Ό Γέροντας Φιλόθεος είπε: «"Οπως τό πτηνό δέν μπορεί νά πετάξει μ' ένα φτερό, άλλα χρειάζεται δύο, έτσι καί ό άνθρωπος γιά νά πετάξει Από τή γη στον ουρα¬νό, έχει ανάγκη άπό δύο φτερά. Τό ένα φτερό είναι δικό του καί τό αποκτά όταν έχει θερμή πίστη καί τέλεια αγά¬πη, καί τό άλλο του τό δίνει ή χάρη του Θεού όταν έχει με¬τάνοια καί ταπείνωση»
«Όλους τους πιστούς όφείλομε νά τους βλέπωμε σάν ένα, καί νά σκεπτώμαστε ότι στον καθένα από αύτους είναι ό Χριστός. Καί νά έχωμε γιά τόν καθένα τέ¬τοια αγάπη, ώστε νά είμαστε έτοιμοι νά θυσιάσωμε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί οφείλομε νά μή λέμε ούτε νά θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, άλλα όλους νά τους βλέπωμε ώς καλούς. Κι αν δής ένα αδελφό νά ένοχλήται άπό πάθη, νά μή τόν μισήσης αυτόν μίσησε τά πάθη, πού τόν πολεμούν. Κι άν τόν δής νά τυραννήται άπό επιθυμίες καί συνήθειες προηγουμένων αμαρτιών, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μή τυχόν δοκιμάσης καί σύ πειρασμό, αφού είσαι από υλικό πού εύκολα γυρίζει άπό τό καλό στό κακό. Ή αγάπη προς τόν αδελφό σέ προετοιμάζει ν' άγαπήσης περισσότερο τό θεό. Τό μυστικό, λοιπόν, της αγάπης προς τό θεό είναι ή αγάπη προς τόν αδελφό. Γιατί, άν δέν αγαπάς τόν αδελφό σου, πού τόν βλέ¬πεις, πώς είναι δυνατό ν' αγαπάς τό θεό, πού δέν τόν βλέπεις;
* * *
ΕΞ’ ΑΙΤΙΑΣ τρίων γεγονότων σείεται το κοινωνικόν οικοδόμημα της γης,
το τέταρτον όμως γεγονός είναι ανυπόφορον:
α)Εάν κακός δούλος γίνει άρχοντας.
β)Εάν άφρονας άνθρωπος πλουτίσει
Γ)Εάν κάποια δούλη καταφέρει να διώξει την κυρία της από το σπίτι του ανδρός της.
Και τέταρτον και τρομερώτερον :
Εάν γυνή κατάπτυστος γίνει σύζυγος εναρέτου ανδρός(Παροιμ.Λ-21)
ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ Ειδικού Καθεστώτος στη Σιβηρία ζω¬ντάνεψε. Οι πόρτες των θαλάμων ανοιγόκλει¬ναν μέ θόρυβο. Οι κρατούμενοι πετάγονταν έξω κι έμπαιναν στη γραμμή γιά τόν πρωινό έλεγχο. Τους άρπαζαν αμέσως τό κρύο, ό άνε¬μος καί τό σκοτάδι.
Άπό παντού ακούγονταν φωνές, από μιαν άκρη καί βρισιές - κάποιον έδερναν...
Σέ φάλαγγα πήγαιναν γιά τό συσσίτιο, κι Από κει στή δουλειά.
Ή παράγκα άδειασε από τους ενοίκους της, πού άφησαν όμως πίσω τους μια αφό¬ρητη, μιαν αποπνικτική δυσοσμία - από τόν ίδρωτα καί τά σαπισμένα ρούχα, από τά ούρα καί τά κόπρανα, από τη μούχλα καί την απο¬λυμαντική φαινόλη.
Ή παράγκα άδειασε, μά λες κι ακούγο¬νταν ακόμα εκεί οι κραυγές των εποπτών καί οί βλαστήμιες των καταδίκων.
Ή παράγκα άδειασε, ανάμεσα όμως στα άθλια σανιδοκρέβατα πλανιόταν καί τώρα ό ανθρώπινος πόνος δεμένος μέ τήν ανθρώπι¬νη κακία - δίδυμο πανάρχαιο, μά πάντα κα¬ταθλιπτικό καί απαίσιο.
Τό μόνο ευχάριστο πού είχε ή παράγκα ή¬ταν ή ζεστασιά. "Εξω, μέ θερμοκρασία -28° κι εκείνον τόν τυραννικό άνεμο, πάγωναν όχι μόνο οί κρατούμενοι, μά καί οί βαριά ντυμέ¬νοι φύλακες.
Όλα ήταν απάνθρωπα καί βασανιστικά, όλα απο¬σκοπούσαν στον αργό θάνατο των κρατου¬μένων. Γιατί σ' αυτό τό στρατόπεδο του αθέου καθεστώτος έκλειναν μόνο τους «εχθρούς του λαού» καί τους θανα¬τοποινίτες εγκληματιές. Αντί νά τους τουφε¬κίσουν, τους έστελναν στό Ειδικό, άπ' όπου ήταν σχεδόν αδύνατο νά βγουν ζωντανοί.
Ό Ιερέας π. Αρσένιος, καί τώρα «ΖΕΚ-18376», βρέθηκε εδώ πριν από έξι μήνες. Καί δεν άργη¬σε νά καταλάβει, όπως όλοι, ότι σ' αυτόν τόν ζοφερό τόπο θ' άφηνε τά κόκαλα του.Στην πλάτη, στό κασκέτο καί στά μανίκια του ήταν ραμμένος ό αριθμός του, πού τόν έκανε νά δείχνει σάν «άνθρωπος-ρεκλάμα». Ή δουλειά του ήταν νά συγυρίζει τήν πα¬ράγκα καί ν' ανάβει τις ξυλόσομπες. "Εσχι¬ζε ξύλα στον αυλόγυρο καί τά κουβαλούσε μέσα λίγα-λίγα κρατώντας τα στην αγκαλιά του.
