Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Παναγία ή Παραμυθία-Παναγία ή Εικοσιφοίνισσα-

Παναγία ή Παραμυθία
Ο ΑΛΓΕΡΙΝΟΣ ληστοπειρατής Βαρδουχάν, έχοντας σάν βάση εξορμήσεως τή Μήλο, λυμαίνεται μέ τά δεκαεπτά πειρατικά του πλοία τά νησιά του Αιγαίου, τά παράλια τής Θράκης και τής Μ. Ασίας.
Τόν μήνα αυτό αποφασίζει νά στραφεί εναντίον του Άγιου Όρους. Ετοιμάζει δέκα πλοία, παίρνει μαζί του διακόσιους πειρατές καί ξεκινά γιά τή Ι.Μονή Βατοπεδίου.
Μέ τό χάραμα τής 21ης Ιανουαρίου προσορμίστη¬καν στό λιμανάκι του μοναστηρίου, βγήκαν στή στεριά καί περίμεναν κρυμμένοι τό πρωινό άνοιγμα τής πύλης γιά νά είσορμήσουν.
Οι μοναχοί μόλις είχαν τελειώσει τήν ορθρινή ακο¬λουθία, καί αποσύρονταν στά κελλιά τους γιά νά ησυ¬χάσουν. Στην εκκλησία έμεινε μόνος ό ηγούμενος καί συνέχισε τήν προσευχή του.
Ξαφνικά ακούει μιά φωνή από τήν εικόνα τής Πανα¬γίας:
—Νά μήν ανοίξετε σήμερα τις πύλες. Ανεβείτε στα τείχη καί διώξτε τους πειρατές.
Γυρίζει απορημένος από τό παράδοξο άκουσμα καί κοιτάζει τή Θεοτόκο. Βλέπει τότε άλλο θαύμα εκπληκτι¬κότερο: Τά πρόσωπα τής Παναγίας καί του θείου Βρέ¬φους είχαν ζωντανέψει. Τήν ίδια στιγμή ό μικρός Ιη¬σούς απλώνει τό χέρι, σκεπάζει τό στόμα τής Παναγίας Μητέρας Του, καί στρέφοντας τό πρόσωπο Του προς αυτήν τής λέει:
- Όχι, μητέρα, μήν τό λές! Άφησε τους νά τιμωρη¬θούν, όπως τους αξίζει!
Ή Παναγία όμως πιάνει τό χέρι του Υιού της, στρέ¬φει λίγο δεξιά τό πρόσωπο της καί ξαναλέει:
- Νά μήν ανοίξετε σήμερα τις πύλες της μονής!
Ό ηγούμενος συγκλονισμένος σύναξε τους μονα¬χούς καί τους διηγήθηκε όσα θαυμαστά είδε καί άκου¬σε. Κι εκείνοι διαπίστωσαν μέ δέος ότι τά ιερά πρόσω¬πα στην εικόνα της Θεομήτορος είχαν αλλάξει στάση καί έκφραση. Ύστερα, αφού ευχαρίστησαν τήν Πανα¬γία γιά τή σωτήρια πρόνοια της, ανέβηκαν στά τείχη.
Ήταν καιρός. 0ι πειρατές μέ σκάλες καί τσεκούρια ετοιμάζονταν γιά τήν αναρρίχηση. Ό ηγούμενος, όρ¬θιος στις επάλξεις, τους άφησε πρώτα νά πλησιάσουν. Ύστερα, υψώνοντας τόν Τίμιο Σταυρό, έδωσε τό σύν¬θημα γιά τήν απόκρουση.
Δέκα πειρατές έπεσαν αμέσως νεκροί, άλλοι τραυ¬ματίστηκαν, καί οι υπόλοιποι μπήκαν στά πλοία κι έφυ¬γαν.0ι μοναχοί κατέβηκαν συγκινημένοι στον Ναό καί ευχαρίστησαν γιά μιά ακόμη φορά τή Θεοτόκο. 'Από τότε ή εικόνα πήρε τήν προσωνυμία «Παραμυθία», δη¬λαδή παρηγοριά, καί παραμένει μέχρι σήμερα αλλαγ¬μένη, γιά νά θυμίζει τό θαυμαστό εκείνο γεγονός.

