Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

ΖΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ-Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ-Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΛΑΝΑΣ

ΖΟΥΣΕ μιά φορά ένας νέος πού δέν αγαπούσε την δουλειά, άλλα ό νους του ήταν σε ασωτείες καί διασκε¬δάσεις. Ό νέος αυτός, πού δέν έφερνε ποτέ στό σπίτι ούτε ένα λεπτό, άλλα ζούσε εις βάρος τής οικογενεί¬ας του, εκδήλωσε ζωηρά τήν επιθυμία νά παντρευτή. Τό είπε στον πατέρα του. Ό πατέρας δέχθηκε άλλα ύπό ένα όρο. Νά πάνε μαζί σέ ένα ποτάμι, πού ήτανε έξω άπό τό χωριό. Θά στέκονταν στην όχθη του ποταμού, θά του έδινε εκατό λίρες νά τίς πετάξη, κι άν καμμιά άπό αυτές έπεφτε όχι στό νερό αλλά έφθανε στην άλλη όχθη, τότε θά τόν θεωρούσε ικανό γιά γάμο. Δέχθηκε τόν όρο ό νέος. Πατέρας καί γυιός πήγαν στό ποτάμι, πού τά νε¬ρά του έτρεχαν ορμητικά. Ό πατέρας άνοιξε τό πουγγί του καί έδωσε τήν πρώτη λίρα.
-Πέταξε την! του λέει.
Ό νέος τήν πήρε, άνασκουμπώθηκε καί μέ δύναμι τήν πέταξε. Μά ή λίρα έπεσε μέσα στό ποτάμι.
-Μή στενοχωριέσαι, παιδί μου, έχουμε καί άλλες.
Του έδωσε κι άλλη. Άλλα κι αυτή έπεσε μέσα στο ποτάμι. Τήν ίδια τύχη είχαν καί όλες οι άλλες. Όλες πέσανε στό ποτάμι.
Ό νέος ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί ξεκίνησε μέ τήν ελπίδα ότι κάποια άπό τίς εκατό λίρες θά έφθανε στην απέναντι όχθη. Ό πατέρας τόν παρηγόρησε:
-Μή λυπάσαι. Θά ξανάρθουμε στό ποτάμι. Άλλα ε¬πειδή δέν έχω άλλες λίρες, εσύ τώρα νά έργασθής, και άμα απόκτησης λίρες, θά έρθουμε πάλι.
Ό νέος δέχθηκε τό νέο τούτο όρο. Έπιασε δουλειά. Έκανε οικονομίες. Μάζεψε μερικές λίρες.
-Πάμε τώρα στό ποτάμι, του είπε ό πατέρας. Πήγαν.
-Ρίξε, του λέει, τή μιά λίρα.
Ό νέος, σκέφθηκε λίγο, κι απάντησε κατηγορηματικά:
-"Α, πατέρα, τή λίρα αυτή πού μου λές νά ρίξω, με πολύ ιδρώτα τήν απέκτησα. Δέν τήν ρίχνω στό ποτάμι...
Καί ό πατέρας του λέει:
-Τώρα, πού είδες μέ τί κόπο βγαίνουν τά χρήματα, τώρα σέ θεωρώ άξιο γιά γάμο. Διότι αλλιώς, όχι εκατό άλλα καί χίλιες λίρες νά σοϋ έδινα, σύ, πού δέν γνώρι¬ζες μέ τί κόπο βγαίνουν, θά τίς έρριχνες όλες στό ποτά¬μι. Δηλαδή, όλες θά τίς σπαταλούσες καί δέν θά έκανες ποτέ προκοπή!


* * *
Ο ΠΟΝΗΡΟΣ δαίμονας τρίζοντας τά δόντια άπό τόν φθόνο, επειδή δέν μπορούσε νά κάνη τίποτε κακό στον Όσιο Ανδρέα , μεταμορ¬φώθηκε σέ παλιόγρια. Καθισμένη στον δρόμο θρηνούσε καί φώναζε σπαρακτικά:
-Άλλοίμονο σ' έμενα τή γερόντισσα καί τή φτωχή! Τί συμφορές καί δεινά μου προξένησε αυτός ό απατεώνας! Ποιος πονηρός δαίμονας τόν ξεσήκωσε εναντίον μου! Μέ κατέστρεψε. Μαύρισε τή ζωή μου. Τί θά κάνω τώρα ή φτωχή, ή ξένη, ή χήρα καί πολυβασανισμένη; Πώς θά βρώ εκείνα πού μου άρπαξε;
Μερικοί βλέποντας την νά τραβά τά μαλλιά της, νά κλαίη σπαρακτικά καί νά φωνάζη, έδειχναν συμπάθεια καί ρωτούσαν νά μάθουν τί της είχε συμβή. Εκείνη τότε απο¬κρινόταν:
-Έλεήστε με καλοί μου άνθρωποι! Έγώ είμαι ξένη και επειδή μου έτυχε κάποια δίκη, άφησα τό σπιτικό μου καί ήρθα έδώ. Συνηθίζω μάλιστα νά περνώ τίς νύχτες μου στό θέατρο. "Ενα βράδυ λοιπόν πέρασε αυτός ο δαιμονισμέ¬νος καί απατεώνας, άρπαξε μερικά πράγματα μου καί έφυγε γρήγορα. Τήν άλλη νύχτα ξαναήρθε, έκλεψε μερι¬κά ακόμη καί έφυγε. Τήν τρίτη τόν έπιασα. Τότε εκείνος άφησε τά κλεμμένα πού τόν βάραιναν, μέ άρπαξε άπό τ' άσπρα μου μαλλιά καί μ' έσερνε έδώ κι εκεί. Μου μάδησε τό κεφάλι, μου σκόρπισε μέ τίς κλωτσιές τά σωθικά κι έσπασε μέ τίς γροθιές τά ετοιμόρροπα μου δόντια. Πέστε μου λοιπόν τί νά κάνω; Πώς θά πάρω πίσω τά πράγματα μου;
Αυτά έλεγε ό δαίμονας. Μερικοί ακούγοντας γιά δαι¬μονισμένο καί απατεώνα απομακρύνθηκαν γρήγορα, ένώ άλλοι της έλεγαν:
-Δώσε μας χρήματα κι έλα νά σου τόν τακτοποιήσουμε.Όση ώρα οί διαβάτες συζητούσαν μαζί της, ό μακά¬ριος βρισκόταν εκεί κοντά, απασχολημένος μέ τή θεάρεστη εργασία του. Κατάλαβε αμέσως τό τέχνασμα του πο¬νηρού, καί ήρθε τρέχοντας εκεί πού καθόταν ή γριά. Οί άλλοι είχαν φύγει. Τότε ό δίκαιος της έρριξε ένα βλοσυρό βλέμμα καί της είπε περιφρονητικά:
-Κλάψε ζαρωμένη γριά! Φώναξε λυσσασμένη καί βρωμερή! Κλάψε καί στέναξε, κυρτωμένη άπό τ' αμέτρη¬τα εγκλήματα σου! "Αντε στά μάγια σου ψυχοανασπάστρα, αποξενωμένη από τόν Θεό καί τους αγίους!
