ΚΑΠΟΤΕ ο π.Παίσιος μετέφερε τά άγια Λείψανα καί είχε τήν λειψανοθήκη δεμένη μέ λουριά άπό τους ώμους του. Σέ ένα σημείο τού δρόμου, πού λέγεται «Μεγάλη Σκάλα», κό¬πηκε τό λουρί καί έπεσε ή λειψανοθήκη στον γκρεμό. Ό Γέροντας από τόν πόθο καί τήν ευλάβεια προς τά άγια Λείψανα, χωρίς νά υπολογίση τόν εαυτό του καί χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, πήδησε αμέσως στον γκρεμό γιά νά τά προλάβη. Κατρακυλούσε ή λειψανοθήκη καί χτυπούσε στά βράχια. Τελικά ό ίδιος διαφυλά¬χθηκε, χάριτι Θεού, σώος' δέν έπαθε τίποτε, ούτε γρατσουνιά! Ή λειψανοθήκη μέ τά άγια Λείψανα έμειναν επίσης άθικτα, ενώ ό μεταλλικός κορβανάς πού ήταν προσαρμοσμένος στην λειψανοθήκη είχε κατατσαλακωθεί άπό τά χτυπήματα. Ήταν τόσο βαθύς καί απότομος ό γκρεμός πού ήταν αδύνατο να αναρριχηθεί ό Γέ¬ροντας. Γιά νά βγή στό μονοπάτι, βάδιζε πολλή ώρα μέσα στό ποτάμι.
Η ΜΕΓΑΛΗ αγάπη τού Γέροντα Παϊσίου προς τόν Θεό καί τήν εικόνα του, τόν άνθρω¬πο, πλημμύριζε τήν καρδιά του καί τό ξεχείλισμα της αγκάλιαζε καί τήν άλο¬γη κτίση. Ιδιαίτερα αγαπούσε τά άγρια ζώα, καί αυτά ένιωθαν τήν αγάπη του καί τόν πλησίαζαν.
Ένα έλαφάκι ερχόταν καί έτρωγε άπό τά χέρια του. Τού έκανε ένα σταυρό στό μέτωπο μέ μπογιά. Ειδοποίησε τους κυνηγούς νά μήν κυνηγούν κοντά στό Μοναστήρι καί νά προσέξουν αυτό τό έλαφάκι μέ τόν σταυρό, όπου καί άν τό βρουν, νά μήν τό χτυπήσουν. Αλλά δυστυχώς, ένας κυνηγός περιφρονώντας τήν εντολή του, κάποια ήμερα είδε τό ελαφάκι καί τό σκότωσε. Ό Γέροντας στε¬νοχωρήθηκε πολύ καί είπε μιά προφητεία πού επαληθεύτηκε στό ακέραιο. Δεν αναφέρεται γιατί τό πρόσωπο αυτό ζεί μέχρι σήμερα.
Στό δάσος γύρω από τό Μοναστήρι ζουν αρκούδες. Μιά συνάντησε ό Γέρο¬ντας σέ στενό μονοπάτι, ένώ ανέβαινε στό Μοναστήρι μέ ένα γαϊδουράκι φορ¬τωμένο. Ή αρκούδα μαζεύτηκε στην άκρη, γιά νά περάση ό Γέροντας. Αυτός πάλι της έκανε νόημα μέ τό χέρι νά περάση πρώτη. «Καί αύτη», διηγείτο χαρι¬τολογώντας, «άπλωσε τό πόδι της καί μού πιασε τό χέρι, γιά νά περάσω εγώ». Της είπε: «Αύριο νά μήν έμφανισθής εδώ κάτω, γιατί περιμένω κόσμο. Αλλοιώς θά σέ πιάσω άπό τό αυτί καί θά σέ δέσω μέσα στό παχνί».
Έλεγε ότι ή αρκούδα έχει έναν εγωισμό. "Οταν βρεθή σέ κίνδυνο, δείχνει ότι δέν φοβάται, άλλα μετά φεύγει τρέχοντας.