Παναγία ή Εικοσιφοίνισσα
Το μοναστήρι της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας μέ τή θαυματουργή και αχειροποίητη εικόνα της δεσπόζει σκαρφαλωμένο στις καταπράσινες πλαγιές του Παγ¬γαίου. Η ίδια ή Θεοτόκος παρήγγειλε με άγγελο στον πρώτο κτίτορα άγιο Γερμανό (9ος αι.),ν' ανεγείρει τη Μονή. Κι από τότε δεν παύει μέ κάθε τρόπο νά μεριμνά καί νά ενδιαφέρεται γι' αυτήν.
Κάποια ημέρα παρουσιάστηκε σ' ένα νέο 18 χρο¬νών, πού όργωνε κοντά στό μοναστήρι καί του είπε:
- Νά έρθεις, σέ χρειάζομαι. Έχω ανάγκη στό μονα¬στήρι μου.
Κι εκείνος άφησε τά ζώα ζευγμένα καί ξεκίνησε αμέσως γιά τή μονή, όπου έγινε μο¬ναχός μέ τ' όνομα Δαμασκηνός (Τσομπάξης), καί αρ¬γότερα ηγούμενος. Ό πατήρ Δαμασκηνός έβλεπε τήν Παναγία μέσα στην εκκλησία νά επιστατεί. Κι όταν α¬νέβαινε τίς σκάλες τών κελλιών, τήν έβλεπε νά κατε¬βαίνει, και αντιστρόφως.
Τό 1908 τούρκοι ληστές πλησίασαν μιά νύχτα τό μο¬ναστήρι. Ή πύλη ήταν ασφαλισμένη μέ βαριά σίδερα. "Αφησαν λοιπόν ένα σκοπό εκεί καί οί υπόλοιποι κάρ¬φωναν καρφιά γιά ν' άνεβοϋν στό τείχος. Ξαφνικά α¬κούνε τόν σκοπό νά φωνάζει:
-Βοήθεια, σώστε με! Μιά γυναίκα μαυροφόρα μ'έχει αρπάξει άπ' τά μαλλιά. Βοήθεια!
Οί τούρκοι τρομοκρατημένοι πήδηξαν αμέσως άπό τό τείχος καί έφυγαν.
Ή επιδρομή τών βουλγάρων. Ύστερα από μία πολυ¬κύμαντη ιστορική διαδρομή της μονής μέ αίγλη, ακτινο¬βολία, προσφορά, αλλά καί συμφορές, φθάνουμε στην περίοδο τής πρώτης βουλγαρικής κατοχής, στά 1916-18, οπότε τό μοναστήρι δέχεται τίς εγκληματικές επιθέσεις τών βουλγάρων. Στόχος τους νά συλλήσουν τήν άχειρο¬ποίητη καί θαυματουργή εικόνα τής Θεοτόκου.
Μία από τίς πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες έγινε την 23η Ιουνίου 1917. Οί μοναχοί βρίσκονταν στον εσπερινό καί είχαν βγάλει τά άγια λείψανα γιά προσ¬κύνηση. Τή στιγμή αύτη μπήκαν στον ναό οί βούλγα¬ροι. Οί πατέρες προσπάθησαν νά τά κρύψουν, άλλα ε¬κείνοι διαμαρτυρήθηκαν.
- Μήν τά παίρνετε, είπαν. Αφήστε τα νά τά προσκυ¬νήσουμε. Κι εμείς χριστιανοί είμαστε.
Αυτό όμως ήταν ένα δόλιο τέχνασμα, γιατί αμέσως άρπαξαν τά άγια λείψανα καί έφυγαν. Τήν επομένη έ¬βαλαν στόχο νά πάρουν τή θαυματουργή εικόνα. Έ¬νας λοχίας προσπάθησε μαζί μέ άλλους νά τή σηκώσει, άλλα έπεσε νεκρός, ενώ στό μαρμάρινο δάπεδο του ναού αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα τό πιστόλι καί ή μπότα του.
Σέ άλλη απόπειρα οί βούλγαροι κατάφεραν νά βγά¬λουν την είκόνα άπό τή θέση της, αλλά μόλις έφθασαν στην πόρτα του ναού ή εικόνα έπεσε κάτω. Έγινε μάλι¬στα τόσο βαρεία, ώστε δέν θά μπορούσε ούτε γερανός νά τή σηκώσει. Συγχρόνως ή Παναγία έκλαιγε δυνατά, καί τά δάκρυα της σχημάτισαν ρυάκι πάνω στην ίερή είκόνα. Οί ιερόσυλοι τά έχασαν. Εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια καί έφυγαν έντρομοι.

