Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η φωτογραφία μου
Δέν έχουμε γραφτή μαρτυρία ούτε κτιτορική επιγραφή μέ τό έτος Ίδρυσης του Ι.Ναού τής Παναγίας. Ό Λαμπρυνίδης (Ή Ναυπλία, ό.π.. ο. 129) υποθέτει ότι πρέπει νά είναι ό πρωτεύων ορθόδοξος ναός του Ναυπλίου (επειδή ό "Αγιος Γεώργιος άνηκε στους καθολικούς) έπί' Ενετοκρατίας. Ή Παναγία έχει σχήμα βασιλικής χωρίς τρούλο. Ό νάρθηκας της πρέπει νά έγινε μετά τήν Απε¬λευθέρωση, όπως καί τό τριώροφο καμπαναριό της στη ΝΔ του πλευρά. 'Από τόν Γερμανό περιηγητή Ρ,βίηποΙά Ιυόβηβυ, αναφέρεται τό 1588 - στην περιγραφή του γιά τό Ναύπλιο - μιά άλλη Παναγία έξω άπό τά τείχη τής πολιτείας πού τήν κατέχουν" Ελληνες μοναχοί. Καθώς καί άλλη έκκλησούλα αφιερωμένη κι αυτή στή Θεοτόκο, επειδή βρίσκεται κοντά σέ σπηλιά. στά δυτικά βράχια τοϋ Ρωμαίικου κάστρου (Ακροναυπλία). ' Η δεύτερη αυτή είναι ή αγαπημένη τών κατοίκων τοΰ Ναυπλίου, ή «Παναγίτσα»: πανέμορφο προσκυνητάρι τους στό «Γύρο τής "Αρβανιτιάς», τόν πιό ρομαντικό περίπατο τ" Άνα-πλιού. Καί ποτέ δέν μπερδεύουν τήν «Παναγίτσα» τοϋ βράχου μέ τήν «Παναγία» τής πόλης τ' Άναπλιοΰ, αφιερωμένη στή Γέννηση τής Θεοτόκου. "Ως σήμερα φροντισμένη μέ αγάπη ή Παναγία, αντιπροσωπεύει ένα άπό τά πιό ώραϊα ιστορικά καί εκκλησιαστικά μνημεία τής πολιτείας.

Χριστούγεννα στη Καππαδοκία

Στα Φάρασα της Καππαδοκίας γιορτάζαμε τη Γέννηση του Χριστού με μεγαλοπρέπεια, φυλάγο­ντας με ευλάβεια όλες τις παραδόσεις. Τήν ήμερα εκεί­νη, άλλα και όλες τις μέρες του Δωδεκαήμερου, οί Φαρασιώτες νιώθαμε ελεύθεροι, δεν ήμασταν σκλά­βοι κανενός, γιατί ζούσαμε με τον Χριστό, πού ήταν ό μόνος Αφέντης και Κύριος μας.
΄Οταν άρχιζε ή Σαρακοστή των Χριστουγέννων, όλα στο σπιτικό άλλαζαν. Παράλληλα με τήν καθα­ριότητα τών χώρων οί Βαρασιώτες φρόντιζαν και για τον καθαρισμό της ψυχής. Τηρούσαν με πολλή εύλάβεια την Σαρακοστή. Το κρέας, τα γαλακτοκομικά και ό,τι άλλο αρτύσιμο έδιναν τη θέση τους στά ό­σπρια και στά χορταρικά.
Άπό χορταρικά, δόξα τω Θεώ, είχαμε πολλά στα Φάρασα. Μέχρι του Αγίου Σπυρίδωνος πού επιτρεπόταν νά φάμε ψάρι, πηγαίναμε στο ποτάμι, σπάζαμε τον πάγο, επειδή συνήθως τα νερά εκείνον τον καιρό ή­ταν παγωμένα, και ψαρεύαμε.
Τά ΄Αγια Δωδεκαήμερα ήταν οι μέρες πού μαζεύ­ονταν και ξανασμίγανε οί διασκορπισμένες οικογέ­νειες. 0ι ξενιτεμένοι προσπαθούσαν νά βρίσκωνται στά Φάρασα, κοντά στους δικούς τους, γιά νά γιορ­τάσουν όλοι μαζί.
