Εσείς νά μη φοβάστε. Όποιος δέ φοβάται τό θάνατο, αυτόν τόν φοβάται ό θάνατος. Όταν ό Θεός δίνει σ' ένα σκυλάκι μικρό τέτοια δύναμη, ώστε νά διώχνει τους λύκους, πόση εξουσία και δύναμη θά δώσει στην εικόνα του. τόν άνθρωπο; Στην πατρίδα, βρέ παιδί μου. εικοσιπέντε Τούρκους πέντε παλληκάρια δικά μας δεν τους φοβόντουσαν. Αυτοί, οι εικοσιπέντε, τό έβαζαν στά πόδια. Βλέπετε, τότε μας φύλαγε ό Θεός. Τώρα πού είμαστε ελεύθεροι και έχουμε Όρθοδοξία δέ θά μας φυλάξει; Γι’ αυτό δεν πρέπει νά φοβόμαστε".
"Γιά νά γίνη κανείς άγιος, θέλει λεβεντιά. Όποιος έχει ανδρεία, μπορεί νά γίνη ή ήρωας ή άγιος"."Ό Θεός τά έκανε έτσι, ώστε τό παλληκάρι νά είναι συνήθως καί καλός άνθρωπος. Δεν μπορεί νά κάνη κακό μεγάλο. Καί, αν μαλώσει καμμιά φορά καί σπάσει κανένα χέρι ή ματώσει καμμιά μύτη. σταματάει καί σου λέει νά φύγεις καί σ' αφήνει. Ό δειλός όμως από τό φόβο του μπορεί καί νά σκοτώσει.
Κάποιος ρώτησε: "Όταν ύπάρχει ένα πρόβλημα ή μιά αδικία καί έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες,πώς νά τ' αντιμετωπίσουμε;" Καί ό Γέροντας: "Αφήστε τό Θεό νά ένεργήσει γιά σας".(Γερ.Παϊσίου-εκδ.Αγιότοκος Καππαδοκία)
* * *
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ στην Καππαδοκία (Φάρασα)πριν αρχίσουν οποιαδήποτε εργασία συνήθιζαν νά λένε το «Κύριε ημών Ίησού Χρι στέ». Ακόμη και όταν πήγαιναν στην βρύση γιά νά πάρουν νερό, έλεγαν το «Κύριε ημών Ίησού Χριστέ» και μετά τήν άνοιγαν. Κάθε πρωί και βράδυ ολόκληρη ή οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι και στο τέλος έβαζαν μετάνοια στην εικόνα του Χριστού. Το μεσημέρι, πριν αρχίσουν να τρώνε, έκαναν προσευχή στο οικογενειακό τραπέζι.
Οι γονείς έλεγαν στά παιδιά τους: «"Οταν περνάτε το κατώφλι, κάντε τήν προσευχή σας και με τον Χριστό συντροφιά σας τίποτε μή φοβάστε· κάνεις δεν μπορεί νά σάς πειράξει. Ό Χριστός και ή Παναγία αγαπούν τά παιδιά πού πηγαίνουν στην Εκκλησία, νηστεύουν και κοινωνούν, κάνουν τήν προσευχή τους και ακούνε τους γονείς τους· τά παίρνουν στην αγκαλιά τους και δεν αφήνουν κανέναν νά τά πειράξει».
Ό Χατζεφεντής(Αγ.Αρσένιος) και στά μικρά παιδιά ακόμα δίδασκε τήν νοερά προσευχή, το «Κύριε Ίησού Χριστέ, έλέησόν με» ή «εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας». Τους έλεγε επίσης νά κόβουν κομματάκια από κληματόβεργες, νά τά αρμαθιάζουν και νά κάνουν κομπολόγια, σάν κομποσχοίνια, γιά νά μετρούν τις ευχές ή τις μετάνοιες πού τους έβαζε νά κάνουν. Και οι μεγάλοι τά κομπολόγια πού κρατούσαν τά χρησιμοποιούσαν γιά νά προσεύχωνται.
Τάματα
Πολλές φορές οί Φαρασιώτες έκαναν τάματα, τά όποια φρόντιζαν νά εκπληρώσουν. «Κάνε τήν προσευχή σου, έλεγαν, και βγές στον δρόμο και ό "Αγιος, ό,τι ζήτησης, θά σού το δώσει. 'Αλλά κι εσύ, ό,τι τού τάξεις, πρέπει νά το δώσεις. Μήν το κάνης κι εσύ σάν τήν αλεπού...». Μιά φορά ή αλεπού έπεσε σε παγίδα και παρακάλεσε τον Θεό νά τήν ελευθερώσει, τάζοντας μιά οκά γνήσιο μελισσοκέρι ζυγισμένο μέ δίκαιη ζυγαριά. Μόλις όμως ελευθερώθηκε, έφυγε χοροπηδώντας και λέγοντας: «Τώρα..., πού θά βρώ έγώ καθαρό μελισσοκέρι και δίκαιη ζυγαριά νά το ζυγίσω;». Και έφυγε χαρούμενη στά βουνά. Δεν πήγε όμως μακριά και ξανάπεσε σε παγίδα.