Εγκατάλειψη τής μονής. Τήν περίοδο τού ανταρτο¬πόλεμου, στή δεύτερη βουλγαρική κατοχή, ειδοποιή¬θηκαν κάποια μέρα οί μοναχοί νά εγκαταλείψουν τό μοναστήρι, γιατί κινδύνευε ή ζωή τους. Χωρικοί τής πε¬ριοχής έσπευσαν αμέσως μέ διακόσια ζώα νά παραλά¬βουν ό,τι μπορούσαν από τή μονή καί νά τά κρύψουν στά σπίτια τους. Έγινε τότε κάτι θαυμαστό: Οί εικόνες έβγαιναν μόνες από τή θέση τους καί τίς παρελάμβαναν οί πιστοί. Κι όταν βγήκαν άπό τήν εκκλησία, είδαν όλα τά ζώα τής μονής (κότες, σκύλους, χοίρους) σέ πα¬ράταξη έξω άπό τόν νάρθηκα νά φωνάζουν. Χιλιάδες επίσης πουλιά τιτίβιζαν πάνω στους κουμπέδες του ναού. Συμμετείχαν έτσι κι αυτά στή γενική θλίψη γιά τήν αναχώρηση τής Κυρίας των αγγέλων, τήν είκόνα τής οποίας ευλαβείς άνδρες μετέφεραν στά χέρια. Κι όταν τό καραβάνι ξεκίνησε γιά τό χωριό Νικήσιανη, τά ζώα τής μονής ακολούθησαν κι αυτά λυπημένα. Δέν θέλησαν νά μείνουν μόνα τους πίσω. Μά κι όταν ακό¬μη έμεινε έρημο τό μοναστήρι, κάποιος βοσκός τής πε¬ριοχής, ό Νίκος Κατσικάρης, άκουγε τή νύχτα τών Χρι¬στουγέννων, τό Πάσχα καί τίς θεομητορικές εορτές νά ηχούν χαρμόσυνα οί καμπάνες, οί κόπανοι καί τά τά¬λαντα. Τί κι άν έλειπαν οί άνθρωποι; "Αγγελοι διακο¬νούσαν στην Είκοσιφοίνισσα.
* * *
ΚΑΠΟΤΕ ένας Μοναχός στο Άγιο Όρος , περιέπεσε σ' ένα αμφίβολο λογισμό: «Προσευχό¬μαστε, αγρυπνούμε ..., ωραία αυτά. "Ομως κατ' αυτόν τόν τρόπο βοηθούμε καί τους άλλους ή μόνον τόν εαυτό μας;». Ένώ ετοιμαζόταν νά εξομολογηθεί αυτόν τόν λο¬γισμό στον Γέροντα, τόν πρόλαβε ό δεύτερος καί με πρό¬σωπο πού φαινόταν βαθειά συγκινημένο, λέγει στον αδελφό:
— Απόψε παιδί μου, ό Θεός μου έδειξε τό έξης φοβερό θέαμα: ένώ προσευχόμουν, γιά μιά στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν σέ μιά πολύ μεγάλην τράπεζα. Στεκό¬μουν μπροστά σέ μιά πόρτα πού έμοιαζε σάν τήν Ωραία πύλη της εκκλησίας. Μέσα εκεί σ' αυτόν τόν χώρο, αμέ¬τρητα πλήθη περίμεναν σειρά. Έγώ έμοιαζα σάν άρχι-σιτοποιός. Μέσα σ' αυτόν τόν χώρο διέκρινα καί σας να βρίσκεστε κοντά μου. Έκόβατε κάτι μεγάλα σάν πρό¬σφορα καί μου τά φέρνατε. Ό άλλος κόσμος περνούσε σέ δυό σειρές, στή μιά οί ζωντανοί, στην άλλη οι πεθα¬μένοι. Τους μοίραζα όλους από μιά μερίδα ευλογία και φεύγανε όλοι χαρούμενοι. Διέκρινα μέσα πάρα πολλούς γνωστούς μου, όσους είχα γραμμένους, ζωντανούς-πεθαμένους, στό μνημονοχάρτι.
Καί ό αδελφός μέ τήν σειρά του:
Γέροντα, αυτό γιά μένα ήταν. Μου έλυσες την απορία μου. Τώρα κατάλαβα, τί προσφέρουν οί προσευχές και το μνημόνευμα στην προσκομιδή για όλο τον κόσμο
* * *
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ο πολιτικός Διοικητής του Αγ.Όρους εμπιστεύτηκε στον π.Χαράλαμπο ένα προσωπικό του πρόβλημα, πού τόν απασχολούσε καί τόν βασάνιζε.
—Είχα, λέει, έναν αγαπητό άδελφό, ό όποιος και σκοτώθηκε στον πόλεμον του '40, πάνω στό μέτωπο. Πέ¬ρασαν τόσα χρόνια καί δέν αξιώθηκα νά τόν δω, έστωμιά φορά, στον ύπνο μου, νά παρηγορηθώ.
Του λέει ό Γέροντας:
—Μή στενοχωριέσαι, παιδί μου. Θά του αφιερώσω απόψε μιά λειτουργία κι ελπίζω στον Πανάγαθον, να σου τόν φανερώσει, νά παρηγορηθείς.
Πράγματι τήν ίδιαν κιόλας νύχτα να! καί του φανε¬ρώνει ό Θεός τόν αδελφό του στον ύπνον τόν εναγκαλί¬ζεται με πολλήν χαράν καί του αναγγέλλει ότι είναι σέ πολύ καλόν τόπον καί μάλιστα τόν ευχαριστεί γιά τήν λειτουργία. Άπό τήν πολλήν χαράν ό διοικητής τήν άλλη κιόλας ημέρα, πήγε και το ανήγγειλε στο Γέροντα. (ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ιωσήφ Μ.Δ.)

Όταν είναι να αποφασίσεις…

1)Το καλύτερο πράγμα είναι να πράξεις το σωστό.

