι' εμεινεν έγκυος. Κι'όταν την έρωτήσανε, με ποιόν έπεσε στην αμαρτία και ποιος της εκανεν αυτό το κακό, άπάντησε — Ό Αναχωρητής.
Έβγήκανε λοιπόν οί χωριάτες καϊ ήλθανε μ' επιάσανε και έκρεμάσανε στο λαιμό μου καρβουνιασμένες χύτρες καϊ κέρατα από τραγιά• καϊ μ' έπομπέψανε σ' όλους τους δρόμους του χωρίου, δέρνοντας με καϊ φωνάζοντας• — Αυτός εδώ ό καλόγηρος διέφθειρε το κορίτσι μας! Καταχειρίσετέ τον λοιπόν καϊ δώστε του ξύλο αλύπητα. Και μ' έδειραν τόσο πολύ, πού λίγο έλειψε να πεθάνω, αν δεν έρχόντανε να με πάρει από τα χέρια τους κάποιος γέροντας, λέγοντας τους — Κάμετε πλέον νισάφι! Ως πότε θα τον δέρνετε;
Αυτός δε που μ: έξυπηρετοΰσε, ακολουθούσε από πίσω σ' όλο αυτό το πόμπεμά μου, καταφοβισμένος- γιατί τον ύβρίζανε και του έλέγανε — Καμάρωσε τον Αναχωρητή σου και τις βρωμοδουλειές του...
Καϊ τότε τα γονικά της κόρης είπανε• — Δεν θα τον παρατήσουμε και δεν θα τον άφήσωμε, αν δεν μας φέρη έγγυητή, ότι θα συντηρεί το κορίτσι πού κατέστρεψε. 'Αποτανθήκανε λοιπόν στον διακονητή μου• κι' αυτός εγγυήθηκε πρόθυμα. Κι' έτσι, με άφήκανε ελεύθερο και ξαναγύρισα στο κελλί μου μαζί του.
Επήρα λοιπόν όσα εργόχειρα καϊ πλεκτά είχα και του τά’δωκα, λέγοντας του — Πόρτα καϊ πούλησε τα, και τα χρήματα που θα είσπραξεις, δός τα στη γυναικά μου, για τη συντήρηση της.
Κι' έλεγα μέσα μου —Να, Μακάριε, που απόκτησες και γυναίκα. Πρέπει λοιπόν να εργάζεσαι τώρα λίγο περισσότερο, για να την συντηρείς. Και πραγματικά το’κανα• κι’ έδούλευα, και την ήμερα και νυκτερεύοντας- κι' ό,τι έβγαζα της το’στελνα.
Όταν λοιπόν ήρθε ό καιρός να γέννηση ή δυστυχισμένη, είχε μεγάλη δυστοκία, κι' έβασανιζόντανε ήμερες πολλές, χωρίς να μπορεί να γέννησει. Και τότε άρχιζε να φωνάζει καϊ να λέει.
Σπλαγχνισθήτέ μου την πανάθλια και την κακομοιριασμένη γιατί έπεσα σε δυο μεγάλα κακά. Και στην πορνεία, και στη συκο¬φαντία. Γιατί είπα ψέματα ή γρουσούζα για τον Αναχωρητή, επειδή εκείνος δεν φταίει καθόλου. 'Αλλά άλλος — ό τάδε νέος — είναι αυτός πού με διέφθειρε.
Μόλις λοιπόν τ΄άκουσεν αυτό εκείνος που με ύπηρετούσε, έτρε¬ξε καϊ ήλθε κοντά μου καϊ μου έφερε το μήνυμα, πώς σύψυχο το χωριό έξεκίνησε κι: έρχονται να με βρούνε, μετανοιωμένοι για ότι έκαναν καϊ ζητώντας να τους συγχωρέσω καϊ με την πρόθεση να με δοξάσουν και να με τιμήσουν.