Ή παραμονή των Χριστουγέννων :΄Οταν έφθανε ή παραμονή των Χριστουγέννων, οί νοικοκυρές ανασκουμπώνονταν και ετοίμαζαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. ΄Επλαθαν τά κουλούρια και τά Χριστόψωμα με μεράκι και φροντίδα. ΄Εκαναν τά γλυκά τους και τον χαλβά άπό σιμίντρι.Άπό τό βράδυ της παραμονής, και κάθε βράδυ του Δωδεκαημέρου, οί νοικοκυρές έβγαιναν με τάθυμιατά και θυμιάζανε τις αυλές, τους στάβλους και όλο τό σπίτι. Στο ρά­φι, κοντά στο Εικονοστάσι, άναβαν τον κόντζορο.Εκεί παρέμενε αναμμένος όλο τό Δωδεκαήμερο, μέχρι τά Φώτα.
Τήν παραμονή ό χαιρετισμός τών Βαρασιωτών ήταν «Χριστός γεννάται», «αληθώς γεννάται». Ανήμερα βεβαίωναν το γεγονός με τον χαιρετισμό «Χριστός έτέχθη», «αληθώς έτέχθη».
Την παραμονή γινόταν και ή ανταλλαγή τών δώ­ρων μεταξύ συγγενών, νουνών και βαφτιστικών,αντάλλασσαν τσουρέκια και Χριστόψωμα"Ολα συνοδεύονταν με ευχές και ευλογίες. Φρόντιζαν επίσης τις άγιες αυτές μέρες να μή λείπη τίποτε και άπό το τραπέζι του ορφανό και της χήρας.
Ή ήμερα τών Χριστουγέννων ΄Οταν κατά το χάραμα χτυπούσε το σήμαντρο πού καλούσε τους πιστούς στην Εκκλησία, τους έβρι­σκε όλους ξύπνιους. ΄Επαιρναν οι μεγαλύτεροι από μία δάδα αναμμένη, για νά φωτίζουν τή στράτα τους, και όλοι μαζί κινούσαν γιά τήν Εκκλησία. Έκεί οί γυ­ναίκες ανέβαιναν στον γυναικωνίτη και οί άνδρες έμεναν κάτω. Με πολλή κατάνυξη παρακολουθούσαν τή Θεία Λειτουργία. Στο «Μετά φόβου» όλοι μετα­λάμβαναν τών Άχραντων Μυστηρίων, αφού προη­γουμένως φρόντιζαν νά αλληλοσυγχωρεθούν. ΄Οταν τελείωνε ή Θεία Λειτουργία, έβγαινε ό Παπάς στην Ωραία Πύλη και ευλογούσε τους πιστούς λέγοντας: «Χριστός έτέχθη». Και το εκκλησίασμα απαντούσε: «Αληθώς έτέχθη». Ευχόταν έπειτα ό ένας στον άλλον «υγεία και ελευθερία» και έπαιρναν τον δρόμο γιά τά σπίτια τους, ενώ ή μέρα είχε κιόλας χαράξει. Έκεί τους περί­μενε πάνω στην παρκαμίνα ή ζεστή σούπα, φτιαγμένη με βραστό κρέας και βρυσέλινα. Δεν έλειπε άπό το τραπέζι τους και το «μαλέζι», πού το έφτιαχναν με σιτάλευρο καβουρντισμένο με αγνό βούτυρο. Αυτό ήταν το παραδοσιακό γλυκό.
Τήν ήμερα τών Χριστουγέννων τά σήμαντρα και οί καμπάνες χτυπούσαν συνέχεια.Ο­λοι οι Φαρασιώτες έψαλλαν και πανηγύριζαν. Ακόμη και οί Τούρκοι πού τύχαινε νά βρίσκωνται στά Φαρα­σα τραγουδούσαν και πανηγύριζαν κι εκείνοι μαζί τους. ΄Ολη τήν ήμερα οί νέοι και οι νέες ντυμένοι με τις γιορτινές τους φορεσιές επισκέπτονταν τά συγγε­νικά σπίτια, φιλούσαν τά χέρια τών ηλικιωμένων και αντάλλασσαν ευχές. Εύχονταν «καλωσύνη και υγεία».