2)Το δεύτερο καλύτερο είναι να πράξεις λάθος.

3)Και το χειρότερο όλων είναι να μην κάνεις τίποτα!

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ψάρευε ο Μοναχός π.Ν. στο Άγιον Όρος με μπετονιά στους πιό απόκρημνους θαλασσινούς βράχους της Ν. Σκήτης, έτυχε νά γνωρίση ένα γεροντά¬κι, πού ήταν στό επάγγελμα ψαράς. Είχε καί μιά ωραία βαρκούλλα, άλλα λόγω γήρατος, αδυνατούσε νά τήν μεταχειριστεί.
Ό ψαράς λοιπόν της συνοδείας π. Ν., λίγο ας πούμε λυπήθηκε τό γεροντάκι πού δεν είχε κανένα νά τόν κοιτάξει, λίγο ας πούμε ότι ορέχθηκε καί τήν βαρκούλα, τί σκέφτηκε;
Πάει στον Γέροντα Ιωσήφ καί τόν εκλιπαρεί νά γηροκομήσουν τό γεροντάκι, μέ μόνο αντάλλαγμα νά κερ¬δίσουν τήν βαρκούλα, πού τόσον είχαν ανάγκη. Ό σο¬φός όμως Γέροντας του απαντά
—Λείψε από τό ψυχικό, νά μή σε βρή τό κρίμα.
Ό άλλος όμως δέν τό βάζει καί κάτω.
—"Αντε, Γέροντα, τί ωραία! θά σάς φέρνω καί φρέ¬σκα ψαράκια...
Τέλος αφού επιμένει ό υποτακτικός, εξ ανάγκης υπο¬χωρεί ό Γέροντας• άλλα του λέει:
-Ωραία νά φέρης τό γεροντάκι. "Ομως θ' άναλάβεις καί τό γηροκόμημα. Εντάξει;
— Εντάξει. Νά 'ναι ευλογημένο.
"Ετσι κι έγινε. Πράγματι καί ψαράκια φρέσκα έφερ¬νε τακτικά ό π. Ν., αλλά καί τό γεροντάκι ανέλαβε καί κοιτούσε με πολλή επιμέλεια.
Τί όμως τό μετά ταύτα; Δέν περνούν πολλές ημέρες• τόν πιάνει τόν μπαρμπα-Γιάννη μιά ακατάσχετη διάρ¬ροια σέ βαθμό νά μη προλαβαίνει νά πάει στην τουαλέ¬τα, με αποτέλεσμα νά λερώνεται καί τό γεροντάκι καί τό δωμάτιο. Αυτό όμως επαναλαμβανόταν συχνά καί κάθε μέρα.
Μέχρι τότε ό π. Ν., δέν είχε πρόβλημα. Μόλις όμως ό γέρος άρχισε νά λερώνεται τότε... σήκωσε τά χέρια. Τί νά κάμη; Μόνος του όμως τό ζήτησε έπρεπε νά τό σηκώσει. Κάλλιον νά λείπη καί ό μπαρμπα-Γιάννης καί ή βάρκα του. Τρέχει στον Γέ¬ροντα:
-Γέροντα, είπαμε νά κοιτάζω τό γεροντάκι• ε, όχι όμως καί νά μας τά κάνει πάνω του κάθε λίγο.
-Καί τί νά κάνουμε, παιδί μου;

