Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Οί Ζωγραφίτες όσιομάρτυρες

ΕΠΕΙΔΗ τό "Αγιον "Ορος αποτελούσε ανέκαθεν τό προπύργιο καί τό στήριγμα της Όρθοδοξίας στην Α¬νατολή, οί Λατίνοι θέλησαν νά τό καταστρέψουν καί νά εγκαθιδρύσουν καί σ' αυτό τήν εξουσία του Πάπα. Μπήκαν λοιπόν τό 1280 στό Όρος μέ στρατιωτική δύ¬ναμη, κι επιδόθηκαν στό έργο τους άλλοτε μέ υποσχέ¬σεις καί χρήματα, κι άλλοτε μέ απειλές, βιαιότητες και μαρτύρια.
Μερικοί δειλοί υπέκυψαν. Οί περισσότεροι όμως μο¬ναχοί αρνήθηκαν τήν εξουσία του Πάπα ως τοποτηρητού Του Χρίστου, καθώς καί τά σαθρά του δόγματα, γι' αυτό επισφράγισαν μέ τό αίμα τήν ομολογία τους. Σ' αυτή τους τήν προσπάθεια οί Λατίνοι είχαν δυστυχώς συνεργούς τόν αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο καί τόν πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο.
Αφού έκαναν ό,τι έκαναν στίς άλλες μονές, πέρα¬σαν τελευταία κι άπό τή μονή του Ζωγράφου. Εκείνη τήν περίοδο άσκήτευε κοντά στό μοναστήρι
ένας μονα¬χός, πού είχε τή συνήθεια νά διαβάζει πολλές φορές τήν ημέρα τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου μπροστά στην εικόνα της.
Κάποια μέρα, ενώ στά χείλη του γέροντα ηχούσε ό άρχαγγελικός ασπασμός, ακούει ξαφνικά άπό τήν αγία εικόνα τή φράση: «Χαίρε κι εσύ, Γέρων του Θεού!» Ό γέροντας τρόμαξε.
- Μή φοβάσαι! συνέχισε ήσυχα ή θεομητορική φω¬νή πού έβγαινε άπό τήν εικόνα. Πήγαινε όμως γρήγο¬ρα στό μοναστήρι, καί πές στον ηγούμενο καί στους μοναχούς ότι οί εχθροί μου καί εχθροί του Υιού μου πλησίασαν. Όποιος λοιπόν είναι ασθενής στό φρόνη¬μα, ας πάει νά κρυφτεί μέχρι νά περάσει ό πειρασμός. Όσοι όμως επιθυμούν μαρτυρικά στεφάνια, νά παρα¬μείνουν στό μοναστήρι. Πήγαινε γρήγορα!
Ό γέροντας ξεκίνησε αμέσως, υπάκουος στην εντο¬λή της Θεοτόκου. Καί μόλις έφτασε στή Μονή, βλέπει κατάπληκτος στην πύλη τήν εικόνα της Παναγίας, μπροστά στην οποία διάβαζε πρίν άπό λίγο τους Χαιρε¬τισμούς. Γονάτισε μέ κατάνυξη, ασπάστηκε τήν εικόνα καί μαζί μ' αυτή παρουσιάστηκε στον ηγούμενο.
Οί μοναχοί ταράχθηκαν άπό τό φοβερό άκουσμα. Μερικοί έτρεξαν καί κρύφτηκαν στά όρη καί στίς σπη¬λιές. Είκοσι έξι όμως - καί μαζί τους ό ηγούμενος -έμειναν στό μοναστήρι, ανέβηκαν στον πύργο καί πε¬ρίμεναν εκεί τους εχθρούς καί τά μαρτυρικά στεφάνια. Σε λίγο έφθασαν καί οί Λατίνοι. Στην αρχή επιστρά¬τευσαν όλη τή ρητορική τους δεινότητα, γιά νά πείσουν τους μοναχούς ν' ανοίξουν τίς πύλες καί ν' αναγνωρί¬σουν τόν Πάπα σάν κεφαλή της οικουμενικής Εκκλη¬σίας.
- Καί ποιος σας είπε ότι ό Πάπας είναι ή κεφαλή της Εκκλησίας; φώναξαν οί μοναχοί. Κεφαλή της Εκκλη¬σίας είναι ό Χριστός! Δεν ανοίγουμε τίς πύλες. Προτι¬μάμε νά πεθάνουμε, παρά νά σας αφήσουμε νά μολύνετε τόν ιερό αυτό τόπο!