Με το σουρούπωμα άρχιζαν οί επισκέψεις στους εορτάζοντες. 0ι επισκέπτες δεν τους πήγαιναν δώρα. Το δώρο ήταν ή τιμή νά τους επισκεφθούν και νά τους ευχηθούν. Έδώ στην Ελλάδα λένε: «Πάμε νά γιορτάσουμε τον τάδε». 0ι Φαρασιώτες λέγανε: «Πά­με νά ζήσουμε τον τάδε», δηλαδή «πάμε νά του ευχη­θούμε νά ζήση και νά εύτυχήσει! (Τα Φάρασα της Καππαδοκίας.εκδ. Ι.Ησ. Αγ. Ι.Θεολόγου. Σουρωτή Θεσσαλονίκη)
* * *
Παραμονή Χριστουγένων στο Αϊβαλί -(Φώτης Κόντογλου)

«Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ό αγέρας σα νά 'τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μά ό κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βρα­διάσει κι ανάψανε τά φανάρια με το πετρόλαδο. Τά μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα άπ' όλα τά κα­λά. Ό κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε, άπό τό 'να το μαγαζί έβγαινε, στ' άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.
Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό άπό τον κόσμο πού φουμάριζε. Ό καφενές τ' Ασημένιου είχε μεγάλη φασα­ρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυο σόμπες, και τά τζά­μια ήτανε θαμπά, άπ' όξω έβλεπες σάν ήσκιους τους ανθρώ­πους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες άπό τή ζέ­στη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυρέοι.
Κάθε τόσο άνοιγε ή πόρτα και μπαίνανε τά παιδιά πού λέ­γανε τά κάλαντα. "Αλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δέν τά λέγανε μισά και μισοκούτελα, μά τά λέγανε άπό τήν αρχή ί­σαμε τό τέλος, μέ φωνές ψαλτάδικες, οχι σάν και τώρα, πού λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα. )
Άπ' όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, μέ γέλια καί μέ χα­ρές. Άπό 'δώ κι άπό κει ακουγόντανε τά παιδιά πού λέγανε τά κάλαντα στά μαγαζιά.
Ή ώρα περνούσε κι άνάριευε σιγά-σιγά ό κόσμος. Τά μα­γαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στά μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στο τσαρσί λιγόστευε ή φασαρία, μά στους μαχαλάδες γυρίζανε τά παιδιά μέ τά φανάρια καί λέγανε τά κάλαντα στά σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυρέοι, οι νοικοκυράδες καί τά παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι ύποδεχόντανε τους ψαλτάδες, καί κείνοι άρχίζανε καλόφωνοι σάν χοτζάδες:
«Καλήν έσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χρίστου την Θείαν γέννησιν να πω στ'αρχοντικό σας. Χρίστος γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ πόλει, οι ουρανοί άγάλλονται, χαίρει ή κτίσις όλη... Κι άφού ξιστορούσανε όσα λέγει τό Ευαγγέλιο, τον Ιω­σήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους μάγους, τον Η­ρώδη, τό σφάξιμο των νηπίων καί τήν Ραχήλ πού έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε μέ τούτα τά λόγια:
Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν, του Ίησού μας του Χρίστου γέννησιν την άγίαν. Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθείτε, ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε. Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε, στην έκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.
Ν' ακούσετε με προσοχην όλην την ύμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το άρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε, δότε και κανενός πτωχού, όστις να ύστερείται. Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ'είναι ορισμός σας, και ό Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά.!»
Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιό μεγάλη χα­ρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη, κι άπό τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, πού δεν τά τρώγανε, γιατί ακόμα δέν είχε γίνει ή Λειτουργία, άλλα τά μαζεύανε μέσα σε μιά καλαθιέρα.Άβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σάν ξερίχια άπό τον πολιτισμό! Πάνε τά καλά χρό­νια!
Όλα γινόντανε όπως τά 'λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στά ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες άπό τις δώδεκα Εκκλησιές της χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σάν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, πού θαρρείς πώς είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τά καλά τους, και πηγαίνανε στην εκκλησιά.
Σάν τελείωνε ή Λειτουργία, γυρίζανε στά σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε άπό χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες τών σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολουσανε. Τά τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ' άσπρα τραπεζομάντιλα, κι είχανε απάνω ό,τι βάλει ό νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε άπ' όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» « Ή Παρθένος σήμερον τον ύπερούσιον τίκτει» « Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον.» 'Α­φού εύφραινόντανε άπ' όλα, πλαγιάζανε άξέγνοιαστοι, σαν τ' αρνιά πού κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες πού γεννήθηκε ό Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.»