-Γέροντα, σκέφτηκα νά τόν ξαναπάω εκεί πού τόν βρήκα κι ας λείπει κι αυτός καί ή βάρκα του.
-Τί είπες βρέ; Έσύ δέν παρακαλούσες νά τόν γηροκομήσεις; Τώρα νά τόν διώξης; Βλέπεις αυτό τό λερωμέ¬νο γεροντάκι; Στό πρόσωπο του φιλοξενούμενου βλέπες τόν Χριστόν. "Αν διώξουμε αυτόν, σημαίνει διώχνουμε άπό τό σπίτι μας τόν Χριστόν. "Αντε φύγε, άφησέ το σε μένα καί άλλη φορά νά μάθεις νά μή βάζεις δικό σου θέλημα.
Φεύγει ό π. Ν. Αμέσως ό Γέροντας φωνάζει τόν Παπα-Χαράλαμπον.
-Παπά, άπό σήμερα αναλαμβάνεις τόν μπαρμπα-Γιάννην.
-Νά 'ναι ευλογημένο.
«Από έκείνην τήν ήμέραν αρχίζουν, λέει ό π.Χαράλαμπος τά βάσανα μας. Τόν περιλαμβάνω χάριν υπακοής, άλλα δέν μπόρεσα νά μή κατακρίνω καί λίγο τόν παραδελφό μου. "Βρέ, λέω, μέσα μου τί ειν' αυτό.; Νά βγάλει αυτός τόν πειρασμόν καί μετά νά τόν φορτώσει σ' εμένα". "Ομως έβαλα όλα τά δυνατά μου καί εξουδετέρωσα αυτόν τόν λογισμόν. Άντέλεγα μέσα μου: "Πρόσεξε Χα¬ράλαμπε, ύπηρετάς τόν Χριστόν. "Αν καταφρονήσεις τό γεροντάκι αυτό, τόν Χριστόν καταφρονείς. Φώναζε όλη νύχτα όσο θέλεις νά σ' ελεήσει. Μέσα σου θ' ακούς τήν απάντησιν, «μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί έλεηθήσονται» καί τό άλλο, ' «έφ' όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, έμοί έποιήσατε'.» Πρόσεξε ,εξετάσεις δίνεις ξανά μή τύχει καί μείνεις στάσιμος".
Μέ κάτι τέτοιους συλλογισμούς ειρήνευσα καί άρχι¬σα νά επιμελούμαι τό έργο μου. Δέν έπλενα μόνο λερω¬μένα παντελόνια στοίβα κάθε μέρα, άλλα καί τό ίδιο τό γεροντάκι, καί μιά γραμμή σάν ταινία άπό τό δωμάτιο μέχρι τό αποχωρητήριο. Σιχαινόμουν σάν άνθρωπος. Έπιανα την μύτη μου μιά δυό μέρες. "Ομως κατόπιν δυ¬νάμωσε τόσον πολύ μέσα μου ή προσευχή, αισθανόμουν τόσο μεγάλην χαράν καί αγαλλίασιν, ώστε πράγματι αισθα¬νόμουν ότι υπηρετώ τόν Χριστόν μου. Αποκορύφωμα αυτής της καταστάσεως ήταν τό εξής θαυμαστό: ενώ στην αρχή κρατούσα καί τήν μύτη μου άπό τήν δυσο¬σμία, ξαφνικά αισθάνομαι μίαν εντονην εύωδίαν όπως αυτήν ακριβώς πού βγαίνει άπό τά λουλούδια καί πιό κτυπητή. Σας διαβεβαιώ ότι έπλενα γεμάτα παντε¬λόνια, μέ τίς χούφτες κρατούσα ακαθαρσίες, καί ή εύωδία αυτή ήταν τόσο έντονη, ώστε εξουδετέρωνε κάθε άλλην οσμήν. Μεθούσα μέσα μου άπ' αυτήν τήν εύω¬δίαν. Μόλις μου συνέβη, τρέχω στον Γέροντα νά του τό εξομολογηθώ. Σάν άπάντησι μου είπε:
"Διάβασες στον Ευεργετινόν γιά έκείνην την σαλή πού σ' ένα μοναστήρι, όλες οί καλογριές νόμι¬ζαν ότι είναι πράγματι τρελή; 'Εκτός πού τήν κορόιδευ¬αν, τήν έβριζαν, τήν κτυπούσαν, τήν βάζαν νά καθαρίζει όλο βρωμιές καί αποχωρητήρια. "Ε, αυτήν τήν χάριν είχε καί γι' αυτό ευχαριστιόταν όσο πιό πολύ τήν καταφρο¬νούσαν. Εσένα σου 'δωσε ό Θεός αυτό τό δώρο χάριν καί μόνον της προθυμίας καί της υπακοής"».
Άλλα γιά νά μή μείνετε στην περιέργειαν θ' αναφέ¬ρω καί τί απέγινε ό μπαρμπα-Γιάννης.
Ό Γέροντας Ιωσήφ άπό τήν ήμέραν πού δημιούργησε τό γεροντάκι αυτό τό πρόβλημα, έπεσε σέ θερμήν προσευχήν κι έλεγε. «Κύριε, εσύ μας τόν έστειλες. 'Εγώ δεν μπορώ νά τόν διώξω. 'Εσύ δώσε τήν λύσιν». Αποτέλεσμα μετά άπό αρκετές μέρες ξεσηκώνεται τό γεροντάκι νά φύγη. Του λένε:
-Βρέ παππού, πού θά πάς μ' αυτά τά χάλια;
-Δέν σας νοιάζει εσάς• θέλω νά φύγω. Πάρτε με εκεί πού μέ βρήκατε.
Άφού ό γέρος επέμενε μέ φωνές, κραυγές, λέει ό Γέ¬ροντας:
— Τώρα, παιδιά μου, μπορούμε νά τόν πάρουμε εκεί
πού τόν βρήκαμε. Δέν φέρουμε εύθύνην. Άπό τόν Θεόν
είναι αυτή ή λύσις..(ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ιωσήφ Μ.Δ.)