- Κύριε Ίησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέ¬ησόν με τόν άμαρτωλόν!
Μουρμούριζε ακατάπαυστα τήν ευχή, κα¬θώς εκτελούσε τήν υπηρεσία του.
Τά ξύλα ήταν υγρά καί παγωμένα. Σχίζο¬νταν δύσκολα. Τσεκούρια καί μπαλτάδες δέν υπήρχαν-ήταν αντικείμενα απαγορευμένα. Αναγκάζονταν λοιπόν νά σχίζουν τά κού¬τσουρα χώνοντας στις σχισμές τους ξύλινες σφήνες, πού τις χτυπούσαν μ' έ'να άλλο βαρύ κούτσουρο. "Ετσι έκανε καί τώρα ό π. Αρσένιος. Μά τό παγωμένο κούτσουρο πού κρατούσε, γλιστρούσε καί πεταγόταν άπ' τ' αδύνατα χέ¬ρια του. Ή σφήνα μπηγόταν μέ τρομερή δυσκολία. Ή δουλειά προχωρούσε πολύ αργά... Καί όμως, όταν θά επέστρεφαν οί κρατούμενοι, ό θάλαμος έπρεπε νά είναι ζε¬στός, σκουπισμένος και τακτοποιημένος. Δέν πρόλαβες νά τελειώσεις; Οί κρατούμενοι θά σέ ξυλοκοπήσουν και ό επόπτης θά σέ οδη¬γήσει στό απομονωτήριο.
Στό στρατόπεδο οι ξυλοδαρμοί ήταν φαι¬νόμενο ρουτίνας. Τόσο οί φύλακες όσο και οί κατάδικοι εγκληματιές χτυπούσαν κυρίως τους πολιτικούς κρατουμένους. Οί πρώτοι γιά νά εμπνεύσουν τό φόβο και τήν υποταγή• οί δεύτεροι απλά γιά νά ξεσπάσουν πάνω σέ κάποιον, νά εκτονωθούν, νά δώσουν μιά διέ¬ξοδο στό συσσωρευμένο μέσα τους μίσος γιά τους ανθρώπους και τήν κοινωνία - γι' αυτό και χτυπούσαν πιό σκληρά από τους φύλα¬κες, χτυπούσαν μέ άγρια ικανοποίηση και σαδιστική χαρά, χτυπούσαν ώσπου νά εξα¬ντληθούν. Γιά τους εγκληματίες ό ξυλοδαρ¬μός ήταν μιά διασκέδαση...
Κύριε, ελέησε με! Βοήθησε με! Σ' Εσένα ελπίζω, Χριστέ μου, σ' Εσένα και στην Πα¬ναγία Μητέρα Σου!... Μή μέ εγκαταλείψε¬τε! Δώστε μου δύναμη!...
Ό π. Αρσένιος ψιθύριζε λόγια θερμής προσευχής, καθώς, εξαντλημένος από τήν κούραση, συνέχιζε νά μεταφέρει αγκαλιά-αγκαλιά τά ξύλα και νά τά βάζει μέσα στις σόμπες.
Στο μεταξύ, από τή γειτονική παράγκα βγήκε ό κρατούμενος υπηρεσίας τής ημέρας εκείνης, ο γερο-Σέριι (= γκρίζος) - έτσι τόν φώναζαν όλοι. Ήταν ένας από τους φοβερότερους κα¬κούργους πού «φιλοξενούσε» τό στρατόπε¬δο. Ή σκληρότητα του δέν γνώριζε μέτρο. Περιβόητος τά παλαιότερα χρόνια σ'όλη τη Ρωσία, δεν θυμόταν μήτε ο ίδιος πόσα εγκλή¬ματα είχε διαπράξει. Τά λίγα πού εξιχνιάσθη¬καν ήταν αρκετά γιά νά τόν στείλουν στό από¬σπασμα. Και πράγματι, καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά όμως οδηγήθηκε σ' αυτό τό στρατόπεδο, πράγμα πολύ χειρότερο.
-Παπά, τί ψάχνεις; φώναξε τώρα στον π.Αρσένιο, βλέποντας τον νά τριγυρνάει τόσην ώρα ανάμεσα στά ξύλα.
-Ετοίμασα προσανάμματα από χθες το βράδυ, και τά παιδιά, για να αστειευθούν, μου τα κατάβρεξαν. Τώρα, λοιπόν, ψάχνω γι άλ¬λα προσανάμματα, γιατί τα ξύλα είναι υγρά και δεν θ' ανάψουν. Τί νά κάνω; Δέν ξέρω... Θά έρθουν από τή δουλειά και ή παράγκα θά είναι παγωμένη - ένα κακό. Μά θά μέ ξυλοκοπήσουν κιόλας - δεύτερο κακό:
- Έλα, παπά! Θά σου δώσω εγώ, είπε ά¬χρωμα ό Σέριι, και τόν οδήγησε στά δικά του ξύλα, όπου υπήρχε ολόκληρη στίβα άπό προ¬σανάμματα.
Συνέχισε νά μαζεύει, λέγοντας μέσα του τήν ευχή.
- Πάρε κι άλλα, π. Αρσένιε! Κι άλλα!... Εσκυψε κι αυτός και άρχισε νά γεμίζει την αγκαλιά του μέ προσανάμματα. Πήγαν κι οι δυό φορτωμένοι στην παράγκα και τ' άφησαν κοντά σε μιά σόμπα. Ό π. Αρσένιος γύρισε και του έβαλε μετάνοια.
-Ό Θεός να σε σώσει! του είπε. Ό Σέριι βγήκε χωρίς νά πει λέξη.