Εγώ δε, μόλις το’μαθα αυτό, έσηκώθηκα παρευθυς κι' έφυγα, κι' επήγα σε κάποια σκήτη- γιατί έφοβήθηκα πώς οι έπαινοι των αν¬θρώπων θα’βλαπταν την ψυχή μου. Και αυτή είναι ή αφορμή και ή αιτία, που βρίσκομαι τώρα στο Μοναστήρι αυτό.
Από όσα ακούς να μην πιστεύεις τίποτα και από όσα βλέπεις, τα μισά.
Ό "Οσιος Άββάς Ιωάννης εϊπε κάποτε, πώς δεν υπάρ¬χει άλλη μεγαλύτερη αρετή, από το να μην κατακρίνει κανείς ποτέ του κανένα.
Του είπε κάποτε ένας Μοναχός
— Γέροντα μου, θα φύγω από το μέρος αυτό. Γιατί κο¬λάζομαι καί ταράζομαι, μ' οσα ακούω,
Του άπάντησεν ό γέροντας
Δεν Θα κάμης καλά• γιατί δεν είναι αλήθεια, αυτά πού άκούς.
Καί ό αδελφός του εΐπεν:
Αλήθειες εϊναι, γέροντα μου, γιατί ό αδελ¬φός που μου τα λέει, είναι καλός καί πολύ πιστός καί τίμιος.
Και του άποκρίθηκε ό γέροντας:
Λαθεύεσαι• ούτε πιστός εϊναι οΰτε τίμιος γιατί, αν πραγματικά ήτανε τέτοιος δεν θα σου έλεγε τίποτα. Γιατί αν Ο Θεός, όταν άκουσε για τα Σόδομα δεν έδωσε πίστη στις κατηγορίες, παρά άφοΰ ό 'ίδιος τις διεπίστωσε με τα μάτια του, δεν καταλαβαίνεις απ* αυτό, πώς κι' εμείς δεν μπορεί να πιστεύωμε σε λόγια;
Καί ό αδελφός του άπάντησεν
Μα κι' εγώ ό ϊδιος τα εΐδα, με τα μάτια μου.
Τότε ό γέροντας έσκυψε προσεκτικά προς τη γη. Είδε λοιπόν ένα μικρό άχεράκι κι' έσκυψε και το πήρε στα χέρια του καί είπε στον αδελφό —
Τί είναι αυτό εδώ;
Κι' εκείνος τ' άποκρίθηκεν —"Αχυρο.
Κατόπιν έσήκωσε τα μάτια του προς το ταβάνι του κελλιου καί δείχνοντας του ένα δοκάρι του λέει
Τί είναι εκείνο εκεϊ επάνω; Κι' ό αδελφός του είπε : Δοκάρι.
Λοιπόν, αδελφέ μου, του είπεν ό γέροντας, να βάζεις πάντα στο νου σου, πώς τα λάθη καί οι αμαρ¬τίες του αδελφού σου εϊναι μικρές, όπως αυτό το άχυρο- καί πώς οί δικές σου είναι μεγάλες, όπως εκείνο το δοκάρι. Καί τότε, αν στοχά¬ζεσαι τις δικές σου, δεν θα κατακρίνης ποτέ τον αδελφό σου.
* * *
Διηγείται ό κ. Βασίλης Μουραχίδης από την Κόνιτσα:
«Όταν ήμουν μικρό παιδί, ηλικίας ε'ξι-έπτά ετών, ανέβαινα στο μοναστήρι του Στομίου με αλλά παιδιά της ηλικίας μου και μαζί μας ήταν καί ό π. Πα'ίσιος.
»Έπειδή ήταν δύσκολος καί ανηφορικός ό δρό¬μος, όταν με είδε πού κουράστηκα μου είπε: "Βασί¬λη, όταν κουράζεσαι θα κάνεις τον σταυρό σου, θα ακουμπάς το ξύλο σ' εμένα και θα προχωράς".
»Σέ κάποιο σημείο στο μονοπάτι βρήκαμε μια πέτρα μεγάλη πεσμένη, τουλάχιστο ένα με ενάμισι κυβικό.
