Ο μακάριος Εύλόγιος, κεντρισμένος από τον θείο ερωτά, εγκατέλειψε τους κοσμικούς θορύβους, τίς δόξες, την μόρφωση, τα πλούτη καί ακολούθησε τον έξης δρόμο για την σωτηρία του:
Βρήκε στην αγορά της πόλεως έναν ανάπηρο χωρίς χέρια καί πόδια. Άφού συλλογίσθηκε την δυστυχία του, προσευχήθηκε καί έδωσε ύπόσχεσι στον Θεό;
- Κύριε, στο όνομα Σου, παίρνω αυτόν τον σακάτη καί τον περιποιούμαι μέχρι θανάτου, για να σωθώ μ'αυτή την προσφορά. Χάρισε μου υπομονή να τον ύπηρευτώ.
Τον πλησίασε έπειτα καί του είπε:
-Θέλεις να σε πάρω στο κελλί μου καί να σε υπηρετώ;
-Με πολλή χαρά, απήντησε εκείνος.
Τον πήρε λοιπόν ό Εύλόγιος οτό κελλί του καί τον φρόντιζε: Τον έτρεφε, τον έλουζε, τον έντυνε, τον παρηγορούσε, τον περιέθαλπε. Με τίς περιποιήσεις αυτές ό ανάπηρος υπέμεινε καρτερικά την κατάστασί του καί άνπμετώπιζε τον Εύλόγιο μ' ευγνωμοσύνη. "Επειτα όμως από δεκαπέντε χρόνια, τον κυρίευσε πνεύμα ακηδίας καί εξεγέρθηκε εναντίον του. "Αρχισε να τον περιλούζει με βρισιές καί κοροί'δίες;
«- Παλιάνθρωπε, δραπέτη, έκλεψες ξένα χρήματα καί θέλεις να σωθείς προσφέροντας μου υπηρεσία, Πήγαινε με πάλι στην πόλι, στην αγορά πού με βρήκες.»
"Αλλοτε απαιτούσε:
-Θέλω κρέας
Του έφερνε ό Εύλόγιος κρέας, αλλά εκείνος δεν ησύχαζε. Φώναζε:
-Δεν αναπαύομαι. Θέλω να Βλέπω κόσμο. Θέλω να ξαναπάω στην αγορά. Πήγαινε με εκεί πού με βρήκες.
Απελπισμένος ό Εύλόγιος κατέφυγε στους γειτονικούς μοναχούς καί τους λέει:
- Τί να κάνω, πού αυτός ό σακάτης με έχει φέρει σεάπόγνωσι; Να τον εγκαταλείψω; Έχω δώσει ύπόσχεσι στον Θεό.. Να μην τον εγκαταλείψω; Μου κάνει μαύρη την ζωή. Δεν ξέρω λοιπόν, τί να κάνω.
Κι εκείνοι του λένε:
-'Εφ' όσον ζει ό Μ. Αντώνιος, τί ρωτάς εμάς; Πάρε τον σακάτη, πήγαινε στην σπηλιά του καί ρώτησε τον.Καί ό,τι σου πει, κάνε υπακοή, γιατί μιλάει ό Θεός με το στόμα του.
Τους ακούσε, πήρε τον ανάπηρο καί πήγε στον Όσιο. Εκείνος τον χαιρέτησε με τό όνομα του, ενώ δεν τον είχε ξαναδεί. Καί τον ρώτησε:
- Γιατί ήρθες εδώ;
- Αυτός πού σου αποκάλυψε το όνομα μου, απάντησε ό Εύλόγιος, θα σου αποκάλυψε καί το πρόβλημαμου.
- Γνωρίζω γιατί ήρθες! 'Αλλά πες το καί συ, για να το ακούσουν καί οι αδελφοί πού είναι εδώ
«Βρήκα στην αγορά αυτόν τον σακάτη καί έδωσα ύπόσχεση στον Θεό να τον περιθάλψω, ώστε καί εγώ να σωθώ μ' αυτόν καί αυτός μ' εμένα. Επειδή όμως έπειτα από δεκαπέντε χρόνια μ' έφερε σε μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα να τον εγκαταλείψω. Γι’ αυτό ήρθα στην οσιότητά σου. Να με συμβουλεύσεις τί πρέπει να κάνω. Καί να προσευχηθείς για μένα, γιατί πολύ υποφέρω. Του λέει με σοβαρό ύφος ό Οσιος:
-"Ωστε θέλεις να τον εγκατάλειψης... Αυτός όμως πού τον έπλασε, δεν τον εγκαταλείπει. "Αν εσύ τον εγκατάλειψεις, θα βάλη έναν καλύτερο σου να τον περιμαζέψει.
Ό Εύλόγιος στα λόγια αυτά σιώπησε. Ό όσιος γύρισε τότε προς τον ανάπηρο καί άρχισε να τον μαστιγώνει με την παιδαγωγική του γλώσσα:
- "Αθλιε, ανάξιε του ουρανού καί της γης, δεν παύεις να θεομαχείς; Δεν ξέρεις ότι ό ίδιος ό Χριστός σε υπηρετεί; Πώς τολμάς να τα βάλεις με τον Χριστό; Στο όνομα του Χρίστου δεν σε περιποιείται ό Εύλόγιος;
Έπειτα τους πήρε καί τους δύο καί τους συμβούλευσε:
— Πηγαίνετε καί μη χωρισθήτε μεταξύ σας. Ό Θεός θα σας οίκονομήσει. Σάς ήρθε πειρασμός, γιατί καί οί δύο βαδίζετε προς το τέλος των αγώνων σας καί πρόκειται να βραβευθήτε με στεφάνια υπομονής. Μη λοιπόν χωρίσετε, καί όταν θα έρθη ό άγγελος, να σας βρή στον τόπο της ασκήσεως σας.
Συγκινημένοι εκείνοι με τα λόγια αυτά γύρισαν γρήγορα στο κελλί τους καί συνέχισαν τον αγώνα τους. Καί σε σαράντα ημέρες έκοιμήθη ό Εύλόγιος. Καί σε άλλες τρείς έκοιμήθη καί ό ανάπηρος.(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι-Εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου.)
* * *
Κάποτε ένας προσκυνητής από τη Μυτιλήνη παρέδωσε στον βουρδουνάρη — επιστάτη των ζώων - της Νέας Μονής της Χίου ένα φορτίο λάδι για το μοναστήρι. Ό βουρδουνάρης φόρτωσε ένα μουλάρι καί ξεκίνησε.
"Οταν έφθασαν στο εκκλησάκι του αγίου Φανουρίου, σε μια κακοτοπιά, το ζώο παραπάτησε καί γκρεμίστηκε στο βάραθρο μέχρι το ποτάμι. Ό βουρδουνάρης, βέβαιος πώς σκοτώθηκε, δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε όμως στους μοναχούς το θλιβερό επεισόδιο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκαν στην πύλη της μονής χτυπήματα καί χλιμιντρίσματα. Τρέχει ό πορτάρης ν' ανοίξει, καί αντικρύζει το μουλάρι πού είχε γκρεμιστεί. Το πιο θαυμάσιο ήταν, πώς είχε φορτωμένα στην πλάτη τα τουλούμια με το λάδι ακέραια. Ό πορτάρης το έβαλε μέσα καί το ξεφόρτωσε. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξο: Το ζώο έπεσε αμέσως στη γη νεκρό. Είχε πια εκπληρώσει την αποστολή του.(Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας .Εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
-