- Αφού τό θέλετε, θά πεθάνετε! φώναξαν οι Λατί¬νοι με μανία.
Κι αμέσως μάζεψαν ξύλα καί φρύγανα γύρω από τόν πύργο, άναψαν φωτιά καί τους έκαψαν όλους.
(Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας-εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου Ωρωπός)


ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ είχα σε μεγάλη ευλάβεια τους Αγίους Θεοπάτορες. Μάλιστα είχα πει σέ κάποιον ότι, όταν μέ κάνουν καλόγερο, θα ήθελα να μου δώσουν τό όνομα 'Ιωακείμ. Πόσα οφείλουμε σ' αύτούς! Οί 'Άγιοι 'Ιωακείμ καί 'Άννα είναι τό απαθέστερο ανδρόγυνο πού υπήρξε ποτέ. Δέν είχαν καθόλου σαρκικό φρόνημα.
Ό Θεός έτσι έπλασε τόν άνθρωπο καί έτσι ήθελε να γεννιούνται οί άνθρωποι, απαθώς. Άλλα μετα την πτώ¬ση μπήκε τό πάθος στην σχέση ανάμεσα στόν ανδρα και στην γυναίκα. Μόλις βρέθηκε ένα απαθές ανδρόγυνο, όπως έπλασε ό Θεός τόν ανθρωπο καί όπως ήθελε να γεννιούνται οί ανθρωποι, γεννήθηκε n Παναγία, αύτό τό άγνό πλάσμα, καί στην συνέχεια σαρκώθηκε ό Χρι¬στός. Μου λέει ό λογισμός ότι θα κατέβαινε καί νωρί¬τερα ό Χριστός στην γη, αν υπήρχε ένα άγνό ζευγάρι, όπως ήταν οί 'Άγιοι 'Ιωακείμ καί 'Άννα.
Οί Ρωμαιοκαθολικοί φθάνουν στην πλάνη καί πι¬στεύουν, δήθεν από εύλάβεια, ότι n Παναγία γεννήθηκε χωρίς νά εχει τό προπατορικό αμάρτnμα. Ένω η Πανα¬γία δεν ήταν απαλλαγμένη από τό προπατορικό αμάρτn¬μα, αλλά γεννήθnκε όπως ηθελε ό Θεός νά γεννιούνται οί άνθρωποι μετά τήν δnμιουργία. "'Ηταν πάναγνn γιατι η σύλλnψή τnς έγινε χωρίς nδονή. Οί 'Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στόν Θεό νά τους χαρίσει παι¬δί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, αλλά από υπα¬κοή στόν Θεό.(ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ Γερ.Παϊσίου/εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής Θεσσαλονίκη)

Εμφανίζεται ή Βασίλισσα των Ουρανών
ΟΤΑΝ ο στάρετς Ιωσήφ ήταν οκτώ ε¬τών συνέβη κάτι πού καθόρισε όλη τή ζωή του. Ένώ έ¬παιζε μέ τους φίλους του, ξαφνικά ή όψη του άλλαξε. Σή¬κωσε τά μάτια καί τά χέρια του στον ουρανό καί έπεσε κάτω λιπόθυμος. Τόν πήραν στό σπίτι καί τόν έβαλαν στό κρεββάτι. Όταν συνήλθε, άρχισαν νά τόν ρωτούν, τί του συνέβη. Τό αγόρι είπε:
-Είδα τή Βασίλισσα στον αέρα!
-Σιγά, καί που κατάλαβες ότι ήταν ή Βασίλισσα;
-Φορούσε στέμμα μέ σταυρό!
- Καί γιατί έπεσες κάτω;
Ό Ίβάν έρριξε τό βλέμμα του κάτω καί είπε χαμηλό¬φωνα:
—Κοντά της ήταν ένας τέτοιος ήλιος!... Δέν ξέρω, δεν ξέρω, πώς νά τό πω!
Καί άρχισε νά κλαίει.
