Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΣ

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΜΟΙΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΣΕ ΕΒΛΑΨΕ !



ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ οί Φαρασιώτες θέλοντας να προαναγγείλουν τήν Ανάσταση τού Κυρίου, έβγα­ζαν τά μαύρα και τά αντικαθιστούσαν με τό χρώμα της χαράς, τό κόκκινο. Στις εξώπορτες κρεμούσαν κόκκινες κορδέλες και στεφάνια φτιαγμένα από κόκ­κινα λουλούδια. Σέ κάθε σπίτι, ακόμη και στό πιο φτωχικό, το πανεράκι μέ τα κόκκινα αυγά έπαιρνε τη θέση του στο τραπέζι. Γι' αυτό έλεγαν πώς το Μεγά­λο Σάββατο ό Βαρασός ντυνόταν στα κόκκινα.
Τη μέρα εκείνη όλα ήταν διαφορετικά. Οι αυλές άστραφταν από καθαριότητα και τα σπίτια φρεσκο-ασβεστωμένα μύριζαν πάστρα και ασβέστη. "Ολα τα τζάκια και οι φούρνοι κάπνιζαν. Οι νοικοκυρές ζύμω­ναν και έπλαθαν τσουρέκια και κουλούρια και ε­τοίμαζαν το τραπέζι της μεγάλης μέρας της Λα­μπρής. "Ολοι ήταν χαρούμενοι και εύχονταν ό ένας στον άλλον «Καλή Ανάσταση».
Νωρίς το βράδυ μαζεύονταν όλοι στα σπίτια και έπεφταν γιά ύπνο μέ τά πρώτα σκοτάδια. Πίστευαν πώς, για νά πάρουν τή «Μεταλαβή», τή Θεία Κοινω­νία, έπρεπε νά κοιμηθούν έστω και γιά λίγο. Μόνον οί νοικοκυρές έμεναν άγρυπνες, για νά φτιάξουν τη μαγειρίτσα πού θα έτρωγαν, όταν θα επέστρεφαν από τήν Ανάσταση.
Το Πάσχα
Τό βράδυ της Αναστάσεως στον Βαρασό χτυπούσε η καμπάνα για τήν Ανάσταση κοντά στά μεσάνυχτα. Τά καραούλια στά περάσματα ,για τον φόβο των Τσετών ,ήταν στις θέσεις τους. "Ολοι κρατώντας λυχνάρια και δάδες κινούσαν γιά τήν εκκλησία. Καθένας είχε στην τσέπη και ένα κόκ­κινο αυγό. Στον δρόμο προς τήν εκκλησία ορισμένοι ξέκοβαν από τή συντροφιά. Ηταν οί ελεήμονες πού γλιστρούσαν σάν σκιές και άφηναν κρυφά τα δώρα τους στους φτωχούς και στα ορφανά.
Γιά νά μήν προκαλέσουν τους Τούρκους, οι Βαρασιώτες έκαναν τήν Ανάσταση μέσα στην εκκλησία και δέν έρριχναν τουφεκιές. Τό πρώτο «Χριστός Α­νέστη» τό έλεγε ό παπάς και ύστερα τό έψαλλαν όλοι μαζί. "Ολοι έμεναν ως τό τέλος της Λειτουργίας και μεταλάβαιναν των Άχραντων Μυστηρίων. Στο τέλος ό παπάς ευλογούσε τό εκκλησίασμα λέγοντας «Χριστός Ανέστη», και τό πλήθος απαντούσε «Άληθώς Ανέστη». Μετά έδινε σε όλους από ένα κόκ­κινο αυγό, τα τσούγκριζαν και αντάλλαζαν ευχές.
"Ολοι έπαιρναν την ευχή των μεγαλυτέρων της οικο­γενείας, πού συνήθως ήταν ό πάππους και ή γιαγιά. Με τις λαμπάδες αναμμένες από το "Αγιο Φώς της Αναστάσεως γύριζαν στα σπίτια τους, σταύρω­ναν με τήν κάπνα το επάνω μέρος της πόρτας καί, με πρώτον τον παππού ή τον πατέρα, έμπαιναν στο σπίτι. "Αναβαν τα καντήλια και τις λάμπες μέ το "Αγιο Φώς και έπαιρναν θέση γύρω από τον σοφρά. Πρώτα έτρωγαν το αυγό του Ευαγγελίου. "Ετσι ξεσφράγιζαν το στόμα τους μέ το αυγό, γιατί μέ το αυγό το είχαν σφραγίσει για κάθε άρτύσιμη τροφή, πριν άρχίση ή Σαρακοστή. Αμέσως μετά γεύονταν τήν μαγειρίτσα.
