Διηγήθηκε ο Πατήρ Παϊσιος εμπιστευτικά κάποτε σε ένα πνευματικό του τέκνο τα εξής:
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, οπού είχα βγεί για ένα εκκλησιαστικό θέ¬μα. Την Τρίτη, κατά ή ώρα 10 το πρωί ήμουν μέ¬σα στο Κελλί μου καί έκανα προσευχή-( τίς Ώρες). Ακούω χτύπημα στην πόρτα καί μια γυναικεία φωνή να λέη: "Δι ευχών των αγίων Πατέρων ημών...".
Σκέφθηκα:Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Άγιον Όρος; εντούτοις ένοιωσα μία θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα;
-Ποίος είναι;
-Η ευφημία απαντά.
»Σκεφτόμουν, "ποια Ευφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα καί ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω;". Ξαναχτυπά. Ρωτάω: "Ποιος είναι;". "Ή Ευφημία", άπαντα καί πάλι. Σκέφτομαι καί δεν ανοίγω. Στήν τρίτη φορά πού χτύ¬πησε, άνοιξε μόνη της ή πόρτα, πού είχε συρτή από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου καί βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον Ευ¬αγγελιστή Λουκά, ό όποιος εξαφανίσθηκε. Παρ' όλο που ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι•
-Ή μάρτυς Ευφημία, απαντά.
-Αν είσαι ή μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης καί συ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: "Εις το όνομα του Πατρός". Το επανέλαβε με μετάνοια. "Καί του Υιού". "Καί του Υίού", είπε με ψιλή φωνή.
-Πιο δυνατά, ν' ακούω, είπα καί επανέλαβε δυνατώτερα.
Ένώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοι¬ες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στήν αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου.
Αφού προσκυνήσαμε καί για τρίτη φορά -"Καί του Αγίου Πνεύματο1- μετά είπα: "Τώ¬ρα, να σε προσκυνήσω καί εγώ". Την προσκύνησα καί ασπάστηκα τα πόδια της καί την άκρη της μύτης της , το πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
«"Υστερα κάθησε ή Αγία στο σκαμνάκι καί εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).
»Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ηξερα δτι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγεΐίτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα• τα ζούσα. "Εφριξα! Πα, πα, πα!
-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-"Αν ήξερα τί δόξα έχουν οι "Αγιοι, θα έκανα δ,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
»Μετά άπ' αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα καί συνεχώς δόξαζα τον θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα... συνε¬χώς δοξολογία».
Σέ επιστολή του αναφέρει: «Σ' όλη μου την ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υπο¬χρέωση στην αγία Ευφημία, ή οποία ενώ ήταν άγνωστη μου καί χωρίς να είχε καμμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή...».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή ή μικροκαμωμένη κα'ι αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πής ήταν καμμία.,. (εννοούσε σωματώδης καί δυνατή). Μια σταλιά ήταν». (Βίος Γέροντος Παίσίου του Αγιορείτου.εκδ.Ι.Ησυχ .Αγ.Ιωανν.Προδρ.Χαλκιδικής
* * *
Κάποτε είχαν πάει πολλοί Τούρκοι(Τσετές.) στα Φάρασα της Μ.Ασίας και αφού έπιασαν κρυφά δώδεκα πλουσίους του χωριού , ειδοποίησαν τις οικογένειες τους: Ή θα τους πάνε πεντακόσιες χρυσές λίρες ή θα τους κόψουν. Επίσης έμήνυσαν και το εξής στους Φαρασιώτες: Ή παραμικρή τους κίνηση για να τους χτυπήσουν, θα είναι εις βάρος των κρατουμένων, διότι πρώτα θα κό¬ψουν αυτούς και μετά θα αρχίσουν την μάχη.
"Ολα τα Φάρασα είχαν άναστατωθή τότε και άλλοι έτρεξαν να συγκρατήσουν τα παλληκάρια του χωρίου, για να μην κάνουν καμμιά τρέλλα και τους χτυπήσουν, και άλλα γυναικόπαιδα έτρεξαν στον Χατζεφεντή,(Αγ.Αρσένιο) πού ήταν ή μόνη τους ελπίδα, γιατί οι Τούρκοι ήταν πολλοί και οχυρωμένοι - λέγουν γύρω στους τριακόσιους ογδόντα.
Ό Πατήρ Αρσένιος, μόλις το μαθαίνει, πηγαίνει στην Εκκλησία και λέγει στους επιτρόπους να του δώσουν όλα τα χρήματα πού είχε το παγκάρι, τα όποια ήταν γύρω στις πενήντα λίρες. Τα παίρνει λοιπόν ό Πατήρ μαζί του και με δυο γέρους ανεβαίνει στο λημέρι των Τσετών και ζητάει τον Καπετάνιο τους, ό όποιος ήρθε χαρούμενος, γιατί νόμιζε ότι έφεραν τις πεντακόσιες λίρες. Μόλις είδε τον Καπε¬τάνιο τους ό Πατήρ Αρσένιος, άρχισε να τον μαλώνη με τα έξης λόγια: Δεν φοβάσαι τον θεό; Δεν ντρέπεσαι καθόλου;Από που θα τις βρουν τις πεντακόσιες λίρες οι φτω¬ χοί αυτοί άνθρωποι και λέτε ότι θα τους κόψετε, εάν δεν σας τις δώσουν;
Παίρνει μετά την σακκούλα με τα χρήματα της Εκκλησίας (τα ψιλά), τα πετάει και τους λέγει:
- Πάρτε αυτά για τον κόπο πού κάνατε και φέρτε γρήγορα τους ανθρώπους μου, γιατί αλλιώς θα σας κόψω εγώ πέτρες επί τόπου όλους σας.