Μιά αρκούδα ερχόταν συχνά, είχε έξοικειωθή μαζί του καί ό Γέροντας την τάιζε. Τίς ημέρες πού ερχόταν κό¬σμος στό Μοναστήρι ό Γέροντας την προειδοποιούσε νά μήν εμ¬φανίζεται καί προκαλή έτσι φό¬βο στους ανθρώπους. Ή αρκού¬δα μερικές φορές παρέβαινε την εντολή τού Γέροντα, εμφανιζόταν απροσδόκητα καί όσοι τήν έβλε¬παν τρόμαζαν. Πολλοί τήν είχαν δει" μεταξύ αυτών καί ή Καίτη Πα¬τέρα, όπως διηγήθηκε: «Ανέβαινα μιά νύχτα στό Μοναστήρι μέ φα¬κό γιά νά προλάβω τήν θεία Λει¬τουργία. Άκουσα έναν θόρυβο, έρριξα τό φώς καί είδα ένα ζώο κάτι σάν σκυλί μεγάλο. Μέ ακολούθη¬σε και, όταν έφθασα, ρώτησα τόν π. Παΐσιο, άν τό σκυλί είναι τού Μοναστηριού. Απάντησε: «Σκυλί είναι αυτό; Γιά κοίταξε καλά. Αρ¬κούδα είναι».
ΕΠΕΙΤΑ εγκαταστάθηκε στό ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος καί Επιστήμης, πού αποτελείται από τό Εκκλησάκι καί ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλάκι.
Έκεί ψηλά λοιπόν, σάν αετός, έστησε ό Γέροντας τήν φωλιά του, έκανε μάλλον τήν πολεμίστρα του ό αετός του πνεύματος.
Πολύ κοντά, «ώσεί λίθου βολήν», στό άσκητήριο είχε μιά μικρή πηγούλα. Μάζευε τό 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό. Έλεγε ό Γέροντας: «Πήγαινα μέ ένα τε-νεκάκι νά πάρω νερό, γιά νά κάνω τσάι ή νά βρέξω λίγο τό μέτωπο, λέγοντας τους χαιρετισμούς μέ ευγνωμοσύνη καί τά μάτια μου πλημμύριζαν άπό δάκρυα. «Θεέ μου,» έλεγα, «λίγο νερό νά πίνω' δέν θέλω τίποτε άλλο». Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό τό λιγοστό νεράκι γι' αυτόν πού ήθελε νά ζήση εκεί στην έρημο. Αλ¬λά καί αυτό ό Γέροντας τό μοιραζόταν μέ τά άγρια ζώα καί τά διψασμένα που¬λιά τής έρημου.
- Γέροντα, πώς ζούσατε στό Σινά; τόν ρώτησε κάποιος.
Απάντησε: «Ή τροφή μου ήταν τσάι μέ παξιμάδι πού τό έκανα μόνος μου. Έκανα πέτουρα (λεπτά φύλλα ζύμης) καί τά ξέραινα στον ήλιο. Γίνονταν τόσο σκληρά, πού έσπαζαν σάν τζάμι. Καμμιά φορά έβραζα καί ρύζι στουμπισμένο μέσα σέ ένα κονσερβοκούτι. Αυτό ήταν καί μπρίκι καί κατσαρόλα καί πιάτο καί ποτήρι. Αυτό τό κονσερβοκούτι καί ένα κουτάλι λίγο πιό μικρό άπό τής σούπας ήταν όλο τό νοικοκυριό μου.
Ακόμη, είχα μιά φανέλλα, πού τήν φορούσα τή νύχτα γιά νά αντιμετω¬πίζω τό κρύο. Έπινα καί ένα τσάι μαύρο, γιά νά μέ βοηθά στην αγρυπνία, καί έβαζα καί μιά κουταλιά ζάχαρη παραπάνω, πού αντιστοιχούσε μέ άλλη μιά φανέλλα. (Δηλαδή οι θερμίδες πού του έδινε ή παραπανίσια ζάχαρη ήταν σάν νά φορούσε ακόμη μιά φανέλλα). Είχα καί μιά άλλαξιά χοντρά ρούχα,
γιατί τη νύχτα έκανε πολύ κρύο. Δεν είχα ούτε φανάρι, ούτε φακό, παρά μό¬νο έναν αναπτήρα, γιά νά βλέπω λίγο στό σκοτάδι, όταν βάδιζα σέ κανένα πέτρινο μονοπάτι μέ σκαλοπάτια. Τόν χρειαζόμουν επίσης γιά νά ανάβω καμμιά φορά φωτιά μέ φρύγανα, γιά νά κάνω κανένα ζεστό. Είχα καί λίγες τσακμακόπετρες καί ένα μπουκαλάκι πετρέλαιο πολύ μικρό γιά τόν αναπτή¬ρα. Τίποτε άλλο.