Σέ λίγο όλες οι σόμπες έκαιγαν. Ό π. Αρ¬σένιος έριχνε κούτσουρα στή μία μετά την άλλη, τακτοποιούσε τό θάλαμο, σκούπιζε τά τραπέζια, κουβαλούσε κι άλλα ξύλα...
Πλησίαζε 3 μ.μ. Οι σόμπες ήταν πιά πυρω¬μένες. Ή θερμότητα έκανε πιό έντονες τις αναθυμιάσεις, πιό ανυπόφορη τη δυσοσμία. Μά ή γλυκεία θαλπωρή έδινε κάποια παρη¬γοριά στά κουρασμένα σώματα καί τις απελ¬πισμένες ψυχές...
Ο π. Αρ¬σένιος δέν ήταν μόνος στό θάλαμο. Βρίσκο¬νταν εκεί τρεις ακόμα κρατούμενοι «εκτός υ¬πηρεσίας», οι δύο βαριά άρρωστοι και ό τρί¬τος, ό Φέντια, αυτοτραυματισμένος στό χέρι μέ τσεκούρι.
Ό τελευταίος στριφογύριζε ακατάπαυστα στό σανιδοκρέβατό του. Κάπου-κάπου τόν έ¬παιρνε ό ύπνος, και, όταν ξυπνούσε, φώναζε:
-Κρυώνω!... Ρίξε ξύλα στη φωτιά, παλιό-γερε, γιατί θά σηκωθώ και θά σου σπάσω τά μούτρα!...
Αμέσως γύριζε άπό τό άλλο πλευρό και άποκοιμόταν πάλι.
Οί άλλοι δύο ήταν σέ κρίσιμη κατάσταση. Ακίνητοι καί αμίλητοι. Τους είχαν αφήσει εδώ, επειδή στό νοσοκομείο δεν χωρούσαν.
Γύρω στίς 12 τό μεσημέρι έκανε την εμφά¬νιση του ό αρχινοσοκόμος. "Εριξε μόνο μιά ματιά στους αρρώστους, χωρίς νά τους αγγί¬ξει, καί είπε στον π. Αρσένιο μέ δυνατή φωνή:
-Θά τελειώσουν γρήγορα... Τώρα, μέ τα κρύα, πεθαίνουν πολλοί!
Ό π. Αρσένιος πότε-πότε πήγαινε κοντά στους δύο ετοιμοθάνατους καί έκανε ο,τι μπο¬ρούσε γιά νά τους ανακουφίσει.
-Κύριε Ίησου Χριστέ! Βοήθησε τους! Γιά¬τρεψε τους! Φανέρωσε τό έλεος Σου! "Αφησε τους νά ζήσουν καί νά βρουν τή λευτεριά τους!..., Μονολογούσε καθώς τους σκέπαζε, τους χάιδευε στοργικά στό κεφάλι, τους έδινε λίγο νερό ή φάρμακο. 'Αλλά τί φάρμακο; Στό Ειδικό όλες οί αρρώστιες αντιμετωπίζο¬νταν μέ τή... θαυματουργή ασπιρίνη! Ασπι¬ρίνη
γιά τόν πυρετό, ασπιρίνη γιά τό χτικιό, ασπιρίνη γιά τά τραύματα, ασπιρίνη γιά τόν καρκίνο...Ό π. Αρσένιος είχε κρατήσει από τήν προηγούμενη μέρα ένα κομμάτι μαύρο ψω¬μί, τό τέταρτο περίπου της ημερήσιας μερί¬δας του. Τό μούσκεψε στό νερό καί πήγε κο¬ντά στον άρρωστο πού ήταν πιό βαριά. Προ¬σπάθησε νά του βάλει μιά μπουκιά στό στό¬μα.
Οι σόμπες είχαν γίνει κατακόκκινες. Ό π. Αρσένιος χαιρόταν - " Θά έρθουν οι άνθρωποι παγωμένοι... θά ζεσταθούν καί θα ξεκουραστούν".
Στό άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ό επό¬πτης Πούπκωφ. Τριαντάρης πάνω-κάτω, πά¬ντα υποκριτικά χαμογελαστός, είχε ονομαστεί από τους κρατουμένους Βεσιόλιι (= χαρούμενος).
- "Ε, παπά! Λουτρό τόν έκανες τό θάλα¬μο! Μπας καί πεθύμησες τό απομονωτήριο; Τα ξύλα ανήκουν στό λαό, κι εσύ τά σπατα¬λάς γιά τους εχθρούς του λαού; Θά σου δεί¬ξω εγώ, μάγε!
Πλησιάζοντας μέ μεγάλες δρασκελιές, του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσω¬πο. Καί γυρίζοντας του τήν πλάτη, βγήκε έξω, μέ τό χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στά χείλη.
Ό π. Αρσένιος σκούπισε το αίμα μέ την παλάμη του. -Κύριε, ελέησον! Κύριε, μή μ' έγκαταλείψεις!(π.Αρσένιος- Ο κατάδικος.εκδ.Ι.Μ.Παράκλητου)
* * *
Να ! η υπέρτατη παρηγοριά ό Εσταυ¬ρωμένος! Είσαι άρρωστος; "Εχεις όμως τό κρεβάτι σου, ενώ Αυτός είναι καρφωμένος όρθιος επάνω σ' ένα ξύλο. Είσαι φτωχός; Είσαι όμως ελεύθερος, ενώ Αυτός ούτε νά κινηθεί δέν μπορεί. Είσαι συκοφαντημένος καί κατατρεγ¬μένος; "Οχι όμως όσον Αυτός. Σέ εγκατέλειψαν οι φίλοι σου; Άλλ' Αυτόν τόν πρόδωσε ό μαθητής Του καί τόν οδήγησε σέ φρικαλέο θάνατο. Στερείσαι των πάντων; Άλλα τουλάχιστο κάποιο κουρέλι σκεπάζει τό σώμα σου, ενώ Αυτός κρέμεται γυμνός στό σταυρό. Καμία ανθρώπι¬νη συμφορά, καμία δυστυχία, καμία στέρηση, καμία οδύ¬νη, δέν είναι δυνατό νά ξεπεράσει τό μαρτύριο του Ιη¬σού. Καί επιτέλους ό,τι καί αν πάσχεις εσύ, είσαι ένας άθλιος αμαρτωλός, ενώ Εκείνος είναι Αθώος...».