Με τα λόγια αυτά πού τους είπε: «θα σας κόψω πέτρες», όλοι οι Τούρκοι είχαν μείνει στον τόπο τους ακίνητοι σαν αγάλματα. Μετά από λίγο, ενώ έμεναν έτσι μαρμαρωμένοι, τους λέγει ξανά ό Πατήρ: - Γρήγορα, φέρτε τους ανθρώπους μου και φύγετε.
Τότε μόνον μπόρεσαν να ελευθερωθούν από εκείνο το αόρατο δέσιμο πού ένιωθαν και έλυσαν τους δώδεκα κρατουμένους Φαρασιώτες και έφυ¬γαν κατατρομαγμένοι από εκείνο το μαρμάρωμα πού έπαθαν, χωρίς να σκύψουν να πάρουν ούτε τις πενήντα λίρες, πού ήταν στην γη σκορπισμένες. Ό Πατήρ Αρσένιος είπε στους κρατουμένους: «Μαστέ τα χρήματα της Εκκλησίας και πάμε να φύγουμε», και γύρισαν μετά στο χωριό χαρούμενοι.
( .(«Ο Άγ.Αρσένιος ο Καππαδόκης» Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι. ο Θεολόγος-Θεσσαλονίκη
* * *
ΑΝ ΘΕΛει ό άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να φθάσει στην αγιότητα, έλεγε ό Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας τους μαθητές του την δύναμη της μετα¬νοίας.(ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Ι..Μ.Αγ.Θεοδοσίου,)
* * *
Ο Πατήρ Αρσένιος κάποτε πήγε μαζί με άλλους συγχωριανούς του για να λειτουργήσει στον «"Αγιο» (στον Ταξιάρχη Μιχαήλ). Το Εξωκλήσι αυτό ήταν μακριά από το χωριό περίπου μιάμιση ώρα. Εκεί κοντά είχαν κτήματα πολλοί Φαρασιώτες και παρέμειναν μάλιστα και όλη την θερινή περίοδο, μέχρι την συγκομιδή των προϊόντων. Αφού λοιπόν τελείωσε την θεία Λειτουργία ο Πατήρ, πήρε μετά Αγιασμό και ράντιζε στους αγρούς. Άλλοι προσκυνητές τον ακολουθούσαν και άλλοι κάθονταν έξω από το Εκκλησάκι κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Το δένδρο αυτό περισσότερο από φύλλα είχε κλωστές και κουρελάκια δεμένα στα κλωνάρια του από τους πονεμένους ανθρώπους. Όταν δηλαδή αρρώσταιναν οι άνθρωποι πού έμεναν εκεί στα κτή¬ματα, επειδή δεν ήταν εύκολο να πάνε στον Χατζεφε-ντή(Αγ.Αρσένιο.), στα Φάρασα, γιατί ήταν μακριά, και επειδή το Εκκλησάκι δεν ήταν πάντα ανοιχτό, γιατί ήταν ιδιό¬κτητο και το κλείδωναν, για να μην το βεβηλώσουν οι Τούρκοι, πήγαιναν και προσεύχονταν έξω από το Εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Έκοβαν μια κλωστή από το ρούχο πού ακουμπούσε στο πονεμένο μέρος του σώματος ή ένα κουρελάκι, και το έδεναν στο δένδρο και έλεγαν: «"Αγιε, πάρε μου τον πόνο• εσύ είσαι "Αγιος και μπορείς». Και ό "Αρχάγγελος Μιχαήλ αμέσως θεράπευε τους πονεμένους πιστούς. Μεταξύ λοιπόν των προσκυνητών πού κάθονταν, όπως ανέφερα, κάτω από την σκιά αυτού του δέν¬δρου, ήταν και ένας πλούσιος Φαρασιώτης, ό όποιος έμενε στο Βατούμ και είχε επισκεφθεί την πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια. Ή μακροχρόνια απομάκρυν¬ση του από την πατρίδα του τον είχε απομακρύνει δυστυχώς και από τον θεό και εκφραζόταν με αναί¬δεια κατά του Χρίστου και της Εκκλησίας μας. Έκτος από τις ανόητες θεωρίες του, με τις όποιες έβλαπτε τους απλούς συμπατριώτες του, είπε και σ' έναν νεαρό να κόψη και το δένδρο πού ανέφερα, και τους έλεγε καθυστερημένους κ.ά. Ό νέος δεν έχασε καιρό• άρχισε να το κόβει, αλλά τον εμπόδισαν οί άλλοι.