Ή θαυμαστή αυτή οπτασία άφησε ανεξίτηλη εντύπω¬ση στην ψυχή του. Άπό εκείνη τή στιγμή άλλαξε έντελώς. Έγινε σιωπηλός καί σκεπτικός. "Αρχισε νά αποσύρε¬ται από τά παιδικά παιχνίδια. Καί ήταν συνεχώς με τή μη¬τέρα του. Τό γαλήνιο βλέμμα του έγινε ακόμα πιο βαθύ. Καί ή παιδική του καρδιά άρχισε νά φλέγεται από πίστη καί αγάπη γιά τή Βασίλισσα των ουρανών. (Στάρετς Ιωσήφ. Έκδ. Ί. Μητροπ. Νικοπόλεως




Πρέπει να’μαστε πάντα άγρυπνοι, γιατί ό εχθρός μας από παντού μάς πολέμα.

ΚΑΠΟΤΕ πού ό άββάς Μακάριος περιδιάβαζε μέσα στην απέ¬ραντη και βαθειά έρημο, τον συναπάντησε κάποιος, πού έμοιαζε πολύ γέρος καί πού ήτανε πολύ φορτωμένος. Γιατί όλο του το κορμί ήτανε κατασκέπαστο από πλήθος και από λογής-λογής τσικαλούδια, πού το καθένα τους είχε στο πλάγι του κρεμασμένα λίγα φτερά. Κι' αντίς γιά φόρεμα, ό παράξενος εκείνος γέρος, φορούσεν τά αγγεία αυτά.
"Οταν λοιπόν τον είδεν ό Άββάς Μακάριος, σταμάτησε. Κι' εκείνος τον ερώτησε.
— Γιά πού, μέ τό καλό, γέροντα μου; Τί γυρεύεις μέσα σ' αυτή τήν ερημία; Καί τού απάντησε
— Ψάχνω νά βρώ τά χνάρια τού θεού, καί γι' αυτό έφυγα άπό τό σάλαγο κι' άπό τά πλανέματα του κόσμου. Καί σύ γέρο μου, ποιος είσαι; Έξηγήσου μου. Γιατί αυτό πού βλέπω είναι πρωτόφαντο κι' α¬συνήθιστο κι' ούτε τό ξαναείδανε τά μάτια μου πο¬τές. Πες μου τί είναι καί τί σημαίνουν τά διάφορα αυτά τσικαλούδια, πού φαίνεσαι μέσα τους χωμένος ; Κι' εκείνος, πού ένοιωθε νά τον βιάζει σ’ αυτό μιά αό¬ρατη δύναμη, τού είπε καί τού μολόγησε αθέλητα του.
— Έγώ είμαι αυτός, πού εσείς τον λέτε Σατανά ή Διάβολο. Κι’ αυτά τά αγγεία πού βλέπεις καί σηκώ¬νω καί πού τα’χω γιά φόρεμα μου, είναι τα εργαλεία, πού μ' αυτά ξεπλανεύω τους ανθρώπους καί τους σέρ¬νω κοντά μου. Γιά κάθε λοιπόν μέλος του κορμιού τους έχω καί τό κατάλληλο μαγικό φίλτρο. Παίρνω τό λοιπόν άπό τό φίλτρο αυτό, καί με τό φτερό της επιθυμίας αγγίζω τήν καρδιά τους καί τήν ανα¬στατώνω καί κατορθώνω έτσι νά καταστρέψω αυτούς πού μ' α¬κούνε. Κι’ όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ή χαρά μου είναι αμέτρητη. Σάν τ’άκουσεν αυτά ό "Αγιος παραξενεύθηκε καί ξεθαρρεύοντας περισσότερον, τού είπε:
—Πώς τολμάς νά καυχιέσαι έτσι, καί νά λές τόσο μεγάλα λόγια, ενώ ό Χριστός σ' εξουθένωσε καί σε παρέδωκε στους πιστούς δούλους του, νά σ'έχουνε παιγνίδι τους; "Ας είναι. Πες μου όμως γιά τά φάρμακα σου καί γιά τά φίλτρα σου καί γιά τή δύναμη πού, όπως λές, έχει τό καθένα τους. "Ετσι θά μπορέσω νά μάθω κι' έγώ τις διάφορες μαγγανείες σου καί θά ξεφεύγω άπό τον κίνδυνο, αν τυχόν μου λάχει κανένας. Κι' αυτός του είπε:
—Θά σου το ειπώ, θέλοντας και μη και θά σου ανιστορήσω και γιά την τέχνη μου. Γιατί αυτός, που θέλημα του ήτανε να μέ ίδής και να βρεθώ μπροστά σου, μέ βιάζει αυτήν τήν στιγμήν να σου τά ειπώ. Άκουσε λοι¬πόν και μάθε τη σημασία του καθενός βάζου,
"Αν βρώ κάποιον πού καταφλέγεται και καταγίνεται ασταμάτητα μέ τή μελέτη τοΰ νόμου του Κυρίου, τον πλησιάζω και του χρίζω το κεφάλι του με το υγρό αυτού έδώ του αγγείου, που κρατώ πανωκέφαλά μου. Και τόν κάνω τότε ν’άχη κεφαλαλγίες. Αυτόν δέ που ξάγρυπνα μέ υμνολογίες και μέ προσευχές, παίρνω υγρό άπό τό αγγείο αυτό, που είναι ζωσμένο γύρω στά φρύδια μου, και αφού τόν χρίσω μέ τό φτερό, τόν κάνω νά νυστάζει και του φέρνω ύπνο. Τ' άγγεία δέ που έχω γύρω άπό τ΄ αυτιά μου, αυτά προορισμό έχουνε νά φέρνουνε τήν παρακοή• και μέ τό φίλτρο τους κατορθώνω νά
πείθω αυτούς πού αναζητάνε τή σωτηρία τους, νά καταφρονάνε στό τέλος τά λόγια της αληθείας. Μέ τ' άλλα πού είναι γύρω από τή μύτη μου, κάνω, μέ τό γλυκύτατο άρωμα τους, ν' αποζητάνε οί νέοι τήν ηδονή• και τους παρακινώ στην ασέλγεια.
Με τα φίλτρα δέ πού έχω σ'αύτά,καί πού είναι γύρω από τό στό¬μα μου, δελεάζω τους λαίμαργους νά γίνωνται γαστρίμαργοι και τους κάνω κατάλαλους και ψευδολόγους. Κ' όσους χρίσω δέ, από αυτά πού κρέμονται γύρω άπό τό λαιμό μου, τους σηκώνω τά μυαλά τους, και τους κάνω νά υψηλοφρονοΰνε και τους σέρνω στην καταστροφή. Κι' άλλους πάλι κάνω να’ναι άνθρωπάρεσκοι και δοξομανείς και τους σέρνω δεμένους και αιχμάλωτους μακρυά άπό τό Θεό. Βλέπεις δέ αυτά πού κρέμονται άπό τό στήθος μου; Σ' αυτά μέσα έχω τους στοχασμούς μου. Κι' όσους ποτίσω μ' αυτούς, μεθούνε, σάν κι' ε¬μένα, από ξέφρενη ασέβεια, σκοτίζω τό μυαλό τους, κι' αφανίζω τή μνήμη τους, γιά νά μήν θυμούνται καί ν' άπολησμονάνε όλως διόλου τήν μέλλουσα κρίση. Μ' αυτά δέ τέλος πού έχω σκεπασμένα τά πόδια μου, ώς τους αστραγάλους, και πού τα έχω γεμάτα, μέ λογής λογής παγίδες και βρόχους και μέ ξόβεργα, ραντίζω τους δρόμους, πού διαβαίνουν αυτοί πού θέλουν να’ναι δίκαιοι και όσιοι και ευσε¬βείς, και τους εμποδίζω έτσι νά τρέχουν τόν ίσιο δρόμο και τους τραβώ στό στραβόν τό δικό μου• γιατί εγώ κάθομαι πάντα κατα¬μεσής της στράτας, και ενισχύω και παραθαρρύνω αυτούς πού λαχανιάζουνε στην ανηφοριά τής ευσέβειας, να παρεκκλίνουν από αυ¬τήν και ν' άκολουθήσουνε τή δική μου στράτα.
Σύ όμως, ούτε μιά φορά δέν ηθέλησες νά μ' ακούσεις, γιά νάχω κι'εγώ μιά μικρήν ικανοποίηση και παρηγοριά. 'Αλλά κάθε φορά πού σέ πλησιάζω μέ καίεις, γιατί έχεις όπλο μεγάλο και ακατανίκητο, τό Σταυρό. Γι' αυτό και φεύγω τρεχάτος και πάω νά βρώ τους υποτακτικούς μου και τους δούλους μου. Κι' εσύ πάλι τραβάς πάντα σου κι' όλόϊσα προς τό μεγάλο σου Κύριο, πού είναι πράος και γεμάτος από καλωσύνη και εύσπλαγχνία και σας μεταχειρί¬ζεται σάν παιδιά του.