* * *
Είπε ό Γέροντας Παΐσιος: «Δέν είναι εύκολο, ούτε καί φυσικό, ένας κορμός δέντρου νά γίνει αμέσως έπιπλο, εάν προηγουμένως δέν κατεργαστεί. Το ίδιο και ο άνθρωπος εάν πρώτα δεν κατεργαστεί την ψυχή του».
ΜΙΑ ΑΠΟ τις γυναίκες ενός Μουσουλμάνου πού έμενε στο Ελληνικό χωριό των Φαράσων της Μ.Ασίας , εξέφρασε σε μία Χριστιανή τήν επιθυμία της νά βαπτισθή ."Εκείνη το ανέφερε στον Άγιο "Αρσένιο καί ό Πατήρ της είπε νά τήν φέρνη κρυφά στο σπίτι της νά τήν κατήχηση, καί νά γίνη ή Νουνά της. Μετά άπό τήν κατήχηση τήν βάπτισε καί τήν ονόμασε "Ελευθερία. Είχε δε κοινωνήσει εν όλω τρείς-τέσσερις φορές μόνον, καί αυτές κρυφά, καί ζούσε όπως οι κρυφοί Χριστιανοί.
Άπό τήν στιγμή πού βαπτίσθηκε ή "Ελευθερία, έκανε τήν αδιάθετη καί έτσι δέν μόλυνε το Άγιο Βάπτισμα μέ τόν Τούρκο άνδρα της. "Επειδή δυσκο¬λευόταν στο άπιστο περιβάλλον τοϋ σπιτιού της, ό καλός Θεός γρήγορα τήν ελευθέρωσε καί τήν πήρε κοντά Του. "Αρρώστησε ξαφνικά καί έμεινε λίγες μέρες κατάκοιτη. Ζήτησε ή καημένη νά κοινωνήση, άλλα ήταν δύσκολο γι’ αυτήν νά πάη στον π.Αρσένιο ,όπως πιό δύσκολο ήταν νά πάη ό Άγιος Αρσένιος στο σπίτι της, γιά νά τήν κοινωνήση σάν κρυφή Χρι¬στιανή. Δέν τήν άφησε όμως ακοινώνητη ό καλός Πατέρας.
Πήρε ένα πολύ μικρό μήλο, άνοιξε μιά τρυ¬πούλα, έβαλε μέσα λίγο Άγιο Άρτο καί πάλι τό έκλεισε τό μήλο. Είπε μετά στην Νουνά της νά πάει νά την έπισκεφθή καί μέ τρόπο νά τής τό δώση, γιά νά κοινωνήση. Ή Νουνά της τό πήρε μέ ευλάβεια καί χαρά στά χέρια της καί μέ σταυρωμένα τά χέρια στο στήθος πήγε καί τήν επισκέφθηκε.
Ή "Ελευθερία, σάν νεοφώτιστη πού ήταν, τό διαισθάνθηκε καί μέ αλλοι¬ωμένο πρόσωπο τής είπε:
-«Ο Χριστός, ή ψυχή μου», ενώ δεν περνούσε από τον νου της ότι μπορούσε ή Νουνά της να της πάη την Θε.ια Κοινωνία .Εκείνη έβγαλε μετά το μήλο και της το έδωσε, και έτσι κοινώνησε ή ευλογημένη ψυχή.
Μετά άπό την Θεία Κοινωνία άρχισε νά παραδίδη και την ψυχή της στον Χριστό. "Ετρεξε ανήσυχη ή Νουνά της στον Πατέρα Αρσένιο καί του λέει:
- Την ευχή σου νά έχω, Χατζεφεντή, ή Ελευθερία
πέθανε. Τί θά γίνη τώρα; θά την πλύνουν οι Τουρκάλες!
- Μήν ανήσυχης, της απάντησε
Ή Νουνά της όμως ανησυχούσε γι' αυτό, γιατί οι Μουσουλμάνοι το μπάνιο πού κάνουν στον πεθαμένο το θεωρούν βάπτισμα καί πιστεύουν ότι συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες τού νεκρού, πού έκανε ζωντανός! Πλάνη φυσικά καί μάλιστα χονδρή! Επειδή λοιπόν συνέχεια ενοχλούσε
τον Πατέ¬ρα Αρσένιο ή Νουνά της γι' αυτό το θέμα, ανα¬γκάσθηκε τότε ό Πατήρ νά της πή:
« Έ, τί νομί¬ζεις; θά αφήσω τίς Τουρκάλες νά λούσουν αυτήν πού βάπτισα;», καί έκανε συνέχεια προσευχή για τήν Ελευθερία. Τί συνέβη λοιπόν; "Ολες αυτές τίς ήμε¬ρες, όσες Τουρκάλες άπλωναν τά χέρια, για νά πλύνουν το σώμα της νεκρής Χριστιανής, τά χέρια τους έμεναν ακίνητα. Έτσι αναγκάσθηκαν νά τήν θάψουν, χωρίς νά τήν πλύνουν, στο Τούρκικο κοι¬μητήρι. Ό Χατζεφεντής τής διάβασε από μακριά τήν νεκρώσιμη ακολουθία καί εξακολουθούσε νά προσεύχεται.