* * *
ΕΙΧΕ ακούσει ο Γέροντας Παϊσιος ,στο Μοναστήρι του Στομίου στην Κόνιτσα όπου ασκήτευε , ότι οι παλαιοί πατέρες κατέβαιναν στον γκρεμό γιά ησυχία καί προσπάθησε καί αυτός νά κατέβει. Πήρε μιά τριχιά, δέθηκε καί έ¬δεσε τήν άλλη άκρη σέ ενα δένδρο. Σέ ενα σημείο βρήκε μιά ίσια επιφάνεια, περίπου ενα τετραγωνικό, καί πάτησε. Θέλησε νά προσευχηθεί εκεί. Βρήκε μερι¬κές πέτρες καί τίς έβαλε στην άκρη σάν τοιχάκι. Μό¬λις άρχισε τήν προσευχή, έρχεται ό πειρασμός σάν σίφουνας, ένας αέρας δυνατός, καί τόν έσπρωχνε βίαια προς τόν γκρεμό. Επικαλέστηκε τότε τήν Πα¬ναγία: «Παναγία μου, σώσε με». Αμέσως σταμάτησε ό σίφουνας καί σώθηκε, αφού είχε φθάσει στό χείλος τοΰ γκρεμού καί στηρίχθηκε τό πόδι του στίς πέ¬τρες. Ό γκρεμός εκείνος είναι φοβερός, καί μόνο νά τόν βλέπης σέ πιάνει ίλιγγος.

Διηγήθηκε επίσης ό Γέροντας καί κάποια άλλη δαιμονι¬κή επίθεση:
«"Ημουν στην Εκκλησία, έκανα προσευ¬χή καί κατά ή ώρα δώδεκα τά μεσάνυχτα ακούω τό μανταλάκι τής πόρτας νά παίζει κρίκι-κρίκ, συνέ¬χεια. Πήγε ή ώρα μία καί δεν σταμάτησε. Ακουγό¬ταν συγχρόνως φωνές
καί χτυπήματα. Στό Μονα¬στήρι δέν υπήρχε κανείς άλλος. Σκέφτηκα, αφού εί¬ναι ό διάβολος στην πόρτα, νά μή βγω έξω, καί μπήκα μέσα στό Ιερό καί εκεί ξημέρωσα».
* * *

«ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ », διηγήθηκε ό Γέροντας Παϊσιος ένα δαιμονικό όραμα:
«καθόμουν στο Κελλι μου σέ ενα σκαμνάκι καί έλεγα τήν ευχή.
Ξαφνικά ακούω εξω στην αυλή μουσική από βιολιά καί νταούλια, φωνές καί χορούς. Σηκώ¬νομαι, κοιτάζω από τό παράθυρο νά δώ τί συμβαί¬νει, δέν υπήρχε τίποτε. Ησυχία απόλυτη. Κατάλα¬βα τότε ότι όλα ήταν άπό τόν διάβολο.
»Δέν πρόλαβα νά καθήσω στό σκαμνί γιά νά συνεχίσω τήν προσευχή, όταν ξαφνικά γέμισε τό Κελλί μου από ενα δυνατό φως. Ή στέγη εξαφανί¬σθηκε, τό φώς έφθανε μέχρι τόν ουρανό. Στην κορυ¬φή της φωτεινής στήλης, σάν νά ήταν ενα πρόσω¬πο νέου ξανθού, πού έμοιαζε μέ τόν Χριστό. Φαινό¬ταν τό μισό πρόσωπο. Μιά φωτεινή επιγραφή έ¬γραφε: "Δόξα εν υψίστοις Θεώ". Τότε σηκώθηκα καί κοίταζα προς τά πάνω νά δώ καλύτερα τό πρόσω¬πο. Ακούω μιά φωνή νά λέει: "Αξιώθηκες νά δεις τόν Χριστό"!»Έκε'ινη ακριβώς τήν στιγμή κοίταξα κάτω νά δώ πού θά πατήσω, γιά νά αλλάξω θέση, ώστε νά μπορέσω νά δώ ολόκληρο τό πρόσωπο, άλλα συγχρόνως σκέφθηκα: "Καί ποιος είμαι εγώ ό ανάξιος νά δώ τόν Χριστό;". Αμέσως στην στιγμή χάθηκε τό φώς καί ό φαινόμενος δήθεν Χριστός, καί τό ταβάνι βρισκόταν στην θέση του».
Ό διάβολος απέτυχε νά τόν πλανήσει μέ τό ψεύ¬τικο όραμα, άλλα άπό εκδίκηση του έκανε γρατσουνιές στά πόδια, άπό τίς οποίες έτρεχαν αίματα.
Σχετικά μέ τά οράματα συμβούλευε τά έξης, εξ αφορμής αυτού τού γεγονότος:
«"Ετσι αρχίζει ή πλάνη. "Αν δέν μέ βοηθούσε ό Κύριος νά τό αντιλη¬φθώ ότι είναι δαιμονικό αυτό, μετά θά άρχιζε ή τη¬λεόραση τού πονηρού. Νά ό Χριστός! νά ή Πανα¬γία! νά οι προφητείες κ.λπ. Καί έτσι πλανάται ό άν¬θρωπος. Γι' αυτό χρειάζεται τά οράματα, καί από τόν Θεό νά είναι, νά μή τά παραδεχώμαστε εύκολα. Καί ό Θεός τρόπον τινά χαίρεται, διότι έτσι δεί¬χνουμε ταπείνωση καί προσοχή, πού ζητά άπό μας. Γνωρίζει εκείνος μετά νά μας δείξει αυτό πού θέλει καί νά μας διδάξει μέ άλλον τρόπο».
Νυκτερινή επίσκεψη της Παναγίας

