Έξαλλου και αύτη ή σωματική ανάπαυση πού επιζητούν μερικοί δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση. "Ισα-ίσα πού ξεχνούν το άγχος τους εκείνη την ώρα. "Εχουν το φαγητό τους, το γλυκό τους, το μπάνιο τους, την ξεκούραση τους. Μόλις όμως τελειώσουν αυτά, ζητούν άλλη ανάπαυση. "Ετσι είναι συνέχεια στενοχωρημένοι, γιατί πάντα κάτι τους λείπει· νιώθουν ένα κενό και ή ψυχή τους ζήτα να το συμπλήρωση. Ένώ αυτός που κουράζεται με την δουλειά έχει μια συνεχή χαρά, την πνευματική χαρά.
- "Αν κανείς τρώη, πίνη, κοιμάται και δεν δουλεύη, παθαίνει ένα ξεβίδωμα και θέλει όλο να κοιμάται, γιατί το σώμα του, τα νεύρα του, χαλαρώνουν. Φθάνει σιγά-σιγά να μην μπορή να κάνη τίποτε. Μόλις περπατήση λίγο, κόβεται. Ενώ, αν δούλεψη λίγο και κινηθή, δυναμώνει και στα πόδια και στα χέρια. Βλέπεις, αυτοί που αγαπούν την δουλειά, δεν κοιμούνται πολύ ή, από κούραση, μπορεί και καθόλου να μην κοιμηθούν, αλλά έχουν δυνάμεις, γιατί με την δουλειά ψήνονται και δυναμώνουν σωματικά.
Ή δουλειά, ειδικά για τον νέο, είναι υγεία. "Εχω παρατηρήσει ότι μερικά καλομαθημένα παιδιά, όταν πάνε στον στρατό, ψήνονται, σκληραγωγούνται. Ό στρατός τους κάνει πολύ καλό. Φυσικά αυτό περισσότερο γινόταν παλιά. Σήμερα φοβούνται να ζορίσουν τους στρατιώτες, γιατί με λίγο ζόρισμα κόβουν τις φλέβες, παθαίνουν νευρικό κλονισμό... Εγώ λέω στους γονείς να πληρώνουν κάποιον και να στέλνουν τα παιδιά τους σ" αυτόν να δουλεύουν, για να έχουν την υγεία τους - φθάνει να κάνουν μια δουλειά πού να την αγαπούν. Γιατί ένας νέος που έχει νεύρο, έχει και μυαλό, αν δεν δουλεύη, γίνεται νωθρός. "Οταν μάλιστα βλέπη τους άλλους να προκόβουν, μπερδεύεται από τον εγωισμό του και δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Συνέχεια έχει λογισμούς και το μυαλό του κουρκουτιάζει. "Υστερα πάει και ό διάβολος και του λέει: «Χαμένε, τί ανεπρόκοπος πού είσαι! Ό τάδε έγινε καθηγητής, ό άλλος έχει δική του δουλειά και βγάζει χρήματα, εσύ που θα κατάληξης;», οπότε τον απελπίζει. Ενώ, αν δούλεψη, θα απόκτηση εμπιστοσύνη στον εαυτό του, με την καλή έννοια. Θα δη ότι και αυτός μπορεί να τα βγάλη πέρα, αλλά και το μυαλό του θα άπασχολήται στην δουλειά και θα γλιτώνη από τους λογισμούς. Γίνονται έτσι δυο καλά. (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ,-π.Παϊσίου.εκδ.Ι.Μ.Αγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή.)
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός σε μια σκήτη ήταν πρόθυμος στην προσευχή, αλλά αμελής σ' όλα τ' άλλα. Μια μέρα πήγε ό διάβολος σ' ένα από τους εκεί Πατέρας και του είπε με ειρωνεία:
-Τί παραδοξολόγοι πού είσαστε σεις οι άνθρωποι.
-Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.
-Να, ό τάδε Μοναχός αίφνης με κρατά κάτω από τη μασχάλη του και με σφίγγει δυνατά να μη του φύγω, κάνοντας όλα μου τα θελήματα. Κι' υστέρα στέκεται ώρες ολόκληρες καί λέγει στο Θεό: «απάλαξέ με από του πονηρού».(ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ.Θ,Χαμπάκη)
* * *
«Δεν θέλω να γίνω καλύτερος από κανένα. Μου αρκεί να γίνω καλύτερος από το χθεσινό εαυτό μου...»
