-Η ΑΔΙΚΙΑ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ-
ΜΠΟΡΕΙ σε μία οικογένεια ο παππούς ή η γιαγιά να έκαναν αδικίες και αυτοί να είναι καλά . Όμως τα παιδιά ή τα εγγόνια τους να παιδεύονται. Αρρωσταίνουν και αναγκάζονται να δίνουν στους γιατρούς όσα μαζεύτη¬καν με αδικίες, για να εξοφλήσουν οι παππούδες τους.
Κάποτε σε μια γνωστή μου οικογένεια συνέβαιναν πολ¬λές δοκιμασίες. Είχε αρχίσει από τον αρχηγό της οικο¬γενείας αρρώστια βαρεία, ταλαιπωρία• έμεινε κατάκοι¬τος λίγα χρόνια και μετά πέθανε. Στήν συνέχεια πέθανε ή γυναίκα του καί ύστερα τα παιδιά του, το ένα κοντά στο άλλο. Πρόσφατα πέθανε και το τελευταίο, το πέμπτο παιδί. Από πολύ πλούσια οικογένεια πού ήταν, κατήντησε ή πιο φτωχή, γιατί πουλούσαν τα κτήματα όσο-όσο, για να πληρώνουν γιατρούς και έξοδα διάφορα. Άπορούσα γι" αυτήν την οικογένεια: «Πώς συμβαίνουν τόσες αρρώστιες καί ατυχήματα σ" αυτούς!» Στά άτομα της οικογενείας πού γνώρισα, δεν φαινόταν ή καλή περί¬πτωση, δηλαδή να τους δοκιμάζη ο Θεός σαν εκλεκτούς, αλλά μάλλον να λειτουργούν οί πνευματικοί νόμοι του Θεού. Για να είμαι πιο σίγουρος, προσπάθησα να μάθω από αξιόλογα γεροντάκια, συμπατριώτες τους, καί έμα¬θα τα εξής:
Ό άνθρωπος αυτός είχε βρει μια σχετική πε¬ριουσία από τον πατέρα του, αλλά στην συνέχεια την αύξησε με αδικίες. Δηλαδή, εάν του ζητούσε μια χήρα δα¬νεικά, για να παντρέψη την κόρη της, καί θα του τα έδι¬νε όταν θα αλώνιζε, αυτός της ζητούσε ένα οικόπεδο πού είχε. Και εκείνη επάνω στην ανάγκη το έδινε όσο-όσο. "Αλλος του ζητούσε δάνειο να πλήρωση την Τράπεζα καί θα του το επέστρεφε μόλις μάζευε τα βαμβάκια .Έκείνος του ζητούσε ένα χωράφι πού είχε, καί στην ανάγκη ό άλλος το έδινε όσο-όσο, για να μην τον κυνηγήση ή Τρά¬πεζα. "Άλλος του ζητούσε λίγα δανεικά, για να πλήρω¬ση τους γιατρούς, καί αυτός του ζητούσε την αγελάδα πού είχε. Εκείνος ό καημένος την έδινε όσο-όσο. Με αυτόν τον τρόπο μάζεψε μια μεγάλη περιουσία. "Ολος όμως ό γογγυσμός των πονεμένων ανθρώπων χτύπησε όχι μόνο σ' αυτόν και στην γυναίκα του, αλλά καί στα παιδιά του ακόμη ,. Έτσι λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι και έκαναν καί εκείνοι το ίδιο• για να πληρώσουν δηλαδή τους γιατρούς και τα έξοδα από τις αρρώστιες, τα ατυχήματα κ.λπ., πουλούσαν όσο-όσο τα κτήματα, και από πολύ πλούσιοι έγιναν φτωχοί, καί ενας-ενας έφυ¬γαν όλοι. Ό θεός φυσικά θα τους κρίνη με την πολλή Του αγάπη καί δικαιοσύνη ανάλογα. Οι άλλοι πάλι πού αναγκάσθηκαν, επάνω στην ανάγκη πού βρίσκονταν, να πουλήσουν ό,τι είχαν, για να ξεχρεώσουν χρέη σε για¬τρούς κ.λπ. καί φτώχεψαν, θα ανταμειφθούν για την αδι¬κία πού δοκίμασαν ανάλογα. Βέβαια καί οι άδικοι εξο¬φλούν καί αυτοί ανάλογα.(ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ π.Παϊσίου, εκδ.Ι.Μ.Ευαγγ.Ι.Θεολ.Σουρωτή)