Ή Πρωτοχρονιά στη Μ.Ασία(Φάρασα της Καππαδοκίας)
Πρίν τον νέον χρόνον οί Φαρασιώτες έπρεπε νά ξεφορτω­θούν ό,τι τους βάραινε· νά αφήσουν ό,τι κακό κουβα­λούσαν από τον χρόνο πού έφευγε και νά μπουν στον καινούργιο χωρίς βάρη, καθαροί. Προσπαθούσαν νά ξεχρεώσουν τυχόν χρέη πού είχαν, νά μονοιάσουν με όσους είχαν μαλώσει, να αλληλοσυγχωρεθούν.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οί νοικοκυρές ζύμωναν, έπλαθαν κουλούρια και τσουρέκια καί, το κυριώτερο, έφτιαχναν τή Βασιλόπιτα με το χρυσό φλουρί. "Εξω στο κατώφλι, πλάι στην εξώπορτα, έβα­ζαν νά καίει το θυμιατό.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ : Γιά τον "Αγιο Βασίλη είχαμε δικά μας κάλαντα πού, νομίζω, ότι δεν ψάλλονται σέ κανένα άλλο μέ­ρος. Εξιστορούν τή διαμάχη του Αγίου με τον Ιου­λιανό τον Παραβάτη, πού απειλούσε νά καταστρέψει τήν Καισαρεία και όλα τά Μοναστήρια, τήν προ­σευχή του Αγίου προς τήν Ύπεραγία Θεοτόκο και τήν αποστολή του Αγίου Μερκουρίου, γιά νά εμποδί­σει τον τύραννο νά πραγματοποίησει τήν απειλή του. Τά κάλαντα αυτά τά έψελναν μικροί και μεγάλοι γυρίζοντας παρέες-παρέες στις γειτονιές του χωριού. "Αρχιζαν με το σουρούπωμα και τέλειωναν αργά τή νύχτα. Στις αυλές άνοιγαν διαδρόμους μέσα στά χιόνια και τοποθετούσαν αναμμένες δάδες και λυχνά­ρια, γιά νά φωτίζουν το πέρασμα των καλαντάρηδων και το έμπα του νέου έτους. Οι νοικοκυρές είχαν έτοιμα τά κεράσματα μέσα σέ πανέρια και τά χρήματα πού θά έδιναν στους καλαντάρηδες.
- Πες μου, γέροντα, πώς πηγαίνατε στο εξωκλή­σι τού Αγίου Βασιλείου μέσα στή βαρυχειμωνιά;
- Ή παράδοση ήθελε τους Φαρασιώτες τήν ημέρα της γιορτής τού Αγίου νά πάνε στο εξωκλήσι του. Το βράδυ της παραμονής έπαιρναν τον δρόμο γιά το εξωκλήσι κατά ομάδες, άλλοι με τά ζώα και άλλοι μέ τά πόδια, κρατώντας μεγάλα ραβδιά και τραγουδώ ντας το «Χιτάτε να ύπάμε σον Έη-Βασίλη», δηλαδή: «Τρέξτε να πάμε στον "Αη-Βασίλη». ΄Ηταν ενα τρα­γούδι αργό, όπως αργό ήταν και το περπάτημα τους πάνω στο χιόνι. Σε όλη τη διαδρομή δεν έπαυε το τραγούδι και ό χορός. Φωνές, τραγούδια, πυροβολι­σμοί αντηχούσαν σε όλη τή ρεματιά. "Οταν έφθαναν στο εξωκλήσι άναβαν τα κεριά πού έφερναν μαζί τους, προσεύχονταν και ξεκουράζονταν. Μετά άπό δυό-τρεις ώρες έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. "Ο­λος ό δρόμος ήταν γεμάτος από παρέες πού άλλες πήγαιναν στον "Αη-Βασίλη και άλλες γύριζαν στο χωριό. Ούτε το χιόνι ούτε το κρύο ματαίωνε το προ­σκύνημα στον "Αγιο. "Οσοι δεν μπορούσαν νά πάνε το βράδυ πήγαιναν ανήμερα.