Εν τω μεταξύ, επέστρεψε και ο Πατήρ Αρσένιος από τον Αγιασμό και πολύ λυπήθηκε για το κακό πού έκανε στις ψυχές των πιστών αυτός ο άθεος άνθρω¬πος, και του λέει αυστηρά: «θα σε στείλω από εκεί πού ήρθες, "Ανάσταση», και απομακρύνθηκε ό Χατζεφεντής και έκανε προσευχή. Ξαφνικά σηκώνεται ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος πού τύλιξε τον Ανάσταση, και εξαφανίστηκε. Οι συγγενείς του ανησυχούσαν και στενοχωριόνταν, αλλ" ό Πατήρ "Αρσένιος τους καθη¬σύχαζε: «Μη στενοχωρήστε, ό "Ανάστασης είναι καλά στο εμπορικό του κατάστημα».
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, χωρίς να έχουν καμμιά είδηση, γιατί και ο ίδιος ντρεπόταν να έρθει σε επαφή με τους συγχωριανούς του. Κάποτε, όλως τυχαίως, περνώντας από την Τοκάτη (κοντά στην Σεβάστεια) δυο Φαρασιώτες είδαν στην πινακίδα ενός καταστήματος το όνομα του «"Αναστάσιος Βαρτόπουλος». Έμειναν έκπληκτοι, γιατί θυμήθηκαν τα λόγια του Χατζεφεντή.
Μετά από την συνάντηση αύτη ό ανεψιός του Ανάσταση Βαρτοπούλου, ό Παναγιώτης, επεθύμησε τα Φάρασα και ακολούθησε τους συμπατριώτες του. Δυστυχώς όμως και αυτός ήταν επηρεασμένος από τον θείο του και δεν πίστευε. "Αρχισε και αυτός να κάνη κακό με τις αθεϊστικές του θεωρίες. Κάποτε μάλιστα, ενώ περνούσε ό Πατήρ "Αρσένιος από το Μεσοχώρι και όλοι είχαν σηκωθεί με ευλάβεια να πάρουν την ευχή του, εκείνος όχι μόνο δεν σηκώθηκε, αλλά ειρωνευόταν τους άλλους και έλεγε ότι κάνουν σαν τις γριούλες πού τρέχουν πίσω από τους παπά¬δες κ.ά. Ό Πατήρ του έριξε μια ματιά με πόνο και πήγε να κάνη προσευχή, για να ενεργήσει ό θεός για το συμφέρον της ψυχής του. Μετά από λίγο ό Πανα¬γιώτης άρχισε να κυλιέται στο χώμα. Οι συγχωριανοί του στην αρχή δεν κατάλαβαν νόμιζαν ότι κοροϊ¬δεύει αυτούς πού κάνουν μετάνοιες, και του λένε: «Σήκω επάνω, Παναγιώτη, τί είναι αυτές οι αταξίες πού κάνεις σαν μικρό παιδί και λερώνεις τα ρούχα σου;». Ύστερα όμως κατάλαβαν ότι τον είχε εγκα¬ταλείψει ή θεία Χάρις για την αναιδή συμπεριφορά του και δαιμονίστηκε. Πήγαν αμέσως στον Χατζεφεντή και το ανέφεραν, ό όποιος τους είπε: - Να μου φέρετε τα ρούχα του να τα διαβάσω, για να μη σας ξεσκίση. Στό εξής, να ξέρετε, θα είναι μισό-τρελλος, χωρίς όμως να κάνη κακό και αταξίες. Αργότερα θα πάει στο χωράφι του να όργωσει, και θα κοιμηθεί εκεί με σκοπό να όργωσει περισσότερο. Την νύχτα εκείνη θα περάσουν Τσέτες και θα τον σφάξουν και μ' αυτόν τον τρόπο θα σωθεί ή ψυχή του. Πράγματι, μετά από λίγα χρόνια έγινε όπως ακριβώς το είπε ό Χατζεφεντής.
.(«Ο Άγ.Αρσένιος ο Καππαδόκης» Εκδ. Ι.Ησυχ.Ευαγγ.Ι. ο Θεολόγος-Θεσσαλονίκη)
* * *
Όπως διηγήθηκε ό Γέρο¬ντας Παϊσιος:
«Μια νύχτα ακούω χτύπημα στην πόρτα. Ρώτησα "ποιος είναι", καί ακούω μια φωνή: "ό τάδε" (το όνομα ενός γνωστού μου). Ρώτησε: "Τί ώρα είναι;". Καί μόνος του απάντησε: "Ά, ξέρω. Είναι τρείς". Κοιτάζω το ρολόι καί ήταν πράγματι ή ώρα τρεΐς1. Άνοιξα τήν πόρτα καί τί να δω! ~Ηταν ό δι¬άβολος. Φαλακρός καί πολύ άσχημος. Το πρόσωπο του ήταν κόκκινο, σαν μπακίρι. Μου λέει θυμωμένος: "Για το κακό που μου κάνεις θα σε διώξω από δω". "Επειτα εξαφανίστηκε καί γέμισε ό τόπος από μια ανυπόφορη δυσωδία».
Τόσο πόνεσε ο Γέροντας για το κατάντημα του, πού για καιρό υστέρα, αναφέροντας το περιστατικό, αναστέναζε βαθειά και έλεγε κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του: «Πώς γίνεται κανείς όταν άπομακρυνθεί από τον θεό! Το καλύτερο πλάσμα του θεού πώς κατάντησε! 'Άν ήξερε ο κόσμος πόσο βρωμερός είναι ο διάβολος, όλοι θα τον περιφρονούσαν και δεν θα
έκαναν αμαρτίες».