Ή ήμερα της Λαμπρής "Οταν ξημέρωνε ό Θεός τήν
ήμερα, το Μέγα Πάσχα, οι
Βαρασιώτες πή­γαιναν στην εκκλησία για τή δεύτερη
Ανάσταση. Παντού άκουγες το «Χριστός Ανέστη»,
«Αληθώς Ανέστη». Σαράντα μέρες αυτός ήταν ό
χαιρετισμός. Μετά τή δεύτερη Ανάσταση έβγαιναν έξω
από τήν εκκλησία. Πρώτοι οί νέοι μέ τά εξαπτέρυγα και
το λάβαρο της Αναστάσεως, πού στις δύο άκρες του κρέμονταν φαρδιές κόκκινες κορδέλες. Το λάβαρο της Αναστάσεως το σήκωνε εκείνος πού έδινε τα περισ­σότερα χρήματα γιά τήν εκκλησία. Ακολουθούσε ό παπάς, οί ψάλτες και οι πιστοί. Ψάλλοντας το «Χρι­στός Ανέστη» περνούσαν από όλες τις γειτονιές, γιά νά καταλήξουν στο μισοχώρι. Στο πέρασμα της πομπής όσοι είχαν μείνει στο σπίτι έβγαιναν έξω κρατώντας κεριά αναμμένα και όλοι πρόσφεραν κάτι γιά τήν εκκλησία - χρήματα, σιτηρά, ζώα.
Στο μισοχώρι γινόταν μικρή δέηση καί αμέσως στηνόταν ό χορός. Οι Βαρασιώτες χωρίζονταν σέ δύο ομάδες καί χόρευαν σέ μεγάλο κύκλο, χωρίς όργανα, τον χορό του «Μέγα Πάσκα». Τραγουδούσαν οί ίδιοι οί χορευτές. "Αρχιζε το τραγούδι ή πρώτη ομάδα καί το επανελάμβανε ή δεύτερη. Ό παπάς στεκόταν πα­ράμερα, τους ευλογούσε καί τους ευχόταν νά γιορτά­σουν καί του χρόνου όλοι μαζί μέ υγεία το «Μέγα Πάσκα». Το τραγούδι ήταν ένας ύμνος προς τή Θεο­τόκο, πού γέννησε τον Χριστό καί χάρισε αυτόν τον θησαυρό καί τήν ευλογία στον κόσμο όλον. «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς Ανέστη», Παναγία Βασίλισσα, άναψες στον κόσμο έναν φάρο... Παναγία Βασίλισσα, είσαι του Χρίστου ή Μάνα... Στη συνέχεια επέστρεφαν στον Ναό. Άπό εκεί με ευχές και τραγούδια έπαιρναν τον δρόμο γιά τα σπί­τια τους, ενώ οί ήχοι του κεμανί και του ταμπουρά, το ούτι, το νταούλι και ό ζουρνάς δονούσαν τον αέρα.Οί δε Τούρκοι συμμετείχαν. σε όλες τις παραδόσεις , μόνον πού δεν έμπαι­ναν μαζί μας στην εκκλησία να προσευχηθούν .Τελευταία μάλιστα με τον Χατζεφεντή τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, γιατί οί Τούρκοι της περιοχής τον φοβούνταν και τον σέβο­νταν μαζί. Πολλούς τους είχε ευεργετήσει.(Τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής-Θεσσαλονίκη)
* * * *
Ο ΠΑΝΑΓΑΘΟΣ καί πολυέλεος Θεός, αδελφοί μου έχει πολλά καί διάφορα ονόματα, λέγεται καί φως καί ζωή καί ανάστασις. Ό­μως τό κύριον όνομα του Θεού μας είναι καί λέγεται αγάπη. Πρέπει καί ημείς, αδελφοί μου, ανίσως καί θέλωμεν νά περάσωμεν καί εδώ κα­λά, νά πηγαίνωμεν καί εις τόν Παράδεισον καί νά λέγωμεν τόν Θεόν μας Πατέρα, πρέπει νά έχωμεν δύο αγάπες: αγάπην εις τόν Θεόν καί εις τους αδελφούς μας. Φυσικόν μας είναι νά έχωμεν αυτές τές δύο αγάπες. Παρά φύσιν εί­ναι νά μήν τές έχωμεν. Καί καθώς ένα χελιδό­νι χρειάζεται δύο πτέρυγες διά νά άπετά εις τόν αέρα,έτσι καί εμείς, αδελφοί μου,χρειαζόμασθε αυτές τές δύο αγάπες, διατί χωρίς αυτές τές δύο αγάπες είναι αδύνατον νά σωθούμεν.(Αγ.Κοσμάς ο Αιτωλός)