"Οταν τ’άκουσεν αυτά ό "Αγιος, έκαμε τό σημείον του Σταύρου και είπε. «Ευλογημένος ας είναι ό τρισάγιος θεός, πού σέ παρέδωκε στην καταισχύνη καί στην καταφρόνεση, και μ' έφύλαξε κι' εμένα από τήν άπατη σου, καθώς κι' όλους εκείνους πού τόν επι¬καλούνται.» Κι' ενώ τάλεγεν αυτά, αφανίσθηκεν από εμπρός του, σάν να’τανε καπνός τής φωτιάς. Κι' ό Μακάριος ευχαρίστησε κι' έδόξασε τόν Θεό, κι' εξακολούθησε τόν δρόμο του...(ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)


Άπό κάθετί πρέπει να χειραγωγούμαστε στο αγαθό.
Κάποτε, πού ό Πατριάρχης της Αντιοχείας Νόννος καθότανε έξω άπό τον ναό του μάρτυρα Ιουλιανού και τριγυρισμένος από, Δεσποτάδες συζητούσε μαζί τους διάφορα ψυχωφελή ζητήματα, πέρασε εμπρός τους ή Πελαγία, μέ τή συνηθισμένη της μεγαλοπρέπεια και εμφάνιση. "Ητανε καθισμέ¬νη δηλαδή σ' ένα λαμττρό αμάξι, πού το περιτριγύριζαν συνοδοί της πολλοί. Κι' όλος ό αγέρας γύρω τριγύρω μοσχοβόλησε άπό τις μυρωδιές κι' αστραποβόλησεν άπ' τή λάμψη των πετρα¬διών και των μαργαριταριών, πού φορούσε.
Καθώς λοιπόν περνούσε καμαρωτή και χωρίς ντροπή και συστολή, ή συντροφιά εκείνη από τους Πατέρες, μόλις τήν αντικρύσανε, άλλος έστρεψε δεξιά κι' άλλος αριστερά, κι' άλλοι έσκυψαν από αηδία. Και δεν είχανε τήν υπομονή, ούτε νά τήν κοιτάξουν γιατί ήτανε όλοι τους κοντόφθαλμοι και δέν μπορούσαν νά μαντέψουνε τίποτα άλλο από αυτό πού έβλεπαν εκείνη τή στιγμή• και το νόμισαν θέαμα πορνικό. Κοκκίνισαν λοιπόν από τήν αγανάκτηση τους κι' έδειχναν τον αποτροπιασμό τους.
Ό Πατριάρχης όμως Νόννος ήξερε νά συνάζει συχνά ωφέλιμους καρπούς και συμπεράσματα χρήσιμα άπό πράγματα, πού φαινο¬μενικά φαίνονταν αντίθετα σ' αυτό. Κι' εκεί πού ένας άλλος αντλού¬σε γιά τήν ψυχή του μία αφορμή κακή, από το ίδιο πράγμα αυτός δεχότανε μιά παρόρμηση και μιά ζεστασιάν αρετής.