Μάγια και βασκανία
Εκείνοι πού τους μάτιαζαν ή τους είχαν κάνει μάγια, και αρρώσταιναν ή δαιμονίζονταν, πήγαιναν στον Χατζεφεντή και τους διάβαζε. Άφού τους διάβαζε, τους έδινε κάποιο φυλαχτό και τους έλεγε: «Βάλτε τον Χριστό στην καρδιά σας και μη φοβάστε τίποτε, ούτε μάγια σας πιάνουν ούτε μάτι». Ό Χατζεφεντής μάλωνε και έβαζε κανόνες σ' εκείνους πού πήγαιναν στους χοτζάδες να τους λύσουν τα μάγια και να τους ξεματιάσουν.
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ
ΚΑΠΟΤΕ κατηγόρησαν έναν Φαρασιώτη ότι έκανε κάτι παράνομο και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ό Φαρασιώτης αυτός είχε μεγάλο όνομα στην περιοχή, γι' αυτό σκέφθηκαν οι Τούρκοι πώς, αν κατάφερναν νά τον κάνουν νά άλλάξει την πίστη του και νά γίνει Μουσουλμάνος, πολλοί άπό τους Χριστιανούς, πού τον υπολόγιζαν γιά σοφό και έξυπνο, θά τον ακολουθούσαν και θά γίνονταν και εκείνοι Μουσουλμάνοι."Εστειλαν λοιπόν στη φυλακή έναν Δερβίση, νά τον πείσει νά άλλάξει την πίστη του. Στην αρχή ό Δερβίσης πίστεψε πώς μπορούσε νά τον εξαγοράσει προσφέροντας του υλικά αγαθά και αξιώματα.
-«Μού είπαν ότι είσαι σοφός και έξυπνος άνθρωπος και είναι κρίμα να χαθείς για ένα αδίκημα πού πιστεύω πώς δεν το έκανες εσύ. Γι’ αυτό ήρθα να σε βοηθήσω να γλυτώσεις εσύ και μαζί μ' εσένα να γλυτώσει και όλο το χωριό γιατί υπάρχει φόβος να το χαλάσουν. Θα σε κάνουμε Μπέη στην περιοχή σου. Θα σου δώσουμε όλες τις εξουσίες και τα προνόμια, καθώς και τσιφλίκια με σκλάβους και σκλάβες πού θα σε υπηρετούν και θα σε προστατεύουν. Θα διαφεντεύεις Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και θα έχεις πλούτη πολλά», του είπε.
- «Περίεργο, είπε ό Φαρασιώτης, τόσο πολύ πόνεσε ή καρδιά σου, πού θα χαθεί ένας Χριστιανός; Άφού όμως πιστεύεις, όπως λες, ότι δεν έκανα εγώ το αδίκημα, γιατί δεν τους λες να με αφήσουν ελεύθερο, να πάω πίσω στους ανθρώπους μου; Κάτι άλλο έχετε βάλει στον νού σας. Πες μου, ποιο είναι το αντάλλαγμα; Τί ζητάτε άπό έμενα;».
- «Ένα τίποτε: Να άλλάξης την πίστη σου- να αρνηθείς τον Χριστό και να προσκυνήσεις τον Μωάμεθ. "Αν το κάνεις αυτό, εμείς σου τα δίνουμε όλα». Και ό Βαρασιώτης απάντησε:
«Τίποτε το λες αυτό; Ή ζυγαριά σου δεν ζυγίζει καλά. Αυτό πού μου ζητάς είναι το βαρύτερο και το πολυτιμότερο πάνω στη γη για μένα γιατί ζητάς την ψυχή μου. Τη μόνη πού δεν μπορείς ούτε να την πάρεις, ούτε να τη σκλαβώσεις. Το σώμα μου το έχετε ήδη σκλαβώσει και τη ζωή μου μπορείτε να τη χαλάσετε, όποτε θέλετε. Ή ψυχή μου όμως είναι ελεύθερη και σε δεσμά δεν μπαίνει. Ό Χριστός πού μου ζητάς να αρνηθώ είναι ή ζωή μου. Αρνείται κάνεις την ύπαρξη του;». Τότε ό Τούρκος άρχισε βρίζει τον Χριστό και το Ευαγγέλιο και νά έγκωμιάζει τον Μωάμεθ και τά αγαθά πού προσφέρει το Κοράνι στους πιστούς του.