Η ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ: Τό πρωί της Πρωτοχρονιάς σήμαινε το σήμαντρο των Αγίων Βαραχησίου και Ίωνά, και οι Βαρασιώτες πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία. "Οταν επέστρεφαν άπό τήν εκκλησία, έστρωναν στον σοφρά τό πιο καλό τραπεζομάντηλο και έβαζαν στη μέση τή Βασιλόπι­τα. Εκεί ολόγυρα, αφού έκαναν προσευχή, σταύρωνε ό πατέρας τή Βασιλόπιτα και λέγοντας: «Κύριε ημών Ίησού Χριστέ, και του χρόνου με υγεία, γεροί, δυνα­τοί και ελεύθεροι», τήν έκοβε πρώτα σταυρωτά και μετά σε μικρά κομμάτια, τόσα όσα τά μέλη της οικογενείας. Ξεχωριστό κομμάτι έβγαζε γιά τήν ει­κόνα του Αγίου, γιά τό σπίτι, γιά τους ξενιτεμένους, γιά τά ζώα. "Αν τό φλουρί βρισκόταν στο κομμάτι της εικόνας ή του σπιτιού τό θεωρούσαν ευλογία.
ΜΙΚΡΑ ΦΩΤΑ : Τήν παραμονή των Θεοφανείων οι Βαρασιώτες τήν έλεγαν «Μουτσούκκα Φώτα», δηλαδή Μικρά Φώτα. Πρωί-πρωί, νύχτα ακόμη, πήγαιναν στην εκκλησία, όπου γινόταν ό Αγιασμός. "Επιναν Αγιασμό και έπαιρναν και στά σπίτια τους, γιά νά ραντίσουν. "Εβαζαν και στις ποτίστρες, γιά νά πιουν και τά ζωντανά τους. Μέχρι τό βράδυ τον τελείωναν. Πολ­λοί εκείνη τήν ημέρα λούζονταν, γιατί πίστευαν πώς έτσι δεν θά είχαν πονοκέφαλο όλον τον χρόνο.
Ό παπάς γύριζε τό χωριό, ράντιζε και άγιαζε τά σπίτια και τά υποστατικά. Τον συνόδευε ένα παίδι κρατώντας ένα μικρό μπακιρένιο σκεύος, τό «σιτιλόκκο», γεμάτο με Αγιασμό.
Εκείνη τή μέρα οι Φαρασιώτες κρατούσαν αυ­στηρή νηστεία. "Ετρωγαν μόνο νερόβραστα, γιά νά πιουν ανήμερα τών Θεοφανείων Μεγάλο Αγιασμό, πού τον θεωρούσαν σάν Θεία Κοινωνία. "Ολο τό α­πόγευμα της παραμονής έψαλλαν τά κάλαντα τών Φώτων. Και γιά τά Φώτα είχαμε δικά μας κάλαντα.
ΜΕΓΑΛΑ ΦΩΤΑ: Τά Θεοφάνεια, τά «Μεγά τά Φώτα», όπως λέγο­νταν, μετά τή Θεία Λειτουργία τοποθετούσαν στο κέ­ντρο του ναού τήν κολυμβήθρα. Τή γέμιζαν νερό και έψαλλαν τήν Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού. Στο τέλος άφηνε ό παπάς μέσα στην κολυμβήθρα τον Τίμιο Σταυρό και γινόταν, κατά κάποιο τρόπο, δημο­πρασία. "Οποιος πρόσφερε τα περισσότερα σε χρή­ματα ή σε είδος, έκανε τον σταυρό του και τρεις μετάνοιες, έβγαζε τον Τίμιο Σταυρό άπό το νερό και τον ασπαζόταν. Άπό εκείνη τη στιγμή αυτός χριόταν συμβολικά «ό νουνός» του Χρίστου και έπαιρνε στο σπίτι του τήν εικόνα τοΰ Τιμίου Προδρόμου και το Λάβαρο μέ τήν παράσταση της Βαπτίσεως του Χρί­στου. Τα ιερά αυτά τά φιλοξενούσε στο σπίτι του και δεχόταν επισκέπτες έως τήν άλλη μέρα της μνήμης του Βαπτιστού Ιωάννου. Ό χαιρετισμός της μέρας εκείνης ήταν: «Φώτα τσάι (και) καλημέρα» και ή απάντηση: «Σε σέν τσάι σον κόσμον όλον». Δηλαδή: «Σε σένα και σε όλον τον κόσμο».
