Ο αείμνηστος πατήρ Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας και δώδεκα περίπου χρονών πήγε στο Άγιο Όρος, όπου ασκήτεψε γύρω στα επτά χρόνια. Τότε αρρώστησε βαρειά και οι γεροντάδες του τον στείλανε σε μοναστήρι στον κόσμο. Εκεί τον γνώρισε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος ο Γ', ο οποίος αφού διαπίστωσε την αρετή του και τα θεία χαρίσματα, που από τόσο νωρίς του είχε δώσει ο Θεός, τον χειροτόνησε ιερέα σε ηλικία είκοσι ετών.
Ως ιερέας ο πατήρ Πορφύριος έμεινε μέχρι το 1940 σε μοναστήρια της Ευβοίας. Το 1940 διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική Αθηνών, δίπλα στην Ομόνοια(οδός Σωκράτους και Πειραιώς), όπου υπηρέτησε 33 χρόνια. Μετά τη συνταξιοδότηση του λειτουργούσε και εξομολογούσε στο αρχαίο ερημικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων Πεντέλης μέχρι το 1978, οπότε έπαθε έμφραγμα. Αρκετούς μήνες μετά το έμφραγμα έμεινε σε φιλικά σπίτια στην Αθήνα και το 1979 εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι, όπου έκτισε το μεγάλο μετόχι του Ησυχαστηρίου η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος. Προς τις αρχές του καλοκαιριού του 1991 έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου διατηρούσε κελλί από το 1984. Στις 2 Δεκεμβρίου εκοιμήθη εν Κυρίω στο κελλί του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και ετάφη την επομένη απλά και αθόρυβα, όπως επιθυμούσε.
Η εμβέλεια της προσευχής του Παππούλη
Είχα, παιδί μου , Ανάργυρε, μου είπε ο Παππούλης μια ημέρα, έναν πολύ καλό μου φίλο ιερομόναχο, ο οποίος έλαβε εντολή να πάει στην Αμερική να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Στεναχωρηθήκαμε και οι δυο γι' αυτόν τον χωρισμό. Όμως η αρχιεπισκοπή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτσι και έγινε.
Την ημέρα που αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε υπόσχεση, ενώπιον του Θεού, ο ένας να προσεύχεται, για τον άλλον σε όλη μας την ζωή. Από την πρώτη κι'όλας βραδιά, εγώ άρχισα να προσεύχομαι για τον φίλο μου. Και εκείνος μου έγραφε ότι έκανε το ίδιο για μένα. Όμως, στα επόμενα γράμματα του, έκανε λόγο για τρομερές δονήσεις, που αισθανόταν κατά την ώρα του ύπνου. Νόμιζε πως ηλεκτρονικό ρεύμα, μεγάλης εντάσεως, διαπερνούσε το σώμα του από τα νύχια ως την κορυφή. Ήταν Δε τόσο μεγάλη η ένταση αυτή, ώστε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζετο κάθε βράδυ και ο ύπνος του είχε γίνει δύσκολος. Στην αρχή υπέθεσε, ότι οι ταραχές αυτές οφείλονταν στις κλιματολογικές διαφορές, που υφίστανται μεταξύ του κλίματος της χώρας μας και της Αμερικής. Αλλά, όταν είδε, ότι, προϊόντος του χρόνου, αντί να μειώνονται αύξαναν, άρχισε να ανησυχεί. Γι' αυτό αναγκάστηκε να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Παππούλη και να ζητήσει την γνώμη του. Ο Παππούλης, όμως τον καθησύχασε αμέσως. Δεν είναι τίποτα του είπε. Απλώς ξέχασες την υπόσχεση που δώσαμε, όταν χωρίσαμε, ότι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο. Τι ώρα αισθάνεσαι αυτά που μου λές; Τον ρώτησε. Και εκείνος του απάντησε.: Το βράδυ που κοιμάμαι την τάδε ώρα. Ε, εσείς αυτήν την ώρα που εσείς έχετε νύχτα εκεί, εμείς εδώ έχουμε πρωί και είναι η ώρα που εγώ προσεύχομαι για σένα. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, που κάνει την προσευχή μου να φθάνει μέχρις στην Αμερική! Κάνε και εσύ το ίδιο για μένα γιατί είμαι αμαρτωλός, του είπε και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Εδώ πρέπει να πούμε, απαντώντας στους αναγνώστες που τυχόν διερωτηθούν γιατί είχε αυτό το ενοχλητικό για τον ιερομόναχο αποτέλεσμα η προσευχή του Παππούλη, ότι, όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενα του Γέροντος, η ενόχληση, που αισθάνθηκε ο ιερομόναχος στην Αμερική οφειλόταν στο ότι είχε ξεχάσει να προσεύχεται