Οι μητέρες ξέρουν να αγχώνονται, να συμβουλεύουν, να λένε πολλά, αλλά δέν έμαθαν να προσεύχονται. Οι πολλές συμβουλές καί υποδείξεις κάνουν πολύ κακό. "Οχι πολλά λόγια στα παιδιά. Τα λόγια χτυπάνε στ' αυτιά, ενώ ή προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Προσευχή χρειάζεται, με πίστη δίχως άγχος, αλλά καί καλό παράδειγμα.
Πολλή προσευχή καί λίγα λόγια σε όλους. Να μη γινόμαστε ενοχλητικοί, αλλά να προσευχόμαστε μυστικά καί μετά να μιλάμε κι ό Θεός θα μας βεβαιώνει μέσα μας αν ή ομιλία μας εΐναι δεκτή στους άλλους. "Αν δεν είναι πάλι, δεν θα μιλάμε. Θα προσευχόμαστε μυστικά μόνο. Διότι καί με το να μιλάμε, γινόμαστε ενοχλητικοί καί κάνομε τους άλλους ν' αντιδρούν καί καμιά φορά ν1 αγανακτούν. Γι' αυτό πιο καλά είναι να τα λέει κανείς μυστικά στην καρδιά των άλλων παρά στ' αυτί τους, μέσω της μυστικής προσευχής.
"Ακου να σου πω: να προσεύχεσαι καί μετά να μιλάεις. "Ετσι να κάνεις στα παιδιά σου. "Αμα διαρκώς τους δίδεις συμβουλές, θα γίνεις βαρετή κι όταν θα μεγαλώσουν, θα αισθάνονται ένα είδος καταπιέσεως. Να προτιμάς, λοιπόν, την προσευχή. Να τους μιλάς με την προσευχή. Να τα λές στον Θεό κι ό Θεός θα τα λέει μέσα τους. Δηλαδή, δεν πρέπει να συμβουλεύεις τα παιδιά σου έτσι, με φωνή πού να την ακούνε τ' αυτιά τους. Μπορείς να το κάνεις κι αυτό, αλλά προπάντων πρέπει να μιλάς για τα παιδιά σου στον Θεό. Να λέεις: "Κύριε Ίησού Χριστέ φώτισε τα παιδάκια μου. Εγώ σε Σένανε τα αναθέτω. Εσύ μου τα έδωσες, μα κι εγώ είμαι αδύναμη, δεν μπορώ να τα κατατοπίσω· γι' αυτό, Σε παρακαλώ, φώτισε τα . Κι ο Θεός Μα τους μιλάει και θα λένε: ""Ωχ, δεν έπρεπε να στενοχωρήσω την μαμά μ' αυτό πού έκανα!". Καί αυτό θα βγαίνει από μέσα τους με την χάρι του Θεοΰ».
Αυτό είναι το τέλειο. Να μιλάει ή μητέρα στον Θεό κι ό Θεός να μιλάει στο παιδί. "Αν δεν γίνει έτσι, πες, πες πες... Ολο «άπ' τ' αυτί», στο τέλος γίνεται ένα είδος καταπιέσεως. Κι όταν το παιδί μεγαλώσει, αρχίζει πλέον να αντιδράει, δηλαδή να εκδικείται, τρόπον τίνα, τον πατέρα του, την μητέρα του, πού το καταπίεσαν. Ενώ ένα είναι το τέλειο· να μιλάει ή εν Χριστώ αγάπη καί ή αγιοσύνη του πατέρα καί της μητέρας. Ή ακτινοβολία της αγιοσύνης καί όχι της ανθρώπινης προσπάθειας κάνει τα παιδιά καλά.
"Οταν τα παιδιά είναι τραυματισμένα καί πληγωμένα από κάποιο σοβαρό ζήτημα, να μην επηρεάζεσθε πού αντιδρούν καί μιλούν άσχημα. Στην πραγματικότητα δεν το θέλουν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς στίς δύσκολες στιγμές. Μετά μετανιώνουν. "Αν, όμως, εσείς εκνευρισθείτε καί θυμώσετε, γίνεσθε ένα με τον πονηρό καί σας παίζει όλους. (Γερ.Πορφυρίου Λόγοι περι αγωγής των παιδιών. εκδ.Ι.Μ.Χρυσοπηγής-Χανιά )
* * *
Παντού μπορεί να αγιάσει κανείς. Καί στην Όμόνοια μπορεί να αγιάσει, αν το θέλει. Στην εργασία σας, οποία κι αν είναι, μπορείτε να γίνετε άγιοι. Με την πραότητα, την υπομονή, την αγάπη. Να βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, με ενθουσιασμό καί αγάπη, προσευχή καί σιωπή. "Οχι να έχετε άγχος καί να σας πονάει το στήθος. (Γερ.Πορφυρίου Λόγοι περι Πνευματικής ζωής. εκδ.Ι.Μ.Χρυσοπηγής-Χανιά )
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ένας τίμιος νέος, ό Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα από την πόλη στο χωριό του.