~Ηταν τόσο αποκρουστικό το πρόσωπο του διαβόλου ώστε έλεγε ό Γέροντας ότι όσοι πάνε στην κόλαση, αν ήταν δυνατόν, τουλάχιστον να μη βλέπουνε το πρόσωπο του.
* * *
Ό Κύπριος προσκυνητής Μ. Σ. διηγείται: «Είχε έρθει μια ομάδα Κυπρίων στο κελλί του π.Παϊσίου στην "Παναγούδα" για να δει τον Γέροντα. Τους είπε να πάρουν λουκούμια. Μόλις άνοιξαν το καπάκι, έκαναν ένα μορφασμό, κοιτάχθηκαν καί μουρμούρισαν. Το κουτί ήταν γεμάτο "λίμπουρους" (τα μυρμήγκια στα κυπριακά). Φαίνεται κάποιος προσκυνητής δεν έκλεισε καλά το καπάκι και γέμισε μυρμήγκια, αν και ό Γέροντας είχε γράψει πάνω στο καπάκι να κλείνουν το κουτί. Ή¬ταν τόσο πολλά, ώστε είχαν μαυρίσει τα λουκού¬μια, δεν φαίνονταν.
»Ό Γέροντας, μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, έριξε μια ματιά στο κουτί και αμέσως με φυσικότητα πήρε ένα λουκούμι το άφησε πιό πέρα καί με στορ¬γή, αλλά και με σοβαρότητα και κάπως επιτακτικά είπε προς τα μυρμήγκια: "Αυτό είναι δικό σας. Πη¬γαίνετε να το φάτε καί αφήστε τ' αλλά να πάρουν οί άνθρωποι".»Τό εκπληκτικό είναι ότι τα μυρμήγκια έκαναν υπακοή, βγήκαν όλα από το κουτί και μαζεύτηκαν να φάνε το δικό τους λουκούμι».
(Βίος Γέροντος Παίσίου του Αγιορείτου.εκδ.Ι.Ησυχ .Αγ.Ιωανν.Προδρ.Χαλκιδικής
Εχω παρατηρήσει, π. Παίσιε, ότι τα μωρά μερι¬κές φορές την ώρα της Θείας Λειτουργίας χαμογελούν.
- Αυτό δεν το κάνουν μόνο στην Θεία Λειτουρ¬γία. Τα μωρά είναι σε συνεχή επαφή με τον θεό, επειδή δεν έχουν μέριμνες. Τί είπε ό Χριστός για τα μικρά παι¬διά; «Οι "Αγγελοι αυτών εν ουρανοίς δια παντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν ονρανοίς»[. "Εχουν επικοινωνία και με τον Θεό και με τον Φύλακα Άγγελο τους, πού είναι συνέχεια δίπλα τους. Στον ύπνο τους πότε γελούν, πότε κλαίνε, γιατί βλέπουν διάφορα. "Αλλοτε βλέπουν τον Φύλακα "Αγγελο τους καί παίζουν μαζί του - τα χαϊδεύει, τα πειράζει, κουνάει τα χερά¬κια τους, καί αυτά γελούν -, άλλοτε πάλι βλέπουν καμμιά σκηνή του πειρασμού καί κλαίνε.
- Ό πειρασμός γιατί πηγαίνει στα νήπια;
Καί αυτό τα βοηθάει, για να αισθάνωνται την ανά¬
γκη να ζητούν την μάνα τους. Αν δεν υπήρχε αυτός
ό φόβος, δεν θα αναγκάζονταν να αναζητήσουν την αγκαλιά της μάνας τους. "Ολα τα επιτρέπει ό Θεός για το καλό.
- Αυτά πού βλέπουν, όταν είναι μικρά, τα θυμούνται, όταν μεγαλώσουν;
- "Οχι, τα ξεχνούν. Αν θυμόταν το παιδάκι πόσες φο¬ρές είδε τον "Αγγελο του, θα έπεφτε στην υπερηφάνεια.,γιαυτό όταν μεγαλώση, τα ξεχνάει. Ό Θεός με σοφία εργάζεται.
- Μετά το Βάπτισμα τα βλέπουν αυτά;
- Φυσικά, μετά το Βάπτισμα.
- Γέροντα, γιατί ό Θεός δίνει στον κάθε άνθρωπο έναν Φύλακα "Αγγελο, αφού μπορεί ό ίδιος να μας προ-στατεύση;
- Αυτό είναι ξεχωριστή φροντίδα του Θεού για το πλά¬σμα Του. Ό Φύλακας "Αγγελος είναι οικονομία Θεού. Είμαστε χρεώστες γι'
αυτό. Οί "Αγγελοι ιδιαίτερα προ¬στατεύουν τα μικρά παιδιά. Πώς τα φυλάνε! Μια φο¬ρά δυο παιδιά έπαιζαν έξω στον δρόμο. Το ένα από τα δύο σημάδευε το άλλο στο κεφάλι, για να το χτυπήσει με μια πέτρα. Εκείνο δεν το έβλεπε. Την τελευταία στιγμή, φαίνεται, ό "Αγγελος του το έκανε να δη κάτι, τινάχτηκε πέρα και γλίτωσε. Μια μάνα πάλι είχε πάρει στο χωράφι καί το μωρό της. Το θήλασε, το έβαλε στην κούνια καί πήγε να δούλεψει. Μετά από λίγο, όταν πήγε κοντά του, τί να δει! Το παιδάκι κρατούσε ένα φίδι καί το έβλεπε! "Οπως το είχε θηλάσει, είχε μείνει γάλα γύρω από το στοματάκι του. Πήγε λοιπόν το φίδι και έγλειφε το γάλα με την γλωσσά του και το παιδάκι το έπιασε με το χέρι του. Βάζει τις φωνές ή μάνα, τρόμαξε το παιδί, άνοιξε το χεράκι του και έφυγε το φίδι! Φυλάει ό Θεός τα παιδιά.(Οικογενειακή ζωή-
π.Παϊσίου-Ι.Ησυχ.Αγ.Ι.Θεολόγου Σουρωτή θεσσαλονίκης.)