Τό τέλος του Δωδεκαημέρου : Στις 7 Ιανουαρίου γιόρταζαν τή μνήμη τοΰ Τιμί­ου Προδρόμου και έκλεινε ό κύκλος του Δωδεκαημέ­ρου. Ό κόντζορος, πού έκαιγε δίπλα στο εικονοστάσι όλο τό Δωδεκαήμερο, έσβηνε. Τό ιερό Λάβαρο της Βαπτίσεως του Κυρίου μαζί μέ τά άγια Εικονίσματα μέ μία κατανυκτική τελετή επέστρεφαν στον ναό. (Τα Φάρασα της Καππαδοκίας.εκδ. Ι.Ησ. Αγ. Ι.Θεολόγου. Σουρωτή Θεσσαλονίκη)
* * *
Το ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ κατέρχεται στον Ιησού με την μορφή ενός περιστεριού .Σύμβολο αθωότητας πάντα , αγαπά την ελευθερία και την καθαρότητα όπως ακριβώς το Πνεύμα του Θεού αγαπά την αγνότητα και την ελευθερία.
* * *
Η ΠΤΩΣΗ του Εωσφόρου συμπαρέσυρε πολλούς αγγέλους από την θεία δόξα έως ότου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ φώναξε σ’όλους τους Αγγέλους :
« Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου!» Τότε οι αγαθοί άγγελοι παρέμειναν στον ουρανό και οι πονηροί στάθηκαν όπου βρέθηκαν. Αλλοι στην γη, άλλοι στα καταχθόνια ,άλλοι στον αέρα (τα εναέρια δαιμόνια) και άλλοι στα ύδατα.. Και οι δαίμονες στον αέρα ηττήθηκαν από την συγκατάβαση του Θεού Λόγου Οι δαίμονες στην γη συνετρίβησαν με την σάρκωση του θεού στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, τα δαιμόνια των καταχθόνιων νικήθηκαν από την κάθοδο του Ιησού στον Άδη, έμειναν οι δαίμονες των υδάτων όπου συνετρίβησαν με την παρουσία και βάπτιση του Ιησού στο ύδωρ του Ιορδάνη. Αλλά και ο Προφήτης Δαυίδ είχε γράφει στους ψαλμούς του ; « συ συνέτριψας τας κεφάλας των δρακόντων επί των υδάτων.» .Και στην Ορθόδοξη Αγιογραφία επίσης Ο Ιησούς παριστάνεται να βαπτίζεται στον Ιορδάνη πατώντας δύο ταφόπλακες με τις κεφαλές πολλών φιδιών από κάτω.
* * *
ΒΡΕΣ καιρό νά γελάσεις· τό γέλιο είναι ή μουσική της ψυχής.
Βρες καιρό νά στοχαστείς- ό στοχασμός είναι πηγή γαλήνης.
Βρες καιρό νά τρέξεις στον δυστυχισμένο· ή συμπό­νια είναι δρόμος ευτυχίας.
Βρες καιρό νά διαβάσεις- ή μελέτη είναι πηγή σοφίας.
Βρες καιρό νά αναπαυτείς· ή ξεκούραση είναι πηγή ανεφοδιασμού.
Βρες καιρό νά προσφέρεις· ή προσφορά είναι πηγή πλουτισμού.
Βρες καιρό νά προσευχηθείς· ή προσευχή είναι δεξα­μενή δυνάμεως
* * *
ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ της ζωής δέν είναι αγώνας δρόμου πού χρονομετρείται, αλλά άσκηση σκοποβολής πού εκτιμάται μέ τό πόσο κοντά στό στόχο σου έπεσες.Σημασία δέν έχει τό πόσα χρόνια βίου έκάλυψες, πόσα χρόνια μέτρησες, άλλα σε πόσες βολές της ζωής σου σκόπευσες επιτυχημένα».
* * *
ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ τής ζωής επιδίωξη του μικρού καί ασήμαντου άνθρωπου είναι ό εντυπωσιασμός καί ό θόρυβος. Αντίθετα, έμβλημα τών σπουδαίων καί με­γάλων είναι τό: «λάθε βιώσας» τής αρχαίας σοφίας. Καί τό: «έζησε καλώς αυτός πού έκρύβη καλώς» του Καρτεσίου.
Οι πρώτοι αγωνιούν γιατί βλέπουν ότι ό χρόνος έρ­χεται κατεπάνω τους, σάν τό κύμα στην άμμο. Καί πανικοβάλλονται. Οι άλλοι ξέρουν ότι έρχεται σάν αλιέας μαργαριταριών. Καί περιμένουν

ΣΟΦΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