Εμφάνιση της Παναγίας
Τό 1780 ο Άγ.Σεραφειμ του Σαρώφ ασθένησε βαρεία. Πρήσθηκε όλο του το σώμα, ώστε υπέφερε φρικτούς πόνους καί έμεινε ακίνητος πάνω στο σκληρό του κρεβάτι. Ιατρός δεν υπήρχε καί κανένα φάρμακο δεν τον βοήθησε. Κατά τα φαινόμενα έπασχε από υδρωπικία πού κράτησε τρία χρόνια, από τα οποία τον ενάμισυ τον πέρασε κατάκοιτος. Όλο αυτό το διάστημα δεν βγήκε από το στόμα του ούτε μια λέξη γογγυσμού. Ολόκληρος, με την φυχή καί το σώμα, είχε παραδοθή στον Κύριο καί προσευχόταν αδιάλειπτα, ποτίζοντας την κοίτη του με τα δάκρυα του...
Τελικά, φοβούμενος για την ίδια τη ζωή του αρρώστου, ό Ηγούμενος π. Παχώμιος πρότεινε αποφασιστικά στον ασθενή να καλέσουν ίατρό, αλλά ο Αγ.Σεραφειμ, ακόμα αποφασιστικότερα, αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. «Πάτερ άγιε, του είπε, εγώ αφιερώθηκα στον Κύριον ημών Ίησουν Χριστόν καί στην "Αχραντη Μητέρα του· καί αν ή αγάπη σας εύαρεστηται, έφοδιάστε με με το ουράνιο φάρμακο, τη θεία Κοινωνία». Ύστερα από την παράκληση του άρρωστου έγινε ολονύκτια αγρυπνία καί Λειτουργία, όπου συγκεντρώθηκαν οί αδελφοί καί προσευχήθηκαν για τον πάσχοντα.
Μετά τη Θεία Λειτουργία, ο Άγ.Σεραφειμ, όπως ήταν κατάκοιτος, έξωμολογήθηκε καί κοινώνησε των Άχράντου Χρίστου Μυστηρίων. Καί να, μετά τη θεία Μετάληψη του εμφανίστηκε ή Ύπεραγία Θεοτόκος μέσα σε άρρητο φως, συνοδευομένη από τους Αγίους Αποστόλους Ιωάννη το θεολόγο καί Πέτρο. Στρέφοντας το θείο πρόσωπο της προς τόν Ιωάννη έδειξε τον Σεραφειμ καί είπε: «Αυτός είναι από το γένος μας!». Κατόπιν ακούμπησε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του αρρώστου καί αυτοστιγμεί το υγρό, το οποίο είχε γεμίσει το σώμα του, άρχισε να ρέη ποταμηδόν από ένα άνοιγμα πού δημιουργήθηκε στον δεξιό του μηρό. Ό Πρόχορος σύντομα θεραπεύτηκε εντελώς, καί μόνο το σημάδι της πληγής, από την οποία έτρεξε το υγρό, έμεινε στο σώμα του για πάντα. (Άρχιμ. Ίουοτ. Πόποθιτς. Όσ Σεραφείμ του Σάρωφ βίος σ. 14-15).
* * *
Εκλογή επαγγέλματος
- Γέροντα, μερικοί γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους προς το δικό τους επάγγελμα, και μάλιστα πολλές φορές γίνονται πιεστικοί.
- "Οχι, δεν κάνουν καλά. Δεν πρέπει να πιέζουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό πού αναπαύει τους ίδιους, αν αυτό δεν άναπαύη και εκείνα. Γνώρισα έναν νέο πού ήθελε να σπουδάση θεολογία και να γίνη ιερέας. Ή μάνα του όμως δεν τον άφηνε· τον πίεζε να πάη ιατρική. Το παιδί είχε μάθει βυζαντινή μουσική και έψελνε. Είχε κάνει μόνος του και £να όργανο μουσικό καί εύρισκε τους ήχους. "Ηξερε τα μουσικά άπ' έξω. Είχε χάρισμα. "Εφτιαχνε τροπάρια, ακολουθίες... Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις καί πέρασε στην Θεολογική Σχολή. Ή μάνα του έπαθε νευρικό κλονισμό από την στενοχώρια της. Ερχόταν ύστερα και με παρακαλούσε: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, να γίνω καλά, καί ας κάνη ο,τι θέλει το παιδί μου». Μόλις έγινε καλά, πάλι δεν τον άφηνε να κάνη αυτό
πού ήθελε. "Υστερα καί αυτός τα παράτησε όλα, καί τελικά χαραμίστηκε. (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ,-π.Παϊσίου.εκδ.Ι.Μ.Αγ.Ι.Θεολόγου-Σουρωτή.)