* * *
Διάσωση παιδιού
Ό π. Χρήστος Τσάνταληςαπό τη Νέα Μηχανιώνα Θεσ¬σαλονίκης και εφημέριος Κερασιάς, με εννέα παιδιά, καταθέτει: «Μερικά από τα παιδιά μου έπαιζαν στην ταράτσα του σπιτιού καί κάποια στιγμή άρχισαν να πηδούν τον φωταγωγό. 'Ένα αγοράκι μου έξι ετών, που ακόμη δεν μιλάει καλά, θέλησε καί αυτό να πηδήξει. Βρέθηκε στο κενό καί σαν βολίδα έφυγε προς τα κάτω. "Επεσε από τον τρίτο όροφο. Ήλθαν τα παιδιά τρομαγμένα καί μου το είπαν. "Ετρεξα με χτυπο¬κάρδι στο βάθος του φωταγωγού, για να περιμαζέψω το μικρό. "Εμεινα έκπληκτος όταν το είδα να έρ¬χεται προς το μέρος μου κατακίτρινο από τον φόβο. Το πήγα στο Νοσοκομείο. Οί γιατροί το εξέτασαν καί είπαν ότι δεν έχει τίποτε, ούτε το παραμικρό τραύμα.
«Καταλάβαμε ότι πρόκειται περί θαύματος, καί αμέσως πήγαμε στην θαυματουργό εικόνα της Παναγίας της Νέας Μηχανιώνας. Μόλις πήγαμε το αγοράκι στην Εικόνα της αμέσως έδειξε με το δάκτυλο την φωτογρα¬φία του π. Παϊσίου που βρισκόταν δίπλα {ότι δηλαδή αυτός με κράτησε)».
Μαρτυρία Ευαγγέλου Κ... από την Θεσσαλονίκη: «Από τα δώδεκα μου χρόνια υπέφερα από δαιμόνιο. Ή ζωή μου εΐχε γίνει μαρτύριο. Μετά τους εξορκισμούς πού μου διαβάζανε, αισθανόμουν σαν να με είχαν δείρει.
»Τό Α' Σάββατο των Νηστειών, το έτος 1995, ό Πνευματικός μου προγραμμάτισε να κάνουμε αγρυ¬πνία στο μοναστήρι της Σουρωτής . Πρίν ξεκινήσουμε αισθάνθηκα άγριο πόλεμο. Σέ όλη την αγρυπνία δεν αισθάνθηκα καθόλου νύστα. "Ημουν στο κέντρο της Εκκλησίας καθισμένος κάτω καί γύρω-γυρω οι μοναχές. Τελεί¬ωσε ή αγρυπνία, καί άρχισαν να διαβάζουν αγια¬σμό. Αγρίεψα πολύ. Με πήγαν να φιλήσω τα Λεί¬ψανα του αγίου Αρσενίου. "Ήταν ή πρώτη φορά, το λέω καί ανατριχιάζω, πού αισθάνθηκα καί σω¬ματικά κάψιμο. Στό τέλος γύρισα καί είπα "Πάϊ, Πάϊ...». Με ρώτησε ή Ηγουμένη: "Πα'ίσιος;" καί κού¬νησα καταφατικά το κεφάλι μου. Τότε αγρίεψα πά¬ρα πολύ, άρχισα να τσιρίζω, με πήγαν στον τάφο του π Παϊσίου , καί εκεί φώναξα τρεις φορές "'Άγιος". Ενώ ήθελα καί προσπαθούσα να φύγω με πιάσανε καί με το ζόρι με ξαπλώσανε στον τάφο του Γέροντα ανάσκε¬λα. Είδα τότε τον γέροντα Παϊσιο να ανασηκώνε¬ται από την μέση καί πάνω σαν να ξυπνά από ύπνο, όχι σαν νεκρός. Ήταν ακριβώς ό ίδιος με τα γένια καί τα ράσα του. "Ήταν θέμα δευτερολέπτου. Με ακούμπησε με το χέρι του στο μέτωπο καί την ίδια στιγμή είδα να βγαίνει μαύρος καπνός από το στόμα μου. Ηρέμησα παντελώς, αλλά ό σωματικός πόνος δεν έφυγε αμέσως. Κοιμήθηκα καί από τον πόνο ξυπνούσα λέγοντας: "Πονάω πολύ".
»Έπί σαράντα μέρες όμως, ένιωθα μια τέτοια χαρά, πού από την χαρά μου έκλαιγα. "Ισως να ήταν παράτολμο αυτό πού είπα: "Θεέ μου, έστω μια ολόκληρη ζωή να βασανίζομαι όπως πρώτα, φθάνει να αισθανθώ πάλι, έστω καί για ένα λεπτό, αυτή την χαρά"».(Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου. Ι.Ησυχ.Αγ.Ι.Πρόδρομος Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.)