* * *
Η ΥΠΟ-ΝΟΙΑ στον καιρό της ειρήνης διδάσκει ταραχή και παρεξήγηση. Ή υπόνοια δεν γνωρίζει ποτέ την αλήθεια, και όταν ακόμη τη βλέπουν οι οφθαλμοί και την κηρύττουν τα πράγματα. Ή υπόνοια όλα τα διαστρέφει και πείθεται από το ψευδός και όχι από την αλήθεια των ορωμένων. Είναι ένας αλλόκοτος φωτογράφος πού δια¬στρέφει τη μορφή των εικονιζόμενων
* * *
ΟΛΟΙ οί άνθρωποι υποφέρουν λίγο ή πολύ από διάφορες αιτίες κι έχουν ανάγκη από την εκ Θεού παρη¬γοριά. Ό Γέροντας Ίωήλ έλεγε σχετικά: «Αποτελεί πα¬ρηγοριά για μας το να βλέπουμε άλλους να υποφέρουν περισσότερο. Παρηγορείται ό τυφλός από το ένα μάτι, όταν δει άλλον να είναι τυφλός και από τα δύο μάτια. Πα¬ρηγορείται ό ανάπηρος από το ένα χέρι ή πόδι, όταν δει άλλον να του λείπουν και τα δύο. Παρηγορείται ό πεινα¬σμένος, όταν δει άλλον να είναι και πεινασμένος και κα¬τάκοιτος... Αλλ’ ιδού ή υπέρτατη παρηγοριά ό Εσταυ¬ρωμένος! Είσαι άρρωστος; "Εχεις όμως το κρεβάτι σου, ενώ Αυτός είναι καρφωμένος όρθιος επάνω σ' ένα ξύλο. Είσαι φτωχός; Είσαι όμως ελεύθερος, ενώ Αυτός ούτε να κινηθεί δεν μπορεί. Είσαι συκοφαντημένος και κατατρεγ¬μένος; "Οχι όμως όσον Αυτός. Σέ εγκατέλειψαν οι φίλοι σου; Άλλ' Αυτόν τον πρόδωσε ό μαθητής Του και τον οδήγησε σε φρικαλέο θάνατο. Στερείσαι των πάντων; 'Αλλά τουλάχιστο κάποιο κουρέλι σκεπάζει το σώμα σου, ενώ Αυτός κρέμεται γυμνός στο σταυρό. Καμία ανθρώπι¬νη συμφορά, καμία δυστυχία, καμία στέρηση, καμία οδύ¬νη, δεν είναι δυνατό να ξεπεράσει το μαρτύριο του Ίησού. Και επιτέλους ό,τι και αν πάσχεις εσύ, είσαι ένας άθλιος αμαρτωλός, ενώ Εκείνος είναι ' Αθώος...»(ΝΕΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ πρ.Διον.Τάτση-Κόνιτσα)
* * *
Ψάλτης συμπανηγυρίζει με αδελφό πού είχε πεθάνει πρίν από έξι μήνες
ΚΑΠΟΤΕ ό περίφημος ψάλτης Διάκο - Γιάννης από το κελλί του «Ραβδούχου», ό όποιος πρόσφατα α¬ναπαύθηκε, είχε πάει στην Πανήγυρη της Ί. Μονής Γρηγορίου, στο Άγ. Όρος για να ψάλη. Άφού έψαλε στον Μεγάλο Εσπερι¬νό, όταν τελείωσε, καί θα άρχιζε ή Λιτή, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάη στο Άρχονταρίκι, να πιη έναν καφέ, για να τονωθή λίγο το Γεροντάκι καί πάλι να συνέχιση τα ψαλτικά του. Στό Άρχονταρίκι λοιπόν σε γενομένη συζήτηση γύρω από τα ψαλτικά καί τους Πατέρες της Μονής πού έ¬ψαλλαν, είπε ό Διάκο - Γιάννης:
— Είδα τον Πατέρα Δαβίδ να κρατιέται ακόμη καλά.