Γι' αυτό λοιπόν δέν σήκωσεν τά μάτια του, ούτε μιά στιγμήν επάνω από τήν πόρνην αυτήν. Άλλα κι' όταν σταμάτησε μπρο¬στά τους, την κοιτούσε κατάματα, κι' όταν προσπέρασε, τήν παρακολουθούσε μέ το βλέμμα του• και βούρκωσαν τά μάτια του, κι' αναστέναζε κι' έλεεϊνολογούσεν τόν εαυτό του, κι' έλεγε•:
—Τά στολίδια και ό περίσσιος καλλωπισμός της γυ¬ναίκας αυτής, είναι κατάκριση δική μας. Γιατί αυτή, άν και είναι πραγματικά όμορφη κι' ανθίζει και λουλουδίζει το κορμί της, δεν διστάζει διόλου να μηχανεύεται το καθετί για νά μεγαλώσει τη φυ¬σική της ομορφιά, μέ τεχνητή. Κι' όμως αυτή λαχταρά σωματικές και περαστικές ήδονές,πού τήν φθείρουνε' και γι’ αυτό βάφεται και γνοιάζεται νά λαμποκοπά. Ε¬μείς δέ πού ό ερωτάς μας είναι Θείος, καί αιώνιος , παραμελούμε όλως διόλου τήν αθά¬νατη ψυχή μας. Κι' όχι μονάχα δέν τήν στολίζομε καί δέν τήν καλλωπίζομε, άλλα καί την ασχημαίνουμε , χωρίς ντροπή καί χωρίς κανένα δισταγμό. Κι' έτσι, μέ τήν ελεεϊνήν αυτήν συμ¬περιφορά μας, χάνομε ανεπανόρθωτα καί αποστερούμαστε Τον Θεό.(ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)
*************
Στην Εύβοια ήταν Επίσκοπος με το όνομα Θεοφάνης. Στην επαρχία του ήταν ένας πτωχός, ό όποιος, είχε στην κατοχή του από κληρονομιά ένα μικρό καζανάκι, πού το λέγανε «μπαγκράτσι». Αυτό φαίνεται να είχε μεγάλη αρχαιολογική αξία. Το είδε λοιπόν ένας συμπατριώτης του πλούσιος, του άρεσε και θέλησε οπωσδήποτε να το αγοράσει.
Και επειδή δε μπόρεσε με το καλό, με τις κολακείες νά το αγορά¬σει, διότι ό πτωχός δεν ήξερε άν το δοχείο αυτό έχει αρχαιολογι¬κή άξια, άλλ' επειδή ήταν κληρονομιά της οικογένειας του δεν το πωλούσε με κανένα τρόπο. Τότε ό πλούσιος χρησιμοποίησε βία και κατακράτησε του πτωχού το κληρονομικό κειμήλιο.
Μετά καιρόν ό πλούσιος πέθανε σε νεαρή ηλικία και οί συγγενείς του, κατά τήν Παράδοσι της Εκκλησίας, μετά τριετία κάμανε τήν ανακομιδή, και το σώμα του πλούσιου, βρέθηκε αδιάλυτο. "Εγινε δεύτερη και τρίτη ανακομιδή, κατά τα ορισμένα χρονικά διαστή¬ματα, ανά τριετία, άλλα και πάλι το σώμα του νεκρού βρέθηκε τυμπανιαίο και αδιάλυτο. Τότε οί συγγενείς του κάλεσαν, το Δε¬σπότη νά γονατίσει στον τάφο, και νά διαβάσει συγχωρετική ευ¬χή στο σώμα του νεκρού. Άλλα το αποτέλεσμα ήταν νά μείνει και πάλι το σώμα αδιάλυτο.
Κατόπιν αυτού, ό Δεσπότης Θεοφάνης, συνεβούλευσε τους συγ¬γενείς του πλούσιου, να στήσουν το τυμπανιαΐο σώμα του νεκρού σε δημόσιο χώρο, όπου διερχόμενοι όλοι οί κάτοικοι του χωρίου ένας ένας, νά συγχωρούν τό νεκρό κι έτσι, ό Πανάγαθος θεός, ίσως συγχωρέσει τήν ψυχή του πλούσιου και διαλυθεί τό σώμα του.Έκ παραλλήλου όμως, ό Αρχιερέας, τοποθέτησε εκεί κοντά άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, νά παρατηρεί τί θά λένε οί συμπο¬λίτες στον πεθαμένο σάν θά περνάνε από μπροστά του.
"Ολοι περνούσαν από μπροστά, του άλυωτου σώματος, έλε¬γαν από μιά ευχή νά τον συγχωρέσει ό θεός, κι έφευγαν. Μέ τή σειρά του πήγε κι ό φτωχός τού οποίου είχε κατακρατήσει, μέ τή βία, τό πολύτιμο γι' αυτόν «καζανάκι». Ο φτωχός λοιπόν σάν πλησίασε τό σώμα τού νεκρού, έφτυσε και ό άνθρωπος τού Δεσπότη τον άκουσε νά λέει: «"Ετσι ντέ, καλά νά πάθεις νά μείνεις εκεί άλυωτος μα¬ζί μέ τό μπακράτσι πού μού πήρες, γιά πάντα νά είσαι τούμπανο αφού σου άρεσε έτσι νά είσαι και νά μου πάρεις αυτό που βρήκα από τή μάνα πού μέ γέννησε».