-«Βλαστημάς, Δερβίσ' παπά, του λέει ό Χριστιανός. Το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι ό λόγος του Θεού προς τους ανθρώπους. Νά αγαπάτε ό ένας τον άλλον, λέει. Εχθροί και φίλοι, καλοί και κακοί, είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Θεού. Ό Θεός δεν θέλει κανένας και γιά κανέναν λόγο, και μάλιστα στο όνομά Του, νά αφαιρέσει τη ζωή του συνανθρώπου του. Αυτός είναι ό Θεός, ό Δημιουργός, και μόνο με το νεύμα Του μπορεί νά εξαφανίσει εκείνους πού δεν Τον δέχονται. Κανένας πατέρας δεν βάζει το υπάκουο παιδί του νά σκοτώσει το ανυπάκουο. Και τά δύο είναι παιδιά του και τά αγαπά και τά δύο. Ένώ ό Μωάμεθ στο Κοράνι του τί λέει; "Οτι όσοι δεν τον δέχονται και δεν είναι Μουσουλμάνοι, είναι εχθροί του Θεού. Και ακόμη, ότι οποίος σφάξει έναν αλλόθρησκο, και μάλιστα Χριστιανό, αμείβεται, πάει στον παράδεισο με τά πιλάφια. Δηλαδή βάζει το ένα του παίδι νά σκοτώσει το άλλο. Τί πατέρας είναι αυτός; Ό Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία με τον θάνατο και την Ανάσταση Του, ενώ ό
Μωάμεθ ίδρυσε τή θρησκεία του ορίζοντας νόμους σύμφωνα με τή ματαιοδοξία του, τά ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες του, και επέβαλε τήν τήρηση τους με τή βία. Μου ζητάς νά αρνηθώ τον Θεό της αγάπης και νά προσκυνήσω τον άνθρωπο; Νά αρνηθώ τον Κτίστη και νά προσκυνήσω το κτίσμα; Αυτό δεν γίνεται!». Τότε θύμωσε ό Δερβίσης και είπε: «Γι' αυτό, θά πώ νά σε σφάξουν!».
Είπε αμέσως στον κατή να δώση εντολή να του δέσουν τα χέρια, για να μήν μπορεί να κάνει τον σταυρό του. «Θα πεθάνης, του είπε, χωρίς να κάνεις την προσευχή σου και χωρίς να κοινωνήσεις, όπως λέει ή πίστη σου, και έτσι δέν θα πάς στον Παράδεισο σας».
«Στον Παράδεισο μας, Δερβίσ' παπά, του απάντησε εκείνος, δέν πάνε με τα πόδια και με τα χέρια. Πάνε με τήν πίστη και με τήν αγάπη στον Θεό. Ή προσευχή δεν γίνεται με τα χέρια και με τα χείλη. Γίνεται με τή γλώσσα της ψυχής, του νου και τής καρδιάς. Το σώμα μου είναι ό ναός Του. Ό Χριστός είναι μέσα μου. Δέν μπορείς ούτε με τον θάνατο να με χωρίσης από τον Χριστό. Παρακάλεσε Τον κι εσύ να σε συγχώρηση για το άδικο πού κάνεις». Ό Δερβίσης τον κοίταξε για λίγο με απορία. Μετά κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε, χωρίς να πει τίποτε άλλο.(ΤΑ ΦΑΡΑΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής-θεσσαλονίκη)
* * *
ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Ρώτησε ό Γέροντας Παϊσιος τους προσκυνητές εάν έχουν ασφάλειες καί οι περισσότεροι απήντησαν ότι έχουν διάφορες ιδιωτικές ασφάλειες. Μετά ό Γέροντας ρώτησε: "Ξέρετε γιατί ασφαλίζεσθε; Διότι είσθε ανασφάλιστοι από τό Θεό. Έγώ έχω τόσα χρόνια στην ερημιά καί ποτέ δεν αντιμετώπισα πρόβλημα"
Κάποιος προσκυνητής προσέφερε στό Γέροντα λίγες μπανάνες καί ό Γέροντας είπε: "Τί νά τίς κάνω, βρέ παιδί μου;" · Μεταξύ των προσκυνητών υπήρχε κάποιος μαθηματικός, στον όποιο κάποιος άλλος απευθύνθηκε καί τόν προέτρεψε νά τεμαχίσει καί νά μοιράσει τίς μπανάνες. Εκείνος, αφού τίς τεμάχισε , τύλιξε κι έβαλε κατά μέρος μία γιά τό Γέροντα, χωρίς αυτός νά τόν βλέπει. Όμως ό Γέροντας του είπε: "Γιά νά μή νομίζετε ότι έχω ξεκουτιάνει, θά σας πώ γιατί τό είπα αυτό. Αυτός πού κάνει ένα δώρο στον άλλον. αισθάνεται θεϊκή χαρά. Αυτός πού δέχεται τό δώρο, αισθάνεται ανθρώπινη χαρά". Καί, μετά, λέει σ' εκείνον πού έφερε τίς μπανάνες: "Έσύ,πού είσαι κοσμικός, αισθάνθηκες θεϊκή χαρά. Έγώ πού είμαι καλόγερος, νά μην αισθανθώ θεϊκή χαρά;
-