-Π. Πα'ί'σιε, είπα, αν ερχόταν ό φορτωτής, θα τραβούσε την πέτρα στην άκρη του δρόμου.
-Αποκλείεται- που να βρούμε φορτωτή; Εσύ είσαι ό φορτωτής, θα την τραβήξεις εσύ.
-Εγώ δεν μπορώ, είμαι μικρός.
-Θα προσπαθήσεις, θα κάνεις τον σταυρό σου, θα πες το "Πάτερ ημών" καί θα τα καταφέρεις. Θα βοηθήσω καί εγώ. Εσύ θα σπρώχνεις την πέτρα καί εγώ εσένα.
«Ακούμπησε καί αυτός λίγο το χέρι του και' έ¬φυγε ή πέτρα. Δεν ήταν κοντά στον γκρεμό για να κυλήσει εύκολα. "Εφερε ολόκληρη στροφή, καί υστέ¬ρα κύλησε προς τα κάτω. Την αισθάνθηκα σαν να ήταν μια πέτρα τριών κιλών. Τότε δεν είχα συνειδη¬τοποιήσει το γεγονός. Κατάλαβα καλύτερα τί είχε συμβεί όταν μεγάλωσα λίγο».(Βίος Γέροντος Παϊσίου-Ιερομ.Ισαάκ.Ι.Ησ.Αγ.Ι.Προδρ.Χαλκιδική)
*
Το δεσποτικό ΑίμαΚΑΤΑ τη διάρκεια της θείας λειτουργίας στο χω¬ριό Ζάρκα της Ιορδανίας, στις 21 Απριλίου 1991, μετά τη μεγάλη είσοδο, ό ορθόδοξος ιερέας το¬ποθέτησε τα τίμια Δώρα στην αγία τράπεζα.
Ξαφνικά είδε το δισκάριο γεμάτο αίμα. Από τον άγιο "Αρτο ξεχυνόταν επίσης αίμα ζεστό. Ό ιερέας έβαλε τίς φωνές, και οι πιστοί έτρεξαν στο ιερό να δουν τι συμβαίνει.
Βλέποντας το θαυμαστό γεγονός, έμειναν άφω¬νοι. "Αλλοι προσπαθούσαν να μεταλάβουν μερικές σταγόνες, ενώ άλλοι να χρίσουν το σώμα τους.
"Επισκέφθηκα την πόλη ", διηγείται αυτόπτης μάρτυρας, "για να δω από κοντά το θεϊκό σημείο. Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει την περιοχή. Ό ιερέας είχε κατορθώσει να φυλάξει δύο κομματάκια "Αρτου. Όμολογώ πώς αυτό πού έβλεπα δεν ήταν άρτος και οίνος. ΤΗταν Σώμα και Αίμα Ίησοΰ Χρίστου".
Ή δοξολογία της κτίσεως
ΣΤΟ όρος Σινά, στην "Αγία Κορυφή, γινόταν κάποτε, την ήμερα της Πεντηκοστής, ή θεία λειτουργία του αγίου Ιακώβου. Πολλοί μοναχοί είχαν συγκεντρωθεί για να τιμήσουν την εορτή.
Την ώρα πού εκφώνησε ό ιερέας «Τον έπινίκιον νμνον της μεγαλόπρεπους σον δόξης λαμπρά τη φωνή αδοντα, βοώντα, δοξολογοϋντα, κεκραγότα και λέ¬γοντα», ακούστηκε μια βοή, στην οποία απάντησαν δλα τα βουνά με κάποιον ήχο και μ' άλλη βοή φοβε¬ρή το «"Αγιος, "Αγιος, "ΑγιοςΚύριοςΣαβαώθ...».
Ή βοή αυτή και ό ήχος παρατάθηκαν για μισή ώρα. Δεν τ' άκουσαν όμως όλοι, αλλά όσοι είχαν αυτιά κατάλληλα για ν' άκούνε τον ύμνο των αγγέλων
(.Θαύματα κα Αποκαλύψεις από τη Θ.Λειτουργία-εκδ.Ι.Μονή Παρακλήτου-Ωρωπός)
-