Στόν δρόμο συνάντησε κι άλλους οδοιπόρους, κι έτσι βάδιζαν όλοι μαζί συντροφιά. Κάποια στιγμή διέκριναν μακριά μερικούς νεαρούς, πού μετέφεραν αλεύρι από τον μύλο. Ή παρέα του Στέφανου μπήκε σε πειρασμό.
-Δεν τους κλέβουμε το αλεύρι; είπαν μεταξύ τους.Κανείς δεν μας Βλέπει.Θα το μοιραστούμε καί θα το μεταφέρουμε στα σπίτια μας.
Όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Στέφανο.
-Είναι αμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι υστέρα, δεν θα ξεφύγουμε τη δικαιοσύνη. Θα τιμωρηθούμε σαν ληστές καί κακοποιοί.
Εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι. Κι όταν πλησίασε ή λεία τους, επιτέθηκαν στα παιδιά, τα έδειραν καί άρπαξαν το αλεύρι.
Οί νεαροί, δαρμένοι καί κακοποιημένοι, πήγαν στα σπίτια τους καί διηγήθηκαν το επεισόδιο. Ύστερα ειδοποίησαν τον διοικητή, τον Σίμωνα Μπάιλο, κι εκείνος έστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τους κακοποιούς. Οί στρατιώτες συνέλαβαν σαν ύποπτο μόνο τον Στέφανο, γιατί οί άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Εκείνος βάδιζε αμέριμνος, έχοντας πεποίθηση στην αθωότητα του. Απολογήθηκε στους στρατιώτες με ειλικρίνεια, αλλά δεν τον πίστεψαν. Τον έδεσαν καί τον έκλεισαν στη φυλακή.
Όταν τον οδήγησαν στον κριτή, ομολόγησε πάλι την αλήθεια:
- Βάδιζα με τους ληστές, αλλά μέρος στη ληστεία δεν έλαβα.. ΄Αδικα με κατηγορείτε.
Ό δικαστής όμως δεν τον πίστεψε καί τον καταδίκασε.
- Ποια τιμωρία προτιμάς, τον ρώτησε, να σου κόψουν τα χέρια ή να σου βγάλουν τα μάτια;
Κι εκείνος, περίλυπτος, προτίμησε τη δεύτερη, γιατί του φάνηκε λιγότερο οδυνηρή.
Με θρήνους καί όδυρμούς οδηγήθηκε στον τόπο της καταδίκης, όπου εκτελέστηκε ή φοβερή απόφαση.
Ό Στέφανος τώρα, ανίκανος για μετακινήσεις, χειραγωγείται από τη μητέρα του. Δεκαοχτώ μίλια από την πρωτεύουσα του νησιού ήταν χτισμένη ή παραθαλάσσια πόλη Κασσιώπη. Ήταν γνωστή για ένα ναό της Θεοτόκου, από τον όποιο περνούσε πλήθος λάου καί προσκυνούσαν τη θαυματουργή της εικόνα.
Ό Στέφανος αποφασίζει καί πηγαίνει στην πόλη αυτή. Θα μένει στον ναό της Θεοτόκου καί θα ζητά ελεημοσύνη από τους φιλάνθρωπους. Προσκύνησε με τη μητέρα του τη θαυματουργή Εικόνα καί παρακάλεσε τον διακονητή μοναχό να του παραχωρήσει ένα κελλάκι για τη διαμονή του.
Την πρώτη βραδιά έμειναν μέσα στην Εκκλησία. Ή μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε αμέσως. Ό ίδιος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει από τους πόνους.
Κάποια στιγμή τον πήρε ένας ύπνος ελαφρός. Νοιώθει τότε δυο χέρια να τον ακουμπούν καί να ψηλαφούν τις κόγχες των ματιών του. Ήταν τόσο αισθητό, ώστε ξύπνησε αμέσως καί αναρωτιόταν ποιος να τον είχε αγγίξει.