Καί νά, επακολουθεί καί άλλο γεγονός: "Αρχισε κάθε βράδυ νά παρουσιάζεται ή Ελευθερία στο σπίτι της καί νά τους κάνη άνω-κάτω, καί τά πράγ¬ματα τού σπιτιού νά τά πετάη αγανακτισμένη καί νά τους λέη:
«Γιατί με βασανίζετε εδώ στην κόλαση, στο κοιμητήρι σας; Γρήγορα νά μέ βγάλετε άπό εδώ καί νά μέ πάτε στο σπίτι μου, στο Κοιμητήρι των Χριστιανών». Αυτό δέ γινόταν μέρες συνέχεια, μέχρι πού δέν άντεξε πιά ή τουρκική οικογένεια καί πήγαν στον Πατέρα Αρσένιο καί τού είπαν:
- Χατζεφεντή, τήν ευχή σου νά έχουμε, πολύ υποφέ¬ρουμε στο σπίτι μας άπό τήν πεθαμένη γυναίκα. Βοήθησε μας! Μόνον εσύ θά βρής τήν άκρη. Συνέ¬χεια κάθε βράδυ μάς βασανίζει καί μας κάνει το σπίτι άνω-κάτω καί μάς λέει νά τήν θάψουμε στό δικό σας το Κοιμητήρι. Φαίνεται, αυτή αγαπούσε τήν δική σας θρησκεία. Ό Πατήρ απάντησε στον Τούρκο άνδρα της:
-Τί μέ ρωτάς εμένα; Έγώ είμαι "Έλληνας καί εσύ Τούρκος• ό,τι θέλεις κάνεις.
- Όχι, Χατζεφεντή, δεν θέλω νά κάνω τίποτε χωρίς τήν ευλογία σου.
Τότε ό Πατήρ Αρσένιος τού είπε:
- Θά σου κάνουμε μια οικονομία. Ξεθάψτε την
εσείς καί φέρτε την νά τήν θάψουμε σέ μιαν άκρη
τού δικού μας Κοιμητηρίου. Όπως καί έγινε. Μετά εμφανίστηκε χαρούμενη ή Ελευθερία στο τούρκικο σπίτι καί τους έδωσε ευχές: «Να ζήσετε χίλια χρόνια! Τώρα βρίσκομαι στον Παράδεισο, στο φως καί στα καλά του Θεού». (Ο Αγ.Αρσένιος Εκδ.Ι.Μ.Σουρωτής)
ΟΛΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ο Άγιος Ανδρέας που παρίστανε στους ανθρώπους τον σαλό-τρελό, για να αποφύγει τον ανθρώπινο έπαινο της αγιότητας, έμενε νηστικός καί δέν καθόταν πουθενά. Τό βράδυ έπαιζε στίς στοές της πόλεως. Έκεί παρατηρούσε πού είχαν ξα¬πλώσει τά σκυλιά καί, αφού τά έδιωχνε, ξάπλωνε αναπαυ¬τικά σάν νά έπεφτε σε στρώμα, σχεδόν γυμνός, φτωχός, χωρίς ψάθα, χωρίς ένα χοντρό μάλλινο επανωφόρι, χωρίς κάπα, αλλά μόνο μέ τό μάλλινο ρούχο πού φορούσε. Τό πρωϊ πού σηκωνόταν, έλεγε στον εαυτό του:
-Νά, ταπεινέ, ανόητε Ανδρέα, σάν σκύλος κοιμήθη¬κες μαζί μέ τους ομοίους σου. Πάμε πάλι νά κοπιάσουμε, γιά ν' αποφύγουμε τή μέλλουσα τιμωρία, γιατί πλησιάζει ό θάνατος. Μήν πλανάσαι. Κανείς δέν θά σέ βοηθήση εκεί¬νη τήν ώρα. Κάθε άνθρωπος θά άπολαύσει τους καρπούς των κόπων του τήν ώρα του θανάτου. Αγωνίσου λοιπόν, κοπίασε, υπόμεινε εξευτελισμούς σ' αυτόν τόν κόσμο, γιά νά έπαινεθείς καί νά δοξασθείς άπό τόν επουράνιο βασι¬λέα μας.
"Ετσι μονολογούσε, καί αγωνιζόταν νά επεκτείνεται γορ¬γά προς τά εμπρός, καθώς λέει ό απόστολος (Φιλιπ. γ'14). Ό κόσμος πού τόν έβλεπε, έλεγε:
-Κοίταξε, καί νέος σαλός-τρελός!
Οί τελευταίοι τόν συμπαθούσαν, ενώ οί πρώτοι τόν χτυπούσαν στον τράχηλο καί έφτυναν αηδιασμένοι. Εκεί¬νος όμως ύπέμενε τόν πόνο καί τόν κάματο. Προσευχό¬ταν κρυφά, άλλα τόσο έντονα, ώστε ό ψίθυρος πού έβγαι¬νε άπό τά χείλη του ακουγόταν από μακριά σάν καζάνι πού κοχλάζει, ενώ άπ' τό στόμα του έβγαινε ατμός.
-Κοίταξε, έλεγαν όσοι ασύνετοι τόν έβλεπαν. Τόσο πολύ υποφέρει ή καρδιά του από τό πονηρό πνεύμα, ώστε βγάζει αυτόν τόν άτμό.'
Εκείνο όμως πού προξενούσε τόν ατμό ήταν ή ακατά¬παυστη καί θεάρεστη προσευχή. Όσοι λοιπόν σκέπτον¬ταν έτσι, ήσαν αφελείς, όπως άλλοτε οί Ιουδαίοι κατά τήν Πεντηκοστή, πού θεώρησαν μέθη τήν ποικιλία τών γλωσσών.
Μία ημέρα περνούσε μπροστά από τά πονηρά κατα¬γώγια καί έκανε πώς παίζει. Τόν είδε μία άπό τίς πόρνες νά συμπεριφέρεται έτσι καί τόν πέρασε γιά τρελ¬λό. Τόν έπιασε λοιπόν άπ' τό μάλλινο ρούχο του καί τόν έσυρε στό καταγώγιο της. Εκείνος τότε, τό αληθινό δια¬μάντι της σωφροσύνης καί ό εμπαίκτης του διαβόλου, δέν αντέδρασε, άλλα τήν ακολούθησε. Καθώς μπήκε μέσα, μαζεύθηκαν γύρω του και οί άλλες γυναίκες..