Ό άνθρωπος πού άκουσε αυτά, αμέσως τά μετέφερε στον Αρχιερέα Θεοφάνη. Εκείνος μέ τή σειρά του κάλεσε κοντά του τό φτωχό, πού είπε τά λόγια εκείνα στο άλυωτο σώμα, και τόν ρώ¬τησε: «Τί σήμαιναν αυτά πού είπε στον άλυωτο πλούσιο;» Και αφού έμαθε τήν αίτια, αμέσως κάλεσε τους συγγενείς του πλού¬σιου, τους ρώτησε αν, στο σπίτι τού δεδεμένου αφορισμένου, υπάρ¬χει κανένα αρχαίο και πολύτιμο «καζανάκι», κι όταν άπ’αυτούς έμαθε πώς τούτο αποτελεί μέρος της περιουσίας τού αποβιώσαν¬τος συγγενή τους. Ό Επίσκοπος εξήγησε τότε, ότι αυτό ανήκει στο δείνα φτωχό και πρέπει να επιστραφεί το συντομότερο, το άδι¬κα κρατούμενο ξένο πράγμα στον ιδιοκτήτη του και έτσι θα τον συγχωρέσει ό θεός, αυτόν πού έκαμε την αδικία.
Οί συγγενείς συμμορφώθηκαν με την εντολή του Επισκόπου, ό όποιος πήρε το «καζανάκι», με τρόπο το έβαλε στα χέρια του πλούσιου και είπε στο δικαιούχο πτωχό να πλησιάσει το σώμα του νεκρού, να παραλάβει το «μπακράτσι» του και να συγχωρέσει από τήν καρδιά του, το νεκρό σώμα, για την άδικη πράξι, πού εις βά¬ρος του διέπραξε.
"Οταν έγινε αυτό μπροστά στα μάτια όλων των συγχωριανών του, το αδιάλυτο μέχρι κείνη τη στιγμή σώμα, πού από πολλά χρό¬νια ήταν στην κατάστασι αυτή, διαλύθηκε και έγινε σκόνη. "Ολοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν μ' ένα στόμα το όνομα του Πα¬νάγαθου και δικαιοκρίτη θεού.
Ό Επίσκοπος Θεοφάνης, μετά από το θαύμα αυτό απαρνήθη¬κε πάντα τα γήϊνα και εγκόσμια αγαθά, έφυγε από τήν Εύβοια και ήρθε στο "Αγιον "Ορος, άφου γύρισε πολλά Μοναστήρια και ιερά προσκυνήματα, τελικά κοινοβίασε σάν ένας απλός ιδιώτης σέ έναν αγράμματο και σκληρό Γέροντα Κύριλλο στην Καλύβα της «Ζωοδόχου Πηγής» στή Νέα Σκήτη.
Στην υπακοή του γέροντα αυτού έμεινε περίπου δυο χρόνια. Στο δεύτερο χρόνο, τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ήρθε στην παρα¬λία της Σκήτης αυτής ένα καΐκι από τήν Εύβοια, με τυρί, αυγά και διάφορα άλλα τρόφιμα. Οί Πατέρες τής Σκήτης κατέβηκαν στή θάλασσα, γιά νά πάρει ό καθένας τά είδη και τρόφιμα πού του χρειάζονταν- γιά το άγιο Πάσχα.
Τότε κι ό Γέρο - Κύριλλος, έστει¬λε τον υποτακτικό του —Δεσπότη Θεοφάνη— πού ήταν δόκιμος, νά πάρει κι αυτός τά τρόφιμα του Γέροντα του. "Οταν πλησίασε στο καΐκι, ό έμπορος και καπετάνιος του καϊκιού είπε μπροστά σέ όλους τους παρευρισκόμενους εκεί Πατέρες:
—Δεν είσαι σύ ό Δεσπότης μας ό Θεοφάνης πού μας έφυγε
και τον έχουμε χάσει τώρα δυο χρόνια;
Και μ' αυτά πού είπε έπεσε στο έδαφος και τον προσκύνησε.