Κάποτε, σε μια μου έπίσκεψι στο μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ Ευβοίας, μου διηγείτο ιδιαιτέρως ό π, Ιάκωβος ό μακαριστός, ό άγιος αυτός ' Ιερεύς και Λειτουργός του Υψίστου, τα έξης:
"Οι χριστιανοί μας, πάτερ μου, είναι δυστυχώς τυφλοί πνευματικά και δεν βλέπουν τα όσα γίνονται μέσα στη Θεία Λειτουργία.
Μια φορά λειτουργούσα και δεν μπορούσα να κάμω την Μεγάλη Είσοδο. Στό Χερουβικό καθηλώθηκα μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ακίνητος απ' αυτά πού έβλεπα.., Ή μία θεωρία διεδέχετο την άλλη.
— Τί έβλεπες, πατέρα μου; τον ρώτησα εκστατικός.
Άλλα εκείνος δεν μου απάντησε καί συνέχισε:
- Ό ψάλτης συνεχώς έπανελάμβανε "ως τον Βασιλέα των όλων ύποδεξόμενοι..." οπότε ξαφνικά νοιώθω κάποιον να με σπρώχνει στον ωμό καί να με όδηγεί στην Άγια Πρόθεσι.
Νόμισα πώς ήταν ό ψάλτης και είπα μέσα μου: "Ό ευλογημένος! Τόση ασέβεια! Μπήκε από την Ωραία Πύλη καί με σπρώχνει;!"
Όποτε γυρίζω καί βλέπω μια τεράστια φτερούγα, πού την είχε πε¬ράσει ό Αρχάγγελος από τον ωμό μου καί με ώδηγούσε να κάμω την Μεγάλη Είσοδο!...
Το τί γίνεται εδώ μέσα στο Ιερό κατά τη διάρκεια της Θείας Λει¬τουργίας δεν λέγεται..."
Αυτά περίπου μου είπε καί έθαυμασα...
Σέ βιβλίο, πού εξεδόθη από τους πατέρες της Μονής, περιγράφει ό π. ' Ιάκωβος την ίδια περίπου λειτουργική θεωρία καί προσθέτει:
"Πολλές φορές δεν μπορώ ν' αντέξω, απ' αυτά πού βλέπω, καί κά¬θομαι στην καρέκλα, οπότε ορισμένοι συλλειτουργοί μου νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία μου καί ανησυχούν,.., αλλά δεν ξέρουν τί βλέπω καί τί ακούω...
Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οι Άγγελοι!... Τί φτερούγισμα!...
Μόλις ό Ιερεύς πεί το "Δι' ευχών", φεύγουν οι ουράνιες Δυνάμεις καί μέσα στο ' Ιερό έχουμε πλέον απόλυτη ησυχία..." '"
(Εμπειρίες κατά τη Θ.Λειτουργία Πρωτ .Στεφ. Αναγνωστόπουλου.)
Στήν αρχή πού διορίσθηκα εκεί, δοκίμασα έναν πειρασμό μεγάλο
Στην αρχή, έλεγε ο π.Πορφύριος, πού διορί¬σθηκα στον Αγ. Γεράσιμο της πολυκλινικής,. στην Ομόνοια, έδοκίμασα έναν πειρασμό μεγάλο, αλλά με βοήθησε Ο Θεός.
Την πρώτη Κυριακή επήγα να λειτουργήσω με πολλή χαρά. Οι πόθοι μου να εργασθώ σε ίδρυμα θα εκπληρώνο¬νταν. Μου το έδωσε δ Θεός αυτό το δώρο. Άλλα τί έπα¬θα! Την ώρα πού πήγα ν' αρχίσω, έξω άπ' τον "Αγιο Γε¬ράσιμο ακούω στη διαπασών ένα γραμμόφωνο με τραγού¬δια ερωτικά: «Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ...» κ.λπ. Προχω¬ρώ... τίποτα, τα ίδια. Εγώ τίς ευχές, την Θεία Λειτουρ¬γία. "Εξω τα τραγούδια. Μέσα ή Εκκλησία γεμάτη κόσμο. Έβγαινα στην Ωραία Πύλη κι έλεγα, «Ειρήνη πασι», αλ¬λά ή Λειτουργία ήταν πολύ ταραγμένη. "Οταν τελείωσα απελπισμένος, κατέλυσα τα άχραντα μυστήρια, πήρα τα ιερά μου, τα δίπλωσα κι αμέσως βγήκα έξω. Απέναντι άπ' την Εκκλησία υπήρχε ένα κατάστημα, πού διαφήμιζε γραμ¬μόφωνα καί πλάκες γραμμοφώνου. Πήγα μ' ευγένεια στον καταστηματάρχη, στον κύριο Κουρέτα —έτσι ονομαζό¬ταν— καί τον παρακάλεσα, αν είναι δυνατόν, τουλάχιστον τίς ώρες της Θείας Λειτουργίας να σταματάει το γραμμό¬φωνο. Μου λέει:
— Εγώ θέλω να βγάζω το ψωμί μου. Δεν γίνεται αυ¬τό πού λές.