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ του Στομίου ,όπου ασκήτευε ο Γέροντας Παϊσιος, κατά καιρούς κατέφθαναν φιλότιμοι χριστιανοί προκειμένου να βοηθήσουν στην ανακαίνιση της Μονής όπου είχε κατακαεί από τους Γερμανούς κατακτητές .
Κάποτε η κυρία Πόπη Μουρελάτου καί ή κυ¬ρία Πηνελόπη Μπαρμπούτη, βοηθούσαν στην καλ¬λιέργεια τού κήπου."Ενα βράδυ, μετά τό Απόδειπνο, πήγαν στον Ξενώνα καί έπεσαν νωρίς νά κοιμηθούν. Ξύπνησαν, όταν άκουσαν νά χτυπά τό σήμαντρο. Βγήκαν εξω άπό τό δωμάτιο. Είδαν τόν Γέροντα νά βγαίνη άπό τό Κελλί του καί μάλιστα τίς είπε: «Ευλογημένες, δεν σας είπα νά μή χτυπάτε τή νύχτα τό σήμαντρο;».
Μέ απορία απάντησαν ότι αυτές δέν έκαναν κάτι τέτοιο, καί συγχρόνως βλέπουν μιά γυναίκα νά εξαφανίζεται μέσα στην Εκκλησία. Τήν είδαν από τό πλάι, δηλαδή από τόν ώμο καί κάτω, τό χέρι της καί τό μαφόριο. Ηταν ή Παναγία, πού ή νυχτε¬ρινή επίσκεψη της αναγγέλθηκε μέ τό αυτόματο χτύπημα του σήμαντρου.
Ό Γέροντας, ενώ μέχρι τότε μιλούσε δυνατά, υ¬στέρα από ευλάβεια καί δέος, έκανε σιωπηλά νόημα στίς δύο γυναίκες νά πάνε στό δωμάτιο τους, καί ό ίδιος μπήκε στό Κελλί του.
Κατά τίς δώδεκα τά μεσάνυχτα τίς φώναξε στην Εκκλησία καί έκαναν Παράκληση. "Επειτα τίς είπε: «Σας αξίωσε ό Θεός καί είδατε την Παναγία, αλλά δέν θά τό πείτε πουθενά».(Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου.εκδ.Ι.Μ. Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος-Χαλκιδική)
Η Παναγία των Λίθινων

ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, στό χωριό Λίθινες της επαρχίας Σητείας, υπάρχει ένας αρχαίος ναός της Παναγίας, πού πανη¬γυρίζει στίς 8 Σεπτεμβρίου. Στό τέμπλο του ξεχωρίζει ή εικόνα της «Παναγίας των Λίθινων», πλαισιωμένη μέ αναρίθμητα αφιερώματα, γιατί είναι πολύ θαυματουρ¬γή.Ή Εκκλησία έχει μεγάλη αυλή καί ξενώνα. Συχνά οί κάτοικοι περνούν από τό προαύλιο της Εκκλησίας,γιά νά κερδίσουν δρόμο καί νά φθάσουν συντομώτερα στό σπίτι τους. "Αν όμως αγοράσουν κρέας καί περά¬σουν από ‘κεί σέ περίοδο Τεσσαρακοστής, τό κρέας βγάζει σκουλήκια, τά οποία εύκολα διακρίνονται.
Τό θαύμα αυτό δέν συνέβαινε σέ παλαιότερες μόνο εποχές. Μερικοί σύγχρονοι, πού ήταν δύσπιστοι, έκα¬ναν μια δοκιμή. Αγόρασαν φρέσκο κρέας σέ περίοδο νηστείας καί πέρασαν μέσα από τό προαύλιο του ναού. Διαπίστωσαν όμως κι αυτοί ότι τό κρέας είχε σκουληκιάσει. Κάποτε ένας χασάπης δοκίμασε νά περάσει κρατώντας μισό αρνί. Στή μέση όμως της αυλής παρέ¬λυσαν τά πόδια του κι έπεσε κάτω φωνάζοντας τρομαγ¬μένος.
Μέ τόν τρόπο αυτό ή Θεοτόκος ενισχύει στή συνεί¬δηση των πιστών τόν θεσμό της νηστείας.
Ό χρυσοχόος. Κάποτε οί μοναχοί στο Μοναστήρι της Παναγίας της Νιαμονίτισσας στη Χίο , ανέθεσαν σε ένα Χιώτη χρυσοχόο νά επενδύσει μέ χρυσό ένα μέρος της Ιερής Θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου, γιά νά τήν προφυλάξουν άπό τή φθορά.Ο έκκλησιάρχης τήν τοποθέτησε στον κυρίως ναό, και ο τεχνίτης άρχισε την εργασία του με ευλάβεια.
Ξαφνικά ακούει μία γλυκεία φωνή νά του λέει ψιθυ¬ριστά:
— Ελαφρά χτύπα, ελαφρά• νά 'χης τήν ευχή μου, γιατί ή εικόνα είναι παλαιά!
Σηκώνει τά μάτια ό χρυσοχόος καί Βλέπει μιά μεγα¬λόπρεπη γυναίκα μέ ολόχρυση φορεσιά. Δέν πρόλαβε νά τή ρωτήσει ποια ήταν, γιατί μπήκε αμέσως στό ιερό βήμα από τή νότια πύλη. Τρέχει νά τήν προφθάσει, άλ¬λα Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στό Ιερό, καί τότε αναγνωρίζει στή μορφή της πλατυτέρας τή γυναίκα, πού πριν άπό λίγο τοϋ είχε φανερωθεί.