-Πώς τό έπαθες αυτό; τόν ρώτησαν κοροϊδευτικά. Εκείνος χαμογέλασε, άλλα δέν αποκρίθηκε τίποτε.
Μερικές τόν χτυπούσαν στον τράχηλο καί προσπαθούσαν νά τόν οδηγήσουν στην αισχρή πράξη της πορνείας. "Αλ¬λες πάλι δοκίμαζαν μέ πολλά χάδια καί φιλήματα νά παρα¬σύρουν τόν σώφρονα στην αμαρτία λέγοντας:
-Σαλέ, πόρνεψε, ικανοποίησε τό πάθος της ψυχής σου!
Ήταν νά τόν θαυμάζης εκείνον τόν γενναίο, γιατί μετά άπό τόσους μαλαγμούς δέν μπόρεσαν νά τόν οδηγή¬σουν στό βρωμερό πάθος. "Αλλαξαν λοιπόν συμπεριφορά καί έλεγαν:
-Αυτός ή νεκρός είναι ή ξύλινος ή πέτρινος!
-Απορώ μέ τήν αναισθησία σας, είπε μιά άπ' αυτές. Πώς μιλάτε έτσι; "Ενας σαλός καί δαιμονισμένος, ένας πει¬νασμένος καί διψασμένος, ένας πού κρυώνει καί δέν έχει πού νά γείρη τό κεφάλι του, μπορεί ποτέ νά επιθυμεί τέ¬τοια πράγματα; Αφήστε τον νά πάη οπού θέλει!
Ό δίκαιος έβλεπε ανάμεσα τους τόν δαίμονα της πορ¬νείας. Ήταν μαύρος σάν αράπης. Στό κεφάλι του δέν είχε μαλλιά. Είχε κοπριά ανακατεμένη μέ στάχτη. Τά μάτια του έμοιαζαν μέ της αλεπούς, ένώ στον ώμο του είχε ριγμένο ένα απαίσιο κουρέλι. 'Από πάνω του έβγαινε τριπλή δυσω-δία, πού θύμιζε σαπίλα, βόρβορο καί ακαθαρσία. Ήταν δέ τόσο έντονη, ώστε ό μακάριος έφτυνε συχνά άπό αηδία καί έπιανε τή μύτη του. Βλέποντας τον ό δαίμονας νά αηδιάζη τήν ασωτία, φώναξε καί του είπε:
-Έμενα οί άνθρωποι μ' έχουν στην καρδιά τους σάν μέλι γλυκό, κι έσύ πού κοροϊδεύεις τόν κόσμο μέ σιχαίνε¬σαι καί μέ φτύνεις! Ό σκοπός επομένως, γιά τόν όποιον υποκρίνεσαι τόν σαλό, δέν είναι καλός. Σίγουρα τό έκα¬νες αυτό γιά νά απαλλαγής άπ' τή σωματική δουλεία.
Ό όσιος τόν έβλεπε φανερά. Οί πόρνες όμως δεν έβλεπαν τίποτε, άκουγαν μόνο τόν ήχο τής φωνής του. Ύστερα ό μακάριος τόν περιγέλασε γιά τήν ασχήμια του καί τόν έδιωξε φοβερίζοντας τον.
-Κοίτα πώς αστειεύεται μέ τόν δαίμονα του! έλεγαν οί πόρνες.
-Τό ρούχο του είναι ωραίο, παρετήρησε κάποια. "Ας του τό πάρουμε κι ας τό πουλήσουμε, γιά νά πιούμε σήμε¬ρα κρασί.
Αμέσως λοιπόν σηκώθηκε, του τράβηξε τόν χιτώνα καί τόν άφησε γυμνό. Τόν πούλησαν ένα μιλιαρίσιο καί πήραν ή καθεμιά από δύο λεπτά.
-Νά μήν τόν διώξουμε γυμνό, είπε ή πρώτη στις άλ¬λες. "Ας του χαρίσουμε τουλάχιστον ένα παλιό ψαθί.
"Εφεραν τό ψαθί, έκαναν ένα άνοιγμα στό κέντρο, τό πέρασαν στον τράχηλο του καί τόν έδιωξαν από τό κατα¬γώγιο. 'Εκείνος πήγε στην πλατεία καί φορώντας τό ρούχο έτρεχε καί έπαιζε. Όσοι τόν έβλεπαν του έλεγαν: -Καλό σαμάρι φορείο γάιδαρος σου σαλέ! -Ναί ανόητοι, άπαντούσε εκείνος, καλό σαμάρι φορώ. Πατρίκιο μέ έκανε σήμερα ό βασιλιάς!(ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια Χριστόν Σαλός-εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου-Ωρωπός)
Σουρούπωνε στο στρατόπεδο των κρατουμένων στη Σιβηρία . Τό σκοτάδι έπεφτε γοργά, καί οι κρατούμενοι από στιγμή σε στιγμή θά γύριζαν από τή δουλειά. Θά γύριζαν παγω¬μένοι καί κατάκοποι, μά καί με τά νεύρα τε¬ντωμένα. Θά πέφτανε πάνω στά κρεβάτια τους σχεδόν αναίσθητοι. Ό θάλαμος θά γέ¬μιζε λάσπες, υγρασία, αναστεναγμούς, βλαστήμιες, αίσχρόλογα...