την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Προφανώς αυτό δεν θα συνέβαινε αν ο ιερομόναχος εκείνη την ώρα συμπροσευχόταν με τον Γέροντα. Πρέπει, όμως να προσθέσουμε και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό που ακούσαμε και διασταυρώσαμε την αλήθεια του. Μια νύχτα ο ιερομόναχος αυτός αισθάνθηκε να κρυώνει και ξύπνησε και βρήκε την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή. Παραξενεύτηκε γιατί ήταν βέβαιος ότι την είχε κλείσει, όπως συνήθιζε και, αφού την ξαναέκλεισε, ξανακοιμήθηκε. Όταν μετά από μερικές μέρες τηλεφωνήθηκε με τον παππούλη, ο παππούλης του είπε ότι πάει και τον βλέπει που κοιμάται και δεν προσεύχεται. Ο ιερομόναχος δυσπίστησε, σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατο να πηγαίνει ο παππούλης στην Αμερική να τον βλέπει και τότε ο παππούλης του είπε απλά: Ναι, ήρθα και σε είδα και σου άφησα και την πόρτα ανοικτή.(!) Ο ιερομόναχος βέβαια έμεινε εμβρόντητος, σαν να τον κτύπησε κεραυνός. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ποιος μπορούσε πια να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του παππούλη;
Σχετικά με την προσευχή του Παππούλη έχουμε ακούσει από πολλές ψυχές ότι αισθανόντουσαν την προσευχή του γι' αυτές ως γαλήνη και παραμυθία, ως ανακούφιση και χαρά, ως ένα αίσθημα μακαριότητας και ειρήνης, κάτι που έδιωχνε κάθε στεναχώρια, κάθε άγχος, κάτι που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και διάθεσης προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Μια μάλιστα κυρία (Χ.Χ.) που είχε πρόσφατα χηρέψει, διηγείται στο βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, μαρτυρίες και εμπειρίες» που κυκλοφορεί σε πέμπτη έκδοση, ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας, που ανακοίνωσε στο Γέροντα το θάνατο της συζύγου της, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ένιωσε ξαφνικά να φεύγει όλο το βάρος από την ψυχή της και ν' αναβλύζει από μέσα της μια χαρά, τόσο που σταυροκοπήθηκε και είπε: «Θεέ μου είναι λογική αυτή η αντίδραση μου;» Συνεχίζει Δε ότι μετά έμαθε -και διασταύρωσε αυτήν την πληροφορία ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, που αισθανόταν έτσι, ο Γέρων Πορφύριος προσευχόταν γι' αυτήν.
Μια άλλη κυρία διηγήθηκε σε αξιόπιστο πρόσωπο, από το οποίο εμείς το ακούσαμε, ότι, όταν παρακάλεσε το Γέροντα Πορφύριο να τη βοηθήσει για κάποιο πρόβλημα της, της υπέδειξε να κάνουν μαζί προσευχή στις 10 το βράδυ. Όταν Δε αυτή του είπε αυτήν την ώρα δεν μπορεί, γιατί η οικογένεια την απασχολεί, της πρότεινε να συμπροσεύχονται (αυτή βέβαια από το σπίτι της) στις 4 το πρωί. Κι όταν του είπε ότι αυτήν την ώρα δυσκολεύεται να ξυπνήσει και ότι δεν μπορεί να βάλει ξυπνητήρι, γιατί θα ενοχλήσει την οικογένεια, της είπε ότι θα πηγαίνει αυτός να την ξυπνάει. Πράγματι, λοιπόν, όπως είπε, κάθε πρωί στις 4 η ώρα αισθανόταν ένα ελαφρύ άγγιγμα ή σκούντημα στον ώμο και καταλάβαινε ότι ήταν η ειδοποίηση του Γέροντος. Ήταν μια ευχάριστη ειδοποίηση, χωρίς ταραχή η ενόχληση.
Ένας άλλος φίλος μας αφηγήθηκε ότι, όταν το βράδυ ο Γέροντας προσηύχετο γι' αυτόν, αισθανόταν, μερικές φορές, ένα αίσθημα ειρήνης ψυχικής και ελαφρότητας σωματικής, σαν να ήθελε το σώμα του να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς όμως να μετακινείται πραγματικά.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είχε αφηγηθεί σε ένα φίλο μας ο ίδιος ο Γέροντας, κάποιου που χρωστούσε χρήματα, και για τον οποίο προσευχήθηκε ο Γέροντας, κατόπιν παρακλήσεως του δικαιούχου, να τον φωτίσει ο Θεός να τα επιστρέψει. Αυτός, μη θέλοντας να πληρώσει το χρέος του, ενοχλήθηκε από την προσευχή του Γέροντος και του ζήτησε να παύσει να προσεύχεται γι' αυτόν. Εδώ όμως πρόκειται για τύψεις συνειδήσεως, που ξεσηκώθηκαν από την υπόμνηση της κατακρατήσεως των ξένων χρημάτων.