* * *
ΉΤΑΝΕ κάποιος πολυφημισμένος πλούσιος που οι άνθρωποι τον τιμούσανε πολύ.
Κάποτε λοιπόν παρουσιάσθηκε στο αρχοντικό του ό ίδιος ό Χριστός, με το πρόσωπο και με το παρουσιαστικό ενός φτωχού γέροντα, που ήτανε γνώριμος του πλουσίου και παρεκάλεσε το θυρωρό, να πάη να του πει ότι ήλθε ό τάδε γνώριμος του. Κι’αυτός μόλις και μετά βίας έπείσθηκε και πήγε να μήνυση στον Άρχοντα για τον ερχομό του.
Τον βρήκε λοιπόν να κουβεντιάζει με κάποιους ξένους, κι' αφού περίμενε λιγάκι, του είπε για τον φτωχό το γέρο. Κι’ εκείνος του αποκρίθηκε Θυμωμένα. Δεν με βλέπεις πώς κουβεντιάζω με ξένους ανθρώπους; "Αφησε με ήσυχο, και πήγαινε στη δουλειά σου. Κι εκείνος έντράπηκε κι' εφυγε' και γυρίζοντας είπε στο γέρο φτωχό αυτά που του εΐπεν ό προεστός του.
Και ό Χριστός μας και Κύριος μας, σαν μακρόθυμος που είναι και άνεξίκακος, έστάθηκε ώρες πολλές ακόμη στο θυρωρείο. Καϊ στις πέντε το βράδυ, έφθασε κάποιος άρχοντας καΐ πλούσιος, όπως έφαινότανε. Κι' αμέσως ό Θυρωρός μόλις έκτύττησε την πόρτα έτρεξε στον πλούσιο και του το είπε. Κι αυτός κατέβηκεν ό ιδίας κάτω στο Θυρωρείο, για να τον προϋπάντηση. Μόλις λοιπόν τον είδε ό πολυεύσπλαγχνος και ταπεινόφρονας Κύριος μας, έτσι, όπως ήτανε, με την όψη του γέρο φτωχού, τον πλησίασε διακριτικά και του εΐπε
-Σε παρακαλώ να με δεχθείς, γιατί θέλω να σου εξαγορευθώ κάτι.
Κι’ αυτός, ούτε καταδέχθηκε να του δώση απάντηση" γιατί έβιαζότανε να πάει να έτοιμάση το τραπέζι και τα φαγητά για τον ξεχωριστό επισκέπτη. Άφού λοιπόν ό άρχοντας με τον πλούσιο έφαγαν καλά καλά, έτοιμάσθηκεν εκείνος να φυγή. Κι’ο Άρχοντας τον συνόδευσε τιμητικά ως την πόρτα, λησμονώντας όλως διόλου τον φτωχό το γέρο, που τον περίμενε υπομονετικά στο θυρωρείο ώρες πολλές. Όταν λοιπόν έβράδυασε πλέον, επειδή κανένας δεν φάνηκε να τον καλέσει, ούτε και τοΰδωκε κανείς προσοχή, ξαναπλησίασε το Θυρωρό και του παράγγειλε να πει στον Κύριό του αυτά:
«Άφού Θέλεις τις δόξες και τις τιμές τών' άνθρώπων, εγώ Θα σου στέλλω από τα τέσσερα σημεία της γης, κόσμο πολύ να σε επισκέπτεται και να σε βλέπη και να σε δοξάζει. Επειδή αυτό εσύ λαχταράς, και αυτό Θέλεις. Τα αγαθά όμως της Βασιλείας μου δεν θα τα γευθείς ποτέ σου. Κι' απ’ αυτά τα λόγια γνωρίσθηκε, πώς ήτανε ο Χριστός
ΟΤΑΝ νέο παιδί πήγα στο Άγιον Όρος ΄έγινα τότε άλλος, καινούργιος, διαφορετικός. "Ο,τι έβλεπα, το έκανα προσευχή. Το γύριζα στον εαυτό μου. Γιατί το πουλί ψάλλει καί δοξολογεί τον Πλάστη; "Ηθελα να το κάνω κι εγώ. Το ίδιο καί με τα λουλούδια. Τα λουλούδια τα καταλάβαινα άπ' τίς μυρωδιές καί το άρωμα τους το άκουγα από μισή ώρα μακριά. Παρατηρούσα τα χόρτα, τα δέντρα, τα νερά, τα βράχια. "Α! με τα βράχια μιλούσα. Πόσα είχαν δει αυτά! Τα ρωτούσα καί μου λέγανε δλα τα μυστικά των Καυσοκαλυβίων. Κι εγώ συγκινιόμουν και κατανυγόμουν. Τα έβλεπα όλα με την χάρι του Θεού. Έβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Συχνά πήγαινα στο δάσος. Πολύ μ' ενθουσίαζε να περπατώ ανάμεσα άπ' τίς πέτρες καί τα σχοίνα, τα μικρά καί τα μεγάλα δέντρα.» (Βίος και Λόγοι π.Πορφυρίου .εκδ.Ι.Μ.Χρυσοπηγής)