* * *
«ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ δέν μπορεί νά τόν σώ­σει ούτε ή άσκηση, ούτε ή αγρυπνία, ούτε ό ο­ποίος άλλος κόπος, παρά μονάχα ή γνήσια α­γάπη καί ή ταπεινοφροσύνη».(Αμμάς Θεοδώρα)

* * * *

«ΔΙΗΤΕΙΤΑΙ ό όσιος Ιωάννης ό Σαββαϊτης
Στό Μοναστήρι μου ευρισκόταν ένας ηλικιωμένος μοναχός πολύ αμελής καί ακόλαστος. Αυτό τό λέγω όχι γιά νά τόν κρίνω, αλλά γιά νά παρουσιάσω τήν αλήθεια. Αυτός λοιπόν, -δέν γνωρίζω πώς- απέκτησε ένα υποτα­κτικό, ονόματι Ακάκιο, μέ απλότητα ψυχής, αλλά καί σύ­νεση λογισμού. Τά όσα δέ υπέφερε από τόν Γέροντα αυτόν θά φανούν στους πολλούς απίστευτα. "Οχι μόνο μέ ύβρεις καί ατιμίες, άλλα καί μέ κτυπήματα δυνατά τόν έβασάνιζε κάθε ημέρα. Ή υπομονή πού έδειχνε ό Ακάκιος φαινόταν ανόητη, αλλά δέν ήταν. Είχε τήν θέση της.
Βλέποντας τον εγώ νά ταλαιπωρείται τόσο πολύ κα­θημερινά σάν αγορασμένος δούλος, τόν ερωτούσα πολλές φορές, όταν τόν συναντούσα: «Πώς είσαι, αδελφέ Άκά­κιε; Πώς πέρασες σήμερα;». Καί αμέσως μου έδειχνε άλλοτε τό μάτι του μελανιασμένο, άλλοτε πρησμένο τόν τράχηλο και άλλοτε κτυπημένο τό κεφάλι του. Έγώ γνω­ρίζοντας ότι είναι εργάτης
της αρετής, του έλεγα: «Καλά πηγαίνουμε! Καλά! Κάνε υπομονή και θά ωφεληθείς».
Άφού πέρασε εννέα έτη τήν σκληρή αυτή υπακοή του Γέροντος εκείνου, έξεδήμησε προς Κύριον. Πέντε ημέρες μετά από τήν ταφή του στό κοιμητήριο των Πατέρων, ό Γέροντας του Άκακίου επήγε σ' ενα μεγάλο Γέροντα, εκεί πλησίον, και του λέγει: «Πάτερ, ό αδελφός Άκάκιος απέθανε». Εκείνος μόλις τό άκουσε, του αποκρίνεται: «Πίστεψε με, Γέροντα, δέν τό πιστεύω». Αυτός τότε του λέγει: «"Ελα νά ιδείς». Σηκώνεται λοιπόν γρήγορα καί μαζί μέ τόν Γέροντα του μακαρίου αθλητού φθάνει στό κοιμητήριο καί φωνάζει στον νεκρό σάν σέ ζωντανό, καί πράγματι, αν καί νεκρός ζούσε, καί του λέγει: «Αδελφέ Άκάκιε, απέθανες»; Εκείνος δε ό καλός υποτακτικός, δείχνοντας υπακοή καί μετά θάνατον, αποκρίθηκε στον μεγάλο Γέροντα: «Πώς είναι δυνατόν, Πάτερ, νά πεθάνει ό άνθρωπος, που είναι εργάτης της υπακοής»;
Τότε ό Γέροντας πού εθεωρείτο πνευματικός του πα­τήρ, κυριεύθηκε από φόβο καί έπεσε κατά πρόσωπον στην γή γεμάτος δάκρυα. Έν συνεχεία έζήτησε από τόν Ηγούμενο της Λαύρας ένα κελλί κοντά στό μνήμα καί έκεί έζησε μέ καθαρότητα τήν υπόλοιπη ζωή του, ομολο­γώντας συνεχώς στους πατέρες, ότι διέπραξε φόνο.

ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟΝ ΑΞΙΩΜΑ
Κάποιο πρόσωπο ευχήθηκε στό Γέροντα Ιωήλ: ,
- «Πάτερ μου, εύχομαι γρήγορα Δεσπότης. Θά ωφελή­σετε πολύ περισσότερον τήν εκκλησία»
- «Νά μου ευχηθείς καλύτερα νά γίνω κάτι ανώτερο».
-«Τί; Αρχιεπίσκοπος; Μακάρι!»
-«"Οχι, Ακόμη ανώτερο.»
-«Πατριάρχης;»
-«"Οχι. Ακόμη ανώτερο.»
- «Μά δέν υπάρχει τίποτε ανώτερο από Πατριάρχης.» ι
- «Νά μου ευχηθείς νά γίνω αυτοκράτωρ.» -«Αυτοκράτωρ;;; !!!»Ναι αυτοκράτωρ. "Οχι όμως με ψιλή αλλά με δα­σεία.»«Δεν σας εννοώ.»
-«Αυτοκράτορες με ψιλή είναι εκείνοι πού εξουσιά­ζουν λαούς. Αυτοκράτορες με δασεία είναι εκείνοι που εξουσιάζουν τους εαυτούς των, πού είναι κύριοι και όχι δούλοι των παθών των. Αυτό ας ευχηθούμε νά γίνουμε. Είναι τό ανώτερο από όλα τά αξιώματα ! (Άγ.Όρος-Γέροντες. εκδ.Ν.Ζαχαριάδη)


. Ό γέροντας Παϊσιος μου διηγήθηκε τήν έξης ιστορία:
«Μια φορά είχε έρθει εδώ ένας Έλληνοαμερικάνος γιατρός. Όρθόδοξος ήταν, αλλά δεν είχε πολλά μέ τή θρησκεία... Ούτε τή νηστεία της Παρασκευής δέν κρατούσε... ούτε πολύ πήγαινε στην Εκκλησία. Έζησε μιά εμπειρία καί ήθελε νά τή συζητήσει. "Ενα βράδυ, ενώ προσευχόταν στό διαμέρισμα του «άνοιξε ό ουρανός». "Ενα φώς τόν έλουσε, καί χάθηκε τό ταβάνι καί οι σαράντα όροφοι από πάνω του. Βρι­σκόταν λουσμένος μέσα στό φώς γιά πολλή ώρα, δέν μπορούσε νά υπολογίσει πόσο!θαύμασα! Γιατί ένοιωσα καί κατάλαβα ότι ήταν «εκ θεού». Ηταν πραγματικό... Είδε τό «άχτιστο φως». Τί έκανε στή ζωή του; Πώς ζούσε καί αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;
Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα καί παιδιά. Του λέει κάποτε ή γυναίκα του: «Βαρέθηκα νά ασχολούμαι μέ τό σπίτι, θέλω νά πηγαίνω καμιά βόλτα». Και άρχισε νά γυρίζει μέ τις φίλες της καί νά τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα, του λέει· «θέλω νά βγαίνω μόνη μου μέ τίς φίλες μου». Τό δέχτηκε καί αυτό γιά χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω νά πάω μόνη μου δια­κοπές...». Τί νά κάνει; της έδινε καί λεφτά καί τό αυτοκίνητο.
Μετά ζήτησε νά της νοικιάσει ένα διαμέρισμα νά ζει μόνη της, κουβαλούσε καί τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη συμβούλευε, «βρε τί θά νοιώθουν τά παιδιά μας;» Τίποτα αύτη. Στό τέλος του πήρε πολ­λά λεφτά καί έφυγε. Στεναχωριόταν!
Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στά μαγαζιά του Πειραιά!
Στεναχωρέθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν νά πάει νά τή βρει. Τί νά τής πει όμως;...Γονάτισε νά προσευχηθεί: «θεέ μου... φώτισε με, τί νά πω... τί νά κάνω... γιά νά σωθεί αυτή ή ψυχή...». Βλέπεις τήν πονούσε. "Ηθελε «νά σωθεί αυτή ή ψυ­χή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση... πονούσε γιά τήν κατάντια της. Ποθούσε τή σωτηρία της. Τότε άνοιξε ό θεός τον ουρανό... τόν έλουσε μέ τό φως Του.
Βλέπεις;... Βλέπεις;... Αυτός στην Αμερική... σέ τί περιβάλλον ζούσε;... ενώ πόσοι ζούμε μέσα στους 'Αγίους, μέσα στή χάρη, τής Παναγίας καί προκοπή δεν κάνουμε!
* * *
Ρώτησα κάποτε τον π.Παϊσιο :Πολλοί δεν θέλουν νά κάνουν παιδιά, γιατί σκέφτονται σέ τι είδους κόσμο θά φέρουν τό παιδί τους. Μόλυνση από τά χημικά, από τά πυρηνικά, ζωή γεμάτη άγχος, άγρια κοινωνία, πόλεμοι... "Αν είμαστε κιόλας στον καιρό του Αντίχριστου, σκέφτομαι και εγώ, μήπως δεν αξίζει κανείς νά παντρεύεται και νά κάνει παιδιά ;
— "Οχι, Θανάση, δέν είναι έτσι!... Οι χριστιανοί στον καιρό των διωγμών δέν παντρεύονταν; δέν κάναν παιδιά; Καί παντρευόντουσαν καί παιδιά κάναν!Είχαν τήν ελπίδα τους στηριγμένη στό Χριστό... όχι στους ανθρώπους.
Είναι ολιγοπιστία αυτός ό λογισμός. Ό θεός σέ μιά στιγμή μπορεί νά τά διορθώσει όλα. Νά σβήσει όλα τά στραβά. Κάνουν οι άνθρωποι σχέδια... έχει καί ό θεός τά δικά Του. Νάξερες πόσες φορές τύλιξε ό διάβολος τή γη μέ τήν ουρά του γιά νά τήν καταστρέψει... Δέν τόν αφή­νει ό θεός... του χαλάει τά σχέδια- καί τό κακό πού πάει νά κάνει ό διάβολος, ό θεός τό αξιοποιεί καί βγάζει μεγάλο καλό. Μήν ανησυχείς!
* * *
— Γέροντα Παϊσιε ,μέχρι που φτάνει ή υποχρέωση πού έχει ένας γονιός γιά τά παιδιά του; Νά τους αφήσει κά­τι, σκέφτεται. Πόσο κάτι; "Ενα, δύο,... τρία σπίτια;
— "Ενας γνωστός μου εργοστασιάρχης πού είχε πολλά χρήματα, πολυκατοικίες κ.λπ. τί έκανε; Τά σπούδασε τά παιδιά του, τελείωσαν πανεπιστήμιο, κάναν καί μεταπτυχιακά, καί τους άφησε από ένα διαμέρισμα. Τά υπόλοιπα τάδωσε στους εργάτες του καί σ' άλλους πούχαν ανάγκη.
Πρώτα άπ' όλα νά τους δώσει κανείς καλή, χριστιανική ανατροφή. Αυτό είναι τό σπουδαιότερο εφό­διο γιά τή ζωή τους.
Είναι καί μερικοί γονείς πού άδιαφορούν γιά τά παιδιά τους καί τά τρώνε όλα... δέν αφήνουν τίποτα γιά τά παιδιά τους! Μερικοί μάλιστα αφήνουν μόνο χρέη!... Αυτό είναι πολύ άσχημο.
"Οταν ήρθαν οι πρόσφυγες, τό 1924, από τή Μικρασία, ό πρόεδρος του χωριού κοιτούσε νά τους βο­λέψει όλους. Αυτός νά πάρει αυτό τό χωράφι, ό άλ­λος εκείνο τό κτήμα κ.λ.π. Τόν εαυτό του τόν άφησε τελευταίο... δέν τόν υπολόγισε.