Μισή ώρα αργότερα τους οδηγούσαν σέ ειδικό χώρο γιά τό συσσίτιο. Ή ώρα εκείνη γιά πολλούς από τους πολιτικούς κρατουμέ¬νους ήταν ώρα μαρτυρίου. Οι ποινικοί κρα¬τούμενοι τους χτυπούσαν χωρίς ενδοιασμούς καί τους άρπαζαν τό φαγητό. Οι πιό δυνα¬τοί, βέβαια, αντιστέκονταν καί κατόρθωναν νά περισώσουν κάτι από τή μερίδα τους. Μά οι ασθενικοί έμεναν πολύ συχνά εντελώς νη¬στικοί.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν σ' όλους τους θαλάμους πολύ περισσότεροι από τους εγκληματίες. Οι τελευταίοι όμως, μέ τή χα¬ρακτηριστική τους ωμότητα καί μέ τήν τρο¬μοκρατία, ασκούσαν σχεδόν πλήρη έλεγχο στους υπολοίπους.
Το φαγητό ήταν αξιοθρήνητο. Οι μερίδες ασήμαντες. Τά τρόφιμα μισοχαλασμένα, συ¬χνά μύριζαν πετρέλαιο. Καί όμως, γιά τους κρατουμένους τό άθλιο τούτο γεύμα ήταν η μόνη χαρά και απόλαυση απόλαυση. Όλόκληρη τή αέρα, καθώς δούλευαν, αυτό σκέφτονταν καί αυτό περίμεναν μέ λαχτάρα, μολονότι δέν επαρκούσε γιά τήν ανάκτηση των δυνάμεων πού ξόδευαν. Κανένας πολιτικός κρατούμε¬νος, ωστόσο, δέν ήταν βέβαιος, όπως είπαμε, ότι θά φάει μετά τή δουλειά.
Ό π. Αρσένιος ,που είχε καταδικαστεί για την πίστη του στον Θεό, στερήθηκε πολλές φορές τό φαγητό του. Ποτέ όμως δέν βαρυγγώμησε. "Εχανε τή μερίδα του; Ερχόταν αμέσως στό θάλαμο, ξάπλωνε στό κρεβάτι του καί άρχιζε τήν προσευχή.
"Στην αρχή ζαλιζόμουνα", διηγόταν αρ¬γότερα ό ίδιος, "ένιωθα ρίγη από τό κρύο καί τήν πείνα, τό μυαλό μου θόλωνε... Άλλα κάνοντας τόν εσπερινό καί τόν όρθρο, δια¬βάζοντας τους χαιρετισμούς της Παναγίας, του αγίου Νικολάου καί του προστάτη μου οσίου Αρσενίου, παρακαλώντας τό Θεό γιά τά πνευματικά μου παιδιά καί μνημονεύο¬ντας τά ονόματα όλων των κεκοιμημένων πού μπορούσα νά θυμηθώ, έπαιρνα δύναμη, πολ¬λή δύναμη. Καί τό πρωί σηκωνόμουν από τό κρεβάτι - γιατί συνέβαινε συχνά νά ξαγρυ¬πνώ καί νά προσεύχομαι όλη τή νύχτα - καί αισθανόμουνα χορτάτος καί από φαγητό καί άπό ύπνο".
Σκοτάδι. Οι φάλαγγες των κρατουμένων, ή μιά πίσω άπό τήν άλλη, μπαίνουν στό χώρο τοΰ στρατοπέδου και μοιράζονται στις πα¬ράγκες. Τά «παιδιά» μπαίνουν μέ ανακού¬φιση στον ζεστό θάλαμο και, από τή χαρά τους, βρίζουν και αίσχρολογοϋν πιό πολύ από άλλες φορές.
Τόν π. Αρσένιο δέν τόν χτύπησαν σήμε¬ρα. Μήτε τό φαγητό του πείραξαν. Άπό τις μερίδες όμως τών δύο κατάκοιτων ό παππού¬λης μπόρεσε νά περισώσει μόνο μισή φέτα ψωμί. Τήν έκρυψε στον κόρφο του μαζί μ' έ¬να κομμάτι πικρή μουρούνα, από τή δική του μερίδα, και τράβηξε βιαστικά γιά τό θάλαμο.
Χώρισε στή μέση τό ψωμί και τό ψάρι, και τάισε τους άρρωστους. "Υστερα τους ανά¬γκασε νά πιουν άπό μιαν ασπιρίνη λιωμένη σέ ζεστό νερό. Τέλος, αφού τους βοήθησε νά ουρήσουν σ' ενα τενεκεδένιο κουτί, τους κα¬θάρισε όπως-όπως καί τους σκέπασε.
Σέ πέντε μέρες οι άρρωστοι παρουσίασαν, εντελώς απροσδόκητα, σημεία βελτιώσεως. Ήταν όμως ανήμποροι νά σηκωθούν. Θά ζούσαν;...
Ό π. Αρσένιος συνέχισε νά τους φροντί¬ζει παί νά τους εξυπηρετεί μέρα-νύχτα. Τί άνθρωποι ήταν, δέν ήξερε. Τήν περιποίηση του τη δέχονταν ψυχρά. Χωρίς αυτόν, όμως, θα ήταν από καιρό χωμένοι στην παγωμένη γη. Δέν μιλούσαν ποτέ γιά τόν εαυτό τους. Μά κι ό
π. Αρσένιος δέν τους έκανε καμιά σχετική ερώτηση. Ό «νόμος της σιωπής», ένας άγραφος νόμος του στρατοπέδου, δέν επέτρεπε «αδιάκριτες» ερωτήσεις. Πόσους τέτοιους ανθρώπους είχε δει στίς φυλακές, άπ' όπου είχε περάσει! Αναρίθμητους! Συ¬ναντήθηκαν, χωρίστηκαν, καί ποτέ δέν ξαναντάμωσαν. Πού νά τους θυμηθεί όλους!...
Μιά φορά ό ένας άρρωστος του είπε ότι λέγεται Ίβάν' Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ. Αυτό μονάχα. Καθώς λοιπόν τόν διακονούσε, κινούσε αθόρυβα τά χείλη του σέ θερμή προ¬σευχή τόσο γι' αυτόν όσο καί γιά τους άλλους. Ό Ίβάν Άλεξάντροβιτς τό παρατήρησε.