Ό Πατήρ Μακάριος (ένας από τους παλαιούς Πατέ¬ρες) παραξενεύτηκε γι5 αυτά πού άκουσε καί λέει στον Γέροντα Διάκο - Γιάννη:
-Ό Πατήρ Δαβίδ έχει πεθάνει εδώ καί έξι μήνες' λάθος έκανες.
Ό Διάκο - Γιάννης τα ‘χασε καί με πεποίθηση του α¬παντάει:
- Εγώ, Πάτερ μου, δεν ξέρω πότε πέθανε καί τί μου λες. "Ενα πράγμα ξέρω, ότι τον είδα έξω στην Λιτή τον Πατέρα Δαβίδ πρίν από λίγα λεπτά, χαιρετηθήκαμε καί κουβεντιάσαμε μάλιστα λίγο γύρω από τα ψαλτικά!(ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ.π.Παϊσίου εκδ.Ι.Μ.Ευαγγ.Ι.Θεολ.Σουρωτή)
Ό Γερο – Άββακούμ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ λοιπόν, τότε πού βρισκόταν στην Βίγλα του Αγ Όρους ό Γερο Άββακούμ, ενώ έκανε κομποσχοίνι επάνω σ' έναν βράχο, του παρουσιάστηκε ξαφνικά ό διάβολος ως «Άγ¬γελος φωτός» και του λέει:
«-Άββακούμ, Άββακούμ, ό Θεός με έστειλε να σε πάρω στον Παράδεισο, γιατί έγινες πια "Αγγελος" άντε να πετάξουμε».
Ό Γερο - Άββακούμ τα’χασε καί φοβισμένος του α¬πήντησε:
-Πώς να πετάξω; Εσύ έχεις φτερά καί πετάς.
Καί ό δήθεν "Αγγελος του λέει:
-Καί εσύ, Άββακούμ, έχεις φτερά, έγινες Άγγε¬λος, αλλά δεν τα βλέπεις.
Τότε ό Γερο - Άββακούμ έκανε ταπεινά τον Σταυρό του καί είπε:
- Παναγία μου, τι είμαι εγώ, για να πετάξω;
Δεν πρόλαβε να τελείωση τα ταπεινά λόγια του καί βλέπει εκείνον τον δήθεν "Αγγελο να μεταβάλλεται από¬τομα σε μαύρο αλλόκοτο κατσίκι με φτερά σαν της νυ¬χτερίδας, να πετάγεται κάτω στον γκρεμό προς την θά¬λασσα καί να εξαφανίζεται.
Κατατρομαγμένος τότε ό Γερο - Άββακούμ καί ευ¬χαριστώντας την Παναγία, πού τον προστάτεψε, γιατί θα τον γκρέμιζε στο χάος ό πονηρός, πηγαίνει στην Καλύβη του, παίρνει τον τουρβά του και φεύγει για την Μονή της Λαύρας καί κοινοβιάζει πλέον εκεί για μεγαλύτερη σιγου¬ριά.
"Οταν πλησίαζε πια να κοιμηθή, είχε λάβει πληροφο¬ρία καί πήγε στο Άσκητήριό του, για να άφήση τα οστά του εκεί στην Μετάνοια του, οπού είχε αφήσει καί τις σάρκες του, όταν ήταν νεώτερος, με τους υπερφυσικούς ασκητικούς αγώνες πού έκανε, για να έξαϋλωθή κάπως, όπως το απαιτεί το Αγγελικό Σχήμα. Έκεί στην Βίγλα τον επισκέπτονταν οί Πατέρες καί τον έβλεπαν πολύ χα¬ρούμενο. "Ενας Πατέρας μάλιστα απορούσε γι' αυτό καί του είπε:
-Πολύ χαρούμενο σε βλέπω, Γερο - Άββακούμ, ε¬νώ κοντεύεις πια να πεθάνης!