— Σέ παρακαλώ, του λέγω, στενοχωρούμαι, είναι α¬μαρτία αυτό πού γίνεται.
— Παπά, εσύ τη δουλειά σου! μου λέει.
Εγώ τώρα τί να κάνω; Σκέφθηκα να φύγω άπ' την Εκ¬κλησία, ν' αναζητήσω άλλη. Κι έπεσα έτσι σε στενοχώρια μεγάλη. Κάθισα στο Ιερό καί σκεπτόμουνα. Τί να κάνω; "Ελεγα ότι πρέπει να φύγω, δεν μπορούσα να μείνω πια. Πώς να ζήσω εγώ εκεί μέσα, πώς να λειτουργήσω; Καί μάλιστα ένας άνθρωπος πού ήλθε άπ' την έρημο, μέσ' από μία απόλυτη ησυχία, σ' ένα θόρυβο έτσι σατανικό; Περνούσαν άπ' έξω όλα τα λεω¬φορεία από τη Νίκαια, από το Περιστέρι, από τον Πει¬ραιά. "Εξω άπ' την πόρτα της Εκκλησίας περνούσανε. Κι άκουγες εκεί τα κλάξον πού πηγαίνανε κι ερχόντουσαν. Καί σκέφθηκα να φύγω. Έγύρισα στο σπίτι λυπημένος, δεν ήξερα τί να κάνω...
Έμενα τότε στο Λυκαβητό,. Έγύρισα εκεί καί σκεπτόμουνα, σκεπτόμουνα... Δεν ήθελα ούτε να φάω. Είχα στενοχωρεθεί. Τί θα κάνω; Κι είχα χα¬ρεί πού πήγα σε νοσοκομείο καί θα έβλεπα ασθενείς έκεί, να τους περιποιούμαι, να τους μιλάω, να τους εξομολογώ, να τους μεταλαμβάνω... Τώρα τί να κάνω; Μόνον ό Θεός θα μπορούσε να με βγάλει άπ' τη δύσκολη θέση. Κι είπα μέ¬σα μου σ' αυτό το φοβερό πρόβλημα πού μ' ηύρε: «'Ό,τι πεί ό Θεός». Λέω: «Θεέ μου, δεν θέλω να μου μιλήσεις. Δεν θέλω να μου δείξεις σημείο. Ετσι, με τη δική Σου την αγάπη φανέρωσε κάτι απλό, πού να καταλάβω ότι πρέπει να φύγω ή ότι πρέπει να καθίσω. Πολύ απλό. Δεν ζητώ κάποιο θαύμα. Ντρέπομαι». Κι αποφασίζω να νηστέψω τρεις ημέρες χωρίς να βάλω ούτε νερό στο στόμα μου καί να ζήσω τρεις ημέρες με τέλεια σιωπή καί προσευχή, περιμένοντας απάντηση άπ' τον Θεό.
Κι ή απάντηση ήλθε. Ενώ βρισκόμουν στον "Αγιο Γεράσιμο, ερχόντουσαν διάφοροι προσκυνητές κι άναβαν το κεράκι τους. Σέ μια στιγμή μπαίνει μία γυναίκα με το παι¬δί της. Το παιδί θα ήταν μάλλον στην πρώτη γυμνασίου. Κρατούσε στο χέρι του τα σχολικά του βιβλία. "Ενα άπ' αυτά ήταν το βιβλίο της Φυσικής. Του το ζήτησα να ρίξω μια ματιά, έτσι από φιλομάθεια. Κάτι πού το συνήθιζα. Καθώς ξεφύλλιζα το βιβλίο, ανοίγω σε μία σελίδα πού έ¬δειχνε κάποιο πείραμα. Το έξης: αν σε μία ήρεμη λίμνη ρί¬ξω μία μικρή πετρούλα, βλέπω το νερό να χάνει την ηρε¬μία του καί να κάνει «ρυτίδες» σε μία μικρή έκταση. Αν στη συνέχεια ρίξω μία πιο μεγάλη πέτρα, οι «ρυτίδες» σχη¬ματίζονται πιο μεγάλες καί σε μεγαλύτερη έκταση, ώστε να υπερφαλαγγίσουν τίς πρώτες. Εκείνη τη στιγμή ήλθε μέσα μου ή απάντηση στο δίλημμα μου. Ήταν φώτιση από τον Θεό. Σκέφθηκα το έξης: οί μικρές «ρυτίδες» των τραγουδιών έξω άπ' την Εκκλησία μπορούν να υπερφαλαγγισθούν από τίς μεγάλες σε πνευματική ένταση ευχές πού θα λέγονται μες στην Εκκλησία. Την ίδια στιγμή μου ήλθε αμέσως στο νου έντονα, πολύ έντονα: «Κι αν εσύ λειτουρ¬γείς εδώ κι έχεις το νου σου στον Θεό, ποιος μπορεί να σε βλάψει;».