Ύστερα κοίταξε κάτω, έπιασε λάσπη, την έκανε σάν πέτρα καί τήν έρριξε στό αδιάντροπο πρόσωπο της. "Επει¬τα φύσηξε τόν δαίμονα σέ σχήμα σταυρού, οπότε έχασε τό ανθρώπινο σχήμα. "Εγινε φίδι μεγάλο καί μπήκε στό σπίτι μιας γυναίκας. Εκείνη είδε τό θηρίο καί τρόμαξε.
Βγήκε έξω καί φώναξε τους γείτονες νά τό σκοτώσουν. 'Ώρμησαν μέσα αρκετοί, έψαξαν τό σπίτι, άλλα δεν μπό¬ρεσαν νά βρουν τίποτε, γιατί ό παμπόνηρος δαίμονας, αφού άλλαξε καί πήρε τή φυσική του μορφή, έγινε άφαν¬τος.

Ο ΑΓΙΟΣ Νικόλαος ο Πλανάς κατ' αρχήν έγινε εφημέριος εις τον "Αγιον Παντε¬λεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Ή ενορία του άπηρτίζετο άπο... 13 οικογενείας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας Ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ώς κάλος και άγαθος τον εδέ¬χθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο Ιερεύς τά συνεφώνησε μέ τους τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις τήν έκκλησίαν του ' Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ώς τόν έλεγαν τότε). Ή ένορία της εκκλησίας αυτής άπηρτίζετο άπό... οκτώ οικογενείας! Και ή πληρωμή του Ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από τό μανάρι τών Απόκρεω ή των Χρι¬στουγέννων. Αυτό δεν τόν πείραζε είχε κεφάλαιον τήν νηστείαν. Αρκεί νά είχε εκκλησία νά λειτουργεί.Αυτός ό διω¬γμός από τήν Εκκλησίαν του Αγίου Παντελεήμονος του έφε¬ρε 'μεγαλο ψυχικό πόνο. Μια βραδυά, φεύγοντας άπό τόν ' Αγιο Ιωάννη γιά νά πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρό¬μο. "Ερημος ο τόπος τότε. Βλέπει έξαφνα στο δρόμο ένα νεα¬ρό παλληκάρι και του λέγει: Τί κλαις, πάτερ μου;—Κλαίω, παιδί μου, γιατί μέ διώξανε άπο τόν "Άγιο Παντελεήμονα. —Μή λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου. Του λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου; —Έγώ, του λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο— και τόν έχασε αμέσως άπό εμπρός του. Αυτήν την όπτασίαν τήν διηγείτο ό ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρην της συνοδείας του
* * *
Κάθε χρόνο, στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος, πήγαινε ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εις τήν Εκκλησία του Αγίου στον Νέο Κόσμο και έκανε αγρυπνία. Μιά χρονιά, τό διηγείτο αυτός ό ίδιος, ήτανε άρρωστος, είχε μεγάλο πυρετό. Δεν τόν άφηναν οί οικείοι του νά κάνη τή συνηθισμένη αγρυπνία. Μά αυτός εφλέγετο άπο άγαπη προς τόν "Αγιο και επήγε. «Τήν νύκτα, λέγει ό ίδιος, μετά τήν Λιτήν ακούμπησα αποκαμωμένος στην άκρη της Αγίας Τραπέζης. "Οπου μέσα στή νάρκη του πυρετού, βλέπω εμπρός μου τόν "Αγιο,νεαρό νά κρατά ένα μικρό -ποτήρι γεμάτο φάρμακο και μου λέγει: Πιέτο, πάτερ μου, νά γίνης καλά". Τό πήρα από τό χέρι του και το ήπια και έγινα εντελώς καλά, μου έφυγε και ό πυρε¬τός! 'Επι μίαν εβδομάδα είχα τήν γλύκα στο λάρυγγα μου... Τό θεώρησα αμαρτία και αγνωμοσύνη νά μή τό ειπώ. Βγήκα στην Αγία Πύλη και είπα: "Παιδιά μου, ήμουν πολύ άρ¬ρωστος απόψε, και αυτή τή στιγμή ό άγιος Παντελεήμων μου έδωσε φάρμακο και ήπια, και έγινα καλά". "Ολοι το επίστευσαν και έγονάτισαν δοξολογούντες τόν "Αγιο» (Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ.εκδ. «Αστέρος»)
* * *
Επί 50 συναπτά έτη ο Άγ.Νικόλαος ο Πλανάς λειτουργούσε καθημερινώς από τάς 8 π. μ. ως τας 3 μ. μ., με χιονιά, με επαναστάσεις. Ούτε με την εισβολή των Άγγλογάλλων, πού έγινε στο 1917, δεν διέκοψε την σειράν των Λειτουργιών. Σε ευήλια εκκλησάκια τής Ακροπόλεως, μέσα σε στενά, δύο ή ώρα το μεσημέρι, σε μήνα Ίούλιο, νά λειτουργάη σε εκκλησίες πού είχον μόνον μιά πορτούλα και νά μπαίνη όλος ο ήλιος μέσα, και ο ιδρώτας νά έχη έπικαθήσει αφρώδης εις τά ιερά άμφια του πραγματικού εργάτου του άμπελώνος του Χρίστου

ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ό όσιος Ανδρέας , καθώς έπαιζε στην πλατεία, μπήκε τυχαίως σε μιά ταβέρνα, όπου οι θαμώνες έπιναν κρασί αρωματισμένο. Κάποιος μπήκε γιά νά πιή. Ό όσιος τόν πα¬ρακολουθούσε μέ αυστηρό βλέμμα. Εκείνος τό κατάλαβε καί τόν κοίταξε βλοσυρά.