Καί τότε Βλέπει μπροστά του μια γυναίκα λαμπροφορεμένη καί λουσμένη στο φως. Στάθηκε λίγο κι υστέρα εξαφανίστηκε. Γυρίζει ό Στέφανος καί βλέπει τα καντήλια αναμμένα. Ξυπνάει τη μητέρα του καί τη ρωτάει:
Ποιος άναψε τα καντήλια;
- Σώπα καί κοιμήσου, του λέει εκείνη, νομίζονταςπώς το παιδί της ονειρεύεται.
Εκείνος όμως επέμενε:
Βλέπω την εικόνα της Θεοτόκου. Δεν είναι φαντασίες αυτά πού λέω!
Τότε ή μητέρα ανασηκώθηκε καί κοίταξε με ανησυχία καί λαχτάρα το πρόσωπο του. Ναί, δεν την απατούσαν τα μάτια της :Οί κόγχες του παιδιού της στολίζονταν από δυο γαλανά μάτια! Ενώ, πρίν την τύφλωση, τα μάτια του Στέφανου ήταν μαύρα! Αμέσως, μητέρα καί νιος ευχαρίστησαν με δάκρυα χαράς την Ύπεραγία Θεοτόκο για τη γρήγορη επέμβαση της.
Από τον θόρυβο πήρε είδηση ό νεωκόρος μοναχός κι έτρεξε στον ναό για να δει τί συμβαίνει. Τ' ολοφάνερο θαύμα τον συγκλόνισε κι έφυγε γρήγορα για τη χώρα, για ν' αναγγείλει το γεγονός στον διοικητή Εκείνος, παραξενεμένος, πήρε μαζί του τους προκρίτους της Κέρκυρας κι επισκέφθηκε τον Στέφανο. Είδε τα νέα μάτια στίς κόγχες τους καί θαύμασε. Είδε ακόμη, σαν απόδειξη, καί το σημάδι στα Βλέφαρα του από το πυρακτωμένο σίδερο.
Μέσα του όμως ό διοικητής είχε καί κάποια αμφιβολία. Γ’αυτό, όταν επέστρεψε στη χώρα, καλεί τον δήμιο και τον ρωτάει:
- Έβγαλες, πραγματικά, τα μάτια του Στέφανου, όπως είχα διατάξει;
- Βεβαίως τα έβγαλα, Βρίσκονται ακόμη μέσα σε μία λεκάνη. Όρίστε!
Ό Μπάιλος κοίταξε ανήσυχος τη λεκάνη. Πράγματι μέσα σ' αυτήν υπήρχαν δυο μάτια, καί μάλιστα μαύρα μάτια, όχι γαλανά, σαν κι αυτά πού είχε τώρα ό Στέφανος.
Ή αλήθεια αποδείχθηκε με τον πιο εύγλωττο καί πειστικό τρόπο. Κι ό ηγεμόνας, αφού ειδοποίησε να φέρουν τον Στέφανο, του ζήτησε συγνώμη καί τον αποζημίωσε με πλούσια δώρα. Τέλος, ανακαίνισε μ' επιμέλεια τον περίβολο του ίερού Ναού της Θεοτόκου. .(Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας .Εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου)
* * *
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Γέροντα Παίσιε, παλιά έλεγαν: «Καλύτερα να λειώνης σόλες παρά κουβέρτες». Τι εννοούσαν;
-Ηθελαν να πουν: «Καλύτερα να λειώνης σόλες δουλεύοντας παρά να μένης στο κρεβάτι τεμπελιάζοντας». Ή δουλειά είναι ευλογία, είναι δώρο θεού. Δίνει ζωντάνια στο σώμα, φρεσκάδα στον νου. Εάν δεν έδινε ό Θεός την δουλειά, θα μούχλιαζε ό άνθρωπος. "Οσοι είναι εργατικοί, ακόμη και στα γεράματα τους δεν σταματούν να δουλεύουν. "Αν σταματήσουν την δουλειά, ενώ ακόμη έχουν δυνάμεις, μελαγχολία θα πάθουν. Αυτό είναι θάνατος γι’ αυτούς. Θυμάμαι, ένα γεροντάκι στην Κόνιτσα, κοντά ενενήντα χρονών, συνέχεια δούλευε. Τελικά πέθανε στο χωράφι, δυο ώρες μακριά από το σπίτι.
-