* * *
Ό καθένας να αξιοποίηση πνευματικά το χάρισμα που έχει.
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ που έχει ο κάθε άνθρωπος πρέπει να το αξιοποίηση στο καλό, γιατί ο Θεός, για να του το δώση, έχει και απαιτήσεις. Το μυαλό λ.χ. είναι μια δύναμη, αλλά, ανάλογα με το πώς το χρησιμοποιεί ό καθένας, μπορεί να κάνη καλό ή κακό. "Ενας που έχει πολλή εξυπνάδα, αν την χρησιμοποίηση σωστά, μπορεί να κάνη
εφευρέσεις πού θα βοηθούν τον κόσμο. Αν όμως δεν την χρησιμοποίηση σωστά, μπορεί να έφευρίσκη, ας ύποθέσουμε, πώς να ληστεύη τον άλλον. Ή αυτοί πού κάνουν γελοιογραφίες σε εφημερίδες κ.λπ., σε μια γελοιογραφία, σε ένα σκίτσο, κρύβουν ολόκληρο γεγονός. Και αν αυτό έχη σχέση με εκκλησιαστικά θέματα κ.λπ., μπορεί να κρύβη και ολόκληρη θεολογία. Μερικοί από αυτούς, αν σπούδαζαν θεολογία, επειδή ό νους τους παίρνει στροφές, θα μπορούσαν να εμβαθύνουν πολύ στα θεια νοήματα. Θα αξιοποιούσαν δηλαδή αυτήν την ευστροφία, θα την αγίαζαν, και θα βοηθούσαν και τον εαυτό τους χαί τους άλλους. Ενώ τώρα πολλοί κάνουν αρνητικό έργο- αν είναι αισχροί, αισχρό, αν είναι γελοίοι, γελοίο. "Οσοι δηλαδή έχουν κάποια ιδιαίτερη ικανότητα, θα γίνουν ή χρήσιμοι ή καταστρεπτικοί. Ενώ όσοι δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη ικανότητα, δεν μπορούν βέβαια να κάνουν κάποιο μεγάλο καλό , αλλά τουλάχιστον δεν μπορούν να κάνουν ούτε μεγάλο κακό.
* * *
Φωτεινά καί κατάμαυρα πρόσωπα
"Ενας άγιος Επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσει το λαό, ε6λεπε να πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο ή μ' εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
"Αλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα καί φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι εύλάδεια. Αυτούς ή θεία Κοινωνία τους λάμπρυνε περισσότερο.
Ό επίσκοπος παρακάλεσε το Θεό να του εξηγήσει αυτό το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε καί του είπε:
-"Οσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο καί λευκή στολή, είναι αγνοί καί καθαροί, δίκαιοι καί σπλαχνικοί. Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι' αυτό τους επισκιάζει ή θεία χάρη. Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. "Οσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί καί άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν να πλησιάσουν με ενοχή συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ό ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιο του κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία»(Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θ.Λειτουργία,εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
-