Η καμπάνα. Τό καμπαναριό της Νέας Μονής μοιάζει μέ τετράγωνο πύργο καί υψώνεται σχεδόν τριώροφο μέχρι τόν θόλο τοϋ καθολικού. Είναι στεγασμένο μέ μολύβι καί στολίζεται στην κορυφή μέ ωραίο σιδερένιο σταυρό. Αρχικά είχε τέσσερις καμπάνες καί δύο πολυ¬τελέστατα ρολόγια. "Ολα όμως εξαφανίσθηκαν τό 1822 άπό τίς ασιατικές ορδές.
Κάποτε μία άπό τίς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οι μοναχοί τή φόρτωσαν σ' ένα βενετσιάνικο πλοίο καί τήν έστειλαν στή Βενετία γιά νά τήν ξαναχύσουν.
Τό πλοίο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε άπό ένα κουρσάρικο των πειρατών του Βαρβαρόσσα καί κινδύνεψε νά βουλιάξει. Οί ναύτες, στή δύσκολη εκείνη στιγμή, επι¬καλέστηκαν τή βοήθεια της Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ύστερα έσπασαν ένα κομμάτι άπό τήν καμπάνα, τό έ¬βαλαν γιά μπάλα μέσα στό κανόνι καί χτύπησαν τό ε¬χθρικό πλοίο. Τό χτύπημα ήταν καίριο καί τό πειρατικό βυθίστηκε.
Τό βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τό ταξίδι κι έφθασε στον προορισμό του. Ό καπετάνιος, άπό ευγνωμοσύνη γιά τή σωτηρία τους, έφτιαξε μέ δικά του έξοδα τήν καμπάνα καί τήν πρόσφερε στην Παναγία. Λέγεται μάλιστα πώς ή καμπάνα αυτή ήταν ή πιό μελωδική άπ' όλες.
Τό ξύλο καί τό σκοινί. Ένα χιώτικο καράβι, ταξι¬δεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ό κα¬πετάνιος, μπροστά στον κίνδυνο, φώναξε μέ τή θερμή νησιώτικη πίστη του:
- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σώσε μας! Καί σου τάζω μιά λαμπάδα τόσο ψηλή, όσο τό κατάρτι του πλοί¬ου!
Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τόν λόγο του, καί βλέπει πάνω στην αφρισμένη θάλασσα τήν ίδια τή Θεοτόκο, νά κρατά στό χέρι ένα ξύλο κι ένα σκοινί. Ύστερα βυ¬θίστηκε στό κύμα.
Αμέσως ή τρικυμία κόπασε καί τό πλοίο προσορμί¬στηκε σώο στό λιμάνι. Εκεί, μέ μεγάλη τους έκπληξη, ανακάλυψαν στά ύφαλα του μία τρύπα. Ή τρύπα αυτή ήταν φραγμένη μ' ένα κομμάτι ξύλο κι ένα κομμάτι σκοινί...
Τό θαύμα της Παναγίας ήταν ολοφάνερο. Αμέσως ξεκίνησαν όλο τό πλήρωμα γεμάτοι ευγνωμοσύνη γιά τή Νέα Μονή. Προσκύνησαν τή θαυματουργή εικόνα, πρόσφεραν τό τάμα τους, μιά πελώρια λαμπάδα, κι ά¬φησαν στον έξωνάρθηκα τό σωτήριο ξύλο καί τό σκοι¬νί, τά όποια σώζονται εκεί μέχρι σήμερα.
Γιά τήν ίδια αιτία, καθώς λέγεται, υπάρχει στον έξω¬νάρθηκα κι ένα σφουγγάρι. Μέ τή χάρη της Νιαμονίτισσας το σφουγγάρι αυτό έφραξε τη σχισμή ενός ιστιφόρου πλοίου, που κινδύνευε να καταποντιστεί.

* * *

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