Nα έχουμε όλοι μας την ευχή του Παππούλη!
Ως ιερέας ο πατήρ Πορφύριος έμεινε μέχρι το 1940 σε μοναστήρια της Ευβοίας. Το 1940 διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική Αθηνών, δίπλα στην Ομόνοια(οδός Σωκράτους και Πειραιώς), όπου υπηρέτησε 33 χρόνια. Μετά τη συνταξιοδότηση του λειτουργούσε και εξομολογούσε στο αρχαίο ερημικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων Πεντέλης μέχρι το 1978, οπότε έπαθε έμφραγμα. Αρκετούς μήνες μετά το έμφραγμα έμεινε σε φιλικά σπίτια στην Αθήνα και το 1979 εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι, όπου έκτισε το μεγάλο μετόχι του Ησυχαστηρίου η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος. Προς τις αρχές του καλοκαιριού του 1991 έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου διατηρούσε κελλί από το 1984. Στις 2 Δεκεμβρίου εκοιμήθη εν Κυρίω στο κελλί του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και ετάφη την επομένη απλά και αθόρυβα, όπως επιθυμούσε.
Η εμβέλεια της προσευχής του Παππούλη
Είχα, παιδί μου , Ανάργυρε, μου είπε ο Παππούλης μια ημέρα, έναν πολύ καλό μου φίλο ιερομόναχο, ο οποίος έλαβε εντολή να πάει στην Αμερική να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Στεναχωρηθήκαμε και οι δυο γι' αυτόν τον χωρισμό. Όμως η αρχιεπισκοπή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτσι και έγινε.
Την ημέρα που αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε υπόσχεση, ενώπιον του Θεού, ο ένας να προσεύχεται, για τον άλλον σε όλη μας την ζωή. Από την πρώτη κι'όλας βραδιά, εγώ άρχισα να προσεύχομαι για τον φίλο μου. Και εκείνος μου έγραφε ότι έκανε το ίδιο για μένα. Όμως, στα επόμενα γράμματα του, έκανε λόγο για τρομερές δονήσεις, που αισθανόταν κατά την ώρα του ύπνου. Νόμιζε πως ηλεκτρονικό ρεύμα, μεγάλης εντάσεως, διαπερνούσε το σώμα του από τα νύχια ως την κορυφή. Ήταν Δε τόσο μεγάλη η ένταση αυτή, ώστε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζετο κάθε βράδυ και ο ύπνος του είχε γίνει δύσκολος. Στην αρχή υπέθεσε, ότι οι ταραχές αυτές οφείλονταν στις κλιματολογικές διαφορές, που υφίστανται μεταξύ του κλίματος της χώρας μας και της Αμερικής. Αλλά, όταν είδε, ότι, προϊόντος του χρόνου, αντί να μειώνονται αύξαναν, άρχισε να ανησυχεί. Γι' αυτό αναγκάστηκε να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Παππούλη και να ζητήσει την γνώμη του. Ο Παππούλης, όμως τον καθησύχασε αμέσως. Δεν είναι τίποτα του είπε. Απλώς ξέχασες την υπόσχεση που δώσαμε, όταν χωρίσαμε, ότι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο. Τι ώρα αισθάνεσαι αυτά που μου λές; Τον ρώτησε. Και εκείνος του απάντησε.: Το βράδυ που κοιμάμαι την τάδε ώρα. Ε, εσείς αυτήν την ώρα που εσείς έχετε νύχτα εκεί, εμείς εδώ έχουμε πρωί και είναι η ώρα που εγώ προσεύχομαι για σένα. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, που κάνει την προσευχή μου να φθάνει μέχρις στην Αμερική! Κάνε και εσύ το ίδιο για μένα γιατί είμαι αμαρτωλός, του είπε και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Εδώ πρέπει να πούμε, απαντώντας στους αναγνώστες που τυχόν διερωτηθούν γιατί είχε αυτό το ενοχλητικό για τον ιερομόναχο αποτέλεσμα η προσευχή του Παππούλη, ότι, όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενα του Γέροντος, η ενόχληση, που αισθάνθηκε ο ιερομόναχος στην Αμερική οφειλόταν στο ότι είχε ξεχάσει να προσεύχεται την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Προφανώς αυτό δεν θα συνέβαινε αν ο ιερομόναχος εκείνη την ώρα συμπροσευχόταν με τον Γέροντα. Πρέπει, όμως να προσθέσουμε και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό που ακούσαμε και διασταυρώσαμε την αλήθεια του. Μια νύχτα ο ιερομόναχος αυτός αισθάνθηκε να κρυώνει και ξύπνησε και βρήκε την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή. Παραξενεύτηκε γιατί ήταν βέβαιος ότι την είχε κλείσει, όπως συνήθιζε και, αφού την ξαναέκλεισε, ξανακοιμήθηκε. Όταν μετά από μερικές μέρες τηλεφωνήθηκε με τον παππούλη, ο παππούλης του είπε ότι πάει και τον βλέπει που κοιμάται και δεν προσεύχεται. Ο ιερομόναχος δυσπίστησε, σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατο να πηγαίνει ο παππούλης στην Αμερική να τον βλέπει και τότε ο παππούλης του είπε απλά: Ναι, ήρθα και σε είδα και σου άφησα και την πόρτα ανοικτή.(!) Ο ιερομόναχος βέβαια έμεινε εμβρόντητος, σαν να τον κτύπησε κεραυνός. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ποιος μπορούσε πια να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του παππούλη;
Σχετικά με την προσευχή του Παππούλη έχουμε ακούσει από πολλές ψυχές ότι αισθανόντουσαν την προσευχή του γι' αυτές ως γαλήνη και παραμυθία, ως ανακούφιση και χαρά, ως ένα αίσθημα μακαριότητας και ειρήνης, κάτι που έδιωχνε κάθε στεναχώρια, κάθε άγχος, κάτι που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και διάθεσης προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Μια μάλιστα κυρία (Χ.Χ.) που είχε πρόσφατα χηρέψει, διηγείται στο βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, μαρτυρίες και εμπειρίες» που κυκλοφορεί σε πέμπτη έκδοση, ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας, που ανακοίνωσε στο Γέροντα το θάνατο της συζύγου της, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ένιωσε ξαφνικά να φεύγει όλο το βάρος από την ψυχή της και ν' αναβλύζει από μέσα της μια χαρά, τόσο που σταυροκοπήθηκε και είπε: «Θεέ μου είναι λογική αυτή η αντίδραση μου;» Συνεχίζει Δε ότι μετά έμαθε -και διασταύρωσε αυτήν την πληροφορία ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, που αισθανόταν έτσι, ο Γέρων Πορφύριος προσευχόταν γι' αυτήν.
Μια άλλη κυρία διηγήθηκε σε αξιόπιστο πρόσωπο, από το οποίο εμείς το ακούσαμε, ότι, όταν παρακάλεσε το Γέροντα Πορφύριο να τη βοηθήσει για κάποιο πρόβλημα της, της υπέδειξε να κάνουν μαζί προσευχή στις 10 το βράδυ. Όταν Δε αυτή του είπε αυτήν την ώρα δεν μπορεί, γιατί η οικογένεια την απασχολεί, της πρότεινε να συμπροσεύχονται (αυτή βέβαια από το σπίτι της) στις 4 το πρωί. Κι όταν του είπε ότι αυτήν την ώρα δυσκολεύεται να ξυπνήσει και ότι δεν μπορεί να βάλει ξυπνητήρι, γιατί θα ενοχλήσει την οικογένεια, της είπε ότι θα πηγαίνει αυτός να την ξυπνάει. Πράγματι, λοιπόν, όπως είπε, κάθε πρωί στις 4 η ώρα αισθανόταν ένα ελαφρύ άγγιγμα ή σκούντημα στον ώμο και καταλάβαινε ότι ήταν η ειδοποίηση του Γέροντος. Ήταν μια ευχάριστη ειδοποίηση, χωρίς ταραχή η ενόχληση.
Ένας άλλος φίλος μας αφηγήθηκε ότι, όταν το βράδυ ο Γέροντας προσηύχετο γι' αυτόν, αισθανόταν, μερικές φορές, ένα αίσθημα ειρήνης ψυχικής και ελαφρότητας σωματικής, σαν να ήθελε το σώμα του να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς όμως να μετακινείται πραγματικά.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είχε αφηγηθεί σε ένα φίλο μας ο ίδιος ο Γέροντας, κάποιου που χρωστούσε χρήματα, και για τον οποίο προσευχήθηκε ο Γέροντας, κατόπιν παρακλήσεως του δικαιούχου, να τον φωτίσει ο Θεός να τα επιστρέψει. Αυτός, μη θέλοντας να πληρώσει το χρέος του, ενοχλήθηκε από την προσευχή του Γέροντος και του ζήτησε να παύσει να προσεύχεται γι' αυτόν. Εδώ όμως πρόκειται για τύψεις συνειδήσεως, που ξεσηκώθηκαν από την υπόμνηση της κατακρατήσεως των ξένων χρημάτων.
Nα έχουμε όλοι μας την ευχή του Παππούλη!