Έκείνος αρνήθηκε και του είπε:
— «Τί λες άνθρωπε μου, παραγνώρισες, κάποιο λάθος κάνεις,
δεν είμαι 'γώ αυτός πού νομίζεις .»Και μόλις είπε αυτά έφυγε, ανέ¬βηκε στη Σκήτη και τούτο στάθηκε αφορμή νά φύγει από το Γέ¬ροντα του, διότι έμαθαν όλοι πώς αυτός είναι ό Επίσκοπος Ευ¬βοίας Θεοφάνης.
Ό δέ Γέροντας του θαυμάζοντας την ταπείνωσι του Δεσπότη, έπεσε στα πόδια του και ζήταγε συγχώρεσι για το σκληρό τρόπο πού τον μεταχειρίζονταν.
Ό Δεσπότης Θεοφάνης, τότε πήγε σε ένα έρημο ησυχαστήριο της Νέας Σκήτης,-πού έζησε σαν απλός Καλόγερος και μέ πολλή ταπείνωσι και αγάπη προς όλους τους Πατέρες σε βαθύ γήρας, παρέδωκε τη μακάρια του ψυχή στα χέρια του Δεσπότη Χρίστου και Σωτήρος ημών θεού, και ενετάχθει στή μακάρια χορεία τών άγιων Πατέρων.
*************



Στο Άγιον όρος σε μία Σκήτη ζούσανε ασκητικά πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τά ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος και Μακάριος.
Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υπο¬σχέσεις του Μοναχισμού.
Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη ευ¬λάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ό Διάβολος, άρχισαν να κάνει ό καθέ¬νας ό,τι ήθελε, χωρίς νά ρωτάει τον άλλον.
"Ετσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικείες, οι όποιες καταλήγανε σε σο¬βαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα κτυπή¬ματα τόσο, πού ό ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ό,τι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου νά τον υποτάξει στη δι¬κή του θέλησι. Δε σεβόταν ό μικρός το μεγάλο, ούτε ό μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.
Οί καυγάδες και τά άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και νά μην ακούνε, οί γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς νά καυγαδίζουν και νά κτυπιώνται. "Οποιος από τους γείτονες ή τους άλλους Πατέρες τολμούσε νά επέμβει γιά νά τους χωρίσει ή νά μεσολα¬βήσει νά ειρηνεύσουν και νά μή μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε νά βοηθήσει τά αδέρφια αυτά.
Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τά πέντε αυ¬τά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οί Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οί τα¬ραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν καί σκοτώνονται».
Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μιά μέρα, πέρασε δεύτερη καί τρίτη μέρα και από τ' αδέρφια αυ¬τά δεν ακούστηκαν οί συνηθισμένες φωνές τους, άλλα στην Καλύ¬βα τους επικρατούσε άκρα σιγή.
Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού δεν άκουγαν να μαλώ¬νουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει γιά νά δει τι συμβαίνει.
Την τρίτη προς την τέταρτη ήμερα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία "Αννα και του είπε:
«Πηγαίνετε μέ τους Πατέρες νά θάψετε, μέ δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χρίστου, τα πέντε αδέρφια, πού γιά την αγάπη του Κυρίου γί¬νανε Καλόγεροι και άπό φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς αι¬τία και παρά τη θέλησί τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από τήν καρδιά του ό ένας τον άλλον και δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μιά ολόκληρη ήμερα, διό¬τι εφάρμοζαν μέ ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μή έπιδυέτω ό ήλιος επί τω παροργισμώ υμών, οργίζεσθε, και μή άμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ' 24).
Ό Δίκαιος —πρόεδρος της Σκήτης— άμα άκουσε αυτά από τήν Άγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σέ Σύναξι και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν τήν πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σέ στάσι πού βάνου¬με μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην Εκκλησία και τους πέν¬τε πεθαμένους νά εκπέμπουν άρρητη εύωδία και έπληρώθη σ' αυ¬τούς το ρητό τής Αγίας Γραφής πού λέγει «Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε. Έν ώ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε... και όπου εύρώ σε εκεί και κρινώ σε» (Ματθ. Ζ' Ι, 2).
Τότε όλοι οί Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνώδευσαν τους Μάρτυρες του Χρίστου και κήδευσαν τά σώματα τους στο Κοινό Κοιμητήρι μέ τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το θεό, πού μέ κάθε τρόπο οικονομεί τή σωτηρία των ανθρώπων.(ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ) Αγιορ.Μοναχού Α.Χ. Θεοφιλόπουλου

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