Ετοιμάσθηκα, λοιπόν, έτσι να το κάνω. Στήν Λειτουργία μου να δοθώ πολύ στην αγάπη του Χρίστου, να εκτελέσω με μεγάλο ζήλο καί με μεγάλη πνευματική έντα¬ση το δράμα της Θείας Λειτουργίας, το δράμα το φρικτό του Γολγοθά. Ή χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη. Πίστευσα ότι Ο καλός Θεός μου βρήκε τη λύση. Πράγματι, την Κυριακή το πρωί έφθασα στην εκκλησία γεμάτος ελπίδα. "Εβαλα «Εύλογητός...». Ό νους μου ήταν συγκεντρωμένος στη θεία λατρεία καί μόνο. Αισθανόμουν ότι είμαι στον ουρανό καί κάτω καί κοντά σ' εμένα το εκκλησίασμα, τα λογικά πρόβατα Του Θεού. "Ενιωθα μες στη θεία χάρι όλους μας. "Ε¬ξω μανιακώς έπαιζε το γραμμόφωνο. Δεν άκουγα τίποτα. Πρώτη φορά έζησα τέτοια Θεία Λειτουργία. Ήταν ή ω¬ραιότερη της ζωής μου. Κι από τότε όλες οι Θείες Λειτουρ¬γίες ήταν ίδιες..
(Βίος και Λόγοι του π. Πορφυρίου -Ι.Μονή Ζωοδόχου Πηγής-Χανιά)
Ό μισθός
από την γηροκόμηση
Πώς κατήντησε ό κόσμος! Και στα Φάρασα και στην "Ηπειρο γηροκομούσαν ακόμη και τα ζώα. Καλά τα μουλάρια, αλλά και αυτά τα ζώα πού το κρέας τους τρωγόταν δεν τα έσφαζαν. Τα γέρικα βόδια λ.χ. με τα όποια όργωναν , τα σέβονταν, τα περιποιούνταν, τα γηροκομούσαν, γιατί έλεγαν: «Φάγαμε ψωμί από αυτά». Δηλαδή τα ζώα πού ήταν εργατικά και δούλευαν στο χωράφι είχαν και καλά γεράματα. Και τότε οι άνθρω¬ποι δεν είχαν τα μέσα πού έχουν σήμερα. Επρεπε με τον χειρόμυλο να αλέθουν το ρόβι, να το κάνουν ψιλό, για να μπορεί το καημένο το γέρικο βόδι να το φάει. Ό σημερινός όμως κόσμος ξέφυγε, ανθρώπους δεν γηροκο-μούν, που να γηροκομήσουν τα ζώα!
Πολλά ανδρόγυνα δυσανασχετούν για τις δυσκο¬λίες πού αντιμετωπίζουν στην οικογένεια τους από τις ιδιοτροπίες και την γκρίνια των παππούδων πού γηροκομούν. Ξεχνούν τις αταξίες πού έκαναν οι ίδιοι ή την γκρίνια και τις παραξενιές πού είχαν, όταν ήταν παιδιά. Δεν θυμούνται πού δεν άφηναν τους γονείς τους να ησυχάσουν με τα κλάματα και τα καμώματα τους. Γι' αυτό ό Θεός επιτρέπει να συναντούν αυτές τις δυ¬σκολίες, για να ξεπληρώσουν κάπως τις δικές τους αταξίες. Τώρα είναι ή σειρά τους να συμπαρασταθούν καί να φροντίσουν τους γέρους γονείς τους με ευγνωμοσύνη για τις θυσίες πού έκαναν εκείνοι γι’ αυτούς, όταν ήταν παιδιά. ΄Οσοι δεν νιώθουν αυτό το χρέος προς τους γονείς τους, θα κριθούν από τον Θεό ως άδικοι καί αχάριστοι.
Καί βλέπω ότι τα βάσανα πού έχουν πολλοί κοσμικοί μερικές φορές οφείλονται καί στο ότι οι γονείς τους είναι πικραμένοι μαζί τους. Ταλαιπωρούνται οι οικογένειες, γιατί δεν φροντίζουν τους παππούδες.
"Όταν την φουκαριάρα την γριά ή τον καημένο τον γέρο τους πάνε καί τους εγκαταλείπουν σε ένα γηροκομείο, τους παίρνουν καί την περιουσία, καί δεν χαίρονται τα εγγονάκια τους, αλλά πεθαίνουν με καημό, τί ευλογία θα έχουν μετά τα παιδιά;
Μου έλεγε σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα ότι έχει τέσσερα αγόρια παντρεμένα πού μένουν στο ίδιο τετράγωνο καί δεν μπορεί να τα δη, γιατί συμβούλεψε μια φορά τις νυφάδες: «Να έχετε αγάπη μεταξύ σας, να εκκλησιάζεσθε»! Ου, έγιναν θηρία! «Να μην ξαναπατήσεις, της είπαν, στα σπίτια μας». Πέντε χρόνια είχε να δει τα παιδιά της καί έκλαιγε ή καημένη. «Κάνε προσευχή, Πάτερ μου, μου είπε, έχω καί εγγονάκια• τουλάχιστον να τα δω στον ύπνο μου». "Ε, τί προκοπή θα έχουν μετά τα παιδιά της; .(Οικογενειακή ζωή-π.Παϊσίου-Ι.Ησυχ.Αγ.Ι.Θεολόγου Σουρωτή θεσσαλονίκης.)
* * *
Όσο πετάς (δίνεις ελεημοσύνη) τόσο πετάς.(ανεβαίνεις πνευματικά.)
*
Όταν στεναχωριόμαστε να ψάλλουμε.Η Ψαλμωδια διώχνει τον διάβολο. (π.Παϊσιος.)
-