-Προσεύχεσαι, παππούλη! τού είπε. Προ¬σεύχεσαι γιά νά μας συγχωρεθούν οι αμαρτί¬ες, νά μας βοηθήσει ό Θεός... Τόν είδες πο¬τέ τό Θεό;
Κατάπληκτος παρατηρούσε ό π. Αρσένιος τόν Σαζίκωφ.
- Πώς δεν τόν είδα! είπε. Είναι έδώ, ανάμε¬σα μας, και μας ενώνει όλους!
- Τί μου λες, παπά; Σ' αυτόν έδώ τό θάλα¬μο καί ό Θεός; σάρκασε ό άρρωστος.
-Ναί! Αισθάνομαι την παρουσία Του! Τόν βλέπω! Βλέπω, όμως, ότι καί ή ψυχή σου, μο¬λονότι μαυρισμένη άπό τίς αμαρτίες, μολονό¬τι σκοτεινιασμένη από τά κακουργήματα, έχει μέσα της χώρο για τό φως!...
Τό πρόσωπο του Σαζίκωφ αλλοιώθηκε. "Αρχισε νά τρέμει ολόκληρος.
-Θά σέ χτυπήσω, παπά! γρύλλισε. Τό δί¬χως άλλο θά σέ χτυπή σω... Κάτι, μου λέει πώς εσύ ξέρεις πολλά, μόνο πού δέν μπορώ νά κα¬ταλάβω άπό πού...
Χωρίς ν' αποκριθεί ό π. Αρσένιος, γύρι¬σε κι έφυγε.
-«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τόν άμαρτωλόν», μονολογούσε σιγανά.
Ό χρόνος έτρεχε καί οι δουλειές ήταν πολ¬λές. Καθώς τις έκανε, εκτελούσε μυστικά τόν μοναχικό του κανόνα καί έλεγε μέ τό νού του ό,τι άλλο ήξερε άπό τις προσευχές καί τις ιε¬ρές άκολουθίες της Έκκλη σίας μας - εσπερι¬νό, όρθρο, παρακλήσεις, χαιρετισμούς...
Ό δεύτερος άρρωστος ήταν ένα τυπικό θύμα των «εκκαθαρίσεων». Σάν κι αυτόν υ¬πήρχαν αναρίθμητοι μέσα στό στρατόπεδο. Συνηθισμένη ιστορία. Μέλος του Κόμματος από τά δεκαεπτά του χρόνια,Μέ τή ν υπογραφή του έστειλε στό θάνατο χι¬λιάδες... Καί τώρα τον έστειλαν νά πεθάνει στό Ειδικό. Νά πεθάνει, όπως τόσοι άλλοι πού βρέθηκαν έκεί, εϊτε από ψευδείς καταδόσεις εχθρών τους είτε γιά κάποια α¬πρόσεκτη κουβέντα τους, είτε γιά τήν πίστη τους είτε, τέλος, γιατί άπλα έπρεπε νά φύ¬γουν άπό τή μέση, ώστε νά μήν εμποδίζουν τήν ανάδειξη κάποιων άλλων στά κρατικά αξιώματα.
Ό π. Αρσένιος, μόλις άκουσε τό όνομα του - Αλέξανδρος Παύλοβιτς' Αφσένκωφ -, τόν θυμήθηκε. Ηταν ένας άνθρωπος γιά τόν οποίο έγραφαν συχνά οι εφημερίδες. Ηταν όμως και εκείνος πού υπέγραψε την καταδί¬κη τοϋ π. Αρσενίου
Ό Άφσένκωφ έπρεπε νά ήταν γύρω στά σαρανταπέντε, έδειχνε όμως πολύ μεγαλύτε¬ρος. Οι κακουχίες, ή πείνα, ή εξουθενωτική δουλειά, οι ξυλοδαρμοί, τό φάσμα τοΰ θα¬νάτου πού ήταν διαρκώς μπροστά του, όλα τούτα τόν είχαν καταρρακώσει - πάνω άπ' όλα όμως ένα αβάσταχτο αίσθημα ένοχης. Για¬τί, λίγον καιρό πρίν, έστελνε ό ίδιος άλλους ανθρώπους σ' αυτόν εδώ τόν καταραμένο τό¬πο.
Τώρα όμως;... Τώρα οδυνηρά συνειδητο¬ποίησε τήν πλάνη του. Βλέποντας τό δράμα των συγκρατουμένων του, ζώντας καί ό ίδιος τό δικό του δράμα, συναισθάνθηκε πόσο φρι¬κτό έργο επιτελούσε, στέλνοντας στό θάνα¬το χιλιάδες αθώους... Αθώους!...
Μέ τόν π. Αρσένιο συνδέθηκε στενά. Τόν αγάπησε βαθιά γιά τήν καλοσύνη καί τή φιλευσπλαχνία του.
-Τί άνθρωπος ειστ' έσείς, π. Αρσένιε! του έλεγε. Ψυχούλα!. Ιδεολογικά μας χωρίζει χάσμα. Κανο¬νικά θά έπρεπε νά βρισκόμαστε σέ πάλη...
Ό π. Αρσένιος χαμογελούσε καί τόν ρωτούσε:
- Μά γιά πέστε μου, γιατί πολεμήσατε; Ε;... Νά, πολεμούσατε, πολεμούσατε... καί τώρα κατάπιε κι εσάς καί τήν ιδεολογία σας τούτο δω τό στρατόπεδο! Ή δική μου πίστη στο Χριστό, όμως, καί εκεί, στην ελευθερία, ήταν μαζί μου καί εδώ μέ ακολουθεί. Ό Θεός είναι παντού καί βοηθάει όλους τους ανθρώπους, όπου κι άν βρίσκονται. Πιστεύω ότι θά βοηθήσει κι εσάς(Π.ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ -εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
-