
Δέν έμεινε άπό τόν ναό αυτόν ούτε προσκυνητάρι. ' Ως ερείπιο περιγράφεται μέσα στά νοταριακά συμβόλαια έως τά μέσα τοΰ 19ου αι. Φαίνεται όμως ότι πολύ πιο πριν, όταν ό Καποδίστριας αποφάσισε τήν ευθεία χάραξη τοΰ δρόμου άπό' τό Διοικητήριο ως τήν πλατεία Συντάγματος, γύρω στό 1829, ό μικρός μάλλον ναός θά ήταν εμπόδιο. Δέν τόν έσωσε οϋτε ή γνωστή μας ευλάβεια τοΰ Κυβερνήτη. Καί ό "Αγιος Νικήτας, πού βρισκόταν στά μισά τοΰ Μεγάλου Δρόμου (Β. Κωνσταντίνου σήμερα) κατεδαφισμένος πιά, παραμένει σάν ένα ερείπιο - ορόσημο: σύνορο μέ τούτο ή εκείνο τό ιστορικό κτίσμα. Άπό τόν Λαμπρυνίδη γνωρίζουμε ότι ό "Αγιος Νικήτας ήταν κοντά στό αρχοντικό τοΰ προύχοντα τοΰ Ναυπλίου, στά τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, τοϋ Χασάν - μπέη: (Χασάν Τζιζαΐρ Μαντάλ - Όγλού, τοΰ «Τζεζαερλή»), Τό αρχοντικό αυτό κάνει εντύπωση στον Πουκεβίλ καθώς είναι, σ' αντίθεση μέ τά τουρκικά, ευρύχωρο, γεροχτισμένο, μέ ωραία σκάλα πέτρινη. Είναι πιθανόν νά ήταν κτίριο της Β'' Ενετοκρατίας, όπως πολλά άλλα πού διαμορφώθηκαν στην Β' Τουρκοκρατία σύμφωνα μέ τις τουρκικές αντιλήψεις. Τή βάση αυτής τής ωραίας σκάλας, τού Χαοάν-Πασά τοϋ Ναυπλίου, αποτελούσε στην εποχή τοΰ Λαμπρυνίδη μιά πλάκα ενεπίγραφη μέ λατινικούς χαρακτήρες, άγνωστο άπό ποϋ παρμένη. Εναι μιά αναθηματική επιγραφή: «Στον ανώτατο Διοικητή τοϋ Στόλου Φραγκίσκο Γκριμάνη, αυτόν πού διασφάλισε τήν πόλη μέ οχυρωματικά έργα, πού φιλόπονα τήν διακόσμησε μέ τό οίκημα τοΰ Συμβουλίου πού τήν πόλη έσίτισε ετήσια, πού μέ νόμους τήν διοργάνωσε, ή Ναυπλία εύχεται, κατά τό σωτήριο έτος 1708».