»Μιά φορά φύτεψα καί μιά ρίζα ντομάτα, άλλα μετά μέ πείραξε ό λογισμός μου καί τήν ξερρίζωσα, γιά νά μήν προκαλώ τους Βεδουίνους. Μου φαινόταν αταίριαστο, οί φτωχοί Βεδουίνοι νά μήν έχουν ντομάτες, καί εγώ πού ήμουν καλόγηρος νά έχω, έστω καί μιά ρίζα.
»Τήν ήμερα έλεγα τήν ευχή καί έκανα εργόχειρο. Ευχή καί εργόχειρο. Αυτό ήταν τό τυπικό μου. Τή νύχτα έκανα μερικές ώρες μετάνοιες, χωρίς νά τίς με¬τρώ. Ακολουθία δέν διάβαζα, τήν έκανα μέ κομποσχοίνι.
»Γιά νά μή μέ ενοχλούν οί περίεργοι, έκανα μέ πράσινη λαδομπογιά νεκρο¬κεφαλές (σήμα κινδύνου) στά βράχια. Μιά φορά ένας τουρίστας Γερμανός θέλη¬σε νά ανεβή επάνω. Νόμισε ότι είναι ναρκοπέδιο, άλλα επειδή φαίνεται ήξερε από τέτοια, πρόσεχε πού πατούσε καί κατώρθωσε νά φθάση μέχρι επάνω. Έγώ τόν παρακολουθούσα από ψηλά. Τόν άφησα νά πλησίαση, μετά μπήκα στην σπηλιά τού αγίου Γαλακτίωνος καί τράβηξα ένα δεμάτι αγκάθια στην είσοδο. Έψαξε, άλλα δέν μπόρεσε νά μέ βρή καί γύρισε πίσω».
Απλοποίησε πολύ τήν ζωή του καί επιδόθηκε στην άσκηση μέ όλες του τίς δυνάμεις, χωρίς περισπασμούς. «Ή έρημος ερημώνει τά πάθη. "Οταν τήν σεβασθής καί προσαρμοσθής προς τήν έρημο, σού δίνει νά αίσθανθής τήν παρηγοριά της», έλεγε αργότερα ό Γέροντας μέ νοσταλγία, εκφράζοντας μέ λίγες λέξεις τήν. εμπειρία του άπό τήν Σιναϊτική έρημο.
Είχε τυπικό νά μή φοράη παπούτσια. Είχαν σχιστεί οί φτέρνες του καί έτρε¬χαν αίμα. Τά παπούτσια τά είχε στό ντορβά καί τά φορούσε μόνο όταν κατέβαι¬νε στό Μοναστήρι ή συναντούσε κάποιον στον δρόμο. Γιά όποιον γνωρίζει τίς συνθήκες τής έρημου, είναι πολύ οδυνηρό νά βαδίζη κανείς ξυπόλυτος πάνω στά βράχια ή στην άμμο. Τήν ήμερα καίνε τόσο πολύ, πού οί Βεδουίνοι βάζουν αυγά στην άμμο καί γίνονται μελάτα, ένώ τή νύχτα είναι τόσο κρύα τά βράχια, σάν νά πατά κανείς πάνω σέ πάγο.
Στό Μοναστήρι κατέβαινε κάθε Κυριακή ή κάθε δεκαπέντε ημέρες. Βοηθού¬σε στην ακολουθία καί κοινωνούσε.
ΟΤΑΝ πρωτοπήγε στό Σινά είχε μεγάλη ανομβρία. Σε φυσιολογικές συνθή¬κες στην περιοχή αυτή βρέχει πολύ αραιά. Τήν χρονιά εκείνη ήταν ιδιαίτερα αισθητή ή έλλειψη νερού. Ένα καραβάνι ετοιμάσθηκε γιά νά πάη νά κουβαλήση νερό από μακρυά. Ό Γέροντας τους είπε: «Περιμένετε, μήν πάτε απόψε». Τη νύχτα έκανε προσευχή καί έβρεξε πολύ.