-Τί μέ κοιτάζεις σαλέ; του είπε. Φύγε άπ' έδώ.
-Πάνω στον δεξιό σου ώμο, παρετήρησε ό Άγιος, κάθεται ό δαίμονας της φιλαργυρίας. Μοιάζει μέ μικρό πί¬θηκο καί σέ κρατά, άθλιε, δεμένο μ' ένα σχοινί σάν αρ¬κούδα. Δώσε μου έναν όβολό!
-Δέν έχω, αποκρίθηκε θυμωμένος εκείνος.
-Παράλυτη ψυχή! του ξαναλέει ό άγιος. Από τό σπίτι σου είχες πάρει επτά οβολούς. Μέ τόν ένα αγόρασες λάχανα, μέ τόν άλλο λούπινα. Τους άλλους πέντε τους έχεις στον κόρφο σου καί σέ σπρώχνουν οι δαίμονες γιά νά πιής κρασί.
Αυτά είπε καί βγήκε τρέχοντας. Ό άλλος παραξενεύθηκε, γιατί όσα άκουσε ήσαν πράγματι αληθινά. !(ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια Χριστόν Σαλός-εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου-Ωρωπός)
* * *
Θέλεις νά μή ακούς κακά σέ βάρος σου; Τότε λοιπόν ούτε σύ μή λες κακά σέ βάρος του άλλου. Θέλεις νά σέ ελεούν; Τότε καί σύ κάνε ελεημοσύνες. Θέλεις νά τύχεις συγγνώμης;;Τότε καί σύ δίδε συγχώρεση!
* * *
Τέτοιο μέγεθος έχει ή Εκκλησία, ώστε όταν πολεμείται νικά καί υπερισχύει των εχθρών της καί όταν υβρίζεται γίνεται λαμπρότερα.
* *
ΚΑΠΟΤΕ μερικοί αυλικοί κατήγγειλαν στον ευσεβή αυ¬τοκράτορα του Βυζαντίου Μαρκιανό, ότι κάποιοι πρώην φίλοι του τόν φθονούν καί συνεχώς τόν κατηγορούν.
-Μήν τους αφήνεις, του είπαν, πρέπει νά τους τιμωρήσης.
Άλλα ό αυτοκράτορας δέ συμφώνησε μαζί τους. Αποκρίθηκε ήρεμα:
-Τους λυπούμαι κατάκαρδα. Ό φθόνος είναι ή χειρό¬τερη μορφή αύτοτιμωρίας. Μόνοι τους τιμωρούνται. Πρώ¬τα, άπό τό φαρμάκι τοϋ πάθους τους. Κι ύστερα, άπ' ό,τι
καλό βλέπουν στά έργα μου. Αυτή ή τιμωρία τους αρκεί!(ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΙΜΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ Ι.Μ.Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτου)

ΜΟΛΙΣ είχαμε τελειώσει την καθιερωμένη ανάπαυσι στο Άγιο Όρος, ξαφνικά ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καϊ¬κιού, από το λιμανάκι Μόλις τό άκουσε ό Γέροντας, τόν είδαμε νά σκυθρωπάζη στό πρόσωπο.
-Τί συμβαίνει, Γέροντα;
-Βρέ, τόν εύλογημένον, επέτυχε την ώρα. Είναι ό Γ. καί μάς έφερε ένα βαρέλι λάδι.
Οι πατέρες ήταν τόσον κουρασμένοι πού ό Γέροντας δέν τολμούσε νά προστάξη κανένα. Ή μόνη λύσις αν υπήρχε κανένας εθελοντής. Δέν ξέρω πώς φωτί¬στηκα καί μπήκα στον λογισμό τού Γέροντα μου. Τόν ρωτώ:
— Γέροντα, έχει ευλογία νά πάω εγώ νά φέρω τό βα¬ρέλι;
— Αφού τό θέλεις μέ τήν ψυχή σου, πήγαινε καί ή ευχή μου θά σέ βοηθήση, παιδί μου.