"Οταν μεγάλωσαν τά παιδιά του, του παραπονέθη­καν: — «Καλά όλους τους βόλεψες... Εμάς δέ μας σκέφτηκες;...» καί είχαν δίκιο τά παιδιά... "Αλλο νάναι κανείς μόνος του... "Αν έχει κανείς οικογένεια, πρέπει νά σκέφτεται πρώτα τήν οικογένεια του καί μετά τους άλλους πού έχουν καί αυτοί τους δικούς τους νά τους σκεφτούν.
* * *
ΣΤΗΝ κατοχή είχε μείνει στή γειτονιά ένα ορφανό. Κανείς δέν τό έπαιρνε σπίτι του. Σκεφτόντουσαν διάφορα πράγματα. Κατοχή είναι... τά βολεύω δύσκολα... πώς θά τό ταΐσω... κ.λπ. Ένας πολύτεκνος όμως που είχε δέκα παιδιά, ήταν καί φτωχός, μόλις τό είδε τό κακόμοιρο, τό λυπήθηκε!! Τό φώναξε σπίτι του καί το’χωσε κάτω από τίς κου­βέρτες μαζί μέ τ' άλλα. — «Δέκα έχω... καί ένα αυτό ένδεκα!!» σκέφτηκε «έχει ό θεός»...
Γέλασε ό γέροντας χαρούμενος καί ευτυχισμένος καί συνέχισε.
— Βλέπεις ό πολύτεκνος είχε πλούσια καρδιά... κι ας ήταν φτωχός... γι' αυτό είχε καί πλούσια τή βοή­θεια του θεού..
* * *
— Γέροντα, είναι μερικά ζευγάρια πού ένω θέ­λουν, δέν μπορούν νά κάνουν παιδιά. Γιατί συμβαίνει αυτό;
— Γιά νά βολεύεται καί κανένα ορφανό. Κάποιοι μόλις πήραν ενα ορφανό... τους έδωσε ό θεός καί ένα δικό τους μετά!
* * *
ΟΤΑΝ γυρίζει κανείς από τή δουλειά καί είναι νευριασμένος ή αγχωμένος, καλύτερα είναι νά πάει μιά βόλτα σ' ενα πάρκο γιά είκοσι λεπτά καί νά γυ­ρίσει στό σπίτι του ήρεμος καί μέ χαμόγελο, καί ας πάει καθυστερημένος.(Ο ΠΑΤΗΡ ΠΑΪΣΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ –Αθ.Ρακοβαλή εκδ.Ορθόδοξη Κυψέλη)
* * *
Βαδίζαμε μιά μέρα με τον π.Πορφύριο τήν όδό Σωκρά­τους γιά νά πάμε σέ ένα πνευματικό του παιδί πού διέμενε σ' ένα διαμέρισμα μιας πολυκατοι­κίας, όταν πρίν φτάσουμε, συναντήσαμε έναν τυφλό άνθρωπο. Τόν χαιρέτησε ό Παππούλης καί μετά πού χωριστήκαμε άπ' αυτόν, μέ ρώτησε:
«Ξέρεις γιατί αυτός ό άνθρωπος είναι τυ­φλός;»
Όχι, του απάντησα.
«Τυφλώθηκε, μου είπε, διότι έφτιαχνε αυ­τήν εδώ τήν πολυκατοικία πού βλέπεις καί οί διάφοροι τεχνίτες που την έκτιζαν τόν έκλεβαν καί τόν στενοχωρούσαν. Αυτό είχε σάν αποτέ­λεσμα νά χάσει τό φώς του».
Μπαίνοντας στό ασανσέρ μου είπε χαμογε­λώντας:
«Πόσο ευτυχείς είμαστε, παιδί μου, πού δεν έχουμε πολλά πλούτη!»
* * *
Αναμνήσεις από τό "Αγιον Όρος
Είχαμε πάει με τον Πορφύριο νά προσκυνήσουμε σέ ένα Μο­ναστήρι στην Κρήτη καί εκεί συνάντησε έναν Μοναχό πού είχαν ζήσει μαζί γιά ένα διάστημα στό "Αγιον Όρος. Αφού χαιρετηθήκανε άρχι­σαν νά διηγούνται ό ένας στον άλλον πόσο ώραία τά περνούσαν στό Όρος καί τά θαυμα­στά πού συνέβαιναν στους Γέροντες των Γερό­ντων τους.
Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό πού του είπε ό Παππούλης σέ μιά στιγμή, πώς μερικές φορές πού υπήρχε ανάγκη νά πάνε άπό τό ένα Μονα­στήρι στό άλλο μερικοί άπ' αυτούς, πήγαιναν πετώντας στον αέρα. Πόσο πίσω είμαστε έμείς τώρα, κατέληξε ό Παππούλης!
* * *
ΕΙΠΕ ό Άββάς Αντώνιος : « Είδα όλες τις πα­γίδες του εχθρού (δηλαδή του διαβόλου ) απλωμένες πά­νω στή γη. Και στέναξα και είπα : Ποιος άρα θά τις προσπεράσει χωρίς νά τον πιάσουν ; Και άκουσα φωνή νά μου 'λέγει : Ή ταπεινοφροσύνη ».
ΕΙΠΕ πάλι : « Άπό τον πλησίον μας εξαρτάται ή ζωή και ό θάνατος. Άν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον θεό κερδίζουμε. "Άν σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας, στον Χριστό άμαρτάνουμε ».
* * *
ΜΕΡΙΚΟΙ αδελφοί πήγαν στον Άββά Αντώνιο γιά να του αναγγείλουν φαντασίες όπου έβλεπαν και νά μά­θουν άπ' αυτόν άν ήταν αληθινές ή προέρχονταν άπό δαί­μονες. Είχαν δε και έναν όνο, οπού τους ψόφησε στον δρό­μο. Μόλις λοιπόν έφθασαν στον γέροντα, τους πρόλαβε και τους είπε : «Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρό­μο ;». Του λέγουν : « Που το ξέρεις, Άββά ;». Και εκεί­νος τους λέγει : « Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν ». Και του απαντούν : « Εμείς γι' αυτό ήλθαμε νά σε ρωτήσου­με, γιατί βλέπουμε φαντασίες και πολλές φορές γίνονται αληθινές, μήπως πλανιόμαστε ». Και τους πληροφόρησε ο γέρων, με τήν απόδειξη οπού πήρε από τον Ονο, ότι άπό δαίμονες προέρχονταν οι φαντασίες τους.Ας προσέχουμε λοιπόν και μεις, μήπως παρόμοιες αποκαλύψεις : όνειρα ή ο,τιδήποτε άλλο ,προέρχονται από τον πονηρό.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ μοναχός επαινέθηκε άπό τους αδελφούς στον Άββά Αντώνιο. Ο Αββάς , όταν εκείνος ήλθε σ' αυ­τόν, τον δοκίμασε αν ύπομένει εξευτελισμό. Και διαπιστώ­νοντας ότι δεν αντέχει, του είπε : « Μοιάζεις με χωριό όπου μπροστά είναι περιποιημένο και στολισμένο, από πί­σω δε το λεηλατούν ληστές ».
ΤΟ ΚΑΚΟ δέν έχει δική του υπό­σταση. Γιατί ή κακία δέν είναι κάτι πού υπάρχει, όπως ακριβώς κά­ποιο ζώο, ούτε μπορούμε νά θεω­ρήσουμε υπαρκτή τήν ουσία της. Γιατί τό κακό είναι στέρηση του αγαθού. Ό οφθαλμός κατασκευά­στηκε. Ή τύφλωση, όμως, έρχεται με τήν απώλεια των οφθαλμών. "Ωστε, εάν ό οφθαλμός δέν ήταν άπό φθαρτή φύση, ή τύφλωση δέν θά είχε θέση. "Ετσι τό κακό δέν έχει δική του αξία, άλλ' έρχεται κατόπιν στίς αναπηρίες της ψυχής» (Μεγ.Βασίλειος)

«Διασημότητα είναι ένας άνθρωπος πού εργάζεται σκληρά γιά νά γίνει γνωστός καί μετά φοράει σκούρα γυαλιά γιά νά μην τον αναγνωρίζουν!» (Φρέντ "Αλλεν)

► «Έζησα πολλά χρόνια στό Χόλιγουντ και πιστεύω πώς οι πραγματικοί ήρωες των ται­νιών είναι οι Θεατές τους»! (Ουίλσον Μίζνερ)

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