ΣΑΝ ΗΡΘΕ τό Σάββατο της Πεν¬τηκοστής, ό όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης ανέβηκε μαζί μέ άλλους μοναχούς στην κορυφή του Άθωνα στό εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως,. Αγρύπνη¬σαν όλο τό βράδυ καί τό πρωί τέλεσαν τή θ. λειτουρ¬γία. Μετά οί συνοδοιπόροι πατέρες τόν αποχαιρέτη¬σαν. Τόν άφησαν μόνο του.
Τρία μερόνυχτα έκανε εκεί δοσμένος ολόψυχα στον ιερό αγώνα της προσευχής. Ή προσευχή του φλογε¬ρή, πύρινη, έκαιγε ανυπόφορα τους δαίμονες. Κι αυτοί γιά νά τόν φοβίσουν, ξεσήκωσαν ανεκδιήγητους πειρασμούς. "Αγριες φωνές, ταραχές, καί αντάρα σάν άπό χιλιάδες κόσμο, αστραπές καί βροντές, κι ένα πλήθος άσχημες, απαίσιες μορφές φαίνονταν ν' ανε¬βαίνουν άπ' όλα τά μέρη του όρους. Ώρμούσαν κατεπάνω του, όπως τότε στον πρωταθλητή καί πατέρα ό¬λων των μοναχών, τόν Μ. Αντώνιο, μέ κοντάρια, μέ σφεντόνες, μέ κάθε μέσο γιά νά τόν κατεβάσουν άπό τήν κορυφή. Τήν κορυφή του όρους, άλλα καί άπό τήν κορυφή της αρετής πού λέγεται νοερά προσευχή καί νήψις καί θεία αγάπη καί ένωσις του άνθρωπου μέ τόν Χριστό. "Οχι! Οί δαίμονες δέν άντεχαν νά κατοικήσει εκεί. Δέν ήθελαν τήν παρουσία του.
Σ' εκείνο τό βουητό, σ' εκείνο τόν χαλασμό τοϋ κό¬σμου πού είχαν φτιάξει τριγύρω του τά δαιμονικά πνεύματα, ό θείος Μάξιμος παρέμενε άτρωτος στην ψυχή. Αγωνίσθηκε σάν ατρόμητος στραπώτης. Ή δο¬κιμασία βέβαια ήταν φοβερή, ό κόπος ανυπολόγιστος, ή οδύνη ανείπωτη. Ό άγιος κρατώντας σ' αυτή τήν ανεμοζάλη, όλο καί πιό σφικτά τό όπλο της προσευχής στή νοερή σκοπιά της καρδιάς του, βγήκε νικητής καί τροπαιούχος. Τελι¬κά, τήν ατσαλένια υπομονή του τήν έστεψε πλουσιο¬πάροχα ό Κύριος. Μέ δόξα ύπέρκαλλη καί αστραφτερή φανερώνεται μπροστά του ή Βασίλισσα του ουρανού καί της γης: ή Θεοτόκος! Περικυκλωμένη άπό άγγέλους φωτοβόλους, πού έμοιαζαν μέ αρχοντόπουλα, κρατούσε στά χέρια της τόν Ιησού.
Καθώς τήν είδε ό άγιος μέσα σ' εκείνο τό εκτυφλωτι¬κό φως, πού έλαμπε όπως λάμπουν χίλιοι μαζί ήλιοι, τήν ανεγνώρισε.. Ήταν ή πολυσέβαστη, ή ολοζώντανη, ή αληθινή Μητέρα του Κυρίου μας. Μέ ανείπωτη χαρά έπεσε στά γόνατα, τήν προσκύνησε καί της απηύθυνε τόν χαιρετισμό: «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ό Κύριος μετά σου».(Άγ.Μάξιμος ο Καυσοκακυβίτης-Χαρίσματα και Χαρισματούχοι- εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
Το να αγωνίζεσαι για το δικό σου ψωμί είναι πρόβλημα υλικό, το να αγωνίζεσαι για το ψωμί του άλλου είναι έργο πνευματικό(Αββάς Πιερ)
* * *
Ζήσε σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο.
Και πέθανε γνωρίζοντας ότι θα ζήσεις αιώνια!
* * *
Σε ό,τι κάνεις και δεν έχει την σφραγίδα και την μυρωδιά της αγάπης και του ελέους δεν έχει την ευλογία Του θεού!
-