Τρέχω αμέσως κάτω μαζί μ' ένα σκοινί. Φθάνω στον αρσανά. Γονατίζω καί δένω τό βαρέλι στην πλάτη μέ τό σκοινί. "Οταν προσπάθησα νά σηκωθώ τά γόνατα πή¬γαιναν νά λυγίσουν. Δοκιμάζω νά περπατήσω• σχεδόν αδύνατο, τά πόδια δέν βαστάνε. Παρ' όλα αυτά δέν τό βάζω καί κάτω. "Αφού, λέω, μ' έστειλε ό Γέροντας, δεν τό παρατάω, ώσπου νά πέσω κάτω. Τότε μόνον είμαι ανεύθυνος". Μέ πολλήν δυσκολία σάν χελώνα προχώρη¬σα λίγα μέτρα. Βάζω τόν σταυρό μου καί λέω: "Πανα¬γία μου, δι' ευχών τού Γέροντα μου, βοήθησε με". Μετά άπ' αυτήν τήν μικρήν προσευχήν αισθάνθηκα ότι τό βα¬ρέλι στην πλάτη ξελάφρωσε λιγάκι.. Αρχίζω πιά νά περ¬πατώ κανονικά. "Ομως σέ λίγο αισθάνομαι ότι έφυγε όλο τό βάρος. Μόλις άρχισα ν' ανεβαίνω τ' απότομα σκαλιά αισθανόμουν σάν κάποιος άπό πίσω νά μ' έσπρωχνε. Τότε ανέβαινα σχεδόν τρεχάτος τά σκαλιά λέγοντας συγχρόνως συνέχεια καί τήν εύχήν: «Κύριε, Ιησού Χριστέ...». Στην απόστασιν άπό τόν άρσανάν μέχρι τά καλυβάκια μας, ένα φορτωμένο μου¬λάρι θέλει περίπου δυό ώρες. Σέ διαβεβαιώ, λιγώτερο άπό μιά ώρα ανέβηκα φορτωμένος πενήντα οκάδες λάδι στην πλάτη.
Μόλις έφθασα συνάντησα μπροστά μου τόν Γέρο¬ντα. Λέω:
— Γέροντα, θαύμα μέγα• τό καί τό...
Καί πάλιν δέν συγκρατήθηκε ό Γέροντας. Αφού μ' έσφιξε στην αγκαλιά του μού λέγει:
— Αυτό παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής.Θέλεις όμως νά σού πώ κι εγώ; Άπό τήν ώρα πού κατέ¬βηκες μέχρι καί τώρα μέ ασταμάτητα δάκρυα σού τρα¬βούσα κομποσχοίνι».(πΧαράλαμπος Διονυσιάτης)
* * *
ΚΑΘΕ φορά που βλέπουμε την άδικη κατανομή του πλούτου εξεγείρεται η συνείδηση μας και ζητούμε δε κάποια εξήγηση άπ' το Θεό: «Γιατί Θεέ μου, τόσοι φτωχοί άνθρω¬ποι υποφέρουν, πού αξίζει να τους προσέξεις και ν' ασχο¬ληθείς μαζί τους,ενώ στερούνται τά πάντα και Σύ άφησες αυτούς τους καημένους κι ασχολείσαι με τους πλουσίους;»
Δίκαιη μιά τέτοια ερώτηση. "Οπως όμως ξέρουμε, τέτοιου είδους γεγονότα δεν είναι τυχαία στη ζωή μας, άλλ' ή Πρόνοια του Θεοΰ τά φροντίζει μέ πολλή προ¬σοχή, αποβλέποντας σ' ενα μεγάλο σκοπό. Ποιος είναι αυτός ό σκοπός;
Τον εξηγεί ό Αγ.Ι.Χρυσόστομος, όταν ερμηνεύει το χω¬ρίο: Γιατί ό Χριστός έδωσε τό ταμείο στον Ιούδα κι όχι σε κάποιον άλλο μαθητή; Άφού ήξερε ότι ήταν κλέφτης, γιατί του τό 'δωσε;
Διότι, λέγει, ή ανθρώπινη ψυχή έχει μιά ιδιότητα υπηρετώντας τό πάθος της, κάποτε φτάνει στον κορε¬σμό και τό μπουχτίζει και μετά άπό πολλές αμαρτίες ό άνθρωπος έρχεται σ' επίγνωση, κάθεται στο κρεββάτι του και μονολογεί: «Και τι κατάλαβα μ' ολ' αυτά πού έκανα; Γέμισα συντρίμμια την καρδιά μου και σκόρ¬πισα στον αέρα τή ζωή μου. "Αδεια τά χέρια μου, όσο κι αν μου είναι ανυπόφορο νά τό ομολογήσω».
Είναι δηλαδή, συνεχίζει ό άγιος Χρυσόστομος, σαν κάποια μητέρα πού έχει ένα λαίμαργο παιδί. Αφού προσπαθήσει ποικιλότροπα να το περιορίσει και να του διδάξει ότι αυτό πού κάνει είναι επιζήμιο, κάποτε απογοητεύεται και καταφεύγει στο έξης τέχνασμα: Βά¬ζει μπροστά του ένα βάζο μέλι κι ενα πιάτο γεμάτο γλυκά και του λέει:
— Φάε όσο θέλεις, γιά σένα είναι.
Τό παιδί, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τη λαι¬μαργία του, τρώει υπερβολικά. Άλλα κάποια στιγμή ό κορεσμός θα του δημιουργήσει αηδία. Κι από τότε, πιθανά, όποτε βλέπει μέλι ή γλυκό θά του 'ρχεται ή αναγούλα.
Κάπως έτσι λειτούργησε κι ό Θεός με τον πλούσιο και τον Ιούδα. Άλλα και στις δύο περιπτώσεις άδι¬κα πρόσμενε τή μεταβολή τους και τή μετάνοια τους. "Ηξερε βέβαια ό Θεός πώς θ' αντιδρούσαν αυτοί άλλ' ως Δημιουργός συμπονούσε τά πλάσματα Του, έστω και διεστραμμένα, κι έκανε τό πάν γιά τή σωτηρία τους.
Κι ή σωτηρία τους ήταν, νά μπορέσουν ν' αποδεσμευθούν λίγο άπ' το πάθος τους και να κατορθώσουν από κάποια χαραμάδα της καρδίας τους να κοιτάξουν και κάτι άλλο, έξω άπ' τον εαυτό τους. Για να σω¬θούν, έπρεπε πάση θυσία να νιώσουν λίγο τους άλλους και να ξεπεράσουν κάπως τή φιλαυτία τους και τον εγω¬ισμό τους.


Διότι υπάρχει απαράβατος πνευματικός νόμος, ότι μόνοι μας δε σωζόμαστε σε καμμιά περίπτωση. Άλλα το αντίθετο εγκλωβιζόμενοι στον εγωϊσμό μας, κα¬ταδικαζόμαστε στην απομόνωση και στο σκοτάδι, έστω κι αν ζούμε ανάμεσα και σ' ανθρώπους ακόμη που μας αγαπούν. Κι αν δεν μπορέσουμε να σπάσουμε αυτή την απομόνωση και την φιλαυτία μας σ' αύτη τή ζωή, τότε μας ακολουθεί και μας καταδικάζει στην άλλη.. (ΛΟΓΟΙ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ .εκδ.Δορκάς)
* * *
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ της Περσίας Ξέρξης, θέλοντας κάποτε νά εκλέξη έναν έμπιστο σύμβουλο, έντιμο, φιλαλήθη καί ικα¬νό, έκαμε τήν έξης δοκιμασία:
Κάποιο απόγευμα, προσκάλεσε στ' ανάκτορα τους πέ¬ντε πιό φημισμένους γιά τήν εξυπνάδα, τό θάρρος καί τίς ικανότητες τους άνδρες της πρωτεύουσας. Στά δά¬κτυλα του αριστερού χεριού του, φορούσε πέντε εξαιρε¬τικά διαμαντένια δακτυλίδια, καί τους είπε:
- Σας προσκάλεσα εδώ, μέ τήν ελπίδα ότι θ' ακούσω από σας τήν αλήθεια, πού είναι τό μόνο έξοχο καί υπέ¬ροχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Τά πέντε δακτυλί¬δια μέ τά πολύτιμα διαμάντια, πού βλέπετε στ' αριστερό μου χέρι, θα’ναι ή ανταμοιβή του θάρρους καί της ειλι¬κρίνειας σας. Μιλήστε, λοιπόν, μέ τόλμη καί πέστε τήν αλήθεια: Τί πιστεύετε γιά τήν δύναμι καί τήν δόξα μου;
Οι τέσσερις άνδρες, επειδή θαμπώθηκαν άπ' τό μέγε¬θος καί τή λάμψι των διαμαντιών, κι έλπίζοντες ότι θά μπορούσαν ν' αποκτήσουν ένα άπ' αυτά τά εξαίσια δα¬κτυλίδια, έσπευσαν διαδοχικώς ν' ανταποκριθούν μ' εγ¬κώμια πολλά καί κολακείες. Επαίνεσαν τό μεγαλείο του ήγεμόνος καί τόν ανύψωσαν πάνω άπ' όλους τους ήρω¬ες τής ιστορίας.
Ό βασιλιάς, έβγαλε ένα-ένα τά διαμαντένια δακτυλίδια καί τά πρόσφερε στους εγκωμιαστές του. Έπειτα απευθυνόμενος προς τόν πέμπτο, του είπε:
-Καί σύ γιατί σιωπάς; Πές μου καί σύ τί πιστεύεις γιά τήν δύναμι καί τήν δόξα μου;
-Πιστεύω, αποκρίθηκε, ότι ή δύναμί σου είναι μιά πα¬ρακαταθήκη, πού ό Θεός σου εμπιστεύθηκε γιά τήν ευ¬τυχία τών λαών σου καί θά σου ζητήση λόγο αυστηρό γι' αυτήν. Πιστεύω, επίσης, ότι ή δόξα σου θά είναι ψεύ¬τικη καί πρόσκαιρη, έάν τήν κάμης νά συνίσταται στή λάμψι καί στίς κατακτήσεις, κι όχι -όπως θάπρεπε- στην αυστηρή έκπλήρωσι τών καθηκόντων σου.
Σάν άκουσε αυτά, τοϋ είπε ό βασιλιάς:
-Δέ σου δίνω τό πέμπτο διαμάντι, αλλά σου δίνω την εμπιστοσύνη καί τή φιλία μου- μείνε κοντά μου πάντο¬τε, γιατί βρήκα τόν αληθινό φίλο πού ζητούσα!
Τήν επομένη μέρα, οι τέσσερις κόλακες ήλθαν ανή¬συχοι καί στενοχωρημένοι στό παλάτι, παρουσιάστηκαν στον βασιλιά καί τοϋ είπαν:
-Βασιλέα, ό κοσμηματοπώλης εξαπάτησε τή Μεγα¬λειότητα σου καί σου πούλησε ψεύτικα διαμάντια.
-Δέν πειράζει, είπε ό βασιλιάς γελώντας. Εγώ τό ή¬ξερα ότι τά διαμάντια ήσαν ψεύτικα, άλλα θέλησα νά σάς πληρώσω μέ τό ίδιο νόμισμα. Ψέμα δώσατε, ψέμα λάβα¬τε. Γιατί παραπονιέστε;
* * *

ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ενός γλυκού Σεπτέμβρη, συνά¬ντησα στον δρόμο μου μια κατάλευκη μικρή εκκλη¬σιά.. Στην είσοδο, ένας άνδρας πρόσμενε την κα¬λή του. Μπήκα. Η εκκλησία λουλουδιασμένη, ολό¬φωτη, έτοιμη να δεχθεί το καινούργιο ζευγάρι. Άνα¬ψα κερί, προσκύνησα, και τραβήχτηκα σε μια γωνιά να χαζέψω. Ζύγωνε, βλέπεις, κι ο δικός μου γάμος, κι ήταν σαν ένα χέρι να μη μ' άφηνε να φύγω.
Ένας πολύφθογγος ψίθυρος, ένα βουητό,τα πρό¬σωπα φωτίζονται,χαμογελούν: ο γαμπρός, μ' ένα φι¬λί, παραλαμβάνει την αγαπημένη από τον πατέρα της. Πλέκουν τρυφερά τα χέρια, τα παρανυφάκια κάπως ανήσυχα μήπως και κάνουν κανένα λάθος - έτοιμη κιό¬λας μια μικρή πομπή.
Σαν χείμαρρος του λευκού διαβαίνουν το κέντρο του ναού και φθάνουν αντίκρυ στην Άγια Τράπεζα, μπροστά στο λευκοστρωμένο τραπέζι με το Ευαγ¬γέλιο, που πάνω του βρίσκονται τα δαχτυλίδια,τα στέ¬φανα, κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
Ο γαμπρός στέκεται δεξιά, απ' τη μεριά του Χρι¬στού. Η νύφη, μια μικρή παναγιά, αριστερά, εμπρός στην εικόνα της Παναγίας. Ένα γύρο,γονείς, συγγε¬νείς και φίλοι. Λίγο πιο ψηλά, ο χορός των Αγίων. Στο πλάι τους,τα παρανυφάκια, με τις αναμμένες λαμπά¬δες να συμβολίζουν τις πύρινες γλώσσες που στάθη¬καν στις κεφαλές των Μαθητών τη μέρα της Πεντηκο¬στής.
Και λίγο πριν η Εκκλησία αναπέμψει ευχές και ύμνους και δο¬ξολογία, λίγο πριν ο Θεός ευλογήσει την κοινή στο εξής πορεία του ζεύγους, ο Ιερέας τ ρωτά την επιθυμία τους για την αιώνια συζυγία και αγάπη :
Το «ναι» που είπε ο γαμπρός, το «ναι» που άρ¬θρωσε η νύφη, πιο πολύ το είδα παρά το άκουσα. Το είδα στη λάμψη των ματιών, στο γύρισμα του κε¬φαλιού, μπορεί και να λαθεύω,το ένιωσα στην αύρα του ενός που σαν ν' αγκάλιασε την αύρα του άλλου.(«Σάρκα μία»-Ν.Αγνάντου.εκδ.Ακρίτας.)

ΚΑΠΟΤΕ ένας βασιλιάς, συζητούσε με τους σοφούς του ποιο πάθος είναι μεγαλύτερο. "Αλλοι έλεγαν, ή πλεονε¬ξία. "Αλλοι υποστήριζαν, ό φθόνος. Ό βασιλιάς τότε έκα¬με ένα πείραμα. Ανάμεσα στους υπηρέτες του είχε ένα πλεονέκτη καί ένα φθονερό. Έστειλε καί τους φώναξε καί εκεί μπροστά στους σοφούς τους λέει:
-Αποφάσισα νά σας κάμω ένα δώρο. Θά σας δώσω ό,τι μου ζητήσετε, με τή διαφορά πώς ό,τι δώσω στον ένα θά δώσω στον άλλο τό διπλάσιο. Θά αρχίσω άπό σένα, λέει στον πλεονέκτη. Τί θά ήθελες νά σου δώσω;
Εκείνος έμεινε σιωπηλός καί αναποφάσιστος. "Ηθελε νά πάρη τό διπλάσιο από τόν άλλο. Σέ μιά στιγμή κάτι σκέφθηκε, τό βλέμμα του φωτίστηκε καί άπαντα:
-Δέν ρωτάς τόν άλλο πρώτα, βασιλιά μου!
Οι σοφοί χαμογέλασαν. Ό βασιλιάς απευθύνεται τώ¬ρα στον φθονερό:
-Πές μου, λοιπόν, έσύ. Τί θέλεις νά σού δώσω;
Αυτός χαμήλωσε τό βλέμμα του, σκέφθηκε λίγη ώρα.
Ύστερα άλλαξε χρώμα, έγινε κατακίτρινος καί λέει στον βασιλιά:
- Θέλω νά μου βγάλης τό ένα μάτι!...
Έμειναν όλοι άναυδοι. Δέν μπορούσαν ποτέ νά φα¬ντασθούν τόση κακία. Ό φθονερός, προτιμούσε νά χάση τό ένα του μάτι, γιά νά δοκιμάση τή χαρά νά δη του άλλου βγαλμένα καί τά δυό!
* * *
Διηγείται ο π.Χαράλαμπος:
Μιά φορά στην Ν. Σκητην επρόσεξα, ότι τά πόδια μου ήταν λίγο πρησμένα. Τρομαγμένος λοιπόν τρέχω στον Γέροντα νά τον πληροφορήσω, ότι κάτι σοβαρό μου συμβαίνει. Ό Γέροντας μόλις τό άκουσε, μειδίασε λίγο καί μου απάντησε:
—Τόσο μεγάλος αγωνιστής είσαι! Αμέσως τρομοκρα¬τήθηκες; Δεν είναι τίποτε, παιδί μου. Άπό τήν ορθοστασίαν είναι. Θέλεις νά δής καί τά δικά μου πόδια;
Σηκώνει λίγο το ρούχο καί μου 'δειξε μέχρι τό γόνα¬το. Πραγματικά τρόμαξα- ήταν φοβερό. Πρησμένα καί τά δυό πόδια τόσο πολύ, ώστε νά νομίζης πώς είναι ασκιά. Δέν έφθανε όμως αυτό. Πατάει μέ τά δάκτυλα του γερά στά πρησμένα πόδια. Αμέσως βούλωσαν καί τά δύο καί έμειναν οί δαχτυλιές βουλωμένες. Τρομαγμέ¬νος, αυθόρμητα φώναξα:
—Γέροντα, κάτι σοβαρό σας συμβαίνει• προσέξετε τά πόδια σας.
Καί ό Γέροντας μέ απάθειαν άπαντα:
-Γιατί τρομάζεις παιδί μου; Αυτό τό 'χω άπό τόν καιρόν πού ήλθα στην καλογερική. Δέν είναι τίποτε. Άπό τήν ορθοστασίαν είναι. Τό άλλο είναι πού λίγο μέ ενοχλεί, αλλά δέν πειράζει, έχει ό Θεός.
— Δηλαδή, λέω, Γέροντα;
— "Ε, νά, από τήν πολλήν ορθοστασίαν, με πονά ή κήλη, όμως βρήκα μιά λύσι. Δένω καλά τή μέση μου μέ ζώνη και από τη ζεστασιά μαλακώνει ό πόνος.
Αυ¬τη η ασθένεια έσήμαινε καί κίνδυνον ακόμα τής ζωής του. Καί όμως τό άφησε στην Παναγία μας μέ απόλυτην εμπιστο¬σύνη. "Υστερα άπό πολλά χρόνια άπό ενδιαφέρον ρώτη¬σα:
- Τί άραγε γίνεται μέ την κήλη σου Γέροντα;
Καί ό Γέροντας σάν νά επρόκειτο γιά κάποιο ασήμα¬ντο γεγονός:
- Εξαφανίσθηκε, παιδί μου καί γλύτωσα. "Εκαμε το θαύμα της ή Παναγία μας.
* * *

Κάποτε ο Γέροντας Χαράλαμπος πάλιν ύστερα από πολύωρη κοπιαστική αγρυπνία μέ πολλές γονυκλισίες καί ολονύχτια ορθο¬στασία, τόσον πολύ είχεν εκνευρίσει τόν πειρασμόν ώστε δέν άντεξε. "Αρχισε νά ουρλιάζη καί νά οδύρεται όπως μιά γυναίκα πού έχασε τό παιδί της.
Περίεργος ό Γέροντας στρέφει τό βλέμμα του αλλά τί νά δη! "Ενας άγριος άσχημομούρης καί ολόμαυρος στε¬κόταν έξω άπό τό κελλί του. Μετά τήν πρώτην τρομερήν εντύπωσιν ό Γέροντας συνήλθε καί μέ ψυχραιμία τόν έρωτα:
-Ποιος είσαι σύ καί τί γυρεύεις έδώ τέτοια ώρα;
-Έγώ ποιος είμαι; Είμαι τό δαιμόνιο τής άκηδίας-τεμπελιάς.
Έγώ είμαι πού αποκοιμίζω μέ τό φτερό τους χριστιανούς . Έσύ όμως παλιοκαλόγερε, μ' έκαψες• μ' έκαψες. Φεύγω, φεύγω.
Καί με τό φεύγω έγινε άφαντος.(ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ-Ιωσήφ Μ.Δ.)
* * *

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ Αθηναίος πολιτικός του Ε' π.Χ. αιώνα Πε¬ρικλής, θαυμαζότανε άπ' όλους γιά την σοβαρότητα τής σκέψεως του, τόν λόγο του, πού ήταν ανώτερος καί α¬παλλαγμένος από κάθε χυδαιότητα καί αισχρολογία, τήν σοβαρή έκφρασι του προσώπου του, πού δέν τήν αλ¬λοίωνε τό γέλιο, τό ήρεμο Βάδισμα του, τήν σεμνή πε¬ριβολή του, τίς μετρημένες κινήσεις του καί τόν χαμη¬λό τόνο τής φωνής του.
Όταν κάποτε ένας αχρείος άνθρωπος τόν συνάντη¬σε στην αγορά τής αρχαίας Αθήνας, άρχισε νά τόν βρίζη καί νά τόν κακολογεί. Όλη τήν ήμερα ό Περικλής σώπαινε υπομονετικά, καί ασχολούνταν μέ μιά επείγουσα ύπόθεσι. Όταν βράδυασε έφυγε ήσυχα γιά τό σπίτι του. Άλλ' ό κακός εκείνος άνθρωπος τόν ακολούθησε καί ώς εκεί ξεστομίζοντας κάθε είδους βρισιά εναντίον του. Μό¬λις έφτασε στην είσοδο του σπιτιού του ό Περικλής, είχε σκοτεινιάσει γιά τά καλά. Διέταξε τότε έναν υπηρέτη νά πάρη φώς καί νά όδηγήσει εκείνον τόν άνθρωπο στό σπίτι του, γιά νά μή σκοντάψει στον δρόμο!
ΕΝΑΣ επίσκοπος είχε στην περιοχή του έναν ιερέα, τόν παπα-Γιάννη, ευλαβικό καί σ' ό¬λους αγαπητό. Μάλιστα στην αγία πρόθεση αργού¬σε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα.
Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα: του άρεσε τό κρασί. "Οσο καλός ήταν στά καθήκοντα του, τόση αδυναμία είχε στό πιοτό. Πολλοί του έλεγαν νά κό¬ψει αυτό τό πάθος, τό τόσο αταίριαστο σέ λειτουργό του Θεού. Τό καταλάβαινε κι ό ίδιος, έκλαιγε μέ πα¬ράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά σέ λίγες μέρες άρχιζε πάλι τά ίδια.
Μιά μέρα πού είχε πάλι υποκύψει στό πάθος του, πήγε στην εκκλησία καί, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε «Ενλογητός» κι άρχισε τή θεία λειτουργία. Παραχώρησε όμως ό Θεός καί κάποια στιγμή παρα¬πάτησε μέσα στό ιερό, οπότε του έπεσαν από τά χέ¬ρια τά τίμια Δώρα.
Πάγωσε άπ' τό φόβο του. "Επεσε κάτω κλαίγο¬ντας κι άρχισε νά μαζεύει μέ τή γλώσσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου. "Ενιωθε τήν ενοχή νά τόν πνί¬γει, γιατί τό έπαθε επειδή ήταν ζαλισμένος από τό κρασί.
Πήγε στον επίσκοπο κι εξομολογήθηκε τό φρι¬κτό του αμάρτημα. Κι εκείνος τήν άλλη μέρα, υστέ¬ρα από πολλή περίσκεψη, κάθησε στό γραφείο του καί πήρε τήν πέννα στό χέρι. "Επρεπε νά κινήσει τή διαδικασία γιά τήν καθαίρεση του παπα-Γιάννη, αλλά...
Έκεί πού τό χέρι του επισκόπου στεκόταν διστα¬κτικό, βλέπει ξαφνικά σάν σέ όραμα νά βγαίνουν μέσ' από τόν τοίχο του δωματίου χιλιάδες άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα καί περνούσαν μπροστά του φωνάζοντας:
-"Οχι, Δέσποτα, μήν τιμωρείς τόν παπά, μην τόν καθαιρέσεις, συγχώρεσε τον!
Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άν¬δρες, γυναίκες, παιδιά, καλοντυμένοι ή φτωχοντυ¬μένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών. Κι όλοι χειρο-νομούσαν προς τό μέρος του, φώναζαν καί παρακαλούσαν επίμονα:
— "Οχι, Σεβασμιώτατε, μήν τό κάνεις αυτό, μη διώξεις τόν παπά μας! Αυτός μας θυμάται καί μας βοηθάει σέ κάθε λειτουργία, μας λυπάται αληθινά,
είναι φίλος μας! Μήν τόν καθαιρέσεις! Μή! Μη…Μή!...
Κράτησε αρκετή ώρα αυτή ή οπτασία. Ό επί¬σκοπος, έκπληκτος, παρακολουθούσε αυτή τήν ανθρωποθάλασσα νά φωνάζει καί νά ικετεύει γιά τόν μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πώς ήταν οι ψυχές τών νεκρών πού μνημόνευε ό παπα-Γιάννης όταν λειτουργούσε. Κι αυτή ή μνημόνευση τους ανακούφιζε πολύ, όσο τό νερό τόν διψασμένο στην καλοκαιριά¬τικη ζέστη. "Νά ή χειροπιαστή απόδειξη", σκέφτη¬κε, "πώς οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές τών νεκρών". "Υστερα έστειλε καί κάλεσε τόν ιερέα.
— Δέν μου λές, παπα-Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην άγια
πρόθεση όταν λειτουργείς;
— Εκατοντάδες, Σεβασμιώτατε. Δέν τά έχω με¬τρήσει.
— Γιατί τό κάνεις αυτό καί καθυστερείς τή λει¬τουργία; τόν μάλωσε τάχα ό επίσκοπος.
-Λυπάμαι πολύ τους πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από άλλου βοήθεια, παρά μόνο άπ' τις ευχές της Εκκλησίας. Γι' αυτό παρακαλώ τόν "Υψιστο νά τους αναπαύσει. "Εχω ένα βιβλίο καί γράφω μέσα όλα τά ονόματα πού μου δίνουν γιά μνημόνευση. Αυτή τήν τάξη παρέλαβα από τόν πατέρα μου, πού ήταν επίσης παπάς.
— Καλά κάνεις, συμφώνησε ό επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές. Συνέχισε νά κρατάς τήν τάξη αυτή. Πρόσεξε μόνο νά μήν ξαναμεθύσεις. Άπό σήμερα δέν θά ξαναβάλεις κρασί στό στόμα σου. Αυτός είναι ό κανόνας πού σου δίνω. Είσαι συγχωρημένος.
Πραγματικά, ό παπα-Γιάννης ελευθερώθηκε ορι¬στικά άπό τό πάθος του πιοτού. Μόνο πού στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα, μνημονεύοντας τά ονόματα των «τεθνεώτων».(ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
* * *
ΕΝΑΣ άπιστος έλεγε στον Ιερό Αυγουστίνο:
-Οι εντολές του Θεού είναι φορτίο πού περιορίζει τήν ανθρώπινη ελευθερία. Αληθινά ελεύθερος είναι όποι¬ος κάνει ό,τι θέλει ό ίδιος.
Καί ό "Ιερός Αυγουστίνος τοϋ απάντησε μέ τήν εξής ωραία εικόνα:
-Τά φτερά του χελιδονιού είναι ένα πρόσθετο βάρος στό σώμα του. Όμως ακριβώς χάρη σ' αυτό τό πρόσθετο βάρος, τό σώμα του χελιδονιού δέν μένει χάμω στή γη,άλλα διασχίζει τους αιθέρες. Τό ίδιο συμβαίνει καί στον άνθρωπο. Οι εντολές του Θεού φαίνονται βαρείες, άλλα μονάχα χάρη σ' αυτές υψωνόμαστε άπό τή λάσπη καί τη δουλεία τής αμαρτίας στους ουρανούς τής θείας μακαριότητος κι ελευθερίας!

* * *
ΚΑΠΟΤΕ είχε έρθει στην αρχαία Σπάρτη ένας γέρος από τή Χίο. Επειδή παραπονιόταν γιά τήν προχωρημένη του ηλικία, κι αισθανόταν μειονεκτικά, συνήθιζε νά βάφει τά μαλλιά του καί τά γένεια του, ώστε νά φαίνεται νεώτερος.
Μιά μέρα, ό άνθρωπος αυτός πήγε στή συνέλευσι του λαού καί του δόθηκε ό λόγος νά αγόρευση πάνω σ' ένα θέμα όπου συνεζητείτο εκείνη τήν ώρα.
Όταν όμως, τελείωσε τήν αγόρευσί του, ό βασιλεύς Αρχίδαμος σηκώθηκε καί είπε:
- Τί αλήθεια, άραγε, μπορεί νά πή ό άνθρωπος τού¬τος, πού όχι μονάχα μέσα του, άλλα καί άπ' έξω στό κε¬φάλι του περιφέρει τό ψέμα;
Κι ό γέρος άπ' τή Χίο, έμεινε άφωνος καί ντροπια¬σμένος.

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