Ό Γερο - Άββακούμ απήντησε:
— Καί γιατί να μην είμαι χαρούμενος, αδελφέ μου; Άφού αγωνίστηκα, όσο μπορούσα, από νέος με την Χά¬ρη του Θεού, τώρα χαίρομαι πού θα πάω κοντά στον Χρι¬στό.
"Ετσι χαρούμενοι φεύγουν οί καλοί άγωνισταί του Χρίστου!
* * *
ΤΟ ΕΤΟΣ 1945 ο π. Παϊσιος κλήθηκε να υπηρέτηση την Πα¬τρίδα. Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο καί πή¬ρε την ειδικότητα του διαβιβαστου. Κατόπιν πήρε μετάθεση στο Αγρίνιο. Ή αγάπη του προς τους άλλους έφθανε μέχρι θυσίας. "Εκανε τίς υπηρεσίες τους, εργαζόταν πολύ. Όταν κάποιος ζητούσε έξοδο, ό Αρσένιος πρόθυμα τον αντικαθιστούσε. Πολλοί εκμεταλλεύονταν την καλωσύνη του καί τον θεωρούσαν κορόιδο. Ό ίδιος όμως ένιωθε χαρά από την θυσία, και συγχρόνως εύρισκε ευκαιρία να μένη μόνος καί να προσεύχεται. Ό Διοικητής του έλεγε: «Τί θα γίνει με αυτόν τον άνθρωπο (Αρσένιο); Δεν λέει ποτέ να ξεκούραστη».
Κάποτε είχε 39,5 πυρετό αλλά δεν ζήτησε να βγή ελεύθερος υπηρεσίας. Τελικά δεν άντεξε καί έπε¬σε λιπόθυμος. Οί στρατιώτες τον έβαλαν στο φο¬ρείο για να τον πάνε στο Νοσοκομείο, καί τον φώ¬ναζαν ειρωνικά με μοναχικά ονόματα: «"Ε, Βενέδικτε, Άκάκιε». Είχαν καταλάβει δτι θα γίνει μοναχός. Ή ειρωνεία μετατράπηκε σιγά-σιγά σε εκτίμηση καί θαυμασμό. Τους αλλοίωσαν ό τρόπος της ζωής του, ή μεγάλη αγάπη καί ό ακέραιος χαρακτήρας του. Δεν τον θεωρούσαν πλέον κορόιδο, αλλά θη¬σαυρό καί ευλογία για την Μονάδα.(ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-Ιερομ.Ισαάκ- εκδ.Ι.Ης..Αγ.Ι.Προδρ.Χαλκιδική)
Ή τιμωρία τον προβατάρη από τον Τίμιον Πρόδρομον
ΚΑΠΟΤΕ ένας προβατάρης αφήνε καί έβοσκαν τα αρνιά του μέσα στα γεννήματα του Μετοχίου της Ι.Μ.Διονυσίου , κατά Μάρτη μήνα. Τον έμάλωνε ό καϋμένος ό οικονόμος, άλλ' αυτός πεντάρα δεν έδινε. Μία, δύο, τρεις, «το χαβά του» αυτός. Τα 'βλέπα καί 'γώ αυτά καί πώς κα¬ταφρονούσε τον οικονόμον καί έβραζα μέσα μου: βρε τον σαρακατσάνο, να μας κάμη ζημιές καί μετά να μας περιπαίζη! Δεν βάσταξα, βγήκα από τον μύλο μία ημέρα καί του λέγω:
-Βρε, δεν φοβάσαι τον Θεό καί τον "Αγιο πού καταστρέ¬φεις το σιτάρι του;
Καί τί μου άπαντα:
-Έε, καλόγηρε, τρώγει ό "Αγιος Πρόδρομος σιτάρι;
-Δεν τρώγει, του λέγω; νΕ, καλά-καλά.
Πέρασαν κάμποσες ήμερες καί μίαν ημέρα, καθώς έβοσκε τα πρόβατα ό βλάχος στίς συκαμινιές, απέναντι από την και¬νούργια καλύβα, οπού την είχαμε σπαρμένη σιτάρι καί την χω¬ρίζει το αυλάκι του μύλου, τα αρνιά του πηδούσαν το αυλάκι καί έπήγαιναν στο γέννημα. ;0 βλάχος τα έβλεπε, επήγε πέρα προς την ρεματιά για να μη τα βλέπη καί κατηγορήται. "Ας είναι όμως. "Ακου τώρα τί γίνεται: Μαζί με τ' αρνιά πήδηξε καί μια προβατίνα τότε τα αρνιά σαν είδαν την προβατίνα καί πήδηξε καί χώθηκε μέσα στο σιτάρι, ζήλεψαν καί τ' αλλά. Το αυλάκι, καθώς ξέρεις, είναι βαθύ, περί το ένάμισυ μέτρο. Τα πρόβατα κουτά καθώς είναι, με τα μικρά αρνάκια, άρχισαν να πηδούν το αυλάκι• ναί, αλλά τα περισσότερα έπεφταν μέσα καί το νερό τα κατέβαζε στην μεγάλη στέρνα του μύλου.
Ό σαρακατσάνος ήταν κάπου κρυμμένος καί ποιος ξέρει τι να έκαμε... Καμμιά φορά βγαίνει ό οικονόμος ό γερό-Ήλίας καί τί να ιδη! Έ γέμισε ή στέρνα από πρόβατα του βλάχου! Βάζει τίς φω¬νές: «Έεε, κεχαγιά, κεχαγιάαα! Έ! τα πρόβατα σου κολυμπούν στην στέρνα, έλα εδώ!!». Ακούει ό βλάχος πώς κολυμπούν τα πρόβατα του στην στέρνα, ωχ καί τί τον θέλεις; Έρχεται τρε¬χάτος, λαχανιασμένος, μα τί να ιδη! Είκοσι καί περισσότερα θα ήταν πνιγμένα. "Αρχισε να μοιρολογάη καί να τραβά τά μαλλιά του. «"Ωχ ό μαύρος, ωχ ό καϋμένος» καί να φωνάζη:
—"Ωχ τί ειν' τούτο πώπαθα; Αμάν, αμάν!
Φώναξε καί την γυναίκα του καί αφού τα έβγαζαν από την στέρνα, τα έγδερναν για να μην χάσουν τα μαλλιά τους. Τότε άκουες τά μοιρολόγια που έβούϊζε όλος ό λάκκος.
-Έ, κεχαγιά, του λέγω, τρώει ό Τίμιος Πρόδρομος σιτάρι;
-"Άσε με, μωρέ, καλόγηρε, μη με πειράζεις, θα σκάσω από
το κακό μου...
Καί από τότε, που να ξαναπλησιάση ό βλάχος στα γεννήματα!(ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΙΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ εκδ.Ι.Μ.Αγίου Διονυσίου Αγ.Όρος)
* * *
ΟΤΑΝ βασίλεψε ό Μ. Κων¬σταντίνος καί σταμάτησαν οί διωγμοί εναντίον των χριστιανών, ή Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο νια να γυρίση πίσω στην πατρίδα της, την Παλαιστίνη, καί πήρε μαζί της το λείψανο του Αγίου μάρτυρος Ουάρου, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της κι έκτισε μεγαλοπρεπέστατη Εκκλησία στο όνομα του αγίου Ουάρου κι αφιέρωσε σ' αυτή το τίμιο λείψανο πού φύλαγε μέσα σε ολόχρυση λάρνακα.Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, προσκάλεσε τον επίσκοπο καί τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη θ. λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς καί τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Ή χήρα, μαζί με τον νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σάν νύχτωσε καί το σπίτι άδειασε από τον κόσμο, τσακισμένος από την κούρασι ό νέος, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκούραστη. Σέ λίγο πήγε κι ή μητέρα να του πάη φαγητό. Τον βρήκε όμως να καίγεται στον πυρετό! Ανήσυχη του έκανε τίς περιποιήσεις πού ήξερε, ξεχνώντας την πείνα καί την κούρασί της. 'Αλλ' όσο περνούσε ή ώρα, ό πυρετός ανέβαινε καί πρίν προφτάση να έρθη ό γιατρός, ό νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. 'Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νε¬κρό σώμα καί το πήγε στην Εκκλησία του μάρτυρος. Τ ακούμπησε πάνω στη λάρνακα των λειψάνων καί πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια θύμιζε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρι του καί απαιτούσε άπ' αυτόν ν' άναστήση τον νιο της!Ανάμεσα στα δάκρυα καί στ' αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο καί τον κόπο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμάσιο όνειρο, πού παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
"Ανοιξε μπροστά στα μάτια της ό ουρανός, καί μέσα από φως ύπέρλαμπρο παρουσιάσθηκε ό μάρτυς του Χρίστου, στεφανωμένος μ' ολόχρυσο στεφάνι! Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, πού φορούσε κι αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
- Μη με κατηγορής για άννωμοσύνη, Κλεοπάτρα,της είπε ό μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές,γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες νια το παιδί σου; Τί πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να του ανταποδώσω από τούτη τη δόξα πού βλέπεις; "Αν,υστέρα άπ' αυτό, έξακολουθής να τον γυρεύης κοντάσου, είναι ελεύθερος να έρθει
Καί γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα του.
-Φίλε μου, μπορείς να πάς μαζί της.
Εκείνος όμως στρέ¬φοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε: -Επιμένεις λοιπόν να μου στέρησης αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρης από τα αιώνια στα πρόσκαιρα κι από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθής καί έτοιμάσου να μας συνάντησης. Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, υστέρα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρου-χα κι έμεινε έκεϊ κοντά στον τάφο του μάρτυρος καί του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε τον Ναό καί πέθανε με φήμη αγίας. (Γερονπκόν)
* * *
Σε κάποιο κοινόβιο ζούσε ένας μοναχός πού ονομα¬ζόταν Ευφρόσυνος. Είχε το διακόνημα του μαγείρου, καί επειδή όλη την ημέρα εργαζόταν μέσα στίς φωτιές καί στα καζάνια καί στίς καπνιές, κανείς δεν του έδινε σημασία. "Ετσι κατώρθωνε να κρύβη τη λαμπρή αρετή του. Μάλιστα οι αμελέστεροι μοναχοί, βλέποντας τον μαυρισμένο άηό την κάπνια, τον περιγελούσαν καί τον κορόιδευαν.
Εκείνος όμως, παρ' όλο πού βάσταζε τίς δυσκολίες του κοπιαστικού διακονήματός του, τα ύπέμεινε όλα με γενναιότητα. Δεν διαμαρτυρόταν, δεν γόγγυζε καί δεν κατέκρινε κανένα.
Μια νύχτα ο Ηγούμενος της Μονής έπεσε σε εκστασι καί είδε πώς βρέθηκε σ' έναν εύωδιαστό κήπο με πανέμορφα δένδρα, πού εί¬χαν θαυμαστούς σε όψι καί οσμή καρπούς. Κάτω από τα δένδρα κυλούσε ένα ποτάμι με διαυγέστατο νερό. Επιθύμησε όμως να δοκιμάση καί τους θαυμαστούς καρπούς καί προσπάθησε να κόψη μερικούς, αλλά δεν τα κατάφερε. Άφού πολλές φορές προσ¬πάθησε χωρίς να πετύχη αυτό πού ήθελε, Βλέπει ξαφ¬νικά τον μοναχό Ευφρόσυνο να προχωρή καί ν' άπολαμβάνη πλούσια όσα υπήρχαν στον κήπο εκείνο. Τα κλαδιά έγερναν μπροστά του καί του πρόσφεραν τους καρπούς τους.
Έκπληκτος ό ηγούμενος του φώναξε:
-Παιδί μου, Ευφρόσυνε, ποιος σε έφερε καί σου επέτρεψε να μένης εδώ;
Κι εκείνος με χαρούμενο πρόσωπο του απάντησε:
-Γέροντα, ό φιλάνθρωπος θεός μου εμπιστεύθη¬κε αυτόν τον κήπο καί μου επέτρεψε να τον απολαμ¬βάνω.
Καί μπορείς να μου δώσης κάποιον καρπό;
Πάρε, όσους θέλεις.!
-Δεν μπορώ, παιδί μου, πολλές φορές προσπάθη¬σα, αλλά δεν κατάφερα να κόψω κανένα.
Τότε ο Άγιος πλησίασε μια μηλιά, πήρε με φυσικότη¬τα τρία εξαίσια μήλα καί τα έδωσε στον γέροντα του.Μόλις ό ηγούμενος τα πήρε στα χέρια του συνήλθε από την εκστασι. Τον περίμενε όμως άλλη έκπληξις: Μόλις ξύπνησε είδε ότι κρατούσε ακόμη τα τρία μήλα! (ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)
* * *
ΟΤΑΝ ό Γέροντας Πορφύριος κατάλαβε ότι ό Θεός του έδωσε το χάρισμα της διόρασης, τα πράγματα μέσα του καί γύρω του άλλαξαν. "Εγινε ό άλλος αθσρωπος, πού ζούσε μες στ' άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό. Ό ανθρωπος πού όλα τα έβλεπε, όλα τα πρόσεχε καί όλα τα ήξερε. Ό ίδιος ο Γέροντας έλεγε: «Ό,τί έβλεπα, το έκανα προσευχή. Το γύριζα στον εαυτό μου. Γιατί το πουλί ψάλλει καί δοξολογεί τον Πλά¬στη; "Ηθελα να το κάνω κι εγώ. Το ίδιο καί με τα λουλούδια. Τα λουλούδια τα καταλάβαινα άπ' τίς μυρωδιές καί το άρωμα τους το άκουγα από μισή ώρα μακριά. Παρατηρούσα τα χόρτα, τα δέ¬ντρα, τα νερά, τα βράχια. "Α! με τα βράχια μιλούσα. Πόσα είχαν δει αυτά! Τα ρωτούσα καί μου λέγανε όλα τα μυστικά των Καυσοκαλυβίων. Κι εγώ συγκινιόμουν και κατανυγόμουν. Τα έβλεπα όλα με τη χάρη του Θεού. "Εβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Συχνά πήγαινα στο δάσος. Πολύ μ'ένθουσίαζε να περπατώ ανάμεσα άπ'τις πέτρες και τα σχοίνα,τα μικρά και τα μεγάλα δέντρα.
"Εβλεπε την ψυχή του άλλου »
Ό Γέροντας «μπορούσε να δει μέσα στην ψυχή του άνθρώπου τί τον απασχολούσε, ποια προβλήματα αντιμετώπιζε καί για ποιο η ποια συ¬γκεκριμένα δέματα πήγαινε να τον συναντήσει.
«"Εβλεπε επίσης γεγονότα πού θα συνέ¬βαιναν στο μέλλον ή πού είχαν συμβεί στο πα ρελθόν. "Οπως έλεγε ο ίδιος, ή χάρη του Θεού του έδειχνε καί τοποθεσίες καί κτίρια καί πρό¬σωπα καί πράγματα καί γεγονότα. Τα έβλεπε όλα ωσάν να ήταν εκεί παρών. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια ήταν τυφλός.Δεν έβλεπε με τους σωματικούς οφθαλμούς,αλλά μόνο με τα μάτια της ψυχής του.(ΑΡΩΜΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Πρεσβ.Διον.Τάτση.)
« Όταν κρύβεις την αλήθεια είναι σαν να λες ψέμματα »(Αραβική